Εύλογα διερωτάται κανείς γιατί εκεί και όπου έχουν συμφωνηθεί και εφαρμοστεί μνημόνια στήριξης έχει παραχθεί ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο; Γιατί παραδείγματος χάριν από το 2010 που η Ελληνική βουλή ψήφισε το πρώτο μνημόνιο η ανεργία από το 8% κατέγραψε σε 2 χρόνια 23,4 % με 1,5 εκ. ανέργους και με 4 εκ. Έλληνες κάτω από το όριο φτώχειας; Στην Πορτογαλία που θεωρήθηκε ο καλύτερος μαθητής των μνημονίων η ανεργία ξεπέρασε το 16%, οι μισθοί και συντάξεις προσγειώθηκαν στα 200 ευρώ τον μήνα και που πρόσφατα ο αναθεωρημένος προϋπολογισμός της προβλέπει αύξηση της εισφοράς την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων από το 11% στο 18% με ταυτόχρονη μείωση της εργοδοτικής εισφοράς από το 23,75% στο 18% μια κατ’ εξοχήν πράξη αναδιανομή εισοδήματος από τους μισθωτούς στους εργοδότες. Το ίδιο και στην Ισπανία, αν και τυπικά εκτός μνημονίου, με πέντε εκατομμύρια ανέργους και με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική περικοπών μισθών και συντάξεων. Το ίδιο και στην Ιταλία αλλά σε μικρότερο βαθμό ελέω Ιταλικού βορρά. Στην Ιρλανδία η οποία παρουσιάζεται ως “success story” η ανεργία βρίσκεται στο 16% με γενική μείωση των μισθών περάν του 20% και με γενικευμένη τάση μετανάστευσης χιλιάδων Ιρλανδών. Το χειρότερο από όλα όμως, όσο πιο απαιτητικό το μνημόνιο τόσο η ευθεία αντιστοίχιση του με την κοινωνική και οικονομική αποσάθρωση. Το παράδειγμα της Ισλανδίας η οποία κινήθηκε στην παράμετρο της υπεροχής της Δημοκρατίας έναντι των τραπεζών αποσιωπάται επιμελώς.
Τα μνημόνια μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης και όχι μόνο, εξυπηρετούν πρωτίστως και κύρια πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες της πλουτοκρατίας.
Πρώτο λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής μηχανικής για την δόμηση νέων δομών συσσώρευσης πλούτου. Δεύτερον ενισχύουν την θεσμική λειτουργία του κράτους ως εγγυητή της εφαρμογής της νέας δομής ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνουν το κράτος πρόνοιας. Τρίτο απορυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις. Τέταρτον ενισχύουν συστήματα ανισότητας μέσα από τις πολιτικές που επιβάλλουν. Πέμπτον απονευρώνουν πλήρως τους όποιους διανεμητικούς μηχανισμούς έχει το κράτος προς όφελος των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Έκτον μετατρέπει το κράτος σε πολιτικό εργαλείο προς όφελος της βούλησης του εγωισμού των πλουσίων.
Η κοινωνική αυτή μηχανική, αφαιρει κάθε οικονομική λογική και αξιόπιστο θεωρητικό οικονομικό αξίωμα από τον δημόσιο διάλογο.
Εν συντομία παραθέτω τις σχετικές απόψεις του Joseph Stiglitz, του Amartya Sen (νομπελίστες οικονομικών ) και του Jean Paul Fitoussi στο “Mis-Measuring our Live”(Μετρώντας λάθος τις ζωές μας). Οι σημαντικοί αυτοί διανοητές παραθέτουν ένα σημαντικό και συνάμα εξαιρετικά λογικό επιχείρημα «Αυτό που μετρούμε επηρεάζει αυτό που κάνουμε και εάν οι μετρήσεις μας είναι ελλιπείς, οι αποφάσεις μας ίσως είναι παραπλανητικές». ‘Όπως σημειώνουν μπορεί το ΑΕΠ να αυξάνεται, το κατά κεφαλή εισόδημα ως μέσος όρος να αυξάνεται αλλά η ανισότητα να διευρύνεται. Η θέση τους ότι οι επιλεγμένοι και λανθασμένοι δείκτες μέτρησης (Metrics) επηρεάζουν πολιτικές, μπορεί εύκολα να αποτυπωθεί και στο πρόσφατο «Μπράβο» του Μπαρόζο προς την ελληνική κυβέρνηση. Οι πολιτικές του μνημονίου τις οποίες εκτελεί απαράκλητα η ελληνική κυβέρνηση οδηγούν στην ασταμάτητη ύφεση αλλά υπήρξε μια μικρή βελτίωση των μνημονιακών δεικτών. Τα μνημόνια υποχρεώνουν τους ανθρώπους να προσαρμόζονται στους αριθμούς με ότι αυτό συνεπάγεται για την ανθρώπινη και κοινωνική προοπτική. Ο δε αμερικανός οικονομολόγος Paul Krugman ασκώντας κριτική στα γερμανικής έμπνευσης μνημόνια σημειώνει ότι οδηγούν στην λεγόμενη παγίδα ρευστότητας (liquidity trap), καθότι ενώ υπάρχουν οι προϋποθέσεις για εξαιρετικά χαμηλού κόστους επενδύσεων, λόγω ανεπαρκούς ζήτησης ελέω πολιτικών περιορισμού των δαπανών και λιτότητας δεν παρουσιάζονται πρόθυμοι οι επενδυτές όπως αναφέρει ή αυτοί οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την άσκηση πολιτικής δεν κατανοούν το εξής απλό «η δική σου δαπάνη είναι το εισόδημα μου και η δική μου δαπάνη το εισόδημα σου». Σε ένα κλίμα ανησυχίας και αβεβαιότητας κατά τον ίδιον, απαιτούνται δαπάνες δεδομένου ότι ο ιδιωτικός τομέας προσπαθεί να δαπανήσει λιγότερα από τα έσοδα του, η ευθύνη αυτή παραμένει στο Δημόσιο. Όλα τα μνημόνια ακυρώνουν τις βασικές αυτές οικονομικές λογικές καθότι ο προσανατολισμός τους δεν εστιάζεται στην ικανοποίηση του ευρύτερου κοινωνικού συμφέροντος αλλά σε πρακτικές μονόπλευρης και κερδοσκοπικής οικονομικής σκοπιμότητας. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσε να αποφύγει το μνημόνιο, και δυνητικά υπάρχουν οι προϋποθέσεις ,εάν κάποιος ρίξει μια ματιά στα υπάρχοντα δεδομένα.
Ο κυπριακός τραπεζικός τομέας με πρόσφατα στοιχεία του Economist αντιστοιχεί στο 895% του ΑΕΠ της οικονομίας όταν στην Ευρώπη ο μέσος όρος του μεγέθους του τραπεζικού τομέα είναι στο 343%. Στο Λουξεμβούργο η άτυπη οικονομία δεν ξεπέρνα το 8% και ο κατώτατος μισθός είναι 1648 ευρώ/μήνα. Το μεγαλύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα της Κυπριακής οικονομίας εκτός από τις τράπεζες είναι και η άτυπη οικονομία η οποία μεταφράζεται στην πράξη ως εξής: 5 000,000,000 (26% του ΑΕΠ) ευρώ κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα και αφορολόγητα αλλά ουδείς αναφέρεται σε αυτά.
Δεύτερον η Κυπριακή Δημοκρατία με κοινωνικές κλίμακες δημοτικού διαμερίσματος μεγαλούπολης παρουσιάζει εισπράξιμες οφειλές για το 2011, 1,378 δις ευρώ. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς από πού προέρχονται οι οφειλές αυτές. Προσθέστε και την αναμενόμενη εισροή 300 εκ. ευρώ από τις αδειοδοτήσεις του δευτέρου γύρου τον Γενάρη του 2013 χωρίς να προσμετρείται ο φυσικός πλούτος.
Καταληκτικά με τα υπάρχοντα δεδομένα ελλείψει πολιτικής βούλησης το πολιτικό συστήμα οδηγεί την κυπριακή δημοκρατία και κοινωνία στην μνημονιακή καταστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου