29 Νοε 2011

Οι Περιρρέουσες

Χρίστος Αχνιώτης


Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του 2004 εμπόδισε την προτεινόμενη λύση του Κυπριακού πάνω στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Με πρωταγωνιστή τον εθνικιστή πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο, το εθνικιστικό στρατόπεδο κατάφερε να δημιουργήσει μια περιρρέουσα φόβου μπροστά στην προοπτική επανένωσης με την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα. Από τότε μέχρι τώρα, οι εθνικιστές έχουν αναλάβει μια εκστρατεία με στόχο ν’ απομακρυνθεί το ενδεχόμενο λύσης. Σ’ αυτή τους την προσπάθεια είχαν και έχουν την αμέριστη συμπαράσταση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης τα οποία ανήκουν στο μεγάλο κεφάλαιο. Αυτή η αντίθεση τους προς μια λύση έχει να κάνει με τα ιδεώδη τους τα οποία δε συμβαδίζουν με μια επανενωμένη Κύπρο με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους μαζί.


Η έκρηξη στο Μαρί άνοιξε προοπτικές για τη δεξιά αφού δόθηκε η ευκαιρία να συνασπιστούν ομάδες σε όλο τον ευρύ της χώρο - από την φασιστική μέχρι και τη φιλελεύθερη. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα παραμερίστηκαν διαφορές και βρέθηκαν μαζί διάφορες ομάδες με κοινό στόχο την πτώση της παρούσας κυβέρνησης. Και βέβαια δεν ήταν το ‘ολίσθημα’ της κυβέρνησης ο λόγος που βρέθηκαν όλοι αυτοί μαζί αλλά η ταύτιση απόψεων, αν όχι στο σύνολό τους, τουλάχιστον αποσπασματικά. Και μάλιστα όταν αυτή η συγκυρία συνοδεύεται και από οικονομική κρίση, τότε η δεξιά ξέρει να ενώνεται. Ο ‘πολιτικός λόγος’ ο οποίος αναπτύχθηκε αμέσως μετά το Μαρί ξεπερνούσε συχνά και τα όρια της υστερίας ενώ η παραγωγή μίσους στον καθημερινό λόγο μόλυνε τη ζωή μας για αρκετούς μήνες και μας θύμισε την προ του πραξικοπήματος περίοδο. Ένας κύριος λόγος αυτής της υστερίας είναι η αντίθεση του μεγαλύτερου μέρους της δεξιάς προς τη λύση του Κυπριακού πάνω στην ήδη συμφωνημένη βάση της ΔΔΟ. Ένας δεύτερος λόγος είναι το σκέπασμα του μεγαλύτερου οικονομικού σκανδάλου μετά από αυτό του χρηματιστηρίου στο οποίο οι Κυπριακές τράπεζες αγόρασαν Ελληνικά ομόλογα για 6 δις και δάνεισαν Ελληνικές επιχειρήσεις με 24 δις. Και βέβαια χρειάζεται και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατά την οποία θα πρέπει να σωπάσουν οι προοδευτικές δυνάμεις για να μας πείσει η δεξιά ότι πρέπει ο φορολογούμενος πολίτης να πληρώσει τις ζημιές των τραπεζών των οποίων τα συμφέροντα εξυπηρετούνται από την πολιτική της.


Η περιρρέουσα η οποία μετά το Μαρί επικεντρώθηκε στο κούρεμα των μισθών στο δημόσιο στοχεύει όλη την εργατική τάξη και εξασκεί μια αφόρητη πίεση στην κυβέρνηση να κάνει ‘γενναίες’ περικοπές για να καλυφθούν τα ελλείμματα τα οποία προκύπτουν από το κούρεμα του Ελληνικού χρέους και την ενδεχόμενη πιθανότητα να μην επιστραφούν τα δανεικά από τις Ελληνικές επιχειρήσεις. Όλος αυτός ο πανικός διαφόρων εκπροσώπων της αστικής τάξης να μας πείσουν ότι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι που ευθύνονται για τη χρεοκοπία της οικονομίας είναι ένας τρόπος σκεπάσματος των δικών τους ατασθαλιών. Και όντως ο πανικός τους είναι δικαιολογημένος αφού πρέπει να μας πείσουν σιγά σιγά να πληρώσουμε τις ζημιές των τραπεζών και να κάνουμε και τα στραβά μάτια στο γεγονός ότι οι τράπεζες έβγαζαν μεγάλα κέρδη από τις επενδύσεις τους, τοξικές και μη. Απλά, στα νεοφιλελεύθερα μυαλά τύπου Αβέρωφ και Νικόλα οι τράπεζες παίρνουν τα κέρδη τους και οι εργαζόμενοι πληρώνουν τις ζημιές τους. Αυτό βέβαια δεν περιλαμβάνει μόνο τους δυο προαναφερθέντες. Περιλαμβάνει όλη ανεξαιρέτως τη δεξιά.


Στην παρούσα συγκυρία τα πράγματα είναι δύσκολα για την τάξη των εργαζομένων. Από τη μια, η εργατική τάξη αντιμετωπίζει τις επιθέσεις της δεξιάς και από την άλλη η κυβέρνηση φαίνεται να υποχωρεί. Εάν περάσουν όλα τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που επιθυμεί να περάσει η δεξιά τότε θα αναγκαστούμε να πληρώνουμε για πολλές δεκαετίες τις ζημιές των τραπεζών. Όμως τα προαναφερόμενα ποσά είναι αδύνατο να πληρωθούν από τους φόρους των εργαζομένων. Ο κίνδυνος να μετατραπούμε εμείς και κάποιες από τις επόμενες γενιές σε αποπληρωτές χρεών των Κυπριακών τραπεζών είναι πλέον ορατός.. Ταυτόχρονα, ένας μεγάλος αριθμός από τους τραπεζίτες, επιχειρηματίες και πολιτικούς οι οποίοι ευθύνονται για την κρίση θα γίνονται πλουσιότεροι γιατί θα μπορούν να αγοράζουν πολύ φτηνά τις ιδιοκτησίες των φτωχών που θα φτωχαίνουν περισσότερο λόγω των μέτρων λιτότητας που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη πολιτική την οποία με τόσο μένος προωθεί η δεξιά και υποκύπτει η θεσμική αριστερά. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αρνηθούν να πληρώσουν τις ζημιές των τραπεζών και θα πρέπει να επιβάλουν στον πλούτο να πληρώσει για την κρίση, δίδοντας ένα μέρος από τα κέρδη τους. Μέσα σε αυτούς μπορούν να προστεθούν και οι υψηλόμισθοι υπάλληλοι του δημοσίου οι οποίοι είναι ένα μικρό ποσοστό, αφού 80% των κυβερνητικών έχει μηνιαίες απολαβές κάτω από 2000 Ευρώ τον μήνα.


Κι ενώ γράφεται το κείμενο αυτό, φαίνεται ότι η κυβέρνηση λυγίζει κάτω από την πίεση της δεξιάς και πάει προς ολοταχώς για πάγωμα των μισθών στο δημόσιο. Μετά από τους δημοσίους θα έρθει η σειρά των ιδιωτικών υπαλλήλων, μερικοί εκ των οποίων σφυρίζουν αδιάφορα. Ως το πιο ευάλωτο τμήμα των εργαζομένων είναι αυτό το οποίο θα υποστεί μειώσεις και αφαίρεση ωφελημάτων σε σημείο εξαθλίωσης, κάτι που είναι ήδη πραγματικότητα σε ομάδες ιδιωτικών υπαλλήλων. Η σημερινή συνάντηση Χριστόφια – Αναστασιάδη, με τον δεύτερο να είναι ευχαριστημένος μπορεί να προμηνύει μια πιο βαθιά συνεργασία μεταξύ Πλούτου και Εργασίας που δεν μπορεί να είναι προς όφελος της δεύτερης.


28 Νοε 2011

ΕΞΟΥΣΙΑ, ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ “ΑΟΡΑΤΕΣ” ΕΛΙΤ

Αντρέας Παναγιώτου

Την μοντέρνα εποχή τα κόμματα, σαν οργανωτικοί-γραφειοκρατικοί θεσμοί της «κοινωνίας των πολιτών», διαχειρίζονται την πολιτική εξουσία – «διάγουν τον βίο τους μέσα στον οίκο της εξουσίας» όπως το είχε θέσει ο Μ. Βέμπερ. Όμως η εξουσία σε μια κοινωνία δεν είναι μόνο κρατική: σε διάφορα υποσυστήματα της κοινωνίας αναδύονται κοινωνικά κινήματα και κινητοποιήσεις από τα κάτω, οι οποίες διεκδικούν δικαιωματα/αιτηματα, τα οποία καταλήγουν στο πολιτικό υποσύστημα – αφού εκεί «παίρνονται οι αποφάσεις». Η πιο γνωστή ιστορική μορφή αυτών των νεωτερικων κινημάτων και μορφών οργάνωσης είναι το ιστορικό εργατικό κίνημα το οποίο εκφράζεται μέσα από συνδικαλιστικές-συντεχνιακές οργανώσεις. Μετά την δεκαετία του 1960 έχουν δημιουργηθεί, στην Δύση και παγκόσμια, και μια σειρά από άλλα κινήματα τα οποία οδήγησαν σε οργανωτικούς θεσμούς με ανάλογους στόχους και πρακτικές σε ένα πλαίσιο διευρυμένων διεκδικήσεων και αμφισβήτησης μορφών ιεραρχίας μέχρι και στην καθημερινότητα.

Στην κοινωνιολογική θεωρία η σχέση κοινωνικού κινήματος και οργανωτικής γραφειοκρατικής δομής, είναι συνήθως αντιθετική [όσον αφορά την σχέση αυθόρμητου και οργανωμένου-γραφειοκρατικού] αν και συνεχόμενη – θεωρείται δηλαδή ότι τα κινήματα οδηγούν σε οργανωτικές δομές οι οποίες καταλήγουν σε γραφειοκρατικές διαδικασίες οι οποίες είναι πιο «λειτουργικές» στα μοντέρνα πολιτικά πλαίσια. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση των πολιτικών-πολιτισμικών συγκροτήσεων και επιδράσεων η οποία πηγάζει από ιστορικά [παρά βραχύβια] κινήματα: οι πολιτικό-πολιτισμικές υποκουλτούρες/subcultures οι οποίες κωδικοποιούν ευρύτερες κοινωνικές μεταμορφώσεις και στάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο τα κόμματα είναι οργανωτικές μορφές διαχείρισης της εξουσίας οι οποίες εκφράζουν, όμως, ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και τάσεις. Η κατανόηση, κατά συνέπεια, των νεωτερικων και μετανεωτερικων πολιτικών μορφών συνυπαγεται την αντιμετώπιση των «κοινωνικών κινημάτων», των «κομμάτων», και των «πολιτικό-πολιτισμικών υποκουλτούρων» σαν εναλλακτικών [η και συμπληρωματικών] σχημάτων έκφρασης και πράξης.

Αξίζει να δούμε το πλαίσιο της λειτουργίας τέτοιων θεσμών στην νεωτερικη κυπριακή εμπειρία. Η Κύπρος έχει μια σχετικά μακριά παράδοση εξελικτικής διαμόρφωσης των δημοκρατικών θεσμών στον Δημόσιο Χώρο – ένα τέτοιο δημοκρατικό πλαίσιο υπήρχε από την πρώτη βρετανική περίοδο [μέχρι το 1930] και θεσμοποιήθηκε, στις σύγχρονες του μορφές, από την δεκαετία του 1940 μέσα από έντονες κοινωνικές κινητοποιήσεις από τα κάτω. Σε εκείνο το πλαίσιο, και ενώ η κρατική εξουσία ήταν ακόμα αποικιακή, διαμορφώθηκαν οι 2 ιστορικές πολιτικό- πολιτισμικές υποκουλτούρες: της αριστεράς και της δεξιάς. Η δεκαετία του 1950 ολοκλήρωσε την διαδικασία ανάληψης της εξουσίας από τους κύπριους ιθαγενείς με την απόκτηση της ανεξαρτησίας – αλλά διεύρυνε και ένα καθεστώς πελατειακών σχέσεων με βάση το ρουσφέτι γύρω από το άτομο-πολιτικό, το οποίο άρχισε να γεφυρώνεται κάπως [όσον αφορά, τουλάχιστον, την ισόμερη συμμετοχή στο «ρουσφέτι» των διάφορων πολιτικό-πολιτισμικών υποκουλτούρων] μετά από το 1980. Μπορεί να πει κάποιος ότι έγινε μια προσπάθεια ορθολογικής κατανομής με βάση τα κόμματα σαν αντιπροσωπευτικά των διάφορων υποκουλτούρων. Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι οδηγούμαστε σε ένα πιο ορθολογικό αξιοκρατικό πλαίσιο με την πάροδο του χρόνου μέσα από την πίεση για τήρηση των ορθολογικών γραφειοκρατικών διαδικασιών – οι οποίες δεν ευνοούν, σαν θέμα αρχής, το ρουσφέτι το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό σαν "παραδοσιακή" πρακτική.

Υπάρχουν όμως και μορφές εξουσίας από τα πάνω οι οποίες δεν είναι τόσο εμφανείς και οποίες λειτουργούν είτε παράλληλα είτε με παραπλανητική ρητορική στην Δημόσια Σφαίρα.

Η ιστορική μορφή της παράπλευρης μορφής θεσμικής εξουσία είναι η εκκλησία. Κατά την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας η εκκλησία λειτουργούσε για ένα διάστημα σαν ένα παράλληλος Δημόσιος Χώρος [αλλά και πολιτικό σχήμα] για την ελληνοκυπριακη κοινότητα. Αυτός ο ρόλος εκφράστηκε στην μεταβατική μορφή του Μακάριου σαν προέδρου και αρχιεπίσκοπου της πρώτης μετααποικιακής περιόδου, αλλά ο ρόλος και οι πολιτικές διεκδικήσεις της εκκλησίας [για πολιτικά, πολιτισμικά-βιοπολιτικα αλλά και οικονομικά θέματα] συνεχίζεται, έστω και σε μικρότερο βαθμό, μέχρι σήμερα. Οι πρόσφατες παρεμβάσεις του αρχιεπισκόπου στην καθημερινή πολιτική [όπως λ.χ. στην εκλογή προέδρου της βουλής] μοιάζει παράδοξη σε σύγκριση με τα ευρύτερα νεωτερικα ευρωπαϊκά πλαίσια [με τα οποία ταυτίζεται, κατά τα άλλα, ο κυρίαρχος λόγος], αλλά εκφράζει τον ρόλο και τις διεκδικήσεις ενός θεσμού εξουσίας ο οποίος μπορεί να μην είναι πολιτικός – αλλά διεκδικεί μέρος από την κρατική εξουσία , έστω και μέσω αόρατων δικτύων και ιδεολογικών διεκδικήσεων.

Εχουν, όμως, εμφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες και νέες ελίτ – όπως αυτήν την ιδιοκτητών των ΜΜΕ αλλά και ευρύτερων ελίτ μερίδων του κεφαλαίου. Η δυνατότητα λ.χ. διαπλοκής ανάμεσα στις ελίτ των ΜΜΕ και τα συμφερόντων των τραπεζών οι οποίες θα διεκδικήσουν επιχορήγηση από το κράτος μετά από τις ζημιογόνες επενδύσεις τους στα ελληνικά ομόλογα, είναι έκδηλη στην παρούσα συγκυρία.

Ένας άλλος θεσμός διαχείρισης της εξουσίας ο οποίος είναι «αόρατος» ακόμα στον δημόσιο λόγο είναι η γραφειοκρατική δομή του ίδιου του κράτους και οι διαπλοκές συμφερόντων ανάμεσα σε δημόσιους λειτουργούς [της γραφειοκρατικής δομής η της εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας] με ιδιωτικά συμφέροντα. Όσον αφορά την ίδια την γραφειοκρατική δομή, είναι σαφές κοινωνιολογικά ότι μια κυβέρνηση με περιορισμένο χρόνο διαχείρισης της εξουσίας, δεν μπορεί να επιβάλει σε μια διαχρονική δομή, όπως η κρατική γραφειοκρατία, πρακτικές χωρίς την «συνεργασία» της τελευταίας και ιδιαίτερα των ιεραρχικά αρμόδιων λειτουργών της στο τοπικό και θεσμικό επίπεδο. Η εστίαση της δυσφορίας για τις ευθύνες της κρατικής δομής μέχρι πρόσφατα, στον τρόπο εισδοχης/προσληψης [όπως με την έμφαση στο "παραδοσιακό" ρουσφέτι] παραβλέπει συχνά την θεσμοποιημένη εξουσία που υπάρχει ήδη μέσα στις ιεραρχικές δομές του κράτους. Ο δημόσιος λόγος, όμως, θα πρέπει ταυτόχρονα να εστιαστεί [και θα εστιαστεί αναπόφευκτα με την διάχυση των διεκδικήσεων σε διάφορα κοινωνικά υποσυστήματα στην μεταμοντέρνα περίοδο] και σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «μεταμοντέρνο ρουσφέτι» - το οποίο γίνεται και από φορεις/λειτουργους κρατικών θεσμών όπως η βουλή. Στο αμερικανικό προεδρικό μοντέλο λ.χ. [ σαν αντίστοιχο του κυπριακού], τα λόμπι των ιδιωτικών συμφερόντων των οικονομικών ελίτ, [και όχι μόνο] εστιάζουν τις παρεμβάσεις τους στο κογκρέσο, τον χώρο της νομοθετικής εξουσίας. Σε αυτό τον χώρο υπάρχουν σαφώς στοιχεία διαπλοκής και σύγκρουσης συμφερόντων τα οποία πρέπει να γίνουν «ορατά»: στον βαθμό λ.χ. όπου βουλευτές διεκδικούν ατομικό [παρά συλλογικό έστω και κομματικό] ρόλο στον καθορισμό πολιτικής και λήψης αποφάσεων για το δημόσιο «κοινό καλό», τότε η εξάρτηση τους από του ιδιοκτήτες των ΜΜΕ αλλά και από οικονομικά συμφέροντα που επιχορηγούν την εκλογή τους θέτει σαφώς προβλήματα διαπλοκής.

Η διαφορά αυτών των «αόρατων ελίτ» από τα κόμματα είναι ότι εδώ η εξουσία είναι συγκαλυμμένη και διεκδικεί μερίδιο αποφάσεων και επιβολής χωρίς καν να αποκαλύπτει είτε τα συμφέροντα τα οποία διακυβεύονται είτε να ζητά την γνώμη της κοινωνίας ευρύτερα. Η κατανόηση ότι η εξουσία είναι πολλαπλή [με «ορατούς» κομματικούς μηχανισμούς και «αόρατες» ελίτ] απαιτεί και την κατανόηση ότι ο πολίτης σήμερα δεν πρέπει να θεωρεί είτε πολυτελές δικαίωμα, είτε υποχρέωση, την συμμετοχή στα κοινά. Αντίθετα η διαπλοκή οικονομίας και πολιτικής, όπως πρόβλεψε ο Μαρξ, γίνεται πιο έντονη και άρα η διεκδίκηση συμμετοχής στα κοινά έχει να κάμει και με την έννοια του «συλλογικού συμφέροντος». Αν λ.χ. ο πολίτης δοκιμάσει να δει πως διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος και η agenda των ΜΜΕ θα διαπιστώσει ότι μια σειρά από «φωνές» [οι οποίες εκφράζουν συγκεκριμένα συμφέροντα χωρίς όμως να το αναγνωρίζουν] προβάλλονται έντονα και με ένα προνομιούχο, αν όχι μονοπωλιακό καθεστώς, παρά την φαινομενική ύπαρξη ενός πλουραλιστικού πλαισίου «φωνών» στο δημόσιο λόγο. Η μορφή του «διάχυτου θεάματος» των σύγχρονων ΜΜΕ «επιτρέπει» μια συγκαλυμμένη έμφαση που μπορεί να ονομαστεί, όπως λέει και ο Τσόμσκι, "προπαγάνδα" [η οποία στηρίζεται στην λογοκρισία θεμάτων-ερωτήσεων και στην αποσπασματική μετατόπιση έμφασης] υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων με την κάλυψη δημόσιου λειτουργήματος η λόγου. Έτσι όταν λ.χ. αρθρώνεται από τα ΜΜΕ κριτική στο "πολιτικό σύστημα" θα πρέπει να τίθεται και το ερώτημα τι εξυπηρετεί η προβληματική – διότι δεν έχουμε μια ουδέτερη δομή καθορισμού του δημόσιου λόγου αλλά ένα δομημένο λόγο ο οποίος διαμεσολαβείτε από τις αντιλήψεις-προτιμήσεις αόρατων ελίτ και θεσμικών συμφερόντων από την ιδιωτική σφαίρα της οικονομίας. Και όταν παρατηρείται δυσφορία από τους πολίτες για το «πολιτικό σύστημα», η δυσφορία κατευθύνεται και στο ορατό σχήμα των κομμάτων, αλλά και στα αόρατα σχημάτων των ελίτ που καθορίζοντας αποφάσεις για τα δικά τους συμφέροντα, οδηγούν στους παραλογισμούς που διαπιστώνει ο μέσος πολίτης – έστω και αν οι ερωτήσεις για τις ευθύνες συνήθως λογοκρίνονται η μετατοπίζονται.

Σε σχέση με την οικονομική κρίση λ.χ. οι ευθύνες των τραπεζών [διοικητικών συμβουλίων και των συμφερόντων των μεγαλομετόχων] λογοκρίνονται μέσα από την υποβάθμιση και μετατοπίζεται η έμφαση στην δημόσια συζήτηση στους δημόσιους υπάλληλους για το κόστος της κρίσης, οδηγώντας μετά στην διεκδίκηση περικοπών και από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Η συζήτηση για την προσαρμογή της ΑΤΑ, την συνεισφορά των εργαζομένων, τις παγοποιήσεις-μειώσεις μισθών κλπ στον δημόσιο τομέα λ.χ., πέρα από την λογική συζήτηση για την συνεισφορά όλων στο αντιμετώπιση της κρίσης έχει και την διάσταση της χειραγώγησης: αρχικά εστιάζεται η «συζήτηση» στα «προνόμια» της γραφειοκρατικής ελίτ τα οποία είναι όντως προβληματικά αλλά καλύπτουν μια μικρή ιεραρχικά προνομιούχα ομάδα. Η συζήτηση όμως μετατοπίζεται έμμεσα στους δημόσιους υπάλληλους σαν σύνολο, οπότε με την κατασκευή ενός ανάλογου κλίματος στα ΜΜΕ γίνεται απόπειρα να μετατοπιστεί και η εφαρμογή της πρακτικής στον ιδιωτικό τομέα, όπου ανάλογες περικοπές θα δικαιολογούνται σαν «ανάγκη» με παράδειγμα τις περικοπές στον δημόσιο τομέα. Λογοκρίνεται η αιτία [οι κερδοσκοπικές επιλογές του τραπεζιτικού κεφαλαίου και των εμπλεκομένων της ανάλογης ελίτ] και μετατοπίζεται η εστίαση στην διαχείριση του αποτελέσματος: στην συζήτηση του «ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα» από την υπόλοιπη κοινωνία – με το κεφάλαιο συνολικά [μέσα από τα δίκτυα διαχείρισης της πληροφορίας η πρόσβασης στην πολιτική εξουσία τα οποία διαθέτει η τα οποία μπορεί να επηρεάσει] να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει το δικό του κόστος για τις επιλογές του. Έτσι ο εργαζόμενος/η ανακαλύπτει ότι η ταυτότητα του πολίτη του επιτρέπει να σχολιάζει τον μισθό των δημόσιων υπάλληλων αλλά και όχι και τον δικό του μισθό σαν εργαζόμενος/η.

Όπως δείχνει η ιστορία της νεωτερικοτητας, και όπως παρατηρησε και ο Μαρξ, η διασταύρωση των πολιτικών και οικονομικών ταυτοτήτων είναι αναπόφευκτη λόγω της συστημικης αλληλεξάρτησης του οικονομικού και πολιτικού υποσυστήματος. Μέσα σε ένα θεαματικό πληροφοριακό σύστημα αποσπασματικών αλλά και κατευθυνόμενων πληροφοριών, η ύπαρξη επιχειρήσεων συσκευασίας της πληροφορίας οι οποίες εκφράζουν συμφέροντα αλλά παρουσιάζονται σαν ουδέτεροι αξιολογητές, οδηγεί σε χειραγώγηση της συζήτησης σε αποσπασματικές εστιάσεις για να μην γίνει κατανοητή η συνολική συστημικη εικόνα. Και αυτό σαν συστημικο φαινόμενο δεν είναι ανάγκη να γίνεται συνειδητά. Αλλά η αντιμετώπιση του απαιτεί συνειδητή πράξη – στάση.

http://www.truerespect.com.cy/index.php?option=com_content&view=article&id=401%3A-qq-&catid=38%3A2010-06-07-19-53-16&Itemid=63

25 Νοε 2011

Μαρξισμός και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

του Χριστάκη Γεωργίου1

Εισαγωγή


Η παρούσα κρίση που διασχίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) επαναφέρει στην δημόσια συζήτηση το ζήτημα της ΟΝΕ, των αδυναμιών του ευρώ αλλά και γενικότερα των μορφών που έχει πάρει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. 
 
Πέρα από την ανάλυση των ζητημάτων άμεσου ενδιαφέροντος – όπως η ελλιπής φύση της ΟΝΕ, οι διαμάχες μεταξύ εθνικών αρχουσών τάξεων κ.ο.κ.ε – η παρούσα κρίση επαναθέτει το ζήτημα της ίδιας της φύσης της διεργασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ας θυμηθούμε μόνο πως πρόκειται για μια διεργασία δημιουργίας κρατικών δομών σ’ ένα υπερεθνικό επίπεδο και μιας μερικής – προς το παρών – υπέρβασης των υπαρχόντων εθνικών κρατικών δομών, δομές οι οποίες στην Ευρώπη αποτέλεσαν το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.


Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μαρξισμό. Εμμέσως, το ζήτημα που εγείρεται είναι αυτό της περιοδολόγησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ένα τυχαίο φαινόμενο ή πρόκειται για το αποτέλεσμα της εξέλιξης θεμελιωδών τάσεων του καπιταλισμού οι οποίες πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο απαιτούν την αναδιάρθρωση των κρατικών δομών στο ηπειρωτικό επίπεδο;

Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου
 
Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα και στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, ο Ερνέστ Μαντέλ κι ο Κρις Χάρμαν παρήγαγαν πολύ οξείες αναλύσεις της διεργασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από μια μαρξιστική σκοπιά.2 Τα κυριότερα στοιχεία των αναλύσεων αυτών παραμένουν έγκυρα κι η οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης των τάσεων και των αντι-τάσεων που κατευθύνουν την όλη διεργασία πρέπει να βασιστεί σ’ αυτά τα στοιχεία.
 
Το πρώτο στοιχείο είναι πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί αντίδραση στο διεθνή ανταγωνισμό και την ισχύ του αμερικάνικου κεφαλαίου. Η ανωτερότητα του τελευταίου σε μέγεθος και τεχνολογική επιτήδευση έσπρωξαν το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να συγκεντρώσει τους πόρους που διέθετε ούτως ώστε να επανακτήσει την ανταγωνιστικότητα του στη διεθνή αγορά. Οι εγχώριες αγορές των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών από μόνες τους όμως δεν είχαν το απαραίτητο μέγεθος που να επέτρεπε την δημιουργία ομίλων ικανών να ανταγωνιστούν τους αντίστοιχους αμερικάνικους. Αυτή η πραγματικότητα δημιούργησε την ανάγκη να ξηλωθούν τα προστατευτικά μέτρα που εμπόδιζαν το ελεύθερο εμπόριο και τις επενδύσεις και να συγχωνευθούν οι διάφορες εθνικές αγορές σε μια γιγαντιαία ευρωπαϊκή αγορά – την ΕΟΚ. Πριν την πλήρη εφαρμογή των μέτρων που προέβλεπε η ΕΟΚ, η προοπτική αυτή έδωσε ώθηση σε μια διεργασία εθνικής συγχώνευσης του κεφαλαίου, στόχος της οποίας ήταν να προετοιμάσει τις σημαντικότερες εταιρίες του κάθε κράτους για τις νέες συνθήκες εντεταμένου ενδο-ευρωπαϊκού ανταγωνισμού που θα δημιουργούσε η πλήρης εφαρμογή της Συνθήκης της Ρώμης.3
 
Ο Μαντέλ ισχυρίστηκε πως η δύναμη των υπερεθνικών θεσμών εξαρτιόταν από το βαθμό αλληλοδιείσδυσης του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Η αδυναμία της Επιτροπής στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα αποτελούσε ένδειξη του πρώιμου σταδίου ευρωπαϊκοποίησης του κεφαλαίου. Αργότερα, ο Χάρμαν παρατήρησε τρεις τάσεις συγκέντρωσης του κεφαλαίου – μια στο εθνικό, μια δεύτερη στο ηπειρωτικό και μια τρίτη στο διεθνές επίπεδο. Ο Χάρμαν προέβλεψε πως «αν το υπάρχων κράτος αποτελεί μια πολύ στενή βάση για τις δραστηριότητες του κεφαλαίου, τότε εξ’ ανάγκης θα υπάρξει μια προσπάθεια να διευρυνθεί η βάση αυτή μέσω συμμαχιών και συγχωνεύσεων με άλλα κράτη. Ως εκ τούτου, μακροπρόθεσμα, το πιθανότερο σενάριο είναι να υπερισχύσει η τάση προς τη δημιουργία ηπειρωτικών μπλοκ».4
 
Όντως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα «η τάση ήταν προς τη συγκέντρωση του κεφαλαίου στο εσωτερικό των εθνικών κρατικών δομών, με τη βοήθεια των εθνικών κρατών».5 Τα πράγματα άλλαξαν όμως με την απαρχή της κρίσης που κτύπησε τις ευρωπαϊκές οικονομίες στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα και αποτέλεσε το έναυσμα για μια βαθειά διεργασία οικονομικής αναδιάρθρωσης. Ο αριθμός των ευρωπαϊκών συγχωνεύσεων αυξήθηκε σημαντικά. Τα στοιχεία που αφορούν τις συγχωνεύσεις και αποκτήσεις εταιριών στο επίπεδο των 1000 μεγαλύτερων εταιριών στην Ευρώπη παρουσιάζουν σημαντικές εξελίξεις στη δεκαετία του ογδόντα. Το 1982-3 υπήρξαν 117 συγχωνεύσεις. Ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 303 το 1986-7 και στις 662 το 1989-90. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας κυριάρχησαν οι εθνικές συγχωνεύσεις. Αυτό άλλαξε μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Το 1983-4, 65.2% των συγχωνεύσεων ήταν εθνικές, 18.7% ευρωπαϊκές και 16.1% διεθνείς. Το 1988-9 μόλις 47.4% ήταν εθνικές, ενώ 40% ήταν ευρωπαϊκές και 12.6% διεθνείς.6 Αυτοί οι αριθμοί υπονοούν πως το αποτέλεσμα της απόφασης του 1985 να ολοκληρωθεί η εγχώρια ευρωπαϊκή αγορά ήταν τόσο η επίσπευση της διεργασίας αναδιάρθρωσης μέσω συγχωνεύσεων και αποκτήσεων εταιριών όσο και η προώθηση των συγχωνεύσεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια πολιτική απόφαση ενδυνάμωσε την τάση προς τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στο ηπειρωτικό επίπεδο. Είναι επίσης εμφανές πως οι ευρωπαϊκές εταιρίες προσπάθησαν να φτάσουν το αναγκαίο μέγεθος πρώτα μέσω εθνικής κι έπειτα μέσω ευρωπαϊκής συγκέντρωσης.7 Τέλος, αυτή η διεργασία εντάθηκε στη δεκαετία του ενενήντα. Μια μελέτη που παρήγγειλε η Γαλλική Επιτροπή Σχεδιασμού το 2004 έφτασε στο εξής συμπέρασμα: «μέσω της εγκατάστασης εταιριών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και την εμφάνιση εταιριών καθιερωμένων στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ένας πραγματικά ευρωπαϊκός οικονομικός πόλος έχει δημιουργηθεί, κυρίως κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, την οποία σημάδεψαν η Ενιαία Αγορά και το ευρώ».8
 
Μια ακόμη ένδειξη της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού πόλου είναι το δίκτυο συμπλεκόμενων διευθύνσεων (interlocking directorates) στο επίπεδο των πολυεθνικών εταιριών. Αυτό το δίκτυο αποτελείται από διευθυντές που ταυτόχρονα είναι μέλη διοικητικών συμβουλίων δύο ή περισσότερων εταιριών. Η πυκνότητα αυτού του δικτύου αποτελεί ένδειξη πως υπάρχει μια κάποια κοινότητα καπιταλιστών που έχουν μια κοινή στρατηγική για να αντιμετωπίσουν το διεθνή ανταγωνισμό. Ο Kees van der Pijl μελέτησε την εξέλιξη αυτών των δικτύων στο επίπεδο των 150 μεγαλύτερων πολυεθνικών στη δεκαετία του ενενήντα. Το συμπέρασμα του είναι πως «η νέο-φιλελεύθερη αναδιάρθρωση του κεφαλαίου στην Ευρώπη επηρέασε επίσης το δίκτυο συμπλεκόμενων διευθύνσεων μεταξύ των μεγάλων εταιριών. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε τη συμφωνία του Μάαστριχτ, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αναδιπλώθηκε σε μια διάταξη που αντικατοπτρίζει το άνοιγμα των εθνικά περιορισμένων δομών χρηματιστικού κεφαλαίου στην ηπειρωτική Ευρώπη – και την μετάλλαξη τους σ’ ένα αντίπαλο δια-εθνικό δίκτυο ξεχωριστό από το αντίστοιχο ατλαντικό».9 Το τελευταίο κομμάτι αυτού του εδάφιου έχει ξεχωριστή σημασία: ένα ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό μπλοκ, που αντιπαλεύεται τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στη διεθνή αγορά, είναι σε διεργασία σύστασης.
 
Τα πιο πάνω αποδεικνύουν πως, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η τάση προς τη συγκέντρωση του κεφαλαίου στο ηπειρωτικό επίπεδο κατεύθυνε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ενδυναμώθηκαν όταν η διεργασία ευρωπαϊκοποίησης του κεφαλαίου ξεπέρασε σε οικονομική σημασία τη διεργασία της εθνικής συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Το τέλος του συμβιβασμού του Λουξεμβούργου αύξησε το βαθμό συγκεντροποίησης της διεργασίας λήψης αποφάσεων ενώ οι δυνάμεις της Επιτροπής στους τομείς όπου έχει αποκλειστικότητα έχουν αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό.10 Και η δύναμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι αυτονόητη. Αυτές οι εξελίξεις μόνο να αυξήσουν την πίεση που εξασκείται πάνω στα ευρωπαϊκά κράτη για να συγχωνευθούν περαιτέρω σ’ ένα ευρωπαϊκό υπέρ-κράτος μπορούν. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές πολυεθνικές ίδρυσαν το 1983 μετά από γαλλική πρωτοβουλία το ισχυρότερο λόμπι στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα Βιομήχανων (ΕΤΒ). Η ΕΤΒ έχει επανειλημμένα πάρει θέση υπέρ της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και πολλές από τις εκθέσεις και προτάσεις της έχουν μετατραπεί σε επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.11 Η ατζέντα της Λισσαβόνας του 2000 ήταν σε μεγάλο βαθμό το προϊόν μιας σειράς από εκθέσεις που έκδωσε τα προηγούμενα χρόνια η Συμβουλευτική Ομάδα για την Ανταγωνιστικότητα – δημιούργημα της ΕΤΒ με στόχο να συμβουλεύσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.12



Εμπόδια
 
Τόσο ο Χάρμαν όσο κι ο Μαντέλ όμως ισχυρίστηκαν πως υπήρχαν αντιθετικές τάσεις στη διεργασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι κυβερνήσεις παρέμεναν υπό την επήρεια εθνικών συμφερόντων. Αυτό αντικατοπτριζόταν στις προσπάθειες προστατευτισμού και στην ισχυρή προτίμηση για εθνικές αντί για ευρωπαϊκές συγχωνεύσεις.13 Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στη περίπτωση της Γαλλίας. Ακόμα και σήμερα, στο βαθμό που καθαρά εθνικές λύσεις είναι δυνατές, αυτός ο πειρασμός δεν έχει εντελώς εξαφανιστεί. Τέτοια παραδείγματα είναι ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι αντιτάχτηκε στην εξαγορά της Alitalia από την Air France-KLM το 2008 και στη συνέχεια πούλησε τον εθνικό αερομεταφορέα σ’ ένα ιταλικό χρηματοπιστωτικό όμιλο, ή η ενορχήστρωση από τη γαλλική κυβέρνηση της συγχώνευσης της Gaz de France και της Suez στόχος της οποίας ήταν να προστατευθεί η τελευταία από μια επιθετική εξαγορά από τον ιταλικό γίγαντα του τομέα της ενέργειας Enel.
 
Περαιτέρω δε, μέσα στο πλαίσιο που έχει δημιουργήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση το κάθε εθνικό κράτος υπερασπίζεται τα δικά του συμφέροντα και αυτά των κεφαλαίων που πρωτίστως έχουν τη βάση τους στο εσωτερικό του. Γιατί παρά το γεγονός πως οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές δρουν στο ηπειρωτικό επίπεδο – εκτός από ένα πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων όπου δρουν παγκοσμίως – παραμένουν υπό τον έλεγχο ομάδων καπιταλιστών που τείνουν να έχουν προνομιούχες σχέσεις με ένα συγκεκριμένο εθνικό κράτος.14 Έτσι, το κάθε εθνικό κράτος προσπαθεί να επηρεάσει τη πολιτική και τη στρατηγική της ΕΕ με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των «δικών» του κεφαλαίων. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα είναι η διακυβέρνηση του νομίσματος που μοιράζονται τα περισσότερα από αυτά τα κράτη, το ευρώ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η Γερμανία έχει ανελλιπώς υπερασπιστεί ένα υπερτιμημένο ευρώ. Όπως έχει δείξει ο Guglielmo Carchedi, η Γερμανία έχει την υψηλότερη αναλογία τεχνολογικά καινοτόμων εταιριών οι οποίες ωφελούνται από ένα δυνατό νόμισμα.15 Αυτό ισχύει πολύ λιγότερο στις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας οι οποίες συνολικά εξαρτούνται περισσότερο από ένα αδύνατο ευρώ για να τονώσουν της εξαγωγές τους. Αυτό εξηγεί το γεγονός πως συχνά γάλλοι κι ιταλοί πολιτικοί διαμαρτύρονται πως το ευρώ είναι υπερτιμημένο ή πως η διακυβέρνηση του δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των βιομηχανιών τους.
 
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια αντιφατική διεργασία που τείνει προς την συγχώνευση των διαφόρων εθνικών μερίδων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου ενώ παράλληλα η κάθε εθνική ομάδα κεφαλαίων επιχειρεί να επηρεάσει την εξέλιξη της διεργασίας σύμφωνα με τα συμφέροντα της. Περαιτέρω, αδύναμα κεφάλαια που έχουν λίγες πιθανότητες επιβίωσης στα ανοικτά νερά της ευρωπαϊκής αγοράς αποζητούν προστασία από το εθνικό κράτος μέσα στο οποίο έχουν αναπτυχθεί. Τα δύο αυτά στοιχεία δρουν ως μια ισχυρή συντηρητική δύναμη η οποία εμποδίζει την πλήρη ανάπτυξη της τάσης προς την ολοκλήρωση και την ανάπτυξη των δύο συνιστωσών αυτής της τάσης, συγκεκριμένα την συγκέντρωση του κεφαλαίου στο ηπειρωτικό επίπεδο και την αντίστοιχη αναδιοργάνωση των κρατικών λειτουργιών στο ηπειρωτικό επίπεδο.16 Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί τελειωτικά αυτό το εμπόδιο θα ήταν η βίαιη επιβολή της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης από το πιο ισχυρό κράτος – τη Γερμανία. Η τελευταία προσπάθεια αυτού του τύπου είχε ως αποτέλεσμα το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά το Ψυχρό Πόλεμο η γερμανική άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να αποδεχτεί το συμβιβασμό σύμφωνα με τον οποίο η ευρωπαϊκή της κυριαρχία θα πρέπει να γίνει ειρηνικά αποδεχτή από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Δεδομένου του ανταγωνισμού από άλλους ιμπεριαλισμούς ηπειρωτικών διαστάσεων (ΗΠΑ, σταλινική Ρωσία πριν το 1989 και τώρα αναδυόμενη Κίνα – και γενικότερα ο υπό σύσταση πόλος στην ανατολική Ασία), αυτά τα κράτη δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διαπραγματευτούν το μερίδιο τους στο επικείμενο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό μπλοκ υπό γερμανική ηγεσία (αν και πρέπει να παρατηρηθεί πως οι γάλλοι έχουν κι αυτοί μεγάλη επιρροή).

Δύο ακόμα στοιχεία
 
Δύο επιπρόσθετες παρατηρήσεις είναι αναγκαίες. Η πρώτη είναι πως η όλη διεργασία δεν εξελίσσεται μέσα σ’ ένα κενό αλλά στο πλαίσιο μια παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας μέσα στην οποία υπάρχουν ήδη συγκροτημένοι αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί. Ο κυρίαρχος ιμπεριαλισμός, οι ΗΠΑ, έχει την ικανότητα να δρα και να επηρεάζει εξελίξεις παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένου στην Ευρώπη. Η στάση του απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξαρτάται από το εάν θεωρεί πως αυτή εξελίσσεται σε κατεύθυνση που αψηφά τα συμφέροντα του. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ υποστήριξαν όλες τις εξελίξεις που θα υπονόμευαν την ικανότητα της ΕΕ να αναπτύξει στρατηγική και πολιτική αυτονομία βασιζόμενη σ’ ένα μεγάλο βαθμό εσωτερικής συνοχής. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν θερμά την ταχέα προσχώρηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών στην ΕΕ, ευθαρσώς προώθησαν την Τουρκική αίτηση ένταξης κι αντιτάχτηκαν έντονα στις προσπάθειες δημιουργίας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης και στρατιωτικών διοικητικών δομών έξω από τα πλαίσια του ΝΑΤΟ.17 Ένας από τους λόγους για την αμερικάνικη αντεπίθεση στη Μέση Ανατολή από το 2001 και μετά ήταν οι διαφωνίες που αυτή θα προκαλούσε μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Πέραν του παραδοσιακού συμμάχου των ΗΠΑ στην Ευρώπη, τη Βρετανία, άλλα σημαντικά κράτη όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πολωνία υποστήριξαν την σταυροφορία του Μπους στο Ιράκ, παρά την έντονη αντίδραση της Γαλλίας και της Γερμανίας, τα κράτη που αποτελούν την κινητήρια δύναμη πίσω από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τον πυρήνα της πολιτικής αυτονομίας που αυτή διαθέτει. Τέλος, αμερικάνοι αξιωματούχοι συνεχώς εκφράζουν παράπονα για τη γερμανική οικονομική πολιτική, τα δομικά πλεονάσματα εμπορίου που αυτή παράγει και της αποπληθωριστικές της συνέπειες. Στο βαθμό που στην Ευρώπη υπερισχύει η γερμανική οικονομική στρατηγική και που επιβάλλει στα άλλα κράτη να προσαρμοστούν σε αυτήν, τα αμερικάνικα παράπονα σε αυτό το μέτωπο είναι όσο σημαντικά και τα παράπονα τους για την κινεζική πολιτική νομισματικής ισοτιμίας.
 
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάμει με μια από τις προβλέψεις του Μαντέλ. Ο Μαντέλ θεωρούσε πως όσο η θεσμική ολοκλήρωση δεν είχε ουσιαστικά προχωρήσει, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είχε οτιδήποτε το τετελεσμένο. Αυτό τον οδήγησε στην πρόβλεψη πως «η ώρα της αλήθειας για την ΕΟΚ θα έρθει όταν η Ευρώπη υποστεί μια γενική ύφεση».18 Αυτό αποδείχτηκε πραγματικότητα τουλάχιστον δύο φορές, μια πρώτη με τις υφέσεις των μέσων της δεκαετίας του εβδομήντα και των αρχών της δεκαετίας του ογδόντα – οι οποίες εν τέλει είχαν ως αποτέλεσμα την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της ολοκλήρωσης της Κοινής Αγοράς και της ΟΝΕ – και μια δεύτερη με την ευρωπαϊκή ύφεση των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα, ένα εκ των αποτελεσμάτων της ήταν η νομισματική κρίση του 1992-3. Παρά τη κρίση αυτή, και παρά την έντονη πιθανολογία για το κατά πόσο το ευρώ θα γινόταν πραγματικότητα στο τέλος, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κατάφερε να προχωρήσει. Σύμφωνα με τον Carchedi, «αναγνωρίστηκε η ανάγκη περεταίρω οικονομικής ολοκλήρωσης όχι μόνο για πολιτικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους».19 Αυτές οι δύο διαδοχές γεγονότων υποδεικνύουν ένα μοτίβο όπου η κάθε κρίση δρα ως καταλύτης που εξουδετερώνει τις αντιθέσεις στη περεταίρω ολοκλήρωση μέσω μιας έμπρακτης επίδειξης των λόγων για τους οποίους οι κυρίαρχες μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου δεν μπορούν πλέον να βασίζονται μόνο σε ένα εθνικό κράτος και των λόγων για τους οποίους τα διάφορα εθνικά κράτη θα ήταν πολύ πιο αδύναμα εάν παρέμεναν μόνα τους.

Σ’ αυτή τη σύντομη παρέμβαση, προσπάθησα να δείξω πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι αποτέλεσμα των τάσεων προς τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, τάσεις οι οποίες αποτελούν θεμελιώδης συνιστώσες ενός τρόπου παραγωγής που βασίζεται στην ανταγωνιστική συσσώρευση κεφαλαίου. Η επιτυχής επιβίωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στη διεθνή αγορά από την περίοδο σύστασης των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης βασιζόμενης στη κατοχή των πλέον αναπτυγμένων μέσων παραγωγής και μετά απαίτησε την συγχώνευση των διαφόρων μερίδων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και την αντίστοιχη αναδιάρθρωση των ευρωπαϊκών κρατικών δομών. Η ελλιπής φύση της διεργασίας είναι προϊόν της διατήρησης εθνικών καπιταλιστικών πόλων στην Ευρώπη, που παρά την αλληλοδιείσδυση του κεφαλαίου στην Ευρώπη διατηρούν σχέσεις ανταγωνιστικής αλληλεξάρτησης μεταξύ τους.


Βιβλιογραφία


Carchedi, Guglielmo, 2001, For Another Europe: A Class Analysis of European Integration (Verso).


Carchedi, Guglielmo, 2006, “The Military Arm of the European Union”, Rethinking Marxism, volume 18, number 2.


Cox, Andrew, and Glyn Watson, 1995, “The European Community and the Restructuring of Europe’s National Champions”, in Jack Hayward (ed), Industrial Enterprise and European Integration: From National to International Champions in Europe (Oxford University Press).

Dietsch, Michel, Edouard Mathieu, Moustanshire Chopra and Alain Etchegoyen, 2004, Mondialisation et Recomposition du Capital des Entreprises Européennes (La Documentation Française).

Dupuy, Claude, and François Morin, 1993, Le Cœur Financier Européen (Economica).

Harman, Chris, 1971, “The Common Market”, International Socialism 49 (first series, autumn), www.marxists.org/archive/harman/1971/xx/eec-index.html

Harman, Chris, 1991, “The State and Capitalism Today”, International Socialism 51 (summer), www.isj.org.uk/?id=234

Mandel, Ernest, 1970, Europe versus America: Contradictions of Imperialism (Monthly Review Press).


Rugman, Alan, 2005, The Regional Multinationals (Cambridge University Press).


Serfati, Claude, 2004, Impérialisme et Militarisme: L’Actualité du XXIe Siècle (Page Deux).


Serfati, Claude, 2008, “L’insertion du Capitalisme Français dans l’Économie Mondiale”, La brèche/Carré rouge, number 2.


Van Apeldoorn, Bastiaan, 2002, Transnational Capitalism and the Struggle Over European Integration (Routledge).



Van der Pijl, Kees, 2006, Global Rivalries From the Cold War to Iraq (Pluto).

1 Ο συγγραφέας είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία. Τα παρών άρθρο είναι μια ελαφρά διασκευασμένη εκδοχή της ενότητας ‘Marxism and European Integration’ από το άρθρο ‘The euro crisis and the future of European integration’ που δημοσιεύτηκε στο International Socialism Journal 128 τον Οκτώβρη του 2010. Η ελληνική εκδοχή έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Ουτοπία το Σεπτέμβρη του 2011 στην Ελλάδα.
2 Mandel, 1970; Harman, 1971; δες επίσης Harman, 1991, κυρίως σσ45-48.
3 Δες, για τη γαλλική περίπτωση, Serfati, 2008, σ13.
4 Harman, 1991, σ48.
5 Harman, 1991, σ45.
6 Cox and Watson, 1995, σσ322-324.
7 Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο έφτασε μια γαλλική μελέτη των ευρωπαϊκών χρηματιστικών δικτύων το 1993. Dupuy and Morin, 1993, σ15.
8 Dietsch and others, 2004, σ170.
9 Van der Pijl, 2006, σ283.
10 Serfati, 2004, σ200. Ο Serfati θεωρεί δε πως «οι δυνάμεις ελέγχου της Επιτροπής είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες δυνάμεις των αντιμονοπωλιακών αρχών στις ΗΠΑ».
11 Για μια μαρξιστική μελέτη της ΕΤΒ, δες van Apeldoorn, 2002.
12 Van der Pijl, 2006, σ287.
13 Harman, 1971, σ11; Mandel, 1970, σσ52-55 και σ105.
14 Rugman, 2005, για την πιο έγκυρη μελέτη της ηπειρωτικής φύσης των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών.
15 Carchedi, 2001, σσ129-143.
16 Κάτι παρόμοιο, μολονότι μικρότερης σημασίας, υπάρχει και στις ΗΠΑ. Τα 50 τόσα κράτη της Αμερικάνικης Ένωσης έχουν το κάθε ένα το ίδιο βάρος σ’ ένα τόσο σημαντικό θεσμό όπως η Γερουσία. Αυτό συχνά δημιουργεί προβλήματα στη συγκεντροποίηση της διεργασίας λήψης αποφάσεων. Φυσικά, εδώ σταματά η αναλογία. Οι ΗΠΑ έχουν ένα αρχηγό κράτους και των ενόπλων δυνάμεων εκλεγμένο από το εκλογικό σώμα. Αυτό δεν ισχύει ούτε για το πρόεδρο της Επιτροπής ούτε για το πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κι η Αμερικάνικη Βουλή των Αντιπροσώπων, σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει πραγματική δύναμη.
17 Δες Carchedi, 2006.
18 Mandel, 1970, σ102.
19 Carchedi, 2001, σ13.

24 Νοε 2011

Καταλάβετε τη Νεκρή Ζώνη (Occupy the Buffer Zone)

Εδώ και κάποιες βδομάδες γίνεται μια πρωτοφανής κινητοποίηση στη Λευκωσία. Αντλώντας έμπνευση από τα κινήματα κατάληψης στην Αμερική (Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ-Occupy Wall Street) ή στην Ευρώπη (Καταλάβετε το Χρηματιστήριο του Λονδίνου-Occupy London Stock Exchange), μια δικοινοτική πρωτοβουλία οργάνωσε μια σειρά εκδηλώσεων στη νεκρή ζώνη με σκοπό να δημιουργήσει ένα εναλλακτικό πλαίσιο συζήτησης και ανταλλαγής ιδεών σε σχέση με την επανένωση, ενώ παράλληλα διεκδικεί και πετυχαίνει την ένταξη του Κυπριακού σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο. Κάθε Σάββατο στις 6 μ.μ., και κάποιες καθημερινές, συγκεντρώνονται δεκάδες άτομα από τις δυο κοινότητες με σκοπό να δώσουν ζωή στη νεκρή ζώνη με συζήτηση, τραγούδι, ποτό και φαγητό, εμπνέοντας όλους όσους προσδοκούν την επανένωση της Κύπρου. Ίσως η κατάληψη της νεκρής ζώνης μας βοηθήσει να την καταλάβουμε καλύτερα.

Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί μια φρέσκια πνοή στα κοινωνικο-πολιτικά δρώμενα του τόπου. Σε πρώτο επίπεδο, είναι μια αυθεντικά δικοινοτική προσπάθεια με έντονα αυθόρμητο χαρακτήρα. Έχει μια ανεξάρτητη χροιά, όπου η ύπαρξη και κινητοποίηση των ατόμων που βρίσκονται εκεί δεν συνδέεται με πολιτικά κόμματα, συντεχνίες, ή Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ως εκ τούτου, η ανταλλαγή ιδεών που διεξάγεται γίνεται πέρα και έξω από τα συνηθισμένα πλαίσια της επαναπροσέγγισης. Παράλληλα, θέτει επιτακτικά το ζήτημα του μιλιταρισμού και στις δυο πλευρές, και μας υπενθυμίζει ότι ακόμα και η ΟΥΝΦΙΚΥΠ αποτελείται από επαγγελματίες στρατιωτικούς. Επιπλέον, το κίνημα δίνει μια σημαντική διάσταση στην ύπαρξή του με τη διασύνδεσή του τόσο με το παγκόσμιο κίνημα των αγανακτισμένων από τη Χιλή και την Ισπανία μέχρι το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, όσο και με την «Αραβική Άνοιξη». Με λίγα λόγια, το κυπριακό ως κυρίαρχο θέμα στο τοπικό του πλαίσιο δε μένει αποκομμένο από τις ευρύτερες εξελίξεις, επηρεάζεται από τις παγκόσμιες δυναμικές που κατεβάζουν κόσμο στις πλατείες, και δεν αποτελεί απλά μια γραφική τοπική ιδιαιτερότητα που αιωρείται σε ένα κενό. Αν οι καταλήψεις παγκοσμίως συμβολίζουν την ανάκτηση ενός δημόσιου χώρου από τον οποίο οι απλοί πολίτες αποκλείονταν και παραγκωνίζονταν από χρηματιστές, η οδός Λήδρας ως νεκρή ζώνη με κυρίαρχη την παρουσία των στρατιωτικών στολών διαφόρων αποχρώσεων αποκτά και πάλι ζωή με ένα αυθάδη τρόπο. Η κοινή συνισταμένη είναι η αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων και αξιών που παρουσιάζονταν ως ακλόνητες στις δυτικού τύπου φιλελεύθερες δημοκρατίες, με κεντρικό άξονα την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και τη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών από την αυθαίρετη λειτουργία ενός παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Όπως ακριβώς στα κινήματα κατάληψης αλλού, υπάρχει μια δημιουργική ρευστότητα σε σχέση με τη διατύπωση ενός συνεκτικού λόγου στο «Καταλάβετε τη Νεκρή Ζώνη». Εφαλτήριο και κύρια πηγή της δυναμικής πίσω από το κίνημα είναι η επιθυμία και προσδοκία της επανένωσης του νησιού, και παράλληλα η απόρριψη των κυρίαρχων ιδεολογιών που διαιωνίζουν τη διχοτόμηση. Η πρωτοβουλία αυτή προσπαθεί να βρει νέους και πρωτότυπους τρόπους να προκαλέσει μια εναλλακτική συζήτηση και αναστοχασμό του Κυπριακού, και που η αριστερά οφείλει να αφουγκραστεί. Παραμένει μια αυθεντική προσπάθεια που κεντρίζει το ενδιαφέρον, φέρνει νέες ιδέες και δράσεις, παραδειγματίζεται από παγκόσμια κινήματα, και υπογραμμίζει το ευρύτερο πλαίσιο σε σχέση με τις δυναμικές που μας έφεραν στην παρούσα συγκυρία. Ως εκ τούτου, η ΕΡΑΣ στηρίζει αυτή την προσπάθεια και στέκεται αλληλέγγυα στους στόχους του «Καταλάβετε τη Νεκρή Ζώνη».

23 Νοε 2011

Πρώτη δημόσια εκδήλωση της ΕΡΑΣ, 5 Δεκεμβρίου 2011

Η Επιτροπή για μια Ριζοσπαστική Αριστερή Συσπείρωση (ΕΡΑΣ) διοργανώνει ανοιχτή συζήτηση με θέμα

Οικονομική Κρίση στην Ευρωζώνη και Επιπτώσεις στην Κυπριακή Οικονομία”

Δευτέρα, 5 Δεκεμβρίου 2011, ώρα 19.00 στο Πολυδύναμο Κέντρο Λευκωσίας (Πύλη Αμμοχώστου)

Ομιλητές:

Σταύρος Τομπάζος
(Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κύπρου)

Το Νεοφιλελεύθερο Αδιέξοδο και η Κρίση Συνοχής της Ευρωζώνης”

Παύλος Καλοσυνάτος
(Γενικός Διευθυντής Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου, ΠΕΟ)

Οικονομική Κρίση στην Κύπρο: Μύθοι και Πραγματικότητες”

22 Νοε 2011

Φτάνει πια! Το κεφάλαιο και η μεγάλη ιδιοκτησία να πληρώσουν


Τα πράγματα είναι πλέον καθαρά. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται μια ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στο βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας και του κάθε εργαζόμενου ξεχωριστά. Πέραν από την ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τον αποκλεισμό πολλών εργαζομένων από τις συλλογικές συμβάσεις και τις ρυθμισμένες σχέσεις εργασίας, σήμερα απειλείται ακόμα ο ίδιος ο κοινωνικός διάλογος και θεσμοί όπως αυτός της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της ΑΤΑ.

Σε αυτή τη φάση στοχοποιείται ξεχωριστά και ιδιαίτερα ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, στον οποίο οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου προσπαθούν να φορτώσουν ολόκληρο το βάρος της οικονομικής κρίσης. Η κρίση είναι συστημική και παγκόσμια και αφορά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ζώνη ευρώ, πέρα από την παρατεταμένη ύφεση, παρουσιάζει προβλήματα συνοχής και κινδυνεύει. Η κρίση είναι το αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της οικονομίας που απορύθμισε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί ανεξέλεγκτα και χωρίς πολιτικό έλεγχο. Στην Κύπρο το οικονομικό πρόβλημα επιδεινώθηκε ουσιαστικά λόγω συγκεκριμένων κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων των τραπεζών (επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα) και τίθεται πλέον και ζήτημα ευθυνών για την Κεντρική Τράπεζα που δεν άσκησε σωστά τον εποπτικό ρόλο της.

Σαφέστατα υπάρχουν προβλήματα και σε σχέση με τη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Προβλήματα διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων, διασπάθιση δημόσιου χρήματος, χαμηλή παραγωγικότητα μιας μερίδας υπαλλήλων και εξωφρενικά ψηλοί μισθοί μερικών ανώτατων γραφειοκρατών και τεχνοκρατών. Δεν μπορεί όμως να εξισώνονται και να ομογενοποιούνται όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και να δαιμονοποιούνται ως τάξη “παρασίτων” σε μια προσπάθεια από τη μια να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης αλλού από τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας και ειδικά του τραπεζικού τομέα και από την άλλη να προκαλέσουν αντιπαλότητα μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα προς όφελος του κεφαλαίου και της εργοδοσίας. Η ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές και αναδιοργάνωση της κρατικής μηχανής δεν μπορεί να σημαίνει επίθεση στους μισθούς των εργαζομένων.

Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας είναι ένας κλάδος με ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση και τυχόν τελική επιτυχία του κεφαλαίου να καθορίσει την πολιτική της κυβέρνησης και να επιβάλει μονομερώς όρους και συνθήκες εργοδότησης θα έχει άμεσες συνέπειες και στον ιδιωτικό τομέα όπου οι συνθήκες εργασίας είναι χειρότερες και οι δυνατότητες αντίστασης εκ των πραγμάτων μικρότερες. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η επίθεση του κεφαλαίου δεν θα περιοριστεί στους δημόσιους υπαλλήλους, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις άλλες χώρες.

Τα περισσότερα πολιτικά κόμματα έχουν υιοθετήσει την οικονομική πολιτική του κεφαλαίου. Πολλοί βουλευτές μάλιστα, εκτός από το ότι είναι οι ίδιοι κάτοχοι τεραστίων κεφαλαίων, εκπροσωπούν και άμεσα τα συμφέροντα των εταιρειών με τις οποίες διαπλέκονται και επαγγελματικά. Τα περιουσιακά στοιχεία των πολιτικών και των ανώτερων τεχνοκρατών θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν αμέσως, ιδιαίτερα σε σχέση με τις τράπεζες τις οποίες μερικοί απ’ αυτούς συγκαλύπτουν τα τελευταία δυο χρόνια, όπως συγκάλυψαν και την ληστεία του χρηματιστηρίου το 1999 καθώς και την μεγάλη κομπίνα της φούσκας των ακινήτων.

Η μόνη δυνατή άμυνα των εργαζομένων είναι οι δικές τους κινητοποιήσεις και αγώνες με στόχο την προστασία των όρων εργασίας τους και του βιοτικού τους επιπέδου που, στις σημερινές συνθήκες οξύτατης κρίσης, προϋποθέτει και τον κοινωνικό έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο πολιτικός έλεγχος των τραπεζών είναι ένα εγχείρημα που πρέπει να γίνει σε ευρωπαϊκή βάση για να αντιμετωπιστεί ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Η κρατικοποίηση των τραπεζών είναι πλέον προϋπόθεση για την επιβίωση της ίδιας δημοκρατίας απέναντι στις απειλές των αγορών και των κερδοσκόπων.

Η μόνη λογική θέση είναι ότι οι εργαζόμενοι έχουν ήδη δώσει αρκετά. Είναι τώρα η σειρά του πλούτου να πληρώσει την κρίση του: Μέσα από ουσιαστική και αναλογική φορολόγηση του κύκλου εργασιών και των κερδών των εταιρειών, της μεγαλο-ιδιοκτησίας (της εκκλησιαστικής συμπεριλαμβανόμενης) και του συσσωρευμένου κεφαλαίου γενικά και συνολικά. Μέσα από την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φορο-αποφυγής και την μείωση των αχρείαστων στρατιωτικών δαπανών αλλά και της στρατιωτικής θητείας που ήταν ούτως ή άλλως και προεκλογική δέσμευση της παρούσας κυβέρνησης.

21 Νοε 2011

Res, non verba: επιστροφή στις μάζες

Ηλία Ιωακείμογλου

http://ioakimoglou.netfirms.com/page11/files/9149979c7dc520c8e8cae8861d08af83-8.php

Η σχέση των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς με τους εργαζόμενους είναι σχέση εξωτερική, δεν είναι σχέση οργανική. Σχέση εξωτερική επειδή οι πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς φαντάζονται πως η εργατική τάξη είναι ήδη συγκροτημένη και ότι η απουσία της από την πολιτική σκηνή, όπως εξάλλου και η ιδεολογική της απάθεια, οφείλονται σε ένα «έλλειμμα συνείδησης». Στην φαντασία των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς, η εργατική τάξη είναι ένας «κοιμώμενος γίγαντας» του οποίου η αφύπνιση εκκρεμεί. Αναλαμβάνουν λοιπόν, οι οργανώσεις της Αριστεράς, να μεταγγίσουν στις εργαζόμενες μάζες την ταξική συνείδηση που τους λείπει. Να εκφέρουν, επομένως, το «σωστό σύνθημα», να εκπονήσουν το «σωστό πρόγραμμα», να εφεύρουν το κατάλληλο «έναυσμα» που θα αφυπνίσει το ταξικό ένστικτο και θα το μετατρέψει σε ταξική συνείδηση. Από την ίδια αντίληψη των πραγμάτων απορρέει με φυσικό τρόπο και το σύνολο των δράσεων που αναλαμβάνουν οι εν λόγω οργανώσεις: τηλεοπτικές εμφανίσεις, διαφώτιση, αφισοκόλληση, έκδοση αμέτρητων εφημερίδων και περιοδικών, εξόρμηση για πώληση εντύπων και διανομή προκηρύξεων, διαλέξεις και λόγοι στη Βουλή. 

Κι’ έτσι, η ιστορία συνεχίζεται από ήττα σε ήττα όταν οι αντικειμενικές συνθήκες είναι δυσμενείς και με ισχνές νίκες όταν οι αντικειμενικές συνθήκες θα δικαιολογούσαν την εκθετική άνοδο των κινημάτων.

Η εργατική τάξη, όμως, δεν είναι ένας «κοιμώμενος γίγαντας» με «έλλειμμα συνείδησης». Υπάρχουν επαγγελματικές κατηγορίες, κοινωνικές ομάδες, υπάρχουν οι μάζες των εργαζομένων, υπάρχει η ατομική δυσαρέσκεια και το ταξικό ένστικτο που οδηγεί σε ατομικές πράξεις αντίστασης στις αδικίες και στις βαρβαρότητες του καπιταλισμού. Συνιστούν όμως όλα αυτά την εργατική τάξη; H εργατική τάξη καθεαυτή δεν υπάρχει –διότι όπως και ο Θεός, δεν αφήνει πίσω της κανένα ίχνος. Η εργατική τάξη υπάρχει μόνον όταν αφήνει τα ίχνη της εκεί που την περιμένουμε, δηλαδή μέσα στην Ιστορία, μέσα στην αντίθεσή της με το Κεφάλαιο, όταν οργανώνεται σε συλλογικές ταυτότητες, σε συλλογικότητες που μάχονται ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος του. Η αστική τάξη και η εργατική τάξη δεν υπάρχουν σαν δύο ποδοσφαιρικές ομάδες ήδη πριν να αρχίσει ο αγώνας. Υπάρχουν μόνον μέσα στον ανταγωνισμό τους. Οι ταξικοί αγώνες συνιστούν την διαίρεση σε τάξεις, αυτοί συγκροτούν τις τάξεις, αυτοί και τις αποδιαρθρώνουν στα συστατικά τους μέρη, δηλαδή σε μεμονωμένα άτομα, σε κοινωνικές ομάδες, επαγγελματικές κατηγορίες. Οι κοινωνικοί αγώνες όμως δεν υπάρχουν χωρίς το παιχνίδι της ηγεμονίας.


Η έννοια της ηγεμονίας δεν αναφέρεται στην συνείδηση των υποτελών ότι οι κυρίαρχοι έχουν ιδιοτελή συμφέροντα. Αναφέρεται στην ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να πείθει τις υποτελείς μάζες ότι τα ιδιαίτερα, ιδιοτελή συμφέροντά της –τα οποία καθόλου δεν αποκρύπτει– είναι συμφέροντα του «έθνους», ότι ταυτίζονται με το «κοινωνικό συμφέρον», ότι διασφαλίζουν και το συμφέρον των εργαζομένων, αν όχι βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Όταν η ηγεμονία της αστικής τάξης είναι ισχυρή, οι εργαζόμενοι δεν κατορθώνουν να εκφράσουν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα με συνεκτικό τρόπο και η ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης αποδιαρθρώνει κάθε συνεκτικό υλικό που συνενώνει τους εργαζόμενους. Ό,τι αντιλαμβάνονται «με ασύνδετο και ασυνείδητο τρόπο» και θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη ύλη μιας ενιαίας ταξικής ιδεολογίας παραμένει απομονωμένο. Αυτή η επιβολή έχει υλική υπόσταση, μετατρέπεται σε υλική δύναμη, διότι αποδιαρθρώνει, αναδιατάσει, ανασυνθέτει και ενοποιεί τις κοινωνικές πρακτικές των υποτελών μαζών πάνω στον καμβά της αστικής ιδεολογίας και ενάντια στην αυθόρμητη ιδεολογία του κόσμου της εργασίας. Η αστική ηγεμονία, δηλαδή, διαπερνάει την καθημερινή ζωή των εργαζομένων, εγκαθιστά την κυρίαρχη ιδεολογία, όχι μόνον μέσα στο τρόπο με τον οποίο αυτοί σκέφτονται, αλλά και στα κριτήρια με τα οποία παίρνουν αποφάσεις, βιώνουν τις εμπειρίες της προσωπικής τους ζωής, «γεύονται» τα προϊόντα της κουλτούρας και της υποκουλτούρας, διευθετούν τις διαφορές τους κλπ. Η κυρίαρχη ιδεολογία γίνεται «πρακτική ιδεολογία», δηλαδή ιδέες που καθοδηγούν στάσεις και συμπεριφορές, γίνεται ηθική. Μόνον κάτω από αυτά βρίσκεται το κοίτασμα της αυθόρμητης ταξικής ιδεολογίας των εργαζομένων που απορρέει από τις υλικές συνθήκες της εργασίας τους και της καθημερινής ζωής τους. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η εξουσία δεν επιβάλλεται έξωθεν σε μια συγκροτημένη εργατική τάξη, αλλά την διαπερνάει και την αποδιαρθρώνει.


Το «παιχνίδι» της ηγεμονίας συμμετέχει λοιπόν στην συγκρότηση και στην αποδιάρθρωση των κοινωνικών τάξεων. Κάθε στρατόπεδο επιδιώκει την αποδιάρθρωση του αντιπάλου και μεμιάς την ενοποίηση των δυνάμεων στο εσωτερικό του. Όταν ο πολιτικός αγώνας για την ηγεμονία εγκαθιστά την κυρίαρχη ιδεολογία στους κόλπους της εργατικής τάξης και κατορθώνει να κυβερνήσει το μυαλό της και την ψυχή της, η τάξη αποδιαρθρώνεται, δεν συγκροτεί σχηματισμούς μάχης και το μόνο που απομένει είναι οι αντικειμενικοί όροι της ανασυγκρότησής της που είναι εγγεγραμμένοι στη φύση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή στις υλικές συνθήκες ύπαρξης του συστήματος. Σε αυτούς τους αντικειμενικούς όρους ανασυγκρότησης αναφέρεται τελικά ο όρος «τάξη καθεαυτή»: η τάξη καθεαυτή είναι μια εν δυνάμει τάξη. 


Η εργατική τάξη υπάρχει, λοιπόν, μόνον όταν συγκροτείται σε σχηματισμούς μάχης που αμφισβητούν την αστική ηγεμονία. Εάν όμως οι εργαζόμενες τάξεις συγκροτούνται όταν υπάρχει πολιτικό κίνημα, δηλαδή όταν διεξάγουν πολιτικό αγώνα για την επιβολή του ιδιαίτερου ταξικού συμφέροντός τους ως γενικό κοινωνικό συμφέρον και ως εκ τούτου αμφισβητούν την αστική ηγεμονία, τότε, η συγκρότηση των εργαζομένων μαζών σε τάξη εκκρεμεί και αποτελεί καθήκον των οργανωμένων δυνάμεων που αναφέρονται σε αυτές τις μάζες. 


Για τον λόγο αυτό, η εξωτερική σχέση που η Αριστερά διατηρεί με τον κόσμο της εργασίας (σχέση που αποσκοπεί στην μετάγγιση συνείδησης από την υποτιθέμενη πρωτοπορία στις μάζες) θα έπρεπε να αντικατασταθεί με μια οργανική σχέση. Ποια ακριβώς θα έπρεπε να είναι αυτή, εξαρτάται από την εκάστοτε ιστορική συγκυρία. 


Στη σημερινή συγκυρία, πάντως, θα σήμαινε δράσεις για τον μετασχηματισμό του αισθήματος ατομικής αδικίας, που έχει τώρα γενικευθεί στους κόλπους των υποτελών, σε μια κοινή αντίληψη περί συλλογικού ταξικού συμφέροντος. Πώς όμως να το πετύχουμε αυτό;


Δύο χρόνια μετά, γνωρίζουμε ότι αυτό δεν γίνεται με τις γνωστές από καθέδρας εκφωνήσεις λόγων και προτάσεων διακυβέρνησης -ή τουλάχιστον όχι μόνο με αυτές. Το παιχνίδι παίζεται εκεί που οι μάζες εργάζονται και ζουν. Εάν οι οργανωμένες δυνάμεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων θέλουν να αποκτήσουν οργανική σχέση με τις μάζες, θα πρέπει να είναι παρούσες στο πεδίο, εκεί που οι μάζες εργάζονται (ή δεν εργάζονται) και εκεί που ζουν (εκεί δηλαδή που πραγματοποιείται η κοινωνική αναπαραγωγή). 


Στη σημερινή συγκυρία αυτό θα σήμαινε έμπρακτη αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαιώματος και της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας με την ανάπτυξη ενός μεγάλου κινήματος καταλήψεων των επιχειρήσεων που απειλούνται ή απειλούν ότι θα κλείσουν, και συνέχιση της λειτουργίας τους με αυτοδιαχείριση και επαναπροσδιορισμό των σχέσεων παραγωγής, της οργάνωσης της εργασίας. Θα σήμαινε, με άλλα λόγια, απο-νομιμοποίηση του κέρδους και νομιμοποίηση της αλληλεγγύης των άμεσων παραγωγών. 


Θα σήμαινε ανάπτυξη και ενίσχυση των αυθόρμητων τάσεων που έχουν εμφανιστεί υπέρ των δημόσιων αγαθών έναντι των εμπορευμάτων στις γειτονιές: οργάνωση της καθημερινής ζωής, της κοινωνικής αναπαραγωγής, εκεί όπου η κρατική μηχανή ή οι επιχειρήσεις αποσύρονται, με καταλήψεις δημόσιων είτε αχρησιμοποίητων χώρων, με αυτο-οργάνωση και άμεση δημοκρατία, με νέους θεσμούς είτε προβλέπονται είτε όχι από την νομοθεσία. 


Θα σήμαινε υιοθέτηση εναλλακτικών μορφών μη τοκοφόρου χρήματος, χρήματος που έχει τον χαρακτήρα δημόσιου αγαθού, και κυκλοφορία του με χρήση των νέων τεχνολογιών. 


Θα σήμαινε, ακόμη, περιφρούρηση όλων αυτών ενάντια στην κρατική καταστολή και τους φασίστες με όλα τα μέσα. 


Θα σήμαινε ιδεολογική, δηλαδή ηθική, απο-νομιμοποίηση των κατασχέσεων από τις τράπεζες και συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων που αναλαμβάνουν κάθε είδους δράση για να σταματήσουν οι κατασχέσεις και οι εξώσεις. 


Θα σήμαινε ανακήρυξη του ηλεκτρικού ρεύματος σε δημόσιο αγαθό και ανάπτυξη κινήματος απαγόρευσης της διακοπής του για την μη καταβολή των φόρων ή την αδυναμία πληρωμής του λογαριασμού.

Θα σήμαινε ανάδειξη φυσικών πρωτοποριών στους χώρους εργασίας και κοινωνικής αναπαραγωγής. 


Αυτά και άλλα που έρχονται, ή τα άλλα όμοια στα οποία δεν φτάνει η σκέψη μου, είναι τα μόνα που μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την συγκρότηση των υποτελών μαζών σε κοινωνική τάξη ώστε να εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή ως ένα και μοναδικό πρόσωπο για να διεκδικήσει την ηγεμονία, την πολιτική εξουσία και τον ριζικό μετασχηματισμό της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αν όχι τώρα, πότε;


Οι οργανωμένες δυνάμεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων έχουν και θεωρητική και ιδεολογική δουλειά: ό,τι συμβαίνει στην πράξη πρέπει να βρίσκει το αντίστοιχό του στις ιδέες, να μεταφράζεται σε ηθικές αξίες, για να αποκτά κοινωνική επικύρωση και αξιώσεις μετάφρασης του ταξικού, ειδικού συμφέροντος σε γενικό συμφέρον --και τελικά για να μετατρέπεται σε υλική δύναμη.

18 Νοε 2011

Η κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού


Σταύρος Τομπάζος: Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση 2007-;

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε [έντυπα] ως πέμπτο κεφάλαιο στην Ετήσια Έκθεση για την οικονομία και την απασχόληση του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ)


Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, η παγκόσμια κρίση που πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 είναι απλώς μια κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που οφείλεται στην υπερβολική απορρύθμισή του.
Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια βαθιά οικονομική κρίση, της οποίας η χρηματοπιστωτική πτυχή δεν είναι παρά η πιο επιφανειακή διάσταση. Πιο συγκεκριμένα, το μοντέλο ανάπτυξης που επέβαλε ο νεοφιλελευθερισμός στον ανεπτυγμένο κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένα μοντέλο βασισμένο στην παραγωγή ανεργίας και πρωτοφανών κοινωνικών ανισοτήτων, εξάντλησε τα όρια του.1
Ο νεοφιλελευθερισμός υπήρξε ιστορικά η καπιταλιστική απάντηση στις κακές επιδόσεις της οικονομίας της δεκαετίας του 1970 στον ανεπτυγμένο κόσμο, λόγω της πτώσης του ποσοστού του κέρδους που παρατηρήθηκε τότε: Τα νεοφιλελεύθερα μέτρα, περιλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της αγοράς εργασίας και της εθνικής αγοράς, οδήγησαν στην όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα με αποτέλεσμα την σταδιακή ανάκαμψη του ποσοστού του κέρδους.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται στις ΗΠΑ, στην Ε.Ε. (παρουσιάζουμε τα στατιστικά δεδομένα για την Ε.Ε. των 15 πρώτων κρατών μελών : ΕΕ-15) και στην Ιαπωνία μια ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απ’ ό,τι του πραγματικού μισθού (διαγράμματα 1, 2 και 3) . Δηλαδή, με μαρξιστικούς όρους, το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης ή η σχέση υπεραξίας/μισθού αυξάνεται.

Διάγραμμα 1:
Ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (%) και του κατά κεφαλή πραγματικού μισθού στις ΗΠΑ (%)

ΠηγήEuropean Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008.

Στην περίπτωση της ΕΕ-15 η απόκλιση παραγωγικότητας και μισθών την περίοδο 1974-2008 εμφανίζεται ακόμη πιο μεγάλη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Εκ πρώτης όψεως αυτή η ευνοϊκή για τις ΗΠΑ σύγκριση είναι παράδοξη. Πώς είναι δυνατό ένα κράτος στο οποίο οι κοινωνικές ανισότητες είναι μεγαλύτερες απ’ όλα τα κράτη της ΕΕ-15 κατά μέσο όρο και από το καθένα ξεχωριστά να παρουσιάζει μεγαλύτερη απόκλιση στους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας και του πραγματικού μισθού;

Διάγραμμα 2:
Ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (%) και του κατά κεφαλή πραγματικού μισθού (%) στην ΕΕ-15

ΠηγήEuropean Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008

Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έδωσαν με πολύ πιστικό τρόπο οι Ian Dew-Becker και Robert JCordon.2 Καταδεικνύουν ότι από την άνοδο της παραγωγικότητας επωφελούνται δυσανάλογα τα ανώτερα στρώματα της μισθωτής εργασίας. Το πιο εύπορο 10% αυτών των στρωμάτων παρουσιάζει αύξηση του πραγματικού μισθού ίσου ή ακόμη και μεγαλύτερου της αύξησης της παραγωγικότητας κατά την περίοδο 1966-2000 στις ΗΠΑ. Η αύξηση των ανισοτήτων, σύμφωνα με τους πιο πάνω συγγραφείς δεν είναι απλώς θέμα αύξησης του κεφαλαιουχικού εισοδήματος, αλλά και της διογκούμενης ψαλίδας ανάμεσα στους πιο ψηλούς και τους πιο χαμηλούς μισθούς. Ενώ ο παγκόσμιος ανταγωνισμός, το «ελεύθερο εμπόριο», η εξασθένηση των συνδικάτων κ.λπ., καθηλώνουν τον μέσο ή τον κατώτερο μισθό ενώ κάποιοι άλλοι μισθοί της κορυφής της μισθολογικής πυραμίδας αυξάνονται. Δεν δόθηκε, πάντα σύμφωνα με τους Ian Dew-Becker και Robert JCordon, η δέουσα προσοχή στην οικονομία που ονομάζουν «οικονομία των σούπερ-σταρς». 
Η στατιστική καταγράφει ως μισθό οποιοδήποτε εισόδημα πληροί κάποια τυπικά κριτήρια και δηλώνεται ως τέτοιο. Στην πραγματικότητα, οι «μισθοί» της κορυφής της μισθολογικής πυραμίδας (ο «μισθός» του golden boy της τράπεζας π.χ.) δεν είναι παρά μερίδιο του κέρδους. Πέραν απ’ οποιεσδήποτε άλλες διαφορές ή ασυμβατότητες υπάρχουν στην πραχτική της στατιστικής καταγραφής, φαίνεται ότι στις ΗΠΑ ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κέρδους απ’ ό,τι στην ΕΕ-15 καταγράφεται ως «μισθός».
Στην Ιαπωνία και κατά τη διάρκεια των «χρυσών» μεταπολεμικών δεκαετιών η παραγωγικότητα αυξάνεται ταχύτερα από τον πραγματικό μισθό. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται πολύ μεγαλύτερη απόκλιση.

Διάγραμμα 3:
Ετήσια κατά κεφαλή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (%) και του κατά κεφαλή πραγματικού μισθού (%) στην Ιαπωνία

ΠηγήEuropean Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008

Αυτή η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης αντανακλάται και στο ποσοστό του κέρδους που οι εθνικές και ευρωπαϊκές στατιστικές υπηρεσίες καταμετρούν ως προς το πάγιο κεφάλαιο (net return on net capital stock). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου παρουσιάζει άνοδο και στους τρεις βασικούς πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου, για να φθάσει σε επίπεδα υψηλότερα ή συγκρίσιμα με αυτά των «χρυσών» μεταπολεμικών δεκαετιών (διαγράμματα 4, 5 και 6.)


Τεχνικό Πλαίσιο: Ποσοστό του κέρδους και στατιστικά δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Το ποσοστό του κέρδους (ΠΚ) στον Μαρξ είναι το κέρδος ή η υπεραξία (Υ) στο σύνολο του προκαταβεβληθέντος κεφαλαίου, που περιλαμβάνει το Σταθερό Κεφάλαιο (Σ: απλοποιώντας πρόκειται για το Πάγιο Κεφάλαιο + Πρώτες Ύλες) και το Μεταβλητό Κεφάλαιο (Μ) που αντιστοιχεί στην αξία της εργατικής δύναμης ή, απλοποιώντας, στους μισθούς:
Υ Υ/Μ
ΠΚ= ------- ή (διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή με το Μ) ΠΚ=-----------
Σ+Μ Σ/Μ +1
Ο Μαρξ ονομάζει τη σχέση Υ/Μ «ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης» ή «ποσοστό υπεραξίας» και τη σχέση Σ/Μ «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου».

Συχνά, στις εθνικές στατιστικές και σ’ αυτές της Ε.Ε. το ποσοστό του κέρδους (R) είναι το Κέρδος (PROF) στο Πάγιο Κεφάλαιο (K) : R=PROF/K. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για μας: Απλώς το ποσοστό κέρδους (ή η «κερδοφορία») υπολογίζονται μόνο ως προς την πιο σημαντική συνιστώσα του παρονομαστή του Μαρξ. Τον τύπο R=PROF/K μπορούμε να τον γράψουμε: R= (PROF/GDPx (GDP/K ), όπου GDP=ΑΕΠ. Η σχέση PROF/GDP μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσέγγιση του ποσοστού υπεραξίας (Υ/Μ): Η αύξηση αυτής της σχέσης ισοδυναμεί με αύξηση του ποσοστού υπεραξίας. Η σχέση GDP/K, που ονομάζεται «παραγωγικότητα του κεφαλαίου», μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσέγγιση του αντίστροφου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλαδή της σχέσης Μ/Σ. Η μείωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου ισοδυναμεί με αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (Σ/Μ).

Τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την κερδοφορία, τα οποία παρουσιάζουμε στο κείμενο (net return on net capital stocktotal economy), περιέχουν, ωστόσο,    μια σημαντική ανακρίβεια. Το Πάγιο Κεφάλαιο ορίστηκε αυθαίρετα για το έτος 1960 (ΑΕΠ της κάθε χώρας χ 3), έτος κατά το οποίο αρχίζει η σειρά μέτρησης της κερδοφορίας για κάθε χώρα ή/και ομάδα χωρών. Από εκεί και πέρα, το Πάγιο Κεφάλαιο του έτους t ισοδυναμεί με το πάγιο κεφάλαιο του προηγούμενου έτους ( t-1) + οι νέες επενδύσεις - οι αποσβέσεις.

Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την πιο πάνω ανακρίβεια, ο οικονομολόγος-ερευνητής Michel Husson (βλέπε « La hausse tendancielle du taux de profit », janvier 2010, http://hussonet.free.fr/tprof9.pdf), παρουσίασε την εξέλιξη της κερδοφορίας σε 4 μεγάλες οικονομίες (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία) βάσει των εθνικών τους στατιστικών. Αν και βάσει των τελευταίων οι καμπύλες της κερδοφορίας διαφέρουν απ’ αυτές βάσει των δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι πορείες των καμπύλων είναι αρκετά όμοιες και δεν επηρεάζουν τα γενικά συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς. Ας σημειώσουμε επίσης ότι    όσο απομακρύνεται κανείς από τον αυθαίρετο υπολογισμό του Παγίου Κεφαλαίου του 1960, η απόκλιση των δεδομένων των εθνικών στατιστικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μειώνονται. Αυτό οφείλεται στη μέθοδο καταμέτρησης της αξίας του Παγίου Κεφαλαίου που    αναφέραμε πιο πάνω. Κατά την περίοδο 1960-1982, το ποσοστό κέρδους ήταν αρχικά ψηλό, μετά παρουσίασε σημαντική κάμψη. Από το 1982 ωστόσο παρουσιάζει, παρά τις διακυμάνσεις, ανάκαμψη. Γι’ αυτόν τον λόγο προτιμήσαμε να παρουσιάσουμε εδώ τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που καλύπτουν ένα μεγάλο σύνολο χωρών.


Διάγραμμα 4:
Κερδοφορία (1961-1973=100), ποσοστό συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (%) και μεγέθυνση του ΑΕΠ (%) στις ΗΠΑ

Κερδοφορία (Αριστερή κλίμακα)
Συσσώρευση και ΑΕΠ (Δεξιά κλίμακα)
ΠηγήEuropean Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008


Διάγραμμα 5:
Κερδοφορία (1961-1973=100), ποσοστό συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (%) και μεγέθυνση του ΑΕΠ (%) στην ΕΕ-15

Κερδοφορία (Αριστερή κλίμακα)
Συσσώρευση και ΑΕΠ (Δεξιά κλίμακα)
ΠηγήEuropean Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008


Διάγραμμα 6:
Κερδοφορία (1961-1973=100), ποσοστό συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (%) και μεγέθυνση του ΑΕΠ (%) στην Ιαπωνία

Κερδοφορία (Αριστερή κλίμακα)
Συσσώρευση και ΑΕΠ (Δεξιά κλίμακα)
ΠηγήEuropean Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008.

Ωστόσο, όπως φαίνεται στα διαγράμματα 4, 5 και 6, ούτε το ποσοστό συσσώρευσης του κεφαλαίου ακολουθεί, ούτε βέβαια το ποσοστό μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε κανένα από τους τρεις βασικούς πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου. Με άλλους όρους, η επένδυση και ως εκ τούτου η μεγέθυνση του ΑΕΠ αποδεσμεύονται σχετικά από το ποσοστό του κέρδους. Μερικές φορές μάλιστα, ενώ το ποσοστό κέρδους παρουσιάζει ανοδική τάση, το ποσοστό συσσώρευσης παρουσιάζει πλήρη στασιμότητα ή πτωτική τάση.
Μόνο την περίοδο 1996-2000 στις ΗΠΑ, η αύξηση του ποσοστού του κέρδους, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο, συνοδεύτηκε από μια αξιοσημείωτη αύξηση του ποσοστού συσσώρευσης και του ποσοστού μεγέθυνσης. Αυτή η περίοδος αποτελεί μια «χρυσή παρένθεση» στις επικρατούσες τάσεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Πρόκειται για την περίοδο της λεγόμενης «νέας οικονομίας», μια περίοδος κατά την οποία πολλοί οικονομολόγοι ακόμη και της κριτικής σχολής σκέψης ανακοίνωναν το τέλος του μακροχρόνιου κύματος συρρίκνωσης (που άρχισε τη δεκαετία του 1970) και την έναρξη μιας νέας εποχής ανάπτυξης και ευημερίας.
Εν τέλει, αυτή η «χρυσή παρένθεση» επιβεβαίωσε τα γενικά χαρακτηριστικά της περιόδου. Η αύξηση της παραγωγικότητας είχε ένα διπλό τίμημα: Πρώτον αποδείχθηκε υπερβολικά δαπανηρή σε πάγιο κεφάλαιο προκαλώντας αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (δηλαδή της σχέσης Σταθερού Κεφαλαίου/Μισθών) και δεύτερον υπερβολικά δαπανηρή σε μισθούς (η μείωση της ανεργίας οδήγησε σε αύξηση των μισθών). Μόλις το κέρδος παρουσίασε τα πρώτα σημεία κάμψης, αμέσως επήλθε συρρίκνωση του ποσοστού συσσώρευσης και του ποσοστού μεγέθυνσης, καθώς και καθήλωση των μισθών κάτω από τα επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας. Το κυριότερο γνώρισμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι λοιπόν το εξής: Το τίμημα της οικονομικής μεγέθυνσης είναι η καθήλωση των μισθών σε σχέση με το κέρδος. Ως εκ τούτου, η ανεργία και η φτώχια, που συμβάλλουν στη διαμόρφωση συσχετισμού δυνάμεων ευνοϊκών για τη διατήρηση των χαμηλών μισθών σε σχέση με το κέρδος, δεν αποτελούν πρόβλημα για το κεφάλαιο, αλλά μάλλον αναγκαίο όρο της «ομαλής» λειτουργίας του.
Αφού, όμως, ένα αυξημένο μερίδιο του κέρδους δεν επενδύεται σε πάγιο κεφάλαιο, τίθεται ένα καίριο ερώτημα: που καταλήγει; Μήπως στον αναπτυσσόμενο κόσμο και ειδικότερα στις αναδυόμενες αγορές υπό μορφή άμεσων επενδύσεων εξωτερικού; Η απάντηση σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα είναι αρνητική. Ο αναπτυσσόμενος κόσμος και ιδιαίτερα οι αναδυόμενες οικονομίες εξάγουν περισσότερα κεφάλαια στον ανεπτυγμένο κόσμο απ’ όσα εισάγουν είτε υπό μορφή εξυπηρέτησης του εξωτερικού τους χρέους, είτε υπό μορφή επαναπατρισμού κερδών των πολυεθνικών εταιριών, είτε υπό μορφή επενδύσεων διαφόρων τύπων στον ανεπτυγμένο κόσμο: Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τα τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας που επενδύονται κυρίως στις ΗΠΑ. Το 2008 οι κινεζικές επενδύσεις συναλλαγματικών αποθεμάτων σε τίτλους του δημόσιου χρέους και κυβερνητικών οργανισμών των ΗΠΑ έφτασαν τις 1.205 δις. δολάρια.3
Στον ανεπτυγμένο κόσμο, ένα μεγάλο μερίδιο του κέρδους που δεν επενδύεται σε πάγιο κεφάλαιο και πρώτες ύλες καταλήγει ουσιαστικά στην ιδιωτική κατανάλωση. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση της απόκλισης που παρατηρείται ανάμεσα στην ιδιωτική κατανάλωση και τον μισθό στο ΑΕΠ (διαγράμματα, 7, 8 και 9).
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στον μισθό, στα διαγράμματα 7, 8 και 9 εμφανίζεται το «προσαρμοσμένο μερίδιο του μισθού» (adjusted wage share) στο ΑΕΠ, μια στατιστική έννοια που καθιστά συγκρίσιμα τα δεδομένα διαφορετικών χρόνων και χωρών. Επειδή το μερίδιο του μισθού στο ΑΕΠ είναι δυνατό να αυξάνεται λόγω της αύξησης του ποσοστού της μισθωτής εργασίας και τη μείωση του ποσοστού των αυτοεργοδοτούμενων στο σύνολο του ποσοστού απασχόλησης, που παρατηρείται στον ανεπτυγμένο κόσμο, αν χρησιμοποιούσε κανείς το μερίδιο του μισθού όπως καταγράφεται εμπειρικά κάθε στιγμή, με κυμαινόμενο ποσοστό μισθωτής εργασίας στο σύνολο του ποσοστού απασχόλησης, η διακύμανση του μισθού στο ΑΕΠ δεν θα αντανακλούσε πραγματικά τη σχετική βελτίωση ή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των μισθωτών. Το προσαρμοσμένο μερίδιο του μισθού παρακάμπτει αυτή τη δυσκολία για το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, παραγωγικής και μη παραγωγικής, αποδίδοντας στους αυτοεργοδοτούμενους τον μέσο μισθό. Χάρις σ’ αυτόν τον δείκτη, που υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθίσταται η σύγκριση της σχετικής αγοραστικής δύναμης των μισθωτών δυνατή μέσα στον χρόνο και μεταξύ χωρών.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το προσαρμοσμένο μερίδιο του μισθού παρουσιάζει πτωτική τάση παρά τις διακυμάνσεις και στους τρεις βασικούς πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου.

Διάγραμμα 7:
Ιδιωτική κατανάλωση και μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, 1960-2008
Πηγή: AMECO

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, στις ΗΠΑ ένα αυξημένο ποσοστό κερδών σε σχέση με την Ευρώπη καταγράφεται στατιστικά ως μισθός. Αυτό το γεγονός αντανακλάται και στο διάγραμμα 7 σχετικά με το ποσοστό του μισθού στο ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η μείωση του τελευταίου από το 1980 παρουσιάζεται λιγότερο σημαντική απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Όπως σημειώνει ο Michel Husson,4 αν αφαιρέσει κανείς ένα ποσοστό της τάξης του 5% των ανώτερων «μισθών» στις ΗΠΑ από το προσαρμοσμένο μερίδιο τους στο ΑΕΠ, θα προέκυπτε μια καμπύλη όμοια μ’ αυτή που παρατηρείται στην ΕΕ-15 (διάγραμμα 8).

Διάγραμμα 8:
Ιδιωτική κατανάλωση και μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ-15, 1960-2008

Ιδιωτική Κατανάλωση/ΑΕΠ (%, Αριστερή Κλίμακα)
Μισθοί/ΑΕΠ (%, Δεξιά Κλίμακα)
Πηγή: AMECO

Διάγραμμα 9:
Ιδιωτική κατανάλωση και μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ιαπωνία

Ιδιωτική Κατανάλωση/ΑΕΠ (%, Αριστερή κλίμακα)
Μισθοί/ΑΕΠ (%, Δεξιά Κλίμακα)
Πηγή: AMECO


Η απόκλιση ιδιωτικής κατανάλωσης και μεριδίου του μισθού στο ΑΕΠ διέψευσε το επίσημο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο το κέρδος του σήμερα δημιουργεί τις επενδύσεις του αύριο. Το κέρδος ανέκαμψε, αλλά ούτε οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ούτε τα ποσοστά μεγέθυνσης του ΑΕΠ ακολούθησαν. Τα αυξημένα κέρδη δεν επενδύονται σε ικανοποιητικό βαθμό, λόγω έλλειψης παραγωγικών επενδυτικών ευκαιριών σε νέους οικονομικούς τομείς που να υπόσχονται υψηλή κερδοφορία. Αντί να αυξάνονται οι επενδύσεις αυξάνεται η ιδιωτική κατανάλωση, διαιωνίζεται η ανεργία, η υποαπασχόληση και η φτώχια, ενώ οι κοινωνικές ανισότητες έφτασαν σε κυριολεκτικά πρωτοφανή επίπεδα, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα 10 για τις ΗΠΑ.
Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε σημαντική αύξηση και λόγω της συνεχούς εισροής ξένων κεφαλαίων. Από τη δεκαετία του 1980, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν ένα μεγάλο έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές. Τα ξένα κεφάλαια που το συντηρούν δημιουργούν μιαν υπερβολική ρευστότητα που, διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των δημόσιων δαπανών, επιδρά θετικά και στην ιδιωτική κατανάλωση. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στις ΗΠΑ μέσα στη δεκαετία του 2000 οφείλεται επίσης στη μείωση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών, το οποίο λίγο πριν την κρίση πλησίασε το μηδέν.

Διάγραμμα 10:
Μερίδιο εισοδημάτων (% του ΑΕΠ) στη διάθεση του 10% των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων  στις ΗΠΑ

Οι κατώτατες τιμές για τις πέντε περιόδους που εξετάζονται παρατηρήθηκαν: 1920, 1942, 1944, 1953, 1982.
Οι ανώτατες τιμές για τις πέντε περιόδους που εξετάζονται παρατηρήθηκαν: 1928, 1939, 1946, 1950, 2006
ΠηγήThomas Piketty, Emmanuel Saez: “The Evolution of Top Incomes: A Historical and International Perspective” March 2008, http://elsa.berkeley.edu/~saez/

Αξίζει να αναφερθεί ότι η μείωση του μεριδίου του μισθού στο ΑΕΠ δεν αφορά μόνο στις ΗΠΑ, την ΕΕ-15 και την Ιαπωνία ή ακόμη τις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) γενικότερα. Οι αναδυόμενες αγορές παρουσιάζουν την ίδια τάση. Μεταξύ 1982-2005, στην Κίνα μειώθηκε από το 53,6% στο 41,4% (-12,2 μονάδες), στο Μεξικό από το 47,6% στο 30,2% (-17,4 μονάδες), στην Ταϊλάνδη από το 74,4% στο 62,5% (-11,8 μονάδες).5
Το απορυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα έπαιξε ένα διπλό ρόλο σ’ αυτό το νέο σχήμα νεοφιλελεύθερης, οικονομικής αναπαραγωγής:
Πρώτον, συνέβαλε στην όξυνση του παγκόσμιου ανταγωνισμού διαμέσου της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας: Οι παραγωγικές επιχειρήσεις, για να προσελκύσουν κεφάλαια, πρέπει να παρουσιάζουν συνεχώς υψηλή κερδοφορία, με αποτέλεσμα ο μακροπρόθεσμος επενδυτικός σχεδιασμός να υποχωρεί προς όφελος της λογικής του άμεσου, εύκολου κέρδους (π.χ. προτιμώνται οι «εκσυγχρονιστικές» απολύσεις και «ευελιξίες» στην αγορά εργασίας παρά η επένδυση παγίου κεφαλαίου που αργεί να αποφέρει κέρδος). Στα πλαίσια αυτού του ανταγωνισμού οι αγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων σε παγκόσμια κλίμακα, παράλληλα με την εξαφάνιση των λιγότερο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, διαμόρφωσαν ένα παγκόσμιο οικονομικό καθεστώς που κυριαρχείται όσο ποτέ στο παρελθόν από τα διεθνή ολιγοπώλια.
Εξασφάλισε δεύτερον μιαν «εναλλακτική» ιδιωτική κατανάλωση. Η ιδιωτική κατανάλωση δεν ακολουθεί την πτωτική τάση του μισθού στο ΑΕΠ, γιατί καταναλώνεται ιδιωτικά ένα αυξημένο μερίδιο του συνολικού κέρδους που περιλαμβάνει τόσο το μη διανεμημένο κέρδος της επιχείρησης, όσο και τα μερίσματα, τους τόκους κ.λπ. Ο πολλαπλασιασμός των χρηματιστηριακών τίτλων επιδρά θετικά στην ιδιωτική κατανάλωση στις ανοδικές φάσεις του οικονομικού κύκλου, λόγω και της ψευδούς αίσθησης πλουτισμού που δημιουργείται: Μια μετοχή, ενώ ουσιαστικά αποτελεί ένα τίτλο ιδιοκτησίας του πραγματικού κεφαλαίου, διάγει ένα παράλληλο και σχετικά αυτόνομο βίο σε σχέση με το πραγματικό κεφάλαιο που της αντιστοιχεί. Επειδή ένας μέτοχος πούλησε την μετοχή μιας επιχείρησης σε μια αξία ανώτερη απ’ αυτήν του πραγματικού κεφαλαίου που της αντιστοιχεί, όλες οι μετοχές της ίδιας επιχείρησης παρουσιάζουν πλασματική αύξηση στα ιδιωτικά χαρτοφυλάκια όπου βρίσκονται. Πλασματικά οι ιδιοκτήτες τους κερδίζουν χρήματα και προτιμούν συχνά να διατηρήσουν τις εν λόγω μετοχές και να δανειστούν χρήματα από την τράπεζα για να καταναλώσουν. Καταναλώνουν έτσι πραγματικά εμπορεύματα βάσει μιας πλασματικής, δηλαδή κατά φαντασία υπεραξίας που κατέχουν. Η φούσκα που κατάντησε προϋπόθεση της πρόσκαιρης οικονομικής μεγέθυνσης αυξάνει υποχρεωτικά την ένταση ή τη διάρκεια των καθοδικών φάσεων του οικονομικού κύκλου, υπονομεύοντας έτσι την οικονομική σταθερότητα.
Τα διαθέσιμα κέρδη μέσα στην δεκαετία του 2000 δημιούργησαν, διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των παράγωγων προϊόντων του, μια τεράστια φούσκα που δεν αφορούσε μόνο στα στεγαστικά δάνεια, αλλά σε μια πολύ ευρύτερη αγορά: στην αγορά των τίτλων ABS (Asset Backed Securities), οι οποίοι περιλαμβάνουν και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα των στεγαστικών δανείων όπως π.χ. οι τίτλοι CDO (Collarerised Debt Obligations) και MBS (Mortgage Backed Securities).
Τα παράγωγα προϊόντα τύπου ABS δημιουργήθηκαν για να εξασφαλίσουν μια σχετική ασφάλεια στους δανειοδοτικούς οργανισμούς και κυρίως στις επενδυτικές τράπεζες. Αν μια επενδυτική τράπεζα είναι σε θέση να ξεφορτωθεί τα στεγαστικά, καταναλωτικά κι άλλα δάνεια της πουλώντας τα υπό μορφή τίτλου, ξεφορτώνεται θεωρητικά και τον κίνδυνο που ελλοχεύει σ’ αυτά. Όσο οι δανειολήπτες εξυπηρετούν τα χρέη τους, οι αγοραστές τέτοιων τίτλων (κερδοσκοπικά ταμεία, άλλες τράπεζες, πολυεθνικές εταιρίες κ.λπ.) εισπράττουν τόκους διαμέσου της επενδυτικής τράπεζας που παρήγαγε και πούλησε τους τίτλους, ενώ η ίδια η επενδυτική τράπεζα ιδιοποιείται μέρος των τόκων υπό μορφή προμήθειας για τις υπηρεσίες της. Αν όμως η επενδυτική τράπεζα μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ξεφορτώνεται έτσι τον κίνδυνο των δανείων που παραχώρησε, γιατί να ελέγχει αυστηρά την πιστωλιπτηκή ικανότητα του δανειολήπτη; Το ψευδές αίσθημα ασφάλειας που δημιούργησαν αυτά τα παράγωγα προϊόντα είναι στη βάση της τεράστιας φούσκας που έσκασε το 2008.
Όταν μια επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ πουλά το παράγωγο προϊόν ABS σ’ ένα κερδοσκοπικό ταμείο των ΗΠΑ μεταφέρει τον κίνδυνο σ’ αυτό. Αυτό το κερδοσκοπικό ταμείο, όταν πουλά το ίδιο προϊόν ή ένα άλλο παράγωγό προϊόν βασισμένο στο πρώτο (δημιουργώντας έτσι παράγωγο προϊόν του παράγωγου προϊόντος) σε μια τράπεζα της Γερμανίας ή της Γαλλίας μεταφέρει τον κίνδυνο σ’ αυτή την τράπεζα. Όμως ο κίνδυνος δεν εξαφανίζεται ως δια μαγείας. Μεταφέρεται από τον ένα στον άλλο και έτσι στον γενικευμένο Άλλο, δηλαδή στο σύστημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κίνδυνος από ιδιωτικός και τοπικός μετατρέπεται σε συστημικό και παγκόσμιο.
Στις ΗΠΑ κατέρρευσαν πρώτες οι πιο εκτεθειμένες επενδυτικές τράπεζες στα δάνεια subprimes (επισφαλή δάνεια) πρώτον διότι έτειναν να τα ξεφορτώνονται λιγότερο από τα ολιγότερο επισφαλή (λόγω της μεγάλης αποδοτικότητάς τους) και δεύτερον εξαιτίας ενός φαινομένου που ονομάστηκε «μόχλευση»: Τα ίδια κεφάλαια των εξειδικευμένων τμημάτων των επενδυτικών τραπεζών που ασχολούνταν με τους τίτλους ABS ήταν εξαιρετικά περιορισμένα σε σχέση με τα δάνεια που παραχωρούσαν, συχνά της τάξης του 1% ή του 2%. Με άλλα λόγια, δάνειζαν κυρίως χρήματα που δανείζονταν τα ίδια. Έτσι, όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, κέρδιζαν τεράστια ποσά, αλλά με τα πρώτα σημάδια κρίσης στις σχετικές αγορές έχασαν τεράστια ποσά και βρέθηκαν καταχρεωμένα.
Στα πρώτα στάδια της μεγάλης κρίσης, η κυρίαρχη άποψη που κυβερνά επέρριψε την ευθύνη για την κρίση στο υπερβολικά απορυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, παραλείποντας όμως να αναφέρει τη θετική συμβολή αυτού του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα ποσοστά ανάπτυξης της δεκαετίας του 2000 πριν την κρίση. Τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα επέτρεψαν τη διαχείριση της υπερβολικής ρευστότητας (υψηλά διαθέσιμα κέρδη) και οδήγησαν στην τεχνίτη τόνωση της ζήτησης και ως εκ τούτου της οικονομικής δραστηριότητας: Τα νοικοκυριά με λίγο ή πολύ χαμηλό εισόδημα λόγω της μισθολογικής λιτότητας, κυρίως στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, κατανάλωναν με δανεικά, υποθηκεύοντας έτσι τα μελλοντικά τους εισοδήματα. Όσο περισσότερα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια έπαιρναν, τόσο υπονόμευαν την πιστωλιπτηκή τους ικανότητα, διαβρώνοντας έτσι αδιάκοπα τα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέχρι την κατάρρευσή του το 2008. Με άλλους όρους, όλα έγιναν ωσάν το οικονομικό μέλλον να δάνεισε ποσοστά μεγέθυνσης στο οικονομικό παρελθόν. Το παρόν, η κρίση δηλαδή, είναι μια διαδικασίας εξόφλησης (και με τόκο) του χρέους που το δεύτερο δημιούργησε έναντι του πρώτου. Η τεράστια φούσκα ήταν οργανικά συνδεδεμένη με τους σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μέσα στη δεκαετία του 2000 πριν την κρίση.
Είναι γι’ αυτό που, με το υφιστάμενο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και με την ακραία άνιση κατανομή των εισοδημάτων που το χαρακτηρίζει, μια πραγματική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι τόσο δύσκολη. Μια τέτοια ρύθμιση, που θα περιλάμβανε όχι μόνο ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και των αγορών παράγωγων προϊόντων, καθώς και των φορολογικών παραδείσων, θα οδηγούσε σε οικονομική σταθερότητα, αλλά και σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Βέβαια, η οικονομική σταθερότητα, έστω και με χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, είναι κοινωνικά προτιμητέα από μια κατάσταση όπου την υπερθέρμανση διαδέχεται η σοβαρή ύφεση. Ωστόσο, η αναιμική οικονομική μεγέθυνση με ψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης και φτώχειας σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας, δεν επιτρέπει την καλλιέργεια του μύθου περί υπέρβασης της κρίσης κάθε φορά που θα ανακάμπτει η οικονομία. Όμως, ο βαθύτερος λόγος που οι κυβερνήσεις περιορίστηκαν σε υπερφίαλες δηλώσεις και ελάχιστες πράξεις σχετικά με την ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια των αρχών για μια πραγματική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος προσκρούει σε ισχυρά, κατεστημένα συμφέροντα στενά συνδεδεμένα με την κρατική εξουσία. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτά τα συμφέροντα θεωρούνται άκαμπτα, ενώ, αντιθέτως, τα εργατικά κεκτημένα θεωρούνται λίγο ή πολύ ελαστικά.
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, οι αρχές έσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα κοινωνικοποιώντας ουσιαστικά τις ζημιές, επιβαρύνοντας δηλαδή μακροπρόθεσμα τους απλούς φορολογουμένους. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσια χρέη παρουσίασαν σ’ όλους τους βασικούς πόλους της παγκόσμιας οικονομίας έντονες αυξητικές τάσεις : Ενώ τα κράτη παρείχαν ρευστότητα στις τράπεζες, έπρεπε παράλληλα να διαχειριστούν τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης σε μια περίοδο που η ύφεση μείωνε τα κρατικά έσοδα . Προοδευτικά η «κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος» μετατράπηκε σε κρίση του «κυρίαρχου χρέους». Το τελευταίο αποτελεί σήμερα αντικείμενο κερδοσκοπίας των ίδιων «θεσμικών επενδυτών» που, οδηγώντας το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της πλήρους κατάρρευσης, προκάλεσαν άμεσα και έμμεσα την ραγδαία αύξηση των δημοσίων χρεών. Η κερδοσκοπία στους δημόσιους τίτλους οδηγεί σε αύξηση των δανειστικών επιτοκίων, ωθεί σε προσπάθεια συρρίκνωσης των δημόσιων δαπανών και αυξάνει τον κίνδυνο μιας νέας μεγάλης ύφεσηςπαρά το γεγονός ότι η κερδοφορία (που παρουσίασε κάποια πτώση μέσα στο 2008 και 2009 λόγω της κρίσης) ανακάμπτει από το 2010, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου έφθασε σε επίπεδα ανώτερα απ’ αυτά του 2007, αλλά και στην ΕΕ-15 (ασθενέστερα, και στην Ιαπωνία).6
Στους πίνακες 1, 2 και 3 παρουσιάζεται η μεταβολή του ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας, καθώς και το δημόσιο χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα από το 2008 αντίστοιχα.

Πίνακας 1: Μεγέθυνση του ΑΕΠ


2008
2009
2010
2011
ΗΠΑ
0,0
-2,7
2,9
2,6
ΕΕ-15
0,2
-4,3
1,8
1,7
Ιαπωνία
-1,2
-6,3
3,9
0,5
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2011

Πίνακας 2: Ποσοστό Ανεργίας


2008
2009
2010
2011
ΗΠΑ
5,8
9,3
9,6
8,6
ΕΕ-15
7,2
9,1
9,6
9,5
Ιαπωνία
4,0
5,1
5,1
4,9
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2011
Πίνακας 3: Δημόσιο Χρέος (Χ) και Δημόσιο Έλλειμμα (Ε) % του ΑΕΠ


2008
2009
2010
2011


Χ
Ε
Χ
Ε
Χ
Ε
Χ
Ε
ΗΠΑ
71,5
-6,2
84,7
-11,2
92,0
-11.2
98,3
-10,0
ΕΕ-15
64,8
-2,3
76,8
-6,8
82,9
-6,4
85,2
-4,7
Ιαπωνία
195,0
-2,2
217,6
-8,7
223,1
-9,3
236,1
-9,7
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2011
Βέβαια, τα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης για το 2011 που παρουσιάζουμε σ’ αυτούς τους πίνακες αποτελούν ανεπίκαιρες προβλέψεις: Αναθεωρούνται εν τω μεταξύ προς τα κάτω.
Είναι δυνατό να συνοψίσει κανείς σχηματικά τους βασικούς πυλώνες αυτού του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που, αν και επέτρεψε την ανάκαμψη του κέρδους, οδήγησε στην παρούσα ιστορική κρίση:

    1. Διαμέσου των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών και απορρυθμίσεων που οδήγησαν στον αυξημένο ανταγωνισμό και τη διαμόρφωση διεθνών ολιγοπωλίων καθηλώνεται το μερίδιο του μισθού στο ΑΕΠ και αυξάνεται το μερίδιο του κέρδους.
    2. Ωστόσο, οι τομείς που το κεφάλαιο ήθελε να επενδύσει παραγωγικά παρέμειναν περιορισμένοι, λόγω έλλειψης νέων επενδυτικών ευκαιριών σε νέους τομείς ικανούς να υποσχεθούν υψηλά κέρδη. Ενώ το ποσοστό του κέρδους ανακάμπτει προοδευτικά στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο ρυθμός μεγέθυνσης του παγίου κεφαλαίου δεν ακολουθεί. Οι ΗΠΑ κυρίως, αλλά και κάποιες άλλες ανεπτυγμένες χώρες επωφελούνται και από την καθαρή εισροή ξένων κεφαλαίων, που καλύπτουν τα ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές τους, είτε από άλλες ανεπτυγμένες χώρες (π.χ από την Ιαπωνία) είτε από τον αναπτυσσόμενο κόσμο και τις αναδυόμενες αγορές (κυρίως από την Κίνα). Συνολικά, ο ανεπτυγμένος κόσμος προσελκύει περισσότερα κεφάλαια από τον αναπτυσσόμενο κόσμο απ’ όσα επενδύει στον τελευταίο.
    3. Από τα σημεία 1 και 2 προκύπτει η αυξημένη μάζα διαθέσιμων κεφαλαίων για ιδιωτική κατανάλωση των ανώτερων και μεσαίων νοικοκυριών. Ένα μέρος του κέρδους, ελλείψει άλλης δυνατής αξιοποίησης, καταλήγει στους μισθωτούς υπό μορφή καταναλωτικών ή στεγαστικών δανείων διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των παράγωγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων του.
    4. Από τα σημεία 1 και 2 προκύπτουν επίσης οι αυξημένες κοινωνικές ανισότητες, η ανεργία και η τάση για υπερχρέωση των νοικοκυριών.
    5. Από τα σημεία 3 και 4 αυξάνεται η πίεση για ακόμη μεγαλύτερες απορυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος και παρακάμπτονται ακόμη και οι ισχύοντες ρυθμιστικοί κανόνες διαμέσου της τιτλοποίησης που διογκώνουν το πλασματικό κεφάλαιο και υπονομεύουν ακόμη περισσότερο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
    6. Από τα σημεία 3 και 5 αυξάνεται η πίεση στις παραγωγικές επιχειρήσεις για ακόμη μεγαλύτερη αποδοτικότητα : Τα «υπερκινητικά» χρηματικά διαθέσιμα κεφάλαια απαιτούν   άμεσα κέρδη και ενδιαφέρονται λιγότερο για παραγωγικές επενδύσεις που υπόσχονται κέρδη μόνο σε βάθος χρόνου. Το νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα επιβάλλει τη λογική του βραχέως χρόνου. Η απαίτηση ακόμη ψηλότερου κέρδους διογκώνει όμως τα προβλήματα που εντοπίστηκαν στα σημεία 1 (μείωση του μισθού στο ΑΕΠ), 2 (μείωση των ευκαιριών επένδυσης παγίου κεφαλαίου), 3 (αύξηση της μάζας των διαθέσιμων κεφαλαίων για ιδιωτική κατανάλωση των εισοδηματιών και για «επενδύσεις» σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που αφορούν σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια), 4 (αυξημένες κοινωνικές ανισότητες, ανεργία, υπερχρέωση) και – για να συμπληρωθεί ο φαύλος κύκλος – 5 (μεγαλύτερη απορρύθμιση και παράκαμψη των ρυθμιστικών κανόνων).

Εξίσου εύκολο είναι να συνοψίσει κανείς σχηματικά το χρονικό της κρίσης:

  1. Αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που το 2008 έφθασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης και διασώθηκε την εσχάτη (προσωρινά;) με δημόσιο χρήμα. Συρρίκνωση της συνολικής ζήτησης ως αποτέλεσμα πιο «συντηρητικών» δανειοδοτικών πολιτικών και της γενικευμένης έλλειψης εμπιστοσύνης που δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας στην οικονομία και εμποδίζει την ομαλή λειτουργία της.
  2. Πρωτοφανής ύφεση το 2009 και ραγδαία αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας στον ανεπτυγμένο κόσμο που προετοίμασε το έδαφος για κοινωνικές εκρήξεις.
  3. Διαχείριση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης με δημόσιο χρήμα, γεγονός που συνέβαλα σε μιαν επισφαλή ανάκαμψη.
  4. Διόγκωση του δημοσίου χρέους και κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά των τίτλων του δημόσιου χρέους που οδηγούν σε πολιτικές λιτότητας, οι οποίες υπονομεύουν την ανάκαμψη. Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι συνέπειες της στην «πραγματική οικονομία» οδήγησαν στην κρίση του «κυρίαρχου» χρέους.
  5. Ενώ μεθοδεύεται η μετακύλιση του κόστους της κρίσης στη μισθωτή εργασία, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες η αγανάκτηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων οδηγεί σε βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις.
  6. Το αδιέξοδο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαιωνίζεται απειλώντας όχι μόνο κάθε κοινωνικό  κεκτημένο, αλλά και αναφαίρετα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα.

Η κρίση του 2008, 2009, 2010, 2011… προέρχεται από μια επιβράδυνση του ρυθμού συσσώρευσης του κεφαλαίου σε σχέση με την εξέλιξη του ρυθμού παραγωγής υπεραξίας. Η απόκλιση αυτών των ρυθμών, παρά το γεγονός ότι προκάλεσε μια διαφοροποίηση της δομής της προσφοράς και της ζήτησης ανάμεσα σε εμπορεύματα πολυτελείας και εμπορεύματα που απευθύνονται στα μεσαία και κατώτερα στρώματα υπέρ των πρώτων, όξυνε την ανισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, καθιστώντας έτσι προβληματικό τον ρυθμό αξιοποίησης της παραχθείσας αξίας. Χωρίς την «παρέμβαση» του απορυθμισμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος (με τα δάνεια subprimes και τα παράγωγα προϊόντα του) για να διατηρηθεί, έστω, αυτός ο επιβραδυμένος ρυθμός συσσώρευσης, ο τελευταίος θα ήταν ακόμη πιο αργός. Επειδή οι κεφαλαιοκράτες και οι εισοδηματίες όλων των ειδών και ποιοτήτων μαζί δεν θέλουν να επενδύσουν σε πάγιο κεφάλαιο (και πρώτες ύλες) ή να καταναλώσουν ιδιωτικά το σύνολο της υπεραξίας που ιδιοποιήθηκαν, μεταφέρουν ένα μέρος της υπό μορφή δανείων, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με σκοπό να ιδιοποιηθούν ακόμη μεγαλύτερη υπεραξία, στα μεσαία και κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που μεγεθύνουν έτσι την κατανάλωσή τους. Υποθηκεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα μελλοντικά τους εισοδήματα, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα επιτρέπουν ένα ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου που αν και είναι αργός συγκριτικά με τον ρυθμό παραγωγής υπεραξίας, είναι υπερβολικά γρήγορος συγκριτικά με τον «φυσιολογικό» υπό τις περιστάσεις ρυθμό πραγματοποίησης της αξίας. Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο σχήμα αναπαραγωγής δεν μπορούσε παρά να καταρρεύσει, διότι στηρίχθηκε σε μια βάση την οποία συνεχώς διάβρωνε: την φερεγγυότητα των όλο και περισσότερο υπερχρεωμένων καταναλωτών. Με πολύ απλά λόγια: Το μοντέλο μεγέθυνσης κατέρρευσε διότι μέρος των μονάδων μεγέθυνση που παρουσίαζε κατά τα τελευταία χρόνια ήταν δανεικό από το μέλλον. Η μεγάλη παρούσα κρίση είναι η στιγμή που το οικονομικό παρελθόν εξοφλεί τα χρέη του στο οικονομικό μέλλον.
Η κρίση του 1974 ήταν η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση, η οποία προήλθε από την πτώση του ποσοστού του κέρδους. Ωστόσο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παρούσα κρίση είναι η μεταλλαγμένη μορφή της κρίσης του 1974, διότι είναι η κρίση των καπιταλιστικών προσπαθειών υπέρβασης της τελευταίας.
Το κοινό υπόβαθρο είναι εύκολο να προσδιοριστεί σε μια μόνο φράση: Το κεφάλαιο δεν μπορεί να παράγει παρά εμπορεύματα, ενώ η κοινωνία ρέπει προς την κατανάλωση δημόσιων αγαθών, τα οποία, αν και εμπορευματοποιούνται με τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν παρουσιάζουν ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία της κρίσης και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή κρίση «υποκατανάλωσης» που για να υπερπηδηθεί θα αρκούσε μια δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ο θεμελιώδης όρος διαιώνισης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι πλέον η ανοιχτή βία που ασκεί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα.
Οι πολιτικές λιτότητας δεν οδηγούν σε υπέρβαση της κρίσης. Αντιθέτως, την επιδεινώνουν και οδηγούν την παγκόσμια οικονομία ακόμη βαθύτερα στο νεοφιλελεύθερο αδιέξοδο. Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει ριζική ανακατανομή των εισοδημάτων προς όφελος της μισθωτής εργασίας, συνοδευμένη από κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που να μετατρέψει το χρήμα από εμπόρευμα σε δημόσιο αγαθό, καθώς και διεύρυνση των δημόσιων αγαθών τουλάχιστον στους τομείς χαμηλής κερδοφορίας αλλά υψηλής κοινωνικής αξίας (υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, διαχείριση του περιβάλλοντος, έρευνα και τεχνολογία κ.λπ.).

Σταύρος Τομπάζος (29/8/2011)

1 Βλέπε Σταύρος Τομπάζος, Φυγόκεντροι Καιροί. Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση 2007, 2008, 2009…, Παπαζήση, Αθήνα, 2010.
2 Βλέπε Ian Dew-Becker, Robert J. Cordon (Northwestern University)Where did the Productivity Growth Go? Inflation Dynamics and the Distribution of Income, Washington DC, September 2005: http://zfacts.com/metaPage/lib/gordon-Dew-Becker.pdf
3 Βλέπε Wayne MMorrison, Marc Labonde (Congressional Research Service), Chinas Holdings ofU.SSecuritiesImplications for the U.S. Economy, July 30, 2009,http://www.fas.org/sgp/crs/row/RL34314.pdf
4 Michel Husson, Un pur capitalisme, Cahier libres-Ed. Page deux, Lausanne, 2008, σ. 16.
5 Βλέπε Michel Husson, Un pur capitalismeό.π., σ. 15.
6 Βλέπε European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2011