του
Χριστάκη
Γεωργίου1
Εισαγωγή
Η παρούσα κρίση που διασχίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) επαναφέρει στην δημόσια συζήτηση το ζήτημα της ΟΝΕ, των αδυναμιών του ευρώ αλλά και γενικότερα των μορφών που έχει πάρει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Πέρα
από την ανάλυση των ζητημάτων άμεσου
ενδιαφέροντος – όπως η ελλιπής φύση
της ΟΝΕ, οι διαμάχες μεταξύ εθνικών
αρχουσών τάξεων κ.ο.κ.ε – η παρούσα κρίση
επαναθέτει το ζήτημα της ίδιας της φύσης
της διεργασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ας θυμηθούμε μόνο πως πρόκειται για μια
διεργασία δημιουργίας κρατικών δομών
σ’ ένα υπερεθνικό επίπεδο και μιας
μερικής – προς το παρών – υπέρβασης
των υπαρχόντων εθνικών κρατικών δομών,
δομές οι οποίες στην Ευρώπη αποτέλεσαν
το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
γεννήθηκε ο καπιταλιστικός τρόπος
παραγωγής.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μαρξισμό. Εμμέσως, το ζήτημα που εγείρεται είναι αυτό της περιοδολόγησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ένα τυχαίο φαινόμενο ή πρόκειται για το αποτέλεσμα της εξέλιξης θεμελιωδών τάσεων του καπιταλισμού οι οποίες πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο απαιτούν την αναδιάρθρωση των κρατικών δομών στο ηπειρωτικό επίπεδο;
Συγκέντρωση
και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου
Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα και στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, ο Ερνέστ Μαντέλ κι ο Κρις Χάρμαν παρήγαγαν πολύ οξείες αναλύσεις της διεργασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από μια μαρξιστική σκοπιά.2 Τα κυριότερα στοιχεία των αναλύσεων αυτών παραμένουν έγκυρα κι η οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης των τάσεων και των αντι-τάσεων που κατευθύνουν την όλη διεργασία πρέπει να βασιστεί σ’ αυτά τα στοιχεία.
Το πρώτο στοιχείο είναι πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί αντίδραση στο διεθνή ανταγωνισμό και την ισχύ του αμερικάνικου κεφαλαίου. Η ανωτερότητα του τελευταίου σε μέγεθος και τεχνολογική επιτήδευση έσπρωξαν το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να συγκεντρώσει τους πόρους που διέθετε ούτως ώστε να επανακτήσει την ανταγωνιστικότητα του στη διεθνή αγορά. Οι εγχώριες αγορές των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών από μόνες τους όμως δεν είχαν το απαραίτητο μέγεθος που να επέτρεπε την δημιουργία ομίλων ικανών να ανταγωνιστούν τους αντίστοιχους αμερικάνικους. Αυτή η πραγματικότητα δημιούργησε την ανάγκη να ξηλωθούν τα προστατευτικά μέτρα που εμπόδιζαν το ελεύθερο εμπόριο και τις επενδύσεις και να συγχωνευθούν οι διάφορες εθνικές αγορές σε μια γιγαντιαία ευρωπαϊκή αγορά – την ΕΟΚ. Πριν την πλήρη εφαρμογή των μέτρων που προέβλεπε η ΕΟΚ, η προοπτική αυτή έδωσε ώθηση σε μια διεργασία εθνικής συγχώνευσης του κεφαλαίου, στόχος της οποίας ήταν να προετοιμάσει τις σημαντικότερες εταιρίες του κάθε κράτους για τις νέες συνθήκες εντεταμένου ενδο-ευρωπαϊκού ανταγωνισμού που θα δημιουργούσε η πλήρης εφαρμογή της Συνθήκης της Ρώμης.3
Ο Μαντέλ ισχυρίστηκε πως η δύναμη των υπερεθνικών θεσμών εξαρτιόταν από το βαθμό αλληλοδιείσδυσης του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Η αδυναμία της Επιτροπής στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα αποτελούσε ένδειξη του πρώιμου σταδίου ευρωπαϊκοποίησης του κεφαλαίου. Αργότερα, ο Χάρμαν παρατήρησε τρεις τάσεις συγκέντρωσης του κεφαλαίου – μια στο εθνικό, μια δεύτερη στο ηπειρωτικό και μια τρίτη στο διεθνές επίπεδο. Ο Χάρμαν προέβλεψε πως «αν το υπάρχων κράτος αποτελεί μια πολύ στενή βάση για τις δραστηριότητες του κεφαλαίου, τότε εξ’ ανάγκης θα υπάρξει μια προσπάθεια να διευρυνθεί η βάση αυτή μέσω συμμαχιών και συγχωνεύσεων με άλλα κράτη. Ως εκ τούτου, μακροπρόθεσμα, το πιθανότερο σενάριο είναι να υπερισχύσει η τάση προς τη δημιουργία ηπειρωτικών μπλοκ».4
Όντως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα «η τάση ήταν προς τη συγκέντρωση του κεφαλαίου στο εσωτερικό των εθνικών κρατικών δομών, με τη βοήθεια των εθνικών κρατών».5 Τα πράγματα άλλαξαν όμως με την απαρχή της κρίσης που κτύπησε τις ευρωπαϊκές οικονομίες στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα και αποτέλεσε το έναυσμα για μια βαθειά διεργασία οικονομικής αναδιάρθρωσης. Ο αριθμός των ευρωπαϊκών συγχωνεύσεων αυξήθηκε σημαντικά. Τα στοιχεία που αφορούν τις συγχωνεύσεις και αποκτήσεις εταιριών στο επίπεδο των 1000 μεγαλύτερων εταιριών στην Ευρώπη παρουσιάζουν σημαντικές εξελίξεις στη δεκαετία του ογδόντα. Το 1982-3 υπήρξαν 117 συγχωνεύσεις. Ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 303 το 1986-7 και στις 662 το 1989-90. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας κυριάρχησαν οι εθνικές συγχωνεύσεις. Αυτό άλλαξε μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Το 1983-4, 65.2% των συγχωνεύσεων ήταν εθνικές, 18.7% ευρωπαϊκές και 16.1% διεθνείς. Το 1988-9 μόλις 47.4% ήταν εθνικές, ενώ 40% ήταν ευρωπαϊκές και 12.6% διεθνείς.6 Αυτοί οι αριθμοί υπονοούν πως το αποτέλεσμα της απόφασης του 1985 να ολοκληρωθεί η εγχώρια ευρωπαϊκή αγορά ήταν τόσο η επίσπευση της διεργασίας αναδιάρθρωσης μέσω συγχωνεύσεων και αποκτήσεων εταιριών όσο και η προώθηση των συγχωνεύσεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια πολιτική απόφαση ενδυνάμωσε την τάση προς τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στο ηπειρωτικό επίπεδο. Είναι επίσης εμφανές πως οι ευρωπαϊκές εταιρίες προσπάθησαν να φτάσουν το αναγκαίο μέγεθος πρώτα μέσω εθνικής κι έπειτα μέσω ευρωπαϊκής συγκέντρωσης.7 Τέλος, αυτή η διεργασία εντάθηκε στη δεκαετία του ενενήντα. Μια μελέτη που παρήγγειλε η Γαλλική Επιτροπή Σχεδιασμού το 2004 έφτασε στο εξής συμπέρασμα: «μέσω της εγκατάστασης εταιριών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και την εμφάνιση εταιριών καθιερωμένων στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ένας πραγματικά ευρωπαϊκός οικονομικός πόλος έχει δημιουργηθεί, κυρίως κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, την οποία σημάδεψαν η Ενιαία Αγορά και το ευρώ».8
Μια ακόμη ένδειξη της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού πόλου είναι το δίκτυο συμπλεκόμενων διευθύνσεων (interlocking directorates) στο επίπεδο των πολυεθνικών εταιριών. Αυτό το δίκτυο αποτελείται από διευθυντές που ταυτόχρονα είναι μέλη διοικητικών συμβουλίων δύο ή περισσότερων εταιριών. Η πυκνότητα αυτού του δικτύου αποτελεί ένδειξη πως υπάρχει μια κάποια κοινότητα καπιταλιστών που έχουν μια κοινή στρατηγική για να αντιμετωπίσουν το διεθνή ανταγωνισμό. Ο Kees van der Pijl μελέτησε την εξέλιξη αυτών των δικτύων στο επίπεδο των 150 μεγαλύτερων πολυεθνικών στη δεκαετία του ενενήντα. Το συμπέρασμα του είναι πως «η νέο-φιλελεύθερη αναδιάρθρωση του κεφαλαίου στην Ευρώπη επηρέασε επίσης το δίκτυο συμπλεκόμενων διευθύνσεων μεταξύ των μεγάλων εταιριών. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε τη συμφωνία του Μάαστριχτ, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αναδιπλώθηκε σε μια διάταξη που αντικατοπτρίζει το άνοιγμα των εθνικά περιορισμένων δομών χρηματιστικού κεφαλαίου στην ηπειρωτική Ευρώπη – και την μετάλλαξη τους σ’ ένα αντίπαλο δια-εθνικό δίκτυο ξεχωριστό από το αντίστοιχο ατλαντικό».9 Το τελευταίο κομμάτι αυτού του εδάφιου έχει ξεχωριστή σημασία: ένα ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό μπλοκ, που αντιπαλεύεται τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στη διεθνή αγορά, είναι σε διεργασία σύστασης.
Τα πιο πάνω αποδεικνύουν πως, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η τάση προς τη συγκέντρωση του κεφαλαίου στο ηπειρωτικό επίπεδο κατεύθυνε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ενδυναμώθηκαν όταν η διεργασία ευρωπαϊκοποίησης του κεφαλαίου ξεπέρασε σε οικονομική σημασία τη διεργασία της εθνικής συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Το τέλος του συμβιβασμού του Λουξεμβούργου αύξησε το βαθμό συγκεντροποίησης της διεργασίας λήψης αποφάσεων ενώ οι δυνάμεις της Επιτροπής στους τομείς όπου έχει αποκλειστικότητα έχουν αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό.10 Και η δύναμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι αυτονόητη. Αυτές οι εξελίξεις μόνο να αυξήσουν την πίεση που εξασκείται πάνω στα ευρωπαϊκά κράτη για να συγχωνευθούν περαιτέρω σ’ ένα ευρωπαϊκό υπέρ-κράτος μπορούν. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές πολυεθνικές ίδρυσαν το 1983 μετά από γαλλική πρωτοβουλία το ισχυρότερο λόμπι στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα Βιομήχανων (ΕΤΒ). Η ΕΤΒ έχει επανειλημμένα πάρει θέση υπέρ της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και πολλές από τις εκθέσεις και προτάσεις της έχουν μετατραπεί σε επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.11 Η ατζέντα της Λισσαβόνας του 2000 ήταν σε μεγάλο βαθμό το προϊόν μιας σειράς από εκθέσεις που έκδωσε τα προηγούμενα χρόνια η Συμβουλευτική Ομάδα για την Ανταγωνιστικότητα – δημιούργημα της ΕΤΒ με στόχο να συμβουλεύσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.12
Εμπόδια
Τόσο ο Χάρμαν όσο κι ο Μαντέλ όμως ισχυρίστηκαν πως υπήρχαν αντιθετικές τάσεις στη διεργασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι κυβερνήσεις παρέμεναν υπό την επήρεια εθνικών συμφερόντων. Αυτό αντικατοπτριζόταν στις προσπάθειες προστατευτισμού και στην ισχυρή προτίμηση για εθνικές αντί για ευρωπαϊκές συγχωνεύσεις.13 Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στη περίπτωση της Γαλλίας. Ακόμα και σήμερα, στο βαθμό που καθαρά εθνικές λύσεις είναι δυνατές, αυτός ο πειρασμός δεν έχει εντελώς εξαφανιστεί. Τέτοια παραδείγματα είναι ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι αντιτάχτηκε στην εξαγορά της Alitalia από την Air France-KLM το 2008 και στη συνέχεια πούλησε τον εθνικό αερομεταφορέα σ’ ένα ιταλικό χρηματοπιστωτικό όμιλο, ή η ενορχήστρωση από τη γαλλική κυβέρνηση της συγχώνευσης της Gaz de France και της Suez στόχος της οποίας ήταν να προστατευθεί η τελευταία από μια επιθετική εξαγορά από τον ιταλικό γίγαντα του τομέα της ενέργειας Enel.
Περαιτέρω δε, μέσα στο πλαίσιο που έχει δημιουργήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση το κάθε εθνικό κράτος υπερασπίζεται τα δικά του συμφέροντα και αυτά των κεφαλαίων που πρωτίστως έχουν τη βάση τους στο εσωτερικό του. Γιατί παρά το γεγονός πως οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές δρουν στο ηπειρωτικό επίπεδο – εκτός από ένα πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων όπου δρουν παγκοσμίως – παραμένουν υπό τον έλεγχο ομάδων καπιταλιστών που τείνουν να έχουν προνομιούχες σχέσεις με ένα συγκεκριμένο εθνικό κράτος.14 Έτσι, το κάθε εθνικό κράτος προσπαθεί να επηρεάσει τη πολιτική και τη στρατηγική της ΕΕ με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των «δικών» του κεφαλαίων. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα είναι η διακυβέρνηση του νομίσματος που μοιράζονται τα περισσότερα από αυτά τα κράτη, το ευρώ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η Γερμανία έχει ανελλιπώς υπερασπιστεί ένα υπερτιμημένο ευρώ. Όπως έχει δείξει ο Guglielmo Carchedi, η Γερμανία έχει την υψηλότερη αναλογία τεχνολογικά καινοτόμων εταιριών οι οποίες ωφελούνται από ένα δυνατό νόμισμα.15 Αυτό ισχύει πολύ λιγότερο στις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας οι οποίες συνολικά εξαρτούνται περισσότερο από ένα αδύνατο ευρώ για να τονώσουν της εξαγωγές τους. Αυτό εξηγεί το γεγονός πως συχνά γάλλοι κι ιταλοί πολιτικοί διαμαρτύρονται πως το ευρώ είναι υπερτιμημένο ή πως η διακυβέρνηση του δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των βιομηχανιών τους.
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια αντιφατική διεργασία που τείνει προς την συγχώνευση των διαφόρων εθνικών μερίδων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου ενώ παράλληλα η κάθε εθνική ομάδα κεφαλαίων επιχειρεί να επηρεάσει την εξέλιξη της διεργασίας σύμφωνα με τα συμφέροντα της. Περαιτέρω, αδύναμα κεφάλαια που έχουν λίγες πιθανότητες επιβίωσης στα ανοικτά νερά της ευρωπαϊκής αγοράς αποζητούν προστασία από το εθνικό κράτος μέσα στο οποίο έχουν αναπτυχθεί. Τα δύο αυτά στοιχεία δρουν ως μια ισχυρή συντηρητική δύναμη η οποία εμποδίζει την πλήρη ανάπτυξη της τάσης προς την ολοκλήρωση και την ανάπτυξη των δύο συνιστωσών αυτής της τάσης, συγκεκριμένα την συγκέντρωση του κεφαλαίου στο ηπειρωτικό επίπεδο και την αντίστοιχη αναδιοργάνωση των κρατικών λειτουργιών στο ηπειρωτικό επίπεδο.16 Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί τελειωτικά αυτό το εμπόδιο θα ήταν η βίαιη επιβολή της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης από το πιο ισχυρό κράτος – τη Γερμανία. Η τελευταία προσπάθεια αυτού του τύπου είχε ως αποτέλεσμα το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά το Ψυχρό Πόλεμο η γερμανική άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να αποδεχτεί το συμβιβασμό σύμφωνα με τον οποίο η ευρωπαϊκή της κυριαρχία θα πρέπει να γίνει ειρηνικά αποδεχτή από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Δεδομένου του ανταγωνισμού από άλλους ιμπεριαλισμούς ηπειρωτικών διαστάσεων (ΗΠΑ, σταλινική Ρωσία πριν το 1989 και τώρα αναδυόμενη Κίνα – και γενικότερα ο υπό σύσταση πόλος στην ανατολική Ασία), αυτά τα κράτη δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διαπραγματευτούν το μερίδιο τους στο επικείμενο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό μπλοκ υπό γερμανική ηγεσία (αν και πρέπει να παρατηρηθεί πως οι γάλλοι έχουν κι αυτοί μεγάλη επιρροή).
Δύο
ακόμα στοιχεία
Δύο επιπρόσθετες παρατηρήσεις είναι αναγκαίες. Η πρώτη είναι πως η όλη διεργασία δεν εξελίσσεται μέσα σ’ ένα κενό αλλά στο πλαίσιο μια παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας μέσα στην οποία υπάρχουν ήδη συγκροτημένοι αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί. Ο κυρίαρχος ιμπεριαλισμός, οι ΗΠΑ, έχει την ικανότητα να δρα και να επηρεάζει εξελίξεις παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένου στην Ευρώπη. Η στάση του απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξαρτάται από το εάν θεωρεί πως αυτή εξελίσσεται σε κατεύθυνση που αψηφά τα συμφέροντα του. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ υποστήριξαν όλες τις εξελίξεις που θα υπονόμευαν την ικανότητα της ΕΕ να αναπτύξει στρατηγική και πολιτική αυτονομία βασιζόμενη σ’ ένα μεγάλο βαθμό εσωτερικής συνοχής. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν θερμά την ταχέα προσχώρηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών στην ΕΕ, ευθαρσώς προώθησαν την Τουρκική αίτηση ένταξης κι αντιτάχτηκαν έντονα στις προσπάθειες δημιουργίας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης και στρατιωτικών διοικητικών δομών έξω από τα πλαίσια του ΝΑΤΟ.17 Ένας από τους λόγους για την αμερικάνικη αντεπίθεση στη Μέση Ανατολή από το 2001 και μετά ήταν οι διαφωνίες που αυτή θα προκαλούσε μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Πέραν του παραδοσιακού συμμάχου των ΗΠΑ στην Ευρώπη, τη Βρετανία, άλλα σημαντικά κράτη όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πολωνία υποστήριξαν την σταυροφορία του Μπους στο Ιράκ, παρά την έντονη αντίδραση της Γαλλίας και της Γερμανίας, τα κράτη που αποτελούν την κινητήρια δύναμη πίσω από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τον πυρήνα της πολιτικής αυτονομίας που αυτή διαθέτει. Τέλος, αμερικάνοι αξιωματούχοι συνεχώς εκφράζουν παράπονα για τη γερμανική οικονομική πολιτική, τα δομικά πλεονάσματα εμπορίου που αυτή παράγει και της αποπληθωριστικές της συνέπειες. Στο βαθμό που στην Ευρώπη υπερισχύει η γερμανική οικονομική στρατηγική και που επιβάλλει στα άλλα κράτη να προσαρμοστούν σε αυτήν, τα αμερικάνικα παράπονα σε αυτό το μέτωπο είναι όσο σημαντικά και τα παράπονα τους για την κινεζική πολιτική νομισματικής ισοτιμίας.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάμει με μια από τις προβλέψεις του Μαντέλ. Ο Μαντέλ θεωρούσε πως όσο η θεσμική ολοκλήρωση δεν είχε ουσιαστικά προχωρήσει, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είχε οτιδήποτε το τετελεσμένο. Αυτό τον οδήγησε στην πρόβλεψη πως «η ώρα της αλήθειας για την ΕΟΚ θα έρθει όταν η Ευρώπη υποστεί μια γενική ύφεση».18 Αυτό αποδείχτηκε πραγματικότητα τουλάχιστον δύο φορές, μια πρώτη με τις υφέσεις των μέσων της δεκαετίας του εβδομήντα και των αρχών της δεκαετίας του ογδόντα – οι οποίες εν τέλει είχαν ως αποτέλεσμα την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της ολοκλήρωσης της Κοινής Αγοράς και της ΟΝΕ – και μια δεύτερη με την ευρωπαϊκή ύφεση των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα, ένα εκ των αποτελεσμάτων της ήταν η νομισματική κρίση του 1992-3. Παρά τη κρίση αυτή, και παρά την έντονη πιθανολογία για το κατά πόσο το ευρώ θα γινόταν πραγματικότητα στο τέλος, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κατάφερε να προχωρήσει. Σύμφωνα με τον Carchedi, «αναγνωρίστηκε η ανάγκη περεταίρω οικονομικής ολοκλήρωσης όχι μόνο για πολιτικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους».19 Αυτές οι δύο διαδοχές γεγονότων υποδεικνύουν ένα μοτίβο όπου η κάθε κρίση δρα ως καταλύτης που εξουδετερώνει τις αντιθέσεις στη περεταίρω ολοκλήρωση μέσω μιας έμπρακτης επίδειξης των λόγων για τους οποίους οι κυρίαρχες μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου δεν μπορούν πλέον να βασίζονται μόνο σε ένα εθνικό κράτος και των λόγων για τους οποίους τα διάφορα εθνικά κράτη θα ήταν πολύ πιο αδύναμα εάν παρέμεναν μόνα τους.
Σ’
αυτή τη σύντομη παρέμβαση, προσπάθησα
να δείξω πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
είναι αποτέλεσμα των τάσεων προς τη
συγκέντρωση και
τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, τάσεις
οι οποίες αποτελούν θεμελιώδης συνιστώσες
ενός τρόπου παραγωγής που βασίζεται
στην ανταγωνιστική συσσώρευση κεφαλαίου.
Η επιτυχής επιβίωση του ευρωπαϊκού
κεφαλαίου στη διεθνή αγορά από την
περίοδο σύστασης των ΗΠΑ ως παγκόσμιας
δύναμης βασιζόμενης στη κατοχή των
πλέον αναπτυγμένων μέσων παραγωγής και
μετά απαίτησε την συγχώνευση των διαφόρων
μερίδων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και
την αντίστοιχη αναδιάρθρωση των
ευρωπαϊκών κρατικών δομών. Η ελλιπής
φύση της διεργασίας είναι προϊόν της
διατήρησης εθνικών καπιταλιστικών
πόλων στην Ευρώπη, που παρά την
αλληλοδιείσδυση του κεφαλαίου στην
Ευρώπη διατηρούν σχέσεις ανταγωνιστικής
αλληλεξάρτησης μεταξύ τους.
Βιβλιογραφία
Carchedi, Guglielmo, 2001, For Another Europe: A Class Analysis of European Integration (Verso).
Carchedi, Guglielmo, 2006, “The Military Arm of the European Union”, Rethinking Marxism, volume 18, number 2.
Cox, Andrew, and Glyn Watson, 1995, “The European Community and the Restructuring of Europe’s National Champions”, in Jack Hayward (ed), Industrial Enterprise and European Integration: From National to International Champions in Europe (Oxford University Press).
Dietsch,
Michel, Edouard Mathieu, Moustanshire Chopra and Alain Etchegoyen,
2004, Mondialisation
et Recomposition du Capital des Entreprises Européennes
(La Documentation Française).
Dupuy,
Claude, and François Morin, 1993, Le
Cœur Financier Européen
(Economica).
Harman,
Chris, 1971, “The Common Market”, International
Socialism 49 (first
series, autumn),
www.marxists.org/archive/harman/1971/xx/eec-index.html
Harman,
Chris, 1991, “The State and Capitalism Today”, International
Socialism 51
(summer), www.isj.org.uk/?id=234
Mandel,
Ernest, 1970, Europe
versus America:
Contradictions of
Imperialism (Monthly
Review Press).
Rugman, Alan, 2005, The Regional Multinationals (Cambridge University Press).
Serfati, Claude, 2004, Impérialisme et Militarisme: L’Actualité du XXIe Siècle (Page Deux).
Serfati, Claude, 2008, “L’insertion du Capitalisme Français dans l’Économie Mondiale”, La brèche/Carré rouge, number 2.
Van Apeldoorn, Bastiaan, 2002, Transnational Capitalism and the Struggle Over European Integration (Routledge).
Van der Pijl, Kees, 2006, Global Rivalries From the Cold War to Iraq (Pluto).
1
Ο συγγραφέας είναι μέλος του Νέου
Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία.
Τα παρών άρθρο είναι μια ελαφρά
διασκευασμένη εκδοχή της ενότητας
‘Marxism
and
European
Integration’
από το άρθρο ‘The
euro
crisis
and
the
future
of
European
integration’
που δημοσιεύτηκε στο International
Socialism Journal 128
τον Οκτώβρη του 2010. Η ελληνική εκδοχή
έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Ουτοπία
το Σεπτέμβρη του 2011 στην Ελλάδα.
2
Mandel,
1970; Harman,
1971; δες επίσης Harman,
1991, κυρίως σσ45-48.
3
Δες, για τη γαλλική περίπτωση, Serfati,
2008, σ13.
4
Harman, 1991, σ48.
5
Harman,
1991, σ45.
6
Cox
and
Watson,
1995, σσ322-324.
7
Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο
έφτασε μια γαλλική μελέτη των ευρωπαϊκών
χρηματιστικών δικτύων το 1993. Dupuy
and Morin, 1993, σ15.
8
Dietsch and others, 2004, σ170.
9
Van der Pijl, 2006, σ283.
10
Serfati,
2004, σ200. Ο Serfati
θεωρεί δε πως «οι δυνάμεις ελέγχου της
Επιτροπής είναι μεγαλύτερες από τις
αντίστοιχες δυνάμεις των αντιμονοπωλιακών
αρχών στις ΗΠΑ».
11
Για μια μαρξιστική μελέτη της ΕΤΒ, δες
van
Apeldoorn,
2002.
12
Van
der
Pijl,
2006, σ287.
13
Harman,
1971, σ11; Mandel,
1970, σσ52-55 και σ105.
14
Rugman,
2005, για την πιο έγκυρη μελέτη της
ηπειρωτικής φύσης των δραστηριοτήτων
των πολυεθνικών.
15
Carchedi,
2001, σσ129-143.
16
Κάτι παρόμοιο, μολονότι μικρότερης
σημασίας, υπάρχει και στις ΗΠΑ. Τα 50
τόσα κράτη της Αμερικάνικης Ένωσης
έχουν το κάθε ένα το ίδιο βάρος σ’ ένα
τόσο σημαντικό θεσμό όπως η Γερουσία.
Αυτό συχνά δημιουργεί προβλήματα στη
συγκεντροποίηση της διεργασίας λήψης
αποφάσεων. Φυσικά, εδώ σταματά η αναλογία.
Οι ΗΠΑ έχουν ένα αρχηγό κράτους και των
ενόπλων δυνάμεων εκλεγμένο από το
εκλογικό σώμα. Αυτό δεν ισχύει ούτε για
το πρόεδρο της Επιτροπής ούτε για το
πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κι
η Αμερικάνικη Βουλή των Αντιπροσώπων,
σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
έχει πραγματική δύναμη.
17
Δες Carchedi, 2006.
18
Mandel, 1970, σ102.
19
Carchedi,
2001, σ13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου