από
http://leninreloaded.blogspot.com/2012/01/blog-post_8465.html
Εισαγωγή
Αφήσαμε τη λέξη "iconic"
αμετάφραστη για λόγους όχι μεταφραστικούς αλλά θεωρητικούς. Κάποιος ή
κάποια με περιορισμένη γνώση της αγγλικής θα έμπαινε στον πειρασμό να
την μεταφράσει αναγάγοντάς την πίσω στην προφανή ελληνική της ρίζα, αλλά
τότε θα κατέληγε με μια μάλλον παράδοξη ταυτολογία: η "iconic image" ως
"εικονική εικόνα." Προφανώς, η ταυτολογία θα συσκότιζε το νόημα της
φράσης. Μια σαφώς καλύτερη μετάφραση θα ήταν "αντιπροσωπευτική εικόνα",
μιας και το "iconic" δε δηλώνει το φυσικό χαρακτήρα μιας αναπαράστασης,
αλλά ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό για αυτή (για αυτό και είναι επίθετο).
Τι ποιοτικό χαρακτηριστικό έχουν οι φωτογραφικές εικόνες που προέβαλλαν
οι Washington Times, το Wired, κλπ; Ότι είναι
"αντιπροσωπευτικές", ότι αποτελούν, τρόπον τινά, την πεμπτουσία ενός
συμβάντος. Αλλά τότε --κι εδώ αρχίζουμε να αφήνουμε πίσω μας τη
μετάφραση-- ποιού ακριβώς πράγματος είναι αντιπροσωπευτικές; Προφανώς,
δεν είναι "στατιστικά" αντιπροσωπευτικές, δεν αντιπροσωπεύουν έναν μέσο
όρο· αντίθετα, οι "iconic" φωτογραφίες είναι χαρακτηριστικά, εξαιρετικά,
δραματικές. Αν αντιπροσωπεύουν λοιπόν κάτι, αν κάτι είναι
αντιπροσωπευτικό σ' αυτές, αυτό δεν είναι παρά ο εξαιρετικός χαρακτήρας
που, υποτίθεται, αντικατοπτρίζει και την ουσία του ευρύτερου συμβάντος,
το "πνεύμα" του.
Αυτό λοιπόν που περιβάλλει τον
λόγο περί "iconic images" είναι δύο διαφορετικές κατασκευές της έννοιας
της ανα-παράστασης: πρώτον, η οπτική αναπαραγωγή ως τεχνική και πράξη,
τεχνολογικά διαμεσολαβημένη στην περίπτωση της φωτογραφίας ή της
τηλεοπτικής εικόνας ("image")· και δεύτερον, η εκπροσώπηση ή
αντιπροσώπευση μιας ουσίας ή ενός πνεύματος που εμφιλοχωρεί μέσα στο
αναπαραστώμενο, η διακόμιση, μέσα από την εικόνα, μιας παρουσίας
("iconic").
Νομίζω ότι θα έβρισκε ελάχιστους
διαφωνούντες η πρόταση ότι στην περίπτωση της απεργίας στην Ελληνική
Χαλυβουργία δεν υπάρχουν "iconic images." Όχι επειδή τα ΜΜΕ αγνόησαν την
απεργία αυτή. Αυτό δεν έχει ολοκληρωτικά επιβάλλει από μόνο του μια
λογική της λογοκριτικής εξάλειψης της εικόνας. Δεν είναι ότι δεν γίνεται
προσπάθεια να μεταφερθεί μια εικόνα της απεργίας, όπως έγινε για
παράδειγμα στο φωτογραφικό αφιέρωμα που αναδημοσίευσα
εδώ.
Είναι ότι η προσπάθεια αυτή δεν γεννά τίποτε που να μπορεί να
χαρακτηριστεί "iconic". Αναλογιστείτε τις συγκεκριμένες φωτογραφίες: μια
τετριμμένη εικόνα της άδειας εισόδου ενός εργοστασίου· δυο εξίσου
αδιάφορες εικόνες από την διαδικασία της παραγωγής· ένας εργάτης που
κάθεται μπροστά από τεράστιες κουβαρίστρες χάλυβα· λίγες δεκάδες
άνθρωποι συγκεντρωμένοι· ένας συνδικαλιστής μιλάει στο μικρόφωνο· οι
εργάτες ψηφίζουν δια ανάτασης χειρός· περισσότερες ολιγάνθρωπες, τις
περισσότερες φορές, συγκεντρώσεις, μερικά πανό με συνθήματα απαιτήσεων ή
συμπαράστασης, βαρέλια που ζεσταίνουν τους ανθρώπους γύρω. Μια φτωχή σε
δραματικές εντάσεις, σχεδόν αδιάφορη, συναισθηματικά αλυτρωτική εικόνα.
Όση "τέχνη", απ' την άλλη, κι αν
έβαλαν οι συντελεστές του (για μένα εξαιρετικού) ντοκυμαντέρ της
Ελληνοφρένειας σε ό,τι αφορά γωνίες λήψης, οπτικό και ηχητικό μοντάζ και
φωτισμό στο σύντομο "
Μέρες απεργίας",
το αποτέλεσμα δεν διαφοροποιείται από αυτή την παράξενα
αποδραματοποιημένη, στερημένη εικονογραφία, αυτή την αδόκητη έκθλιψη της
ιδέας ότι υπάρχει "αντιπροσωπευτικότητα" στην οπτική αναπαράσταση:
υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν ή διαδηλώνουν, υπάρχουν πλάνα τους παράξενα
μοναχικά, όπως αυτό του ακτιβιστή να κάθεται μόνος του στα Προπύλαια, ή
του απολυμένου που βγαίνει απ' τη σκηνή του στην αρχή, κι αυτό είναι
όλο.
Τι συμβαίνει με την Χαλυβουργία;
Γιατί, αφήνοντας παράμερα την διαφανή ως προς τα κίνητρά της και άρα
εύκολα εξηγήσιμη περιφρόνηση των ΜΜΕ στην προοπτική κάλυψής της,
εξαιρείται αυτό που συμβαίνει τόσο παράδοξα από τη λογική της
εικονικότητας που υποτίθεται ότι αποτελεί το απόλυτο χαρακτηριστικό της
"μετανεωτερικής" εποχής (Debord, Baudrillard, κα);
Bertolt Brecht, όπως παρατίθεται
στο Alexander Kluge, "Ο κινηματογράφος και η δημόσια σφαίρα" (ή στο
Benjamin, "Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής"):
Όλο
και λιγότερο μπορεί η απλή αντανάκλαση της πραγματικότητας να μάς
αποκαλύψει οτιδήποτε για την πραγματικότητα. Μια φωτογραφία των
εργοστασίων της Krupp ή της AEG δεν μάς λέει σχεδόν τίποτα για αυτούς
τους θεσμικούς χώρους.
Κάθε
μέλος τής κοινωνίας των ιδιωτών παρουσιάζεται, διότι η παρουσίαση
αποτελεί καθοριστικό γνώρισµα τής κοινωνικότητας. Αλλά το εργοστάσιο
διαχωρίζεται και διακρίνεται από την κοινωνία μέσω περιφράξεων, φυλάκων
ασφαλείας, ιεραρχιών, χρονοδιαγραμμάτων εργασίας, δομών εκμηχανοποίησης.
Αυτό οφείλεται στο ότι η παραγωγικότητα ως ρυθμιστικός κανόνας τού
εργοστασίου διαστέλλεται απόλυτα από την εν γένει κοινωνική παρουσίαση. Η
ομοιότητα μεταξύ τού συστήματος βιομηχανικής παραγωγής και τής
στρατιωτικής οργάνωσης έχει προ πολλού επισημανθεί. Η βαθύτερη αιτία για
αυτό πρέπει να αναζητηθεί στο ότι και στις δύο περιπτώσεις η παρουσίαση
ακυρώνεται μέσω τής απλής καταμέτρησης υποκαταστήσιμων μονοσυνόλων. Το
ότι ο στρατιώτης είναι πάντοτε αφανής οφείλεται στο ότι έχει καταταγεί
στην υπηρεσία τού θανάτου. Ομοίως, η κατάταξη προσωπικού σε βιομηχανικές
θέσεις εργασίας συνεπάγεται την κατάταξή τους σε καθεστώς μη
παρουσίασης. Από την σκοπιά τού εργοστασίου, ο εργάτης παραμένει εξίσου
αφανής.
1. Κριτική της ορατότητας: Παραγωγή, αξία, παραγωγικότητα
α. Μπρεχτ και Μαρξ
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την
σύντομη αλλά διάσημη ρήση του Μπρεχτ. Γιατί αποτυγχάνει η φωτογραφία, η
"απλή αντανάκλαση της πραγματικότητας" να μας πει οτιδήποτε για το
εργοστάσιο ως θεσμικό χώρο; Δεν είναι δυνατό να δοθεί απάντηση στο
ερώτημα χωρίς να θυμηθούμε μια κεντρική διάσταση του πιο διάσημου ίσως
τμήματος του Κεφαλαίου του Μαρξ, αυτού που αφορά στον "Φετιχισμό του
εμπορεύματος" (τόμος 1, κεφάλαιο 1, τμήμα 4). Τι είναι ο φετιχισμός του
εμπορεύματος παρά ένα φαινόμενο της απατηλής εμφάνισης (schein), της παροδηγητικής προφάνειας, που καθιστά αόρατο αυτό ακριβώς που είναι πραγματικό;
Το εμπόρευμα εμφανίζεται, με πρώτη ματιά, ως κάτι το πολύ τετριμμένο και εύκολα κατανοητό. Η ανάλυσή του δείχνει
ότι, στην πραγματικότητα, είναι κάτι πολύ παράξενο, γεμάτο μεταφυσικές
αποχρώσεις και θεολογικές πινελιές. [...] Το εμπόρευμα, λοιπόν, είναι
κάτι μυστήριο, απλά επειδή μέσα του ο κοινωνικός χαρακτήρας της
ανθρώπινης εργασίας εμφανίζεται ως ένας αντικειμενικός
χαρακτήρας που σφραγίζει το προϊόν της εργασίας αυτής· επειδή η σχέση
των παραγωγών στο σύνολο της δικής τους εργασίας τούς παρουσιάζεται
ως κοινωνική σχέση, η οποία όμως υπάρχει όχι ανάμεσά τους αλλά ανάμεσα
στα προϊόντα της εργασίας τους. Αυτός είναι ο λόγος που τα προϊόντα της
εργασίας γίνονται εμπορεύματα, κοινωνικά πράγματα των οποίων οι ποιότητες είναι την ίδια στιγμή αντιληπτές και μη αντιληπτές από τις αισθήσεις. Με τον ίδιο τρόπο, το φως από ένα αντικείμενο το αντιλαμβανόμαστε όχι ως υποκειμενικό ερεθισμό του οπτικού μας νεύρου, αλλά ως αντικειμενική μορφή κάποιου πράγματος πέρα από το ίδιο το μάτι. Όμως, στην πράξη της θέασης υπάρχει, όπως και να 'χει, ένα κυριολεκτικό πέρασμα του φωτός από το ένα πράγμα στο άλλο, από το εξωτερικό αντικείμενο στο μάτι.
Υπάρχει μια φυσική σχέση ανάμεσα σε φυσικά πράγματα. Αλλά τα πράγματα
με τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά. Εκεί, η ύπαρξη των πραγμάτων ως
εμπορευμάτων, και η σχέση αξίας ανάμεσα στα προϊόντα της εργασίας που τα
σφραγίζει ως εμπορεύματα, δεν έχουν καμία σύνδεση με τις φυσικές τους ιδιότητες και με τις υλικές σχέσεις που πηγάζουν απ' αυτές.Υπάρχει μια ορισμένη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους που παίρνει, στα δικά τους μάτια, την φανταστική μορφή μιας σχέσης ανάμεσα σε πράγματα. Για να βρούμε λοιπόν μια αναλογία, θα πρέπει να έχουμε πρόσβαση στις νεφελώδεις περιοχές του θρησκευτικού κόσμου. Στον κόσμο αυτό, τα παράγωγα του ανθρώπινου μυαλού εμφανίζονται
ως ανεξάρτητα πράγματα με τη δική τους ζωή, και ως πράγματα που
εισέρχονται σε σχέσεις το ένα με το άλλο και με το ανθρώπινο είδος. Έτσι
γίνεται στον κόσμο των εμπορευμάτων με τα προϊόντα των χεριών του
ανθρώπου. Αυτό το ονομάζω φετιχισμό που προσκολλάται στα προϊόντα της
εργασίας, απ' τη στιγμή που παράγονται ως εμπορεύματα, και που συνεπώς
είναι αδιαχώριστος από την παραγωγή εμπορευμάτων.
Οι
εμφάσεις με πλάγια στοιχεία αρκούν, νομίζω, για να αναδειχθεί τόσο η
κεντρικότητα του οπτικού λεξιλογίου στην ανάλυση του χαρακτήρα της
εμπορευματικής παραγωγής, όσο και η ουσία του επιχειρήματος, που είναι
βέβαια ότι το εμπόρευμα από τη μία αποκαλύπτει τον κοινωνικό χαρακτήρα
της εργασίας ως "σφραγίδα" κι από την άλλη τον αποκρύπτει, παράγοντας
την οφθαλμαπάτη που θέλει αυτόν τον κοινωνικό χαρακτήρα να βιώνεται ως
σχέση όχι ανάμεσα στους παραγωγούς αλλά στα εμπορεύματά τους. Και είναι
αυτή η ανάλυση πάνω στη βάση της οποίας ο Μπρεχτ συμπεραίνει ότι το να
έχεις οπτική πρόσβαση σε ένα εργοστάσιο (σε μηχανήματα, ανθρώπους και
αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους) δεν σου αποκαλύπτει απολύτως τίποτα για το
τι είναι παραγωγή και σχέσεις παραγωγής, τι είναι αξία, ή ποιοί είναι οι
μηχανισμοί που μετατρέπουν την μυϊκή προσπάθεια σε αξία μέσα σε μια
αναπτυγμένη ανταλλακτική οικονομία, ενώ ταυτόχρονα εγγυώνται την άντληση
ενός ποσοστού επενδύσιμης υπεραξίας από την μυϊκή αυτή προσπάθεια.
Για να το πούμε συνοπτικά: το
εργοστάσιο είναι ένας προνομιούχος χώρος (προνομιούχος επειδή σ' αυτόν
πρωτοσυγκεντρώνεται σε μαζική κλίμακα το μυστηριώδες θέαμα της
καπιταλιστικής παραγωγής) της αντίστασης των "μυστηρίων" της πολιτικής
οικονομίας στο ορατό, που όπως συμβαίνει συνήθως με τα πράγματα που
ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί αλλά δεν μπορούμε να δούμε, τα μετατρέπει
ακριβώς σε μυστήρια, τα επενδύει με "θεολογικές πινελιές" και
"μεταφυσικές αποχρώσεις".
Να ένας πρώτος λόγος που η απεργία στην Χαλυβουργία δεν παράγει "iconic images." Αφορά το γεγονός ότι το
εργοστάσιο είναι, κατά τη διάρκεια της ίδιας της λειτουργίας του, ένα
είδος έμπρακτης κριτικής της επάρκειας της εικόνας, της αντανάκλασης της
πραγματικότητας, για την κατανόηση της ίδιας της πραγματικότητας. Αυτή είναι η πρώτη θέση του Χαλυβουργικού μανιφέστου.
β. Badiou
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο απόσπασμα, από το "Εργοστάσιο ως
συμβαντικός τόπος" του Badiou. Η θέση του Badiou αφορά την τάξη της
"κοινωνικο-ιστορικής παρουσίασης" και είναι η εξής: από τη σκοπιά του
κράτους, αν και το εργοστάσιο "μετράει-ως-ένα" νοούμενο ως "χώρος των
εργατών", οι ίδιοι οι εργάτες δεν αποτελούν υποσύνολο και δεν υπόκεινται
στην καταμέτρηση, καθώς δεν είναι τίποτε άλλο από υποκαταστάσιμες
μονάδες "εργατικής" ή "παραγωγικής" δύναμης. Όπως αναφέρεται στο
απόσπασμα που παραθέσαμε, η απόλυτη υποκαταστασιμότητα του εργάτη
νοουμένου ως απλώς μονάδα παραγωγικής δύναμης (και όχι ως μοναδικού
ατόμου με την μοναδική του ιστορία, σχέσεις, κλπ) σημαίνει πως η
"παρουσίαση ακυρώνεται μέσω τής απλής καταμέτρησης υποκαταστήσιμων
μονοσυνόλων", όπως συμβαίνει για το κράτος και για τον στρατιώτη, που
είναι κατά βάση πάντα "άγνωστος", ένα στατιστικό δείγμα "στην υπηρεσία
του θανάτου" και όχι ένα μοναδικό ή αναντικατάστατο πρόσωπο. Αλλά και
από τη σκοπιά της συλλογικής τους (συνδικαλιστικής) εκπροσώπησης, η
οποία συνίσταται στην ανα-παράσταση των αιτημάτων τους, οι εργάτες δεν
παρουσιάζονται, καθώς "η παρουσίαση δεν αποτελεί αναγκαστική απόρροια
τής αναπαράστασης, εφόσον θα υπάρχουν πάντοτε υποσύνολα [αναγκών, για
παράδειγμα, που δεν μπορούν να μεταφραστούν σε οικονομικά αιτήματα] τα
οποία δεν θα έχουν συγχρόνως και την ιδιότητα τού στοιχείου, ακριβώς
λόγω τού υπερβάλλοντος τής σχέσεως υπαγωγής έναντι τής απλής
παρουσίασης."
Θέση δεύτερη, λοιπόν: υπό
"κανονικές συνθήκες", ο εργάτης ως μοναδικό υποκείμενο είναι αόρατος
τόσο απ' τη σκοπιά του κράτους όσο και από αυτή της θεσμικής του
αναπαράστασης μέσα από παγιωμένους θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης.
Την κατάσταση αυτή έρχεται να
επιτείνει με χωρικούς όρους η απόσταση του εργοστασίου από την κοινωνία,
ο καθορισμός του ως κοινωνικής "ετεροτοπίας" (Foucault) μέσω --για να
επιστρέψουμε στο απόσπασμα που παραθέσαμε-- "περιφράξεων, φυλάκων
ασφαλείας, ιεραρχιών, χρονοδιαγραμμάτων εργασίας, δομών
εκμηχανοποίησης."
Θέση τρίτη: υπό "κανονικές
συνθήκες", το εργοστάσιο είναι ένας χώρος απεκδυμένος από το
αναγνωρίσιμα "κοινωνικό", εξόριστος από την "κοινωνία" ως αναπαραστάσιμο
σύνολο ταυτοτήτων, πρακτικών, τεχνικών και μέσων συνεύρεσης,
σύγκρουσης, και διαπραγμάτευσης.
Στο ίδιο κείμενο, ο Badiou
αναδεικνύει το γεγονός ότι υπό "κανονικές συνθήκες", υπό το "κράτος της
κατάστασης" (state of the situation) δηλαδή, το εργοστάσιο είναι επίσης
ένας χώρος θεμελιωδώς "αποπολιτικοποιημένος", ακόμα και ασύμβατος με την
πολιτική διάσταση, τουλάχιστον εφόσον αυτό γύρω από το οποίο
οργανώνεται η "φυσιολογική" δραστηριότητα του εργοστασίου είναι η
"παραγωγικότητα":
Η
ιδέα αυτή καθαυτή τής πολιτικής ικανότητας των εργατών αντιβαίνει στην
ουσία τού εργοστασίου. Το εργοστάσιο είναι κατ’ ουσίαν χώρος μη
πολιτικός, ανεξαρτήτως τού αν οι εργάτες του έχουν πολιτικοποιηθεί ή
όχι. Και αυτό γιατί το καθεστώς τής παραγωγικότητας βρίσκεται σε πλήρη
και απόλυτη αντίφαση με την πολιτική. Η πολιτική είναι το ακριβώς αντίθετο τής βιομηχανικής εργασίας, διότι συνιστά η ίδια μορφή εργασίας, μια εξευγενισμένη δημιουργική παραγωγή που απαιτεί τη διακοπή κάθε άλλης εργασίας.
Θέση τέταρτη: Όσο
το εργοστάσιο εργάζεται, όσο η λειτουργία του παραμένει αρμονικά δεμένη
με την αρχιτεκτονική, μηχανική, και λειτουργική του φύση, αυτό που
παράγει είναι η ίδια η άρνηση της πολιτικής, δηλαδή η άρνηση της
εργασίας της παρουσίασης, της εμφάνισης υποκειμένων σε ένα χώρο όπου
σφυρηλατούνται οι όροι της συλλογικής ύπαρξης. Νοούμενο ως μονοσύνολο
(ως σύνολο που μετράει-ως-ένα), το εργοστάσιο και οι εργάτες του
εξαιρούνται από την πολιτική τάξη, και άρα από την τάξη της παράστασης.
2. Αντι-φαινομενολογία της απεργίας
Τι είναι η απεργία σε ένα
εργοστάσιο; Είναι, στο πιο προφανές και άμεσο επίπεδο, μια άρνηση της
φύσης του εργοστασίου ως περιφραγμένου και ιεραρχημένου χώρου εξ
ολοκλήρου αφιερωμένου στην παραγωγή και την παραγωγικότητα. Είδαμε όμως
ότι όντας τέτοιου είδους χώρος, το εργοστάσιο είναι επίσης ένας χώρος
άρνησης της πολιτικής. Θέση πέμπτη: Η απεργία είναι μια άρνηση της
άρνησης της πολιτικής, και συνεπώς μια άρνηση της άρνησης της παράστασης
του εργάτη που προϋποθέτει η "φυσιολογική" εργασία του εργοστασίου.
Πώς εκδηλώνεται φαινομενολογικά
αυτή η άρνηση της άρνησης της πολιτικής παράστασης; Και πιο
συγκεκριμένα, ποιά είναι η σχέση της με την αναπαραστατική τάξη, με την
εικόνα και την εικονογραφία;
Θέση έκτη: Το εργοστάσιο σε
απεργία παράγει αντι-αναπαραστάσεις, αντι-εικόνες, και είναι ακριβώς σε
αυτές τις αντι-αναπαραστάσεις που η πολιτική παράσταση του εργάτη ως
μονάδας μπορεί να λάβει χώρα.
Τι εννοούμε; Εννοούμε το εξής:
ως πολιτική πράξη, η απεργία δεν εισάγει τον εργάτη αδιαφοροποίητα μαζί
με τις άλλες ταυτότητες ή συλλογικότητες της "κοινωνίας" σε μια
αδιαφοροποίητη αναπαραστατική τάξη. Ο αποκλεισμός του εργάτη από την
αναπαράσταση δεν αίρεται μέσα από την ενσωμάτωσή του, χωρίς ίχνος
διαφοράς, στην τάξη αυτή. Ο εργάτης αποκτά πολιτική οντότητα μέσα από
την αφαίρεσή του από αυτό που τον ορίζει, τόσο από τη σκοπιά του
κράτους, όσο και από την σκοπιά της συλλογικής του εκπροσώπησης, του
γεγονότος δηλαδή της εργασίας του. Ένας εργάτης που δεν εργάζεται, όπως
και ένα εργοστάσιο που δεν παράγει, δεν μπορούν να ενταχθούν μέσα σε μια
λογική της ανα-παράστασης, πόσο μάλλον της "δραματικής",
"αντιπροσωπευτικής" αναπαράστασης του "iconic image". "Δεν υπάρχει
τίποτα να δεις" σε μια εργοστασιακή απεργία, στην εικόνα ανθρώπων που
κανονικά έπρεπε να βρίσκονται μέσα στο εργοστάσιο και να εργάζονται να
βρίσκονται έξω από το εργοστάσιο και να συζητούν ή να πίνουν καφέ ή να
κάθονται. Η εικόνα της απεργίας είναι εικόνα μιας διπλής άρνησης, τόσο
με την έννοια που ήδη αναφέραμε, όσο και επειδή ο εργάτης που απεργεί
αρνείται την άρνηση της ανθρώπινής του υπόστασης που ήδη πάντοτε
εξυπακούεται από την κατασκευή του ως εργάτη, ως υποκαταστάσιμης μονάδας
εργατικής δύναμης, ανώνυμης, βιογραφικά αδιάφορης, χωρίς παρελθόν ή
μέλλον.
Θέση έβδομη: Η εργοστασιακή
απεργία, μη όντας τίποτε άλλο παρά η αυτο-υφαίρεση του προλεταριακού
"μηδέν" από την ολοσχερή του έκθλιψη ή αφανισμό --στοιχεία που αποτελούν
προϋποθέσεις της λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής-- δεν
παράγει αναπαραστάσιμο θέαμα. Θέαμα μπορεί να παράξει η "βία
εναντίον πολιτών" των "iconic images" που αναφέραμε στην εισαγωγή,
ακριβώς επειδή οι "πολίτες" δεν νοούνται ως "μηδέν" εξ αρχής, αλλά ως
οργανικά κομμάτια μιας "κοινωνίας", η οποία βλέπει σ' αυτούς την
αντανάκλασή της.
Μπορούμε ήδη να κατανοήσουμε εδώ
την προβληματική φύση της αφομοίωσης της απεργίας στη Χαλυβουργία με
απεργίες όπως αυτές στα ΜΜΕ. Στην δεύτερη περίπτωση, η απεργία αφορά τον
ίδιο τον μηχανισμό αναπαράστασης και δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με
περισσότερες αναπαραστάσεις: απολυμένοι δημοσιογράφοι που γράφουν
κείμενα εναντίον των πρώην εργοδοτών τους σε άλλα μηντιακά μέσα,
αποκαλύψεις, κατάληψη σταθμών, μηνύματα κατά την ώρα της εκπομπής, κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που εμπλέκεται είναι αναπαραστάσεις εναντίον
αναπαραστάσεων, και όχι, όπως συμβαίνει στην Χαλυβουργία, μια εγγενής
αποκαθήλωση της ίδιας της διαδικασίας αναπαράστασης, που στην
"φυσιολογική" της λειτουργία καταδικάζει τον εργάτη στην μόνιμη,
"δομική" αφάνεια.
Η υπογράμμιση της μόνιμης κατάστασης αφάνειας που δεν αναιρείται
από μια ένταξη, μέσω της απεργίας, στη γνωστή μετανεωτερική λογική του
"όλα είναι εικόνα", είναι επιπρόσθετα σημαντική στα πλαίσια της
αντίληψης περί ιστορικής εξαφάνισης της εργατικής τάξης. Στην
μόνιμη επωδό ότι "δεν υπάρχει πια εργατική τάξη" δεν θα πρέπει να
παραμελήσουμε να θυμήσουμε ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες δομικές,
χωρικές και δημογραφικές αλλαγές που έχει αποφέρει η "αποβιομηχάνιση", η
"εργατική τάξη" ήταν πάντα συνώνυμη της εξαφάνισης του εργάτη ως
μονάδας στα πλαίσια της αναπαραστατικής τάξης της κεφαλαιοκρατικής
κοινωνίας. Το να είσαι εργάτης σε μια τέτοια κοινωνία σημαίνει να μην
φαίνεσαι, να μην είσαι αναπαραστάσιμος ως μονάδα. Αυτή είναι η όγδοη
θέση του χαλυβουργικού μανιφέστου.
Η ένατη θέση αφορά τον ψευδή
χαρακτήρα της μετανεωτερικής κριτικής στον Μαρξισμό ως "νοσταλγίας για
την εργατική τάξη." Όλη η παραπάνω ανάλυση αναδεικνύει το γεγονός ότι αν
η νοσταλγία αφορά αναπόφευκτα την επιθυμία για παρουσία, και αν η
παρουσία υποδηλώνει πληρότητα ή ολότητα, δεν υπάρχει τίποτα στην
μαρξιστική αναφορά στην εργατική τάξη που να αφορά μια τέτοια μεταφυσική
της παρουσίας: αντίθετα, η μαρξιστική αναφορά στην εργατική τάξη είναι
αναφορά σε ένα αδιόρατο ίχνος, σε μια οντότητα που διαφεύγει πάντοτε από
την τάξη του αναπαραστώμενου, που δεν μπορεί να ιδωθεί, που δεν είναι
τίποτα παρά μια διακοπή της παντοδυναμίας του βλέμματος. "Νοσταλγία για
την παρουσία", αντίθετα, προδίδουν ακριβώς αυτοί που εγκαλούν τον
μαρξισμό για μεταφυσική αφέλεια, ανακαλύπτοντας διαρκώς την
αδιαμεσολάβητη παρουσία της "γενικής βούλησης", του "πλήθους", του
"99%", κλπ σε σκηνογραφίες αυτο-αναπαράστασης, φετιχοποιώντας τις
αυτο-αναπαραστάσεις αυτές ως συνώνυμες μιας διαφανούς, πρόδηλης, άμεσης
παρουσίας της υποτιθέμενης "λαϊκής θέλησης". Μόνο μέσα από μια
αντιμετάθεση και αντιστροφή της πραγματικότητας άξια του όρου
"ιδεολογία" καταφέρνουν οι θιασώτες της εκτυφλωτικής αμεσότητας να
πείσουν τον εαυτό τους ότι τα θύματα νοσταλγικής αφέλειας είναι αυτοί
ακριβώς που ανθίστανται στην "λαϊκοδημοκρατική" ρητορική της
αδιαμεσολάβητης και αναπαραστάσιμης παρουσίας.
3. Συμπτώματα: Το κενό και η υστερία
Στο ερώτημα που θέσαμε --"τι συμβαίνει στην Χαλυβουργία;"-- λοιπόν, η
απάντηση, από τη σκοπιά της μηντιακά επικαθορισμένης τάξης της
αναπαράστασης είναι απλή και μονολεκτική: "τίποτα απολύτως." Από την δική μας όμως σκοπιά, αυτό το "τίποτα" μεταφράστηκε σε κάτι διαφορετικό από το τίποτα, σε "άρνηση της άρνησης":
σε αφαίρεση, μέσω της αρνητικής δύναμης της απεργίας --της μη
επιτέλεσης της δραστηριότητας εκείνης στην οποία συνοψίζεται και στην
οποία ταυτόχρονα εξαφανίζεται ο εργάτης-- από ένα "κράτος της
κατάστασης" στο οποίο η εργατική υποκειμενικότητα δεν παρουσιάζεται και
είναι αδύνατο να παρουσιαστεί.
Στο "Εργοστάσιο ως συμβαντικός
τόπος" ο Badiou παρατηρεί, αναφερόμενος στην πρωτοποριακή εργασία του
Μαρξ σε ό,τι αφορά την δομική εξαφάνιση της εργατικής υποκειμενικότητας
στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής:
θα
ήταν αδύνατο στη νεώτερη εποχή να διατυπωθεί οποιαδήποτε πολιτική —
ακόμη και υπό τη μορφή υπόθεσης — εκτός και εάν συνίστατο σε πρόταση
μιας εν υποκειμένω ερμηνείας των εντυπωσιακών εκείνων υστερικών
συμπτωμάτων τού κοινωνικού, κατά τη διάρκεια των οποίων οι εργάτες,
κατονομάζοντας το γεγονός τής μη παρουσίασής τους, θα είχαν συγχρόνως
κατονομάσει και το υπολανθάνον κενό τής καπιταλιστικής κατάστασης.
Η
ονομασία, εκ μέρους των εργατών, του "υπολανθάνοντος κενού της
καπιταλιστικής κατάστασης" --του στοιχείου εκείνου που πρέπει να
παραμείνει έξω απ' το μέτρημα για να συγκροτηθεί το κοινωνικό όλον ως
τέτοιο-- υπέχει τη θέση ενός "υστερικού συμπτώματος του κοινωνικού."
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον εδώ να θυμηθούμε την ακριβή σκηνογραφία των
συνεπειών
τής παρέμβασης του Μάριου Αθανασίου στο "Μες στην καλή χαρά":
Στάδιο πρώτο: σιωπή (χαρακτηριστικά άβολη στο τηλεοπτικό πλαίσιο, όπου το δευτερόλεπτο μη φλυαρίας μετρά ως αιωνιότητα)
Στάδιο δεύτερο: άρνηση ("Εγώ; Τίποτα", "μπλακ άουτ", -"Κανένας; τίποτα;"-"Όχι").
Στάδιο τρίτο: κατά τα φαινόμενα παραδοχή ("Είναι σε απεργία. Είναι σε απεργία εδώ και πάρα πολλές μέρες").
Στάδιο τέταρτο: διαστροφή της κατά τα φαινόμενα παραδοχής,
που μετατρέπεται σε δευτερογενή νομιμοποίηση της σιωπής. Το γεγονός της
απεργίας δεν είναι ούτε άγνωστο ούτε ανομολόγητο --δεν καταστέλλεται--
είναι, αντιθέτως, υπερβολικά γνωστό και άρα όχι "newsworthy" ("Α, αυτό
λες. Νόμιζα ότι έγινε κάτι σήμερα" [από την ίδια ομιλήτρια που αρχικά
απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την Χαλυβουργία]).
Στάδιο πέμπτο: αντιστροφή της φοράς της εκλαμβανόμενης "επιθετικότητας"
της ερώτησης Αθανασίου: ("Είναι σε απεργία εδώ και πάρα πολλές μέρες.
Τι θέλεις;" [Che vuoi?]--από την ίδια ομιλήτρια. Απάντηση: -"Είσαι
επιθετική". Εκ νέου απάντηση: "Είμαι επιθετική." Νέα επίθεση από άλλο
ομιλητή: "Το πήγες εντελώς αλλού". Και από τρίτο ομιλητή, με
επιστράτευση της ειρωνείας: "Καλά, ήρθες στο 'Μες στην καλή χαρά' για να
μάθεις για τη Χαλυβουργική;").
Στάδιο έκτο: αλλαγή θέματος,
απόπειρα επιστροφής στην "φυσιολογική" αναπαραστατική τάξη: ("από τους
τηλεοπτικούς ρόλους που έχεις ερμηνεύσει μέχρι σήμερα...).
Στάδιο έβδομο: απειλητική επίκληση της κατασταλτικής συνδρομής της ψυχαναλυτικής παρέμβασης (όταν διαπιστώνεται η επιμονή Αθανασίου στο να μην αλλάξει θέμα): ("θα φέρω την ψυχολόγο").
Έχουμε εδώ μια πλήρη εκδίπλωση
του "υστερικού συμπτώματος του κοινωνικού" απέναντι στο "υπολανθάνον
κενό" που συγκροτεί το "κράτος της κατάστασης"· και μάλιστα μια
εκδίπλωση η οποία καταλήγει στην χαρακτηριστικά υστερική επίκληση της
συνδρομής της ίδιας της ψυχανάλυσης
κόντρα στην πίεση να
κατανομαστεί το ιδεολογικά ακατανόμαστο, το κενό της καπιταλιστικής
εκδοχής της "κοινωνικής ολότητας" -- με άλλα λόγια, ο
εργάτης-σε-απ/εργία. Αλλά η "πολιτική", λέει ο Badiou (και "πολιτική"
εδώ σημαίνει πάντα "χειραφέτηση", για αυτό και η "πολιτική είναι κάτι το
εξαιρετικό", όπως γράφει στο
Μεταπολιτική), δεν είναι τίποτε
άλλο παρά η ανάδειξη αυτού του κενού. Δεν πρωτοτυπεί ο Γάλλος ως προς
την ουσία της διαπίστωσής του: αυτή ήταν η πολιτική και για τον Μαρξ,
που έγραψε (
Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου):
Πού λοιπόν βρίσκεται η θετική δυνατότητα της γερμανικής χειραφέτησης;
Απάντηση: στη
διαμόρφωση μιας τάξης με ριζικές αλυσίδες, μιας τάξης της
κοινωνίας-των-ιδιωτών που να μην είναι τάξη της κοινωνίας-των-ιδιωτών
[Badiou: "θα υπάρχουν πάντοτε υποσύνολα τα οποία δεν θα έχουν συγχρόνως
και την ιδιότητα τού στοιχείου, ακριβώς λόγω τού υπερβάλλοντος τής
σχέσεως υπαγωγής έναντι τής απλής παρουσίασης"], ενός κοινωνικού
στρώματος που να είναι η διάλυση όλων των στρωμάτων, μιας σφαίρας που να
έχει χαρακτήρα καθολικότητας εξ αιτίας της καθολικότητας των παθών της,
που να μη διεκδικεί το επί μέρους δικαίωμα, γιατί έχει υποστεί όχι μια
επί μέρους αδικία άλλα την αδικία καθ’ εαυτή, που να μην μπορεί πια
να επαίρεται για έναν ιστορικό τίτλο, αλλά μόνο για έναν τίτλο
ανθρώπινο, που να μη βρίσκεται σε αποκλειστική αντίθεση με τις
συνέπειες, αλλά σε συστηματική αντίθεση με τις προϋποθέσεις του
γερμανικού πολιτικού καθεστώτος, μιας σφαίρας τέλος που να μην μπορεί να
χειραφετηθεί χωρίς να χειραφετηθεί απ’ όλες τις άλλες σφαίρες της
κοινωνίας και χωρίς μ' αυτό τον τρόπο να χειραφετήσει όλες τις άλλες
σφαίρες της κοινωνίας, που να είναι, με μια λέξη, η ολική απώλεια
του ανθρώπου και, άρα, να μην μπορεί να επανακτήσει τον εαυτό της χωρίς
μια ολική επανάκτηση του ανθρώπου.
Η διάλυση αυτή της κοινωνίας, πραγματωμένη σε μια επιμέρους τάξη, είναι το προλεταριάτο.
[...]
Αναγγέλλοντας
τη διάλυση της προγενέστερης τάξης του κόσμου, το προλεταριάτο δεν
κάνει τίποτε άλλο παρά να εκφράζει το μυστικό της ίδιας του της ύπαρξης,
γιατί είναι η ντε φάκτο διάλυση της τάξης αυτής.
Η
δέκατη θέση του χαλυβουργικού μανιφέστου εκφράζεται πλήρως από τα λόγια
του Badiou, στα οποία θα χρειαστεί να παρεμβούμε μόνο ελάχιστα:
Εάν
στις κοινωνίες μας το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει πράγματι τον
παραδειγματικό συμβαντικό τόπο, αυτό οφείλεται στο ότι είναι
κυριολεκτικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί εντός αυτού οποιοδήποτε συμβάν [...] [εκτός και αν αναδυθεί] στην
ύπαρξη εκείνο ακριβώς το στοιχείο τού οποίου η ανυπαρξία συντηρεί στην
ύπαρξη το ένα-τού-εργοστασίου — αναφέρομαι, δηλαδή, στους εργάτες.
4. Τι να κάνουμε;
Σε
αντίθεση, λοιπόν, με τους συντρόφους που καλούν τα ΜΜΕ να "δείξουν"
--να προβάλλουν-- την απεργία, εμείς θα ισχυριστούμε ότι αυτό δεν είναι
απλώς ανεπιθύμητο για τα ΜΜΕ αλλά και αδύνατο: δεν υπάρχει τίποτε για να
δείξουν, γιατί η αφαίρεση ενός υποκειμένου από την δομικά εγγυημένη του
ανυπαρξία μέσα στο κοινωνικό σύνολο δεν παράγει θέαμα: δεν ανήκει καν
στην τάξη των συμβολικών αναπαραστάσεων.
Θέση ενδέκατη: Η αφαίρεση
του εργάτη από την ίδια του την αορατότητα ή αναπαραστατική εξάλειψη
αποτελεί ρήγμα στη συνοχή της συμβολικής τάξης, και συνεπώς αποτυπώνει
το ίχνος ενός Πραγματικού.
Φυσικά, το Πραγματικό μπορεί να
νοηθεί μόνο ως ρήγμα, μόνο ως στιγμιαία ή εφήμερη διακοπή της "φυσικής"
εργασίας της συμβολικής τάξης. Δεν έχουμε χαθεί στις αφαιρέσεις της
ψυχανάλυσης παρατηρώντας κάτι τέτοιο: μια τυχόν "ικανοποίηση" των
αιτημάτων θα δώσει τέλος στην απεργία και θα εξαναγκάσει έτσι τους
εργάτες να επιστρέψουν στην "φυσιολογική" τους εξαφάνιση μέσα στον
θεμελιωδώς αντιπολιτικό τόπο του εργοστασίου. Η "νίκη" θα έχει έτσι ένα
ανεξάλειπτο ποσοστό ήττας, στον βαθμό που θα επιτρέψει την
επανασυγκόλληση της συμβολικής τάξης την οποία προς το παρόν εξακολουθεί
να ρηγματώνει.
Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
Τι είδους νίκη θα μπορούσε να υπάρξει η οποία να μην αναπαραγάγει,
ουσιαστικά, τα συστατικά της ήττας μιας και, για να επιστρέψουμε
στιγμιαία στον Μαρξ, η διόρθωση μιας "επιμέρους" αδικίας (πχ των
απολύσεων) δεν κάνει τίποτα για να διορθώσει την "αδικία καθ' εαυτή",
την αδικία του απόλυτου διαχωρισμού της διανοητικής από την χειρωνακτική
εργασία που καταδικάζει τον εργάτη σε μια ζωή εξοντωτικής εργασίας με
ελάχιστες απολαβές και αποκλεισμό από τη ζωή του πνεύματος που τού
ανήκει, ως άνθρωπο, στον ίδιο ακριβώς βαθμό που ανήκει και σε κάθε άλλο
άνθρωπο;
Θα ήταν απαραίτητο για τον σκοπό
αυτό η απεργία να αποκτήσει καθολικότητα, να εξελιχθεί σε γενική
απεργία. Θα ήταν απαραίτητο, για να το πούμε όσο παραστατικά γίνεται, το
"ρήγμα" στη συμβολική τάξη να μεγαλώσει τόσο πολύ που η ίδια η
συμβολική τάξη να καταρρεύσει, αδυνατώντας να βρει οποιονδήποτε τρόπο να
το επανασυγκολλήσει. Αυτή είναι η δωδέκατή μας θέση.
Στην διαδικασία όμως αναζήτησης
ενός τρόπου καθολικοποίησης της απεργίας, εκ βάθρων καταστροφής της
καπιταλιστικής συμβολικής τάξης, δεν είναι εφικτό να μείνουμε στο ρήγμα
του Πραγματικού, καθώς αυτό παρεμποδίζει οποιαδήποτε συμβολοποίηση και η
συμβολοποίηση είναι απαραίτητη για τις --πάντα φαντασιακές σε έναν
βαθμό-- διαδικασίες πολιτικής ταύτισης. Αυτό είναι το σημείο όπου οι
κόκκινες σημαίες και οι επικλήσεις των προγόνων εργατών αναλαμβάνουν το
δικό τους έργο: να δώσουν μια συμβολική έκφραση στην κατάσταση,
χτίζοντας πάνω στο ρήγμα που ανοίγει η απεργία· να επιτρέψουν, δηλαδή,
την υποκειμενική αγκυροβόληση σε μια εναλλακτική συμβολική τάξη. Οι
αναπαραστάσεις του ηρωϊκού εργάτη στην προλεταριακή εικονογραφία
--αντικείμενο συστηματικής γελοιοποίησης από την αστική κουλτούρα--
έχουν αυτόν ακριβώς τον ρόλο: να αγκυροβολήσουν ένα αβάσταχτο Πραγματικό
σε μια καταφατικού περιεχομένου συμβολική αναπαράσταση.
Φυσικά, η μνημειοποίηση του
εργάτη στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού λειτούργησε σε σημαντικό
βαθμό ως μέσο καταστολής ή απώθησης του ζητήματος που τίθεται από την
θέση του εργάτη ως κενού μέσα στο κράτος της κατάστασης, και αυτό δεν
συνδέεται τυχαία με το γεγονός ότι ακόμα και σ' αυτές τις κοινωνίες δεν
επιλύθηκε ποτέ η αντίφαση ανάμεσα στην χειρωνακτική και την διανοητική
εργασία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την μετάφρασή της σε μια αντίφαση
ανάμεσα σε απλούς εργαζόμενους και κομματικούς γραφειοκράτες. Υπάρχουν
λοιπόν φυσικά πάντοτε κίνδυνοι σ' αυτή τη διαδικασία "χτισίματος" μιας
εναλλακτικής συμβολικής τάξης πάνω στο αρχικό ρήγμα που προκλήθηκε στην
προηγούμενη συμβολική τάξη. Αλλά ταυτόχρονα, η διαδικασία διεύρυνσης
του ρήγματος στην κυρίαρχη συμβολική τάξη είναι απαραίτητο να
συνοδεύεται από την προσπάθεια υποκατάστασής της με μια άλλη συμβολική
τάξη. Αυτή είναι η δέκατη τρίτη και τελευταία μας θέση.
Από τη δική μας σκοπιά, αυτή
μιας θνήσκουσας καπιταλιστικής κοινωνίας, τα προβλήματα που τίθενται από
το πέρασμα απ' το Συμβολικό στο Πραγματικό και από εκεί σε ένα νέο
Συμβολικό παραμένουν απόμακρα. Οι πρακτικές προτεραιότητες του αγώνα μας
είναι πολύ πιο στοιχειώδεις. Το ζητούμενο σε πρώτη φάση δεν μπορεί να
είναι άλλο από τη διάνοιξη του ρήγματος, όπως θα προκύψει για παράδειγμα
αν μια σειρά πληθυσμιακών ομάδων, με προεξέχουσα την εκτεταμένη άλλη
εκείνη ομάδα που "δεν εργάζεται", τους ανέργους, δει στην αντι-εικόνα
της απεργίας της Χαλυβουργίας τη βάση μιας ταύτισης που γίνεται εφικτή
στην από κοινού έκθεση στο "χείλος του κενού."
Με τη σειρά της, όμως, η
διάνοιξη αυτού του ρήγματος, που είναι ταυτόχρονα και υλοποίηση ενός
ρήγματος με την αστική και αστικά προσανατολισμένη μικροαστική τάξη,
προϋποθέτει την στοιχειώδη ανάδειξή τού ρήγματος ως τέτοιου, την επιμονή
στο ότι ένα ρήγμα, και η δυνατότητα για μια διεύρυνση αυτού του
ρήγματος, έχουν δημιουργηθεί. Αυτό το πολύ προκαταρκτικό καθήκον
προσπάθησα να υπηρετήσω στο χαλυβουργικό μανιφέστο.