Σταύρος Τομπάζος: Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση 2007-;
(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε [έντυπα] ως πέμπτο κεφάλαιο στην Ετήσια Έκθεση για την οικονομία και την απασχόληση του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ)
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, η παγκόσμια κρίση που πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 είναι απλώς μια κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που οφείλεται στην υπερβολική απορρύθμισή του.
Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια βαθιά οικονομική κρίση, της οποίας η χρηματοπιστωτική πτυχή δεν είναι παρά η πιο επιφανειακή διάσταση. Πιο συγκεκριμένα, το μοντέλο ανάπτυξης που επέβαλε ο νεοφιλελευθερισμός στον ανεπτυγμένο κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένα μοντέλο βασισμένο στην παραγωγή ανεργίας και πρωτοφανών κοινωνικών ανισοτήτων, εξάντλησε τα όρια του.1
Ο νεοφιλελευθερισμός υπήρξε ιστορικά η καπιταλιστική απάντηση στις κακές επιδόσεις της οικονομίας της δεκαετίας του 1970 στον ανεπτυγμένο κόσμο, λόγω της πτώσης του ποσοστού του κέρδους που παρατηρήθηκε τότε: Τα νεοφιλελεύθερα μέτρα, περιλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της αγοράς εργασίας και της εθνικής αγοράς, οδήγησαν στην όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα με αποτέλεσμα την σταδιακή ανάκαμψη του ποσοστού του κέρδους.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται στις ΗΠΑ, στην Ε.Ε. (παρουσιάζουμε τα στατιστικά δεδομένα για την Ε.Ε. των 15 πρώτων κρατών μελών : ΕΕ-15) και στην Ιαπωνία μια ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απ’ ό,τι του πραγματικού μισθού (διαγράμματα 1, 2 και 3) . Δηλαδή, με μαρξιστικούς όρους, το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης ή η σχέση υπεραξίας/μισθού αυξάνεται.
Διάγραμμα 1:
Ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (%) και του κατά κεφαλή πραγματικού μισθού στις ΗΠΑ (%)
Στην περίπτωση της ΕΕ-15 η απόκλιση παραγωγικότητας και μισθών την περίοδο 1974-2008 εμφανίζεται ακόμη πιο μεγάλη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Εκ πρώτης όψεως αυτή η ευνοϊκή για τις ΗΠΑ σύγκριση είναι παράδοξη. Πώς είναι δυνατό ένα κράτος στο οποίο οι κοινωνικές ανισότητες είναι μεγαλύτερες απ’ όλα τα κράτη της ΕΕ-15 κατά μέσο όρο και από το καθένα ξεχωριστά να παρουσιάζει μεγαλύτερη απόκλιση στους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας και του πραγματικού μισθού;
Διάγραμμα 2:
Ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (%) και του κατά κεφαλή πραγματικού μισθού (%) στην ΕΕ-15
Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έδωσαν με πολύ πιστικό τρόπο οι Ian Dew-Becker και Robert J. Cordon.2 Καταδεικνύουν ότι από την άνοδο της παραγωγικότητας επωφελούνται δυσανάλογα τα ανώτερα στρώματα της μισθωτής εργασίας. Το πιο εύπορο 10% αυτών των στρωμάτων παρουσιάζει αύξηση του πραγματικού μισθού ίσου ή ακόμη και μεγαλύτερου της αύξησης της παραγωγικότητας κατά την περίοδο 1966-2000 στις ΗΠΑ. Η αύξηση των ανισοτήτων, σύμφωνα με τους πιο πάνω συγγραφείς δεν είναι απλώς θέμα αύξησης του κεφαλαιουχικού εισοδήματος, αλλά και της διογκούμενης ψαλίδας ανάμεσα στους πιο ψηλούς και τους πιο χαμηλούς μισθούς. Ενώ ο παγκόσμιος ανταγωνισμός, το «ελεύθερο εμπόριο», η εξασθένηση των συνδικάτων κ.λπ., καθηλώνουν τον μέσο ή τον κατώτερο μισθό ενώ κάποιοι άλλοι μισθοί της κορυφής της μισθολογικής πυραμίδας αυξάνονται. Δεν δόθηκε, πάντα σύμφωνα με τους Ian Dew-Becker και Robert J. Cordon, η δέουσα προσοχή στην οικονομία που ονομάζουν «οικονομία των σούπερ-σταρς».
Η στατιστική καταγράφει ως μισθό οποιοδήποτε εισόδημα πληροί κάποια τυπικά κριτήρια και δηλώνεται ως τέτοιο. Στην πραγματικότητα, οι «μισθοί» της κορυφής της μισθολογικής πυραμίδας (ο «μισθός» του golden boy της τράπεζας π.χ.) δεν είναι παρά μερίδιο του κέρδους. Πέραν απ’ οποιεσδήποτε άλλες διαφορές ή ασυμβατότητες υπάρχουν στην πραχτική της στατιστικής καταγραφής, φαίνεται ότι στις ΗΠΑ ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κέρδους απ’ ό,τι στην ΕΕ-15 καταγράφεται ως «μισθός».
Στην Ιαπωνία και κατά τη διάρκεια των «χρυσών» μεταπολεμικών δεκαετιών η παραγωγικότητα αυξάνεται ταχύτερα από τον πραγματικό μισθό. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται πολύ μεγαλύτερη απόκλιση.
Διάγραμμα 3:
Ετήσια κατά κεφαλή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (%) και του κατά κεφαλή πραγματικού μισθού (%) στην Ιαπωνία
Αυτή η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης αντανακλάται και στο ποσοστό του κέρδους που οι εθνικές και ευρωπαϊκές στατιστικές υπηρεσίες καταμετρούν ως προς το πάγιο κεφάλαιο (net return on net capital stock). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου παρουσιάζει άνοδο και στους τρεις βασικούς πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου, για να φθάσει σε επίπεδα υψηλότερα ή συγκρίσιμα με αυτά των «χρυσών» μεταπολεμικών δεκαετιών (διαγράμματα 4, 5 και 6.)
Το ποσοστό του κέρδους (ΠΚ) στον Μαρξ είναι το κέρδος ή η υπεραξία (Υ) στο σύνολο του προκαταβεβληθέντος κεφαλαίου, που περιλαμβάνει το Σταθερό Κεφάλαιο (Σ: απλοποιώντας πρόκειται για το Πάγιο Κεφάλαιο + Πρώτες Ύλες) και το Μεταβλητό Κεφάλαιο (Μ) που αντιστοιχεί στην αξία της εργατικής δύναμης ή, απλοποιώντας, στους μισθούς:
Υ Υ/Μ
ΠΚ= ------- ή (διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή με το Μ) ΠΚ=-----------
Σ+Μ Σ/Μ +1
Ο Μαρξ ονομάζει τη σχέση Υ/Μ «ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης» ή «ποσοστό υπεραξίας» και τη σχέση Σ/Μ «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου».
Συχνά, στις εθνικές στατιστικές και σ’ αυτές της Ε.Ε. το ποσοστό του κέρδους (R) είναι το Κέρδος (PROF) στο Πάγιο Κεφάλαιο (K) : R=PROF/K. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για μας: Απλώς το ποσοστό κέρδους (ή η «κερδοφορία») υπολογίζονται μόνο ως προς την πιο σημαντική συνιστώσα του παρονομαστή του Μαρξ. Τον τύπο R=PROF/K μπορούμε να τον γράψουμε: R= (PROF/GDP) x (GDP/K ), όπου GDP=ΑΕΠ. Η σχέση PROF/GDP μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσέγγιση του ποσοστού υπεραξίας (Υ/Μ): Η αύξηση αυτής της σχέσης ισοδυναμεί με αύξηση του ποσοστού υπεραξίας. Η σχέση GDP/K, που ονομάζεται «παραγωγικότητα του κεφαλαίου», μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσέγγιση του αντίστροφου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλαδή της σχέσης Μ/Σ. Η μείωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου ισοδυναμεί με αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (Σ/Μ).
Τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την κερδοφορία, τα οποία παρουσιάζουμε στο κείμενο (net return on net capital stock, total economy), περιέχουν, ωστόσο, μια σημαντική ανακρίβεια. Το Πάγιο Κεφάλαιο ορίστηκε αυθαίρετα για το έτος 1960 (ΑΕΠ της κάθε χώρας χ 3), έτος κατά το οποίο αρχίζει η σειρά μέτρησης της κερδοφορίας για κάθε χώρα ή/και ομάδα χωρών. Από εκεί και πέρα, το Πάγιο Κεφάλαιο του έτους t ισοδυναμεί με το πάγιο κεφάλαιο του προηγούμενου έτους ( t-1) + οι νέες επενδύσεις - οι αποσβέσεις.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την πιο πάνω ανακρίβεια, ο οικονομολόγος-ερευνητής Michel Husson (βλέπε « La hausse tendancielle du taux de profit », janvier 2010, http://hussonet.free.fr/tprof9.pdf), παρουσίασε την εξέλιξη της κερδοφορίας σε 4 μεγάλες οικονομίες (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία) βάσει των εθνικών τους στατιστικών. Αν και βάσει των τελευταίων οι καμπύλες της κερδοφορίας διαφέρουν απ’ αυτές βάσει των δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι πορείες των καμπύλων είναι αρκετά όμοιες και δεν επηρεάζουν τα γενικά συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς. Ας σημειώσουμε επίσης ότι όσο απομακρύνεται κανείς από τον αυθαίρετο υπολογισμό του Παγίου Κεφαλαίου του 1960, η απόκλιση των δεδομένων των εθνικών στατιστικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μειώνονται. Αυτό οφείλεται στη μέθοδο καταμέτρησης της αξίας του Παγίου Κεφαλαίου που αναφέραμε πιο πάνω. Κατά την περίοδο 1960-1982, το ποσοστό κέρδους ήταν αρχικά ψηλό, μετά παρουσίασε σημαντική κάμψη. Από το 1982 ωστόσο παρουσιάζει, παρά τις διακυμάνσεις, ανάκαμψη. Γι’ αυτόν τον λόγο προτιμήσαμε να παρουσιάσουμε εδώ τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που καλύπτουν ένα μεγάλο σύνολο χωρών.
|
Διάγραμμα 4:
Κερδοφορία (1961-1973=100), ποσοστό συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (%) και μεγέθυνση του ΑΕΠ (%) στις ΗΠΑ
Συσσώρευση και ΑΕΠ (Δεξιά κλίμακα)
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008
Διάγραμμα 5:
Κερδοφορία (1961-1973=100), ποσοστό συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (%) και μεγέθυνση του ΑΕΠ (%) στην ΕΕ-15
Συσσώρευση και ΑΕΠ (Δεξιά κλίμακα)
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008
Διάγραμμα 6:
Κερδοφορία (1961-1973=100), ποσοστό συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (%) και μεγέθυνση του ΑΕΠ (%) στην Ιαπωνία
Συσσώρευση και ΑΕΠ (Δεξιά κλίμακα)
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2008.
Ωστόσο, όπως φαίνεται στα διαγράμματα 4, 5 και 6, ούτε το ποσοστό συσσώρευσης του κεφαλαίου ακολουθεί, ούτε βέβαια το ποσοστό μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε κανένα από τους τρεις βασικούς πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου. Με άλλους όρους, η επένδυση και ως εκ τούτου η μεγέθυνση του ΑΕΠ αποδεσμεύονται σχετικά από το ποσοστό του κέρδους. Μερικές φορές μάλιστα, ενώ το ποσοστό κέρδους παρουσιάζει ανοδική τάση, το ποσοστό συσσώρευσης παρουσιάζει πλήρη στασιμότητα ή πτωτική τάση.
Μόνο την περίοδο 1996-2000 στις ΗΠΑ, η αύξηση του ποσοστού του κέρδους, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο, συνοδεύτηκε από μια αξιοσημείωτη αύξηση του ποσοστού συσσώρευσης και του ποσοστού μεγέθυνσης. Αυτή η περίοδος αποτελεί μια «χρυσή παρένθεση» στις επικρατούσες τάσεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Πρόκειται για την περίοδο της λεγόμενης «νέας οικονομίας», μια περίοδος κατά την οποία πολλοί οικονομολόγοι ακόμη και της κριτικής σχολής σκέψης ανακοίνωναν το τέλος του μακροχρόνιου κύματος συρρίκνωσης (που άρχισε τη δεκαετία του 1970) και την έναρξη μιας νέας εποχής ανάπτυξης και ευημερίας.
Εν τέλει, αυτή η «χρυσή παρένθεση» επιβεβαίωσε τα γενικά χαρακτηριστικά της περιόδου. Η αύξηση της παραγωγικότητας είχε ένα διπλό τίμημα: Πρώτον αποδείχθηκε υπερβολικά δαπανηρή σε πάγιο κεφάλαιο προκαλώντας αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (δηλαδή της σχέσης Σταθερού Κεφαλαίου/Μισθών) και δεύτερον υπερβολικά δαπανηρή σε μισθούς (η μείωση της ανεργίας οδήγησε σε αύξηση των μισθών). Μόλις το κέρδος παρουσίασε τα πρώτα σημεία κάμψης, αμέσως επήλθε συρρίκνωση του ποσοστού συσσώρευσης και του ποσοστού μεγέθυνσης, καθώς και καθήλωση των μισθών κάτω από τα επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας. Το κυριότερο γνώρισμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι λοιπόν το εξής: Το τίμημα της οικονομικής μεγέθυνσης είναι η καθήλωση των μισθών σε σχέση με το κέρδος. Ως εκ τούτου, η ανεργία και η φτώχια, που συμβάλλουν στη διαμόρφωση συσχετισμού δυνάμεων ευνοϊκών για τη διατήρηση των χαμηλών μισθών σε σχέση με το κέρδος, δεν αποτελούν πρόβλημα για το κεφάλαιο, αλλά μάλλον αναγκαίο όρο της «ομαλής» λειτουργίας του.
Αφού, όμως, ένα αυξημένο μερίδιο του κέρδους δεν επενδύεται σε πάγιο κεφάλαιο, τίθεται ένα καίριο ερώτημα: που καταλήγει; Μήπως στον αναπτυσσόμενο κόσμο και ειδικότερα στις αναδυόμενες αγορές υπό μορφή άμεσων επενδύσεων εξωτερικού; Η απάντηση σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα είναι αρνητική. Ο αναπτυσσόμενος κόσμος και ιδιαίτερα οι αναδυόμενες οικονομίες εξάγουν περισσότερα κεφάλαια στον ανεπτυγμένο κόσμο απ’ όσα εισάγουν είτε υπό μορφή εξυπηρέτησης του εξωτερικού τους χρέους, είτε υπό μορφή επαναπατρισμού κερδών των πολυεθνικών εταιριών, είτε υπό μορφή επενδύσεων διαφόρων τύπων στον ανεπτυγμένο κόσμο: Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τα τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας που επενδύονται κυρίως στις ΗΠΑ. Το 2008 οι κινεζικές επενδύσεις συναλλαγματικών αποθεμάτων σε τίτλους του δημόσιου χρέους και κυβερνητικών οργανισμών των ΗΠΑ έφτασαν τις 1.205 δις. δολάρια.3
Στον ανεπτυγμένο κόσμο, ένα μεγάλο μερίδιο του κέρδους που δεν επενδύεται σε πάγιο κεφάλαιο και πρώτες ύλες καταλήγει ουσιαστικά στην ιδιωτική κατανάλωση. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση της απόκλισης που παρατηρείται ανάμεσα στην ιδιωτική κατανάλωση και τον μισθό στο ΑΕΠ (διαγράμματα, 7, 8 και 9).
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στον μισθό, στα διαγράμματα 7, 8 και 9 εμφανίζεται το «προσαρμοσμένο μερίδιο του μισθού» (adjusted wage share) στο ΑΕΠ, μια στατιστική έννοια που καθιστά συγκρίσιμα τα δεδομένα διαφορετικών χρόνων και χωρών. Επειδή το μερίδιο του μισθού στο ΑΕΠ είναι δυνατό να αυξάνεται λόγω της αύξησης του ποσοστού της μισθωτής εργασίας και τη μείωση του ποσοστού των αυτοεργοδοτούμενων στο σύνολο του ποσοστού απασχόλησης, που παρατηρείται στον ανεπτυγμένο κόσμο, αν χρησιμοποιούσε κανείς το μερίδιο του μισθού όπως καταγράφεται εμπειρικά κάθε στιγμή, με κυμαινόμενο ποσοστό μισθωτής εργασίας στο σύνολο του ποσοστού απασχόλησης, η διακύμανση του μισθού στο ΑΕΠ δεν θα αντανακλούσε πραγματικά τη σχετική βελτίωση ή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των μισθωτών. Το προσαρμοσμένο μερίδιο του μισθού παρακάμπτει αυτή τη δυσκολία για το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, παραγωγικής και μη παραγωγικής, αποδίδοντας στους αυτοεργοδοτούμενους τον μέσο μισθό. Χάρις σ’ αυτόν τον δείκτη, που υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθίσταται η σύγκριση της σχετικής αγοραστικής δύναμης των μισθωτών δυνατή μέσα στον χρόνο και μεταξύ χωρών.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το προσαρμοσμένο μερίδιο του μισθού παρουσιάζει πτωτική τάση παρά τις διακυμάνσεις και στους τρεις βασικούς πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου.
Διάγραμμα 7:
Ιδιωτική κατανάλωση και μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, 1960-2008
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, στις ΗΠΑ ένα αυξημένο ποσοστό κερδών σε σχέση με την Ευρώπη καταγράφεται στατιστικά ως μισθός. Αυτό το γεγονός αντανακλάται και στο διάγραμμα 7 σχετικά με το ποσοστό του μισθού στο ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η μείωση του τελευταίου από το 1980 παρουσιάζεται λιγότερο σημαντική απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Όπως σημειώνει ο Michel Husson,4 αν αφαιρέσει κανείς ένα ποσοστό της τάξης του 5% των ανώτερων «μισθών» στις ΗΠΑ από το προσαρμοσμένο μερίδιο τους στο ΑΕΠ, θα προέκυπτε μια καμπύλη όμοια μ’ αυτή που παρατηρείται στην ΕΕ-15 (διάγραμμα 8).
Διάγραμμα 8:
Ιδιωτική κατανάλωση και μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ-15, 1960-2008
Μισθοί/ΑΕΠ (%, Δεξιά Κλίμακα)
Πηγή: AMECO
Διάγραμμα 9:
Ιδιωτική κατανάλωση και μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ιαπωνία
Μισθοί/ΑΕΠ (%, Δεξιά Κλίμακα)
Πηγή: AMECO
Η απόκλιση ιδιωτικής κατανάλωσης και μεριδίου του μισθού στο ΑΕΠ διέψευσε το επίσημο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο το κέρδος του σήμερα δημιουργεί τις επενδύσεις του αύριο. Το κέρδος ανέκαμψε, αλλά ούτε οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ούτε τα ποσοστά μεγέθυνσης του ΑΕΠ ακολούθησαν. Τα αυξημένα κέρδη δεν επενδύονται σε ικανοποιητικό βαθμό, λόγω έλλειψης παραγωγικών επενδυτικών ευκαιριών σε νέους οικονομικούς τομείς που να υπόσχονται υψηλή κερδοφορία. Αντί να αυξάνονται οι επενδύσεις αυξάνεται η ιδιωτική κατανάλωση, διαιωνίζεται η ανεργία, η υποαπασχόληση και η φτώχια, ενώ οι κοινωνικές ανισότητες έφτασαν σε κυριολεκτικά πρωτοφανή επίπεδα, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα 10 για τις ΗΠΑ.
Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε σημαντική αύξηση και λόγω της συνεχούς εισροής ξένων κεφαλαίων. Από τη δεκαετία του 1980, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν ένα μεγάλο έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές. Τα ξένα κεφάλαια που το συντηρούν δημιουργούν μιαν υπερβολική ρευστότητα που, διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των δημόσιων δαπανών, επιδρά θετικά και στην ιδιωτική κατανάλωση. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στις ΗΠΑ μέσα στη δεκαετία του 2000 οφείλεται επίσης στη μείωση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών, το οποίο λίγο πριν την κρίση πλησίασε το μηδέν.
Διάγραμμα 10:
Μερίδιο εισοδημάτων (% του ΑΕΠ) στη διάθεση του 10% των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων στις ΗΠΑ
Οι κατώτατες τιμές για τις πέντε περιόδους που εξετάζονται παρατηρήθηκαν: 1920, 1942, 1944, 1953, 1982.
Οι ανώτατες τιμές για τις πέντε περιόδους που εξετάζονται παρατηρήθηκαν: 1928, 1939, 1946, 1950, 2006
Πηγή: Thomas Piketty, Emmanuel Saez: “The Evolution of Top Incomes: A Historical and International Perspective” , March 2008, http://elsa.berkeley.edu/~saez/
Αξίζει να αναφερθεί ότι η μείωση του μεριδίου του μισθού στο ΑΕΠ δεν αφορά μόνο στις ΗΠΑ, την ΕΕ-15 και την Ιαπωνία ή ακόμη τις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) γενικότερα. Οι αναδυόμενες αγορές παρουσιάζουν την ίδια τάση. Μεταξύ 1982-2005, στην Κίνα μειώθηκε από το 53,6% στο 41,4% (-12,2 μονάδες), στο Μεξικό από το 47,6% στο 30,2% (-17,4 μονάδες), στην Ταϊλάνδη από το 74,4% στο 62,5% (-11,8 μονάδες).5
Το απορυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα έπαιξε ένα διπλό ρόλο σ’ αυτό το νέο σχήμα νεοφιλελεύθερης, οικονομικής αναπαραγωγής:
Πρώτον, συνέβαλε στην όξυνση του παγκόσμιου ανταγωνισμού διαμέσου της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας: Οι παραγωγικές επιχειρήσεις, για να προσελκύσουν κεφάλαια, πρέπει να παρουσιάζουν συνεχώς υψηλή κερδοφορία, με αποτέλεσμα ο μακροπρόθεσμος επενδυτικός σχεδιασμός να υποχωρεί προς όφελος της λογικής του άμεσου, εύκολου κέρδους (π.χ. προτιμώνται οι «εκσυγχρονιστικές» απολύσεις και «ευελιξίες» στην αγορά εργασίας παρά η επένδυση παγίου κεφαλαίου που αργεί να αποφέρει κέρδος). Στα πλαίσια αυτού του ανταγωνισμού οι αγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων σε παγκόσμια κλίμακα, παράλληλα με την εξαφάνιση των λιγότερο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, διαμόρφωσαν ένα παγκόσμιο οικονομικό καθεστώς που κυριαρχείται όσο ποτέ στο παρελθόν από τα διεθνή ολιγοπώλια.
Εξασφάλισε δεύτερον μιαν «εναλλακτική» ιδιωτική κατανάλωση. Η ιδιωτική κατανάλωση δεν ακολουθεί την πτωτική τάση του μισθού στο ΑΕΠ, γιατί καταναλώνεται ιδιωτικά ένα αυξημένο μερίδιο του συνολικού κέρδους που περιλαμβάνει τόσο το μη διανεμημένο κέρδος της επιχείρησης, όσο και τα μερίσματα, τους τόκους κ.λπ. Ο πολλαπλασιασμός των χρηματιστηριακών τίτλων επιδρά θετικά στην ιδιωτική κατανάλωση στις ανοδικές φάσεις του οικονομικού κύκλου, λόγω και της ψευδούς αίσθησης πλουτισμού που δημιουργείται: Μια μετοχή, ενώ ουσιαστικά αποτελεί ένα τίτλο ιδιοκτησίας του πραγματικού κεφαλαίου, διάγει ένα παράλληλο και σχετικά αυτόνομο βίο σε σχέση με το πραγματικό κεφάλαιο που της αντιστοιχεί. Επειδή ένας μέτοχος πούλησε την μετοχή μιας επιχείρησης σε μια αξία ανώτερη απ’ αυτήν του πραγματικού κεφαλαίου που της αντιστοιχεί, όλες οι μετοχές της ίδιας επιχείρησης παρουσιάζουν πλασματική αύξηση στα ιδιωτικά χαρτοφυλάκια όπου βρίσκονται. Πλασματικά οι ιδιοκτήτες τους κερδίζουν χρήματα και προτιμούν συχνά να διατηρήσουν τις εν λόγω μετοχές και να δανειστούν χρήματα από την τράπεζα για να καταναλώσουν. Καταναλώνουν έτσι πραγματικά εμπορεύματα βάσει μιας πλασματικής, δηλαδή κατά φαντασία υπεραξίας που κατέχουν. Η φούσκα που κατάντησε προϋπόθεση της πρόσκαιρης οικονομικής μεγέθυνσης αυξάνει υποχρεωτικά την ένταση ή τη διάρκεια των καθοδικών φάσεων του οικονομικού κύκλου, υπονομεύοντας έτσι την οικονομική σταθερότητα.
Τα διαθέσιμα κέρδη μέσα στην δεκαετία του 2000 δημιούργησαν, διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των παράγωγων προϊόντων του, μια τεράστια φούσκα που δεν αφορούσε μόνο στα στεγαστικά δάνεια, αλλά σε μια πολύ ευρύτερη αγορά: στην αγορά των τίτλων ABS (Asset Backed Securities), οι οποίοι περιλαμβάνουν και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα των στεγαστικών δανείων όπως π.χ. οι τίτλοι CDO (Collarerised Debt Obligations) και MBS (Mortgage Backed Securities).
Τα παράγωγα προϊόντα τύπου ABS δημιουργήθηκαν για να εξασφαλίσουν μια σχετική ασφάλεια στους δανειοδοτικούς οργανισμούς και κυρίως στις επενδυτικές τράπεζες. Αν μια επενδυτική τράπεζα είναι σε θέση να ξεφορτωθεί τα στεγαστικά, καταναλωτικά κι άλλα δάνεια της πουλώντας τα υπό μορφή τίτλου, ξεφορτώνεται θεωρητικά και τον κίνδυνο που ελλοχεύει σ’ αυτά. Όσο οι δανειολήπτες εξυπηρετούν τα χρέη τους, οι αγοραστές τέτοιων τίτλων (κερδοσκοπικά ταμεία, άλλες τράπεζες, πολυεθνικές εταιρίες κ.λπ.) εισπράττουν τόκους διαμέσου της επενδυτικής τράπεζας που παρήγαγε και πούλησε τους τίτλους, ενώ η ίδια η επενδυτική τράπεζα ιδιοποιείται μέρος των τόκων υπό μορφή προμήθειας για τις υπηρεσίες της. Αν όμως η επενδυτική τράπεζα μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ξεφορτώνεται έτσι τον κίνδυνο των δανείων που παραχώρησε, γιατί να ελέγχει αυστηρά την πιστωλιπτηκή ικανότητα του δανειολήπτη; Το ψευδές αίσθημα ασφάλειας που δημιούργησαν αυτά τα παράγωγα προϊόντα είναι στη βάση της τεράστιας φούσκας που έσκασε το 2008.
Όταν μια επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ πουλά το παράγωγο προϊόν ABS σ’ ένα κερδοσκοπικό ταμείο των ΗΠΑ μεταφέρει τον κίνδυνο σ’ αυτό. Αυτό το κερδοσκοπικό ταμείο, όταν πουλά το ίδιο προϊόν ή ένα άλλο παράγωγό προϊόν βασισμένο στο πρώτο (δημιουργώντας έτσι παράγωγο προϊόν του παράγωγου προϊόντος) σε μια τράπεζα της Γερμανίας ή της Γαλλίας μεταφέρει τον κίνδυνο σ’ αυτή την τράπεζα. Όμως ο κίνδυνος δεν εξαφανίζεται ως δια μαγείας. Μεταφέρεται από τον ένα στον άλλο και έτσι στον γενικευμένο Άλλο, δηλαδή στο σύστημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κίνδυνος από ιδιωτικός και τοπικός μετατρέπεται σε συστημικό και παγκόσμιο.
Στις ΗΠΑ κατέρρευσαν πρώτες οι πιο εκτεθειμένες επενδυτικές τράπεζες στα δάνεια subprimes (επισφαλή δάνεια) πρώτον διότι έτειναν να τα ξεφορτώνονται λιγότερο από τα ολιγότερο επισφαλή (λόγω της μεγάλης αποδοτικότητάς τους) και δεύτερον εξαιτίας ενός φαινομένου που ονομάστηκε «μόχλευση»: Τα ίδια κεφάλαια των εξειδικευμένων τμημάτων των επενδυτικών τραπεζών που ασχολούνταν με τους τίτλους ABS ήταν εξαιρετικά περιορισμένα σε σχέση με τα δάνεια που παραχωρούσαν, συχνά της τάξης του 1% ή του 2%. Με άλλα λόγια, δάνειζαν κυρίως χρήματα που δανείζονταν τα ίδια. Έτσι, όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, κέρδιζαν τεράστια ποσά, αλλά με τα πρώτα σημάδια κρίσης στις σχετικές αγορές έχασαν τεράστια ποσά και βρέθηκαν καταχρεωμένα.
Στα πρώτα στάδια της μεγάλης κρίσης, η κυρίαρχη άποψη που κυβερνά επέρριψε την ευθύνη για την κρίση στο υπερβολικά απορυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, παραλείποντας όμως να αναφέρει τη θετική συμβολή αυτού του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα ποσοστά ανάπτυξης της δεκαετίας του 2000 πριν την κρίση. Τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα επέτρεψαν τη διαχείριση της υπερβολικής ρευστότητας (υψηλά διαθέσιμα κέρδη) και οδήγησαν στην τεχνίτη τόνωση της ζήτησης και ως εκ τούτου της οικονομικής δραστηριότητας: Τα νοικοκυριά με λίγο ή πολύ χαμηλό εισόδημα λόγω της μισθολογικής λιτότητας, κυρίως στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, κατανάλωναν με δανεικά, υποθηκεύοντας έτσι τα μελλοντικά τους εισοδήματα. Όσο περισσότερα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια έπαιρναν, τόσο υπονόμευαν την πιστωλιπτηκή τους ικανότητα, διαβρώνοντας έτσι αδιάκοπα τα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέχρι την κατάρρευσή του το 2008. Με άλλους όρους, όλα έγιναν ωσάν το οικονομικό μέλλον να δάνεισε ποσοστά μεγέθυνσης στο οικονομικό παρελθόν. Το παρόν, η κρίση δηλαδή, είναι μια διαδικασίας εξόφλησης (και με τόκο) του χρέους που το δεύτερο δημιούργησε έναντι του πρώτου. Η τεράστια φούσκα ήταν οργανικά συνδεδεμένη με τους σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μέσα στη δεκαετία του 2000 πριν την κρίση.
Είναι γι’ αυτό που, με το υφιστάμενο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και με την ακραία άνιση κατανομή των εισοδημάτων που το χαρακτηρίζει, μια πραγματική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι τόσο δύσκολη. Μια τέτοια ρύθμιση, που θα περιλάμβανε όχι μόνο ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και των αγορών παράγωγων προϊόντων, καθώς και των φορολογικών παραδείσων, θα οδηγούσε σε οικονομική σταθερότητα, αλλά και σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Βέβαια, η οικονομική σταθερότητα, έστω και με χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, είναι κοινωνικά προτιμητέα από μια κατάσταση όπου την υπερθέρμανση διαδέχεται η σοβαρή ύφεση. Ωστόσο, η αναιμική οικονομική μεγέθυνση με ψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης και φτώχειας σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας, δεν επιτρέπει την καλλιέργεια του μύθου περί υπέρβασης της κρίσης κάθε φορά που θα ανακάμπτει η οικονομία. Όμως, ο βαθύτερος λόγος που οι κυβερνήσεις περιορίστηκαν σε υπερφίαλες δηλώσεις και ελάχιστες πράξεις σχετικά με την ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια των αρχών για μια πραγματική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος προσκρούει σε ισχυρά, κατεστημένα συμφέροντα στενά συνδεδεμένα με την κρατική εξουσία. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτά τα συμφέροντα θεωρούνται άκαμπτα, ενώ, αντιθέτως, τα εργατικά κεκτημένα θεωρούνται λίγο ή πολύ ελαστικά.
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, οι αρχές έσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα κοινωνικοποιώντας ουσιαστικά τις ζημιές, επιβαρύνοντας δηλαδή μακροπρόθεσμα τους απλούς φορολογουμένους. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσια χρέη παρουσίασαν σ’ όλους τους βασικούς πόλους της παγκόσμιας οικονομίας έντονες αυξητικές τάσεις : Ενώ τα κράτη παρείχαν ρευστότητα στις τράπεζες, έπρεπε παράλληλα να διαχειριστούν τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης σε μια περίοδο που η ύφεση μείωνε τα κρατικά έσοδα . Προοδευτικά η «κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος» μετατράπηκε σε κρίση του «κυρίαρχου χρέους». Το τελευταίο αποτελεί σήμερα αντικείμενο κερδοσκοπίας των ίδιων «θεσμικών επενδυτών» που, οδηγώντας το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της πλήρους κατάρρευσης, προκάλεσαν άμεσα και έμμεσα την ραγδαία αύξηση των δημοσίων χρεών. Η κερδοσκοπία στους δημόσιους τίτλους οδηγεί σε αύξηση των δανειστικών επιτοκίων, ωθεί σε προσπάθεια συρρίκνωσης των δημόσιων δαπανών και αυξάνει τον κίνδυνο μιας νέας μεγάλης ύφεσης, παρά το γεγονός ότι η κερδοφορία (που παρουσίασε κάποια πτώση μέσα στο 2008 και 2009 λόγω της κρίσης) ανακάμπτει από το 2010, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου έφθασε σε επίπεδα ανώτερα απ’ αυτά του 2007, αλλά και στην ΕΕ-15 (ασθενέστερα, και στην Ιαπωνία).6
Στους πίνακες 1, 2 και 3 παρουσιάζεται η μεταβολή του ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας, καθώς και το δημόσιο χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα από το 2008 αντίστοιχα.
Πίνακας 1: Μεγέθυνση του ΑΕΠ | ||||
2008
|
2009
|
2010
|
2011
| |
ΗΠΑ |
0,0
|
-2,7
|
2,9
|
2,6
|
ΕΕ-15 |
0,2
|
-4,3
|
1,8
|
1,7
|
Ιαπωνία |
-1,2
|
-6,3
|
3,9
|
0,5
|
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2011 |
Πίνακας 2: Ποσοστό Ανεργίας | ||||
2008
|
2009
|
2010
|
2011
| |
ΗΠΑ |
5,8
|
9,3
|
9,6
|
8,6
|
ΕΕ-15 |
7,2
|
9,1
|
9,6
|
9,5
|
Ιαπωνία |
4,0
|
5,1
|
5,1
|
4,9
|
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2011 |
Πίνακας 3: Δημόσιο Χρέος (Χ) και Δημόσιο Έλλειμμα (Ε) % του ΑΕΠ | ||||||||
2008
|
2009
|
2010
|
2011
| |||||
Χ
|
Ε
|
Χ
|
Ε
|
Χ
|
Ε
|
Χ
|
Ε
| |
ΗΠΑ |
71,5
|
-6,2
|
84,7
|
-11,2
|
92,0
|
-11.2
|
98,3
|
-10,0
|
ΕΕ-15 |
64,8
|
-2,3
|
76,8
|
-6,8
|
82,9
|
-6,4
|
85,2
|
-4,7
|
Ιαπωνία |
195,0
|
-2,2
|
217,6
|
-8,7
|
223,1
|
-9,3
|
236,1
|
-9,7
|
Πηγή: European Commission, European Economy, Statistical Annex, Spring 2011 |
Βέβαια, τα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης για το 2011 που παρουσιάζουμε σ’ αυτούς τους πίνακες αποτελούν ανεπίκαιρες προβλέψεις: Αναθεωρούνται εν τω μεταξύ προς τα κάτω.
Είναι δυνατό να συνοψίσει κανείς σχηματικά τους βασικούς πυλώνες αυτού του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που, αν και επέτρεψε την ανάκαμψη του κέρδους, οδήγησε στην παρούσα ιστορική κρίση:
- Διαμέσου των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών και απορρυθμίσεων που οδήγησαν στον αυξημένο ανταγωνισμό και τη διαμόρφωση διεθνών ολιγοπωλίων καθηλώνεται το μερίδιο του μισθού στο ΑΕΠ και αυξάνεται το μερίδιο του κέρδους.
- Ωστόσο, οι τομείς που το κεφάλαιο ήθελε να επενδύσει παραγωγικά παρέμειναν περιορισμένοι, λόγω έλλειψης νέων επενδυτικών ευκαιριών σε νέους τομείς ικανούς να υποσχεθούν υψηλά κέρδη. Ενώ το ποσοστό του κέρδους ανακάμπτει προοδευτικά στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο ρυθμός μεγέθυνσης του παγίου κεφαλαίου δεν ακολουθεί. Οι ΗΠΑ κυρίως, αλλά και κάποιες άλλες ανεπτυγμένες χώρες επωφελούνται και από την καθαρή εισροή ξένων κεφαλαίων, που καλύπτουν τα ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές τους, είτε από άλλες ανεπτυγμένες χώρες (π.χ από την Ιαπωνία) είτε από τον αναπτυσσόμενο κόσμο και τις αναδυόμενες αγορές (κυρίως από την Κίνα). Συνολικά, ο ανεπτυγμένος κόσμος προσελκύει περισσότερα κεφάλαια από τον αναπτυσσόμενο κόσμο απ’ όσα επενδύει στον τελευταίο.
- Από τα σημεία 1 και 2 προκύπτει η αυξημένη μάζα διαθέσιμων κεφαλαίων για ιδιωτική κατανάλωση των ανώτερων και μεσαίων νοικοκυριών. Ένα μέρος του κέρδους, ελλείψει άλλης δυνατής αξιοποίησης, καταλήγει στους μισθωτούς υπό μορφή καταναλωτικών ή στεγαστικών δανείων διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των παράγωγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων του.
- Από τα σημεία 1 και 2 προκύπτουν επίσης οι αυξημένες κοινωνικές ανισότητες, η ανεργία και η τάση για υπερχρέωση των νοικοκυριών.
- Από τα σημεία 3 και 4 αυξάνεται η πίεση για ακόμη μεγαλύτερες απορυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος και παρακάμπτονται ακόμη και οι ισχύοντες ρυθμιστικοί κανόνες διαμέσου της τιτλοποίησης που διογκώνουν το πλασματικό κεφάλαιο και υπονομεύουν ακόμη περισσότερο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
- Από τα σημεία 3 και 5 αυξάνεται η πίεση στις παραγωγικές επιχειρήσεις για ακόμη μεγαλύτερη αποδοτικότητα : Τα «υπερκινητικά» χρηματικά διαθέσιμα κεφάλαια απαιτούν άμεσα κέρδη και ενδιαφέρονται λιγότερο για παραγωγικές επενδύσεις που υπόσχονται κέρδη μόνο σε βάθος χρόνου. Το νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα επιβάλλει τη λογική του βραχέως χρόνου. Η απαίτηση ακόμη ψηλότερου κέρδους διογκώνει όμως τα προβλήματα που εντοπίστηκαν στα σημεία 1 (μείωση του μισθού στο ΑΕΠ), 2 (μείωση των ευκαιριών επένδυσης παγίου κεφαλαίου), 3 (αύξηση της μάζας των διαθέσιμων κεφαλαίων για ιδιωτική κατανάλωση των εισοδηματιών και για «επενδύσεις» σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που αφορούν σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια), 4 (αυξημένες κοινωνικές ανισότητες, ανεργία, υπερχρέωση) και – για να συμπληρωθεί ο φαύλος κύκλος – 5 (μεγαλύτερη απορρύθμιση και παράκαμψη των ρυθμιστικών κανόνων).
Εξίσου εύκολο είναι να συνοψίσει κανείς σχηματικά το χρονικό της κρίσης:
- Αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που το 2008 έφθασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης και διασώθηκε την εσχάτη (προσωρινά;) με δημόσιο χρήμα. Συρρίκνωση της συνολικής ζήτησης ως αποτέλεσμα πιο «συντηρητικών» δανειοδοτικών πολιτικών και της γενικευμένης έλλειψης εμπιστοσύνης που δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας στην οικονομία και εμποδίζει την ομαλή λειτουργία της.
- Πρωτοφανής ύφεση το 2009 και ραγδαία αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας στον ανεπτυγμένο κόσμο που προετοίμασε το έδαφος για κοινωνικές εκρήξεις.
- Διαχείριση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης με δημόσιο χρήμα, γεγονός που συνέβαλα σε μιαν επισφαλή ανάκαμψη.
- Διόγκωση του δημοσίου χρέους και κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά των τίτλων του δημόσιου χρέους που οδηγούν σε πολιτικές λιτότητας, οι οποίες υπονομεύουν την ανάκαμψη. Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι συνέπειες της στην «πραγματική οικονομία» οδήγησαν στην κρίση του «κυρίαρχου» χρέους.
- Ενώ μεθοδεύεται η μετακύλιση του κόστους της κρίσης στη μισθωτή εργασία, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες η αγανάκτηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων οδηγεί σε βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις.
- Το αδιέξοδο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαιωνίζεται απειλώντας όχι μόνο κάθε κοινωνικό κεκτημένο, αλλά και αναφαίρετα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα.
Η κρίση του 2008, 2009, 2010, 2011… προέρχεται από μια επιβράδυνση του ρυθμού συσσώρευσης του κεφαλαίου σε σχέση με την εξέλιξη του ρυθμού παραγωγής υπεραξίας. Η απόκλιση αυτών των ρυθμών, παρά το γεγονός ότι προκάλεσε μια διαφοροποίηση της δομής της προσφοράς και της ζήτησης ανάμεσα σε εμπορεύματα πολυτελείας και εμπορεύματα που απευθύνονται στα μεσαία και κατώτερα στρώματα υπέρ των πρώτων, όξυνε την ανισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, καθιστώντας έτσι προβληματικό τον ρυθμό αξιοποίησης της παραχθείσας αξίας. Χωρίς την «παρέμβαση» του απορυθμισμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος (με τα δάνεια subprimes και τα παράγωγα προϊόντα του) για να διατηρηθεί, έστω, αυτός ο επιβραδυμένος ρυθμός συσσώρευσης, ο τελευταίος θα ήταν ακόμη πιο αργός. Επειδή οι κεφαλαιοκράτες και οι εισοδηματίες όλων των ειδών και ποιοτήτων μαζί δεν θέλουν να επενδύσουν σε πάγιο κεφάλαιο (και πρώτες ύλες) ή να καταναλώσουν ιδιωτικά το σύνολο της υπεραξίας που ιδιοποιήθηκαν, μεταφέρουν ένα μέρος της υπό μορφή δανείων, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με σκοπό να ιδιοποιηθούν ακόμη μεγαλύτερη υπεραξία, στα μεσαία και κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που μεγεθύνουν έτσι την κατανάλωσή τους. Υποθηκεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα μελλοντικά τους εισοδήματα, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα επιτρέπουν ένα ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου που αν και είναι αργός συγκριτικά με τον ρυθμό παραγωγής υπεραξίας, είναι υπερβολικά γρήγορος συγκριτικά με τον «φυσιολογικό» υπό τις περιστάσεις ρυθμό πραγματοποίησης της αξίας. Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο σχήμα αναπαραγωγής δεν μπορούσε παρά να καταρρεύσει, διότι στηρίχθηκε σε μια βάση την οποία συνεχώς διάβρωνε: την φερεγγυότητα των όλο και περισσότερο υπερχρεωμένων καταναλωτών. Με πολύ απλά λόγια: Το μοντέλο μεγέθυνσης κατέρρευσε διότι μέρος των μονάδων μεγέθυνση που παρουσίαζε κατά τα τελευταία χρόνια ήταν δανεικό από το μέλλον. Η μεγάλη παρούσα κρίση είναι η στιγμή που το οικονομικό παρελθόν εξοφλεί τα χρέη του στο οικονομικό μέλλον.
Η κρίση του 1974 ήταν η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση, η οποία προήλθε από την πτώση του ποσοστού του κέρδους. Ωστόσο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παρούσα κρίση είναι η μεταλλαγμένη μορφή της κρίσης του 1974, διότι είναι η κρίση των καπιταλιστικών προσπαθειών υπέρβασης της τελευταίας.
Το κοινό υπόβαθρο είναι εύκολο να προσδιοριστεί σε μια μόνο φράση: Το κεφάλαιο δεν μπορεί να παράγει παρά εμπορεύματα, ενώ η κοινωνία ρέπει προς την κατανάλωση δημόσιων αγαθών, τα οποία, αν και εμπορευματοποιούνται με τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν παρουσιάζουν ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία της κρίσης και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή κρίση «υποκατανάλωσης» που για να υπερπηδηθεί θα αρκούσε μια δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ο θεμελιώδης όρος διαιώνισης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι πλέον η ανοιχτή βία που ασκεί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα.
Οι πολιτικές λιτότητας δεν οδηγούν σε υπέρβαση της κρίσης. Αντιθέτως, την επιδεινώνουν και οδηγούν την παγκόσμια οικονομία ακόμη βαθύτερα στο νεοφιλελεύθερο αδιέξοδο. Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει ριζική ανακατανομή των εισοδημάτων προς όφελος της μισθωτής εργασίας, συνοδευμένη από κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που να μετατρέψει το χρήμα από εμπόρευμα σε δημόσιο αγαθό, καθώς και διεύρυνση των δημόσιων αγαθών τουλάχιστον στους τομείς χαμηλής κερδοφορίας αλλά υψηλής κοινωνικής αξίας (υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, διαχείριση του περιβάλλοντος, έρευνα και τεχνολογία κ.λπ.).
Σταύρος Τομπάζος (29/8/2011)
1 Βλέπε Σταύρος Τομπάζος, Φυγόκεντροι Καιροί. Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση 2007, 2008, 2009…, Παπαζήση, Αθήνα, 2010.
2 Βλέπε Ian Dew-Becker, Robert J. Cordon (Northwestern University), Where did the Productivity Growth Go? Inflation Dynamics and the Distribution of Income, Washington DC, September 2005: http://zfacts.com/metaPage/lib/gordon-Dew-Becker.pdf
3 Βλέπε Wayne M. Morrison, Marc Labonde (Congressional Research Service), China’s Holdings ofU.S. Securities: Implications for the U.S. Economy, July 30, 2009,http://www.fas.org/sgp/crs/row/RL34314.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου