16 Νοε 2012

“Ποτέ του δεν διάβασε Μαρξ…”, του Μάριου Θρασυβούλου


Ένα Σάββατο μεσημέρι τού περασμένου Οκτώβρη. Μόλις είχαμε τελειώσει την παρέμβαση με το φυλλάδιό μας για το μνημόνιο, εκεί μπροστά από το Διοικητήριο Λεμεσού. Πήραμε και κάποιες υπογραφές σε μια λίστα. Κάποιοι κοντοστάθηκαν, ενδιαφέρθηκαν για την ΕΡΑΣ, υπέγραψαν, άφησαν όνομα και τηλέφωνο. Ανάμεσά τους και ο Δημήτρης. Δεν τον θυμόμουν καν.
Ανέλαβα να μιλήσω μαζί τους. Τηλεφώνησα και του Δημήτρη. Μιλήσαμε αρκετά. Ή μάλλον, αυτός μιλούσε και γω τον άκουα. Τον ‘’έκοψα’’ για απολίτικο και με λίγες γνώσεις γενικά. “Ας είναι”, σκέφτηκα. Κανονίσαμε να βρεθούμε.
Ξεκίνησα για τη συνάντηση μετά από λίγες μέρες , όχι με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και μάλλον με καμιά προσδοκία. Ανάμεσα στον καφέ και στην κουβέντα, γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν έπεσα έξω στις εκτιμήσεις μου. “Δύσκολη περίπτωση, θέλει δουλειά”, σκέφτηκα. Ήταν σαν να μην ξέρει κάποιος την αλφαβήτα και πρέπει να του μάθεις γράμματα. Κάπως έτσι ήταν ο Δημήτρης. Ρωτούσε για τα πάντα και είχε άποψη για τα πάντα. Χωρίς ειρμό όμως, χωρίς ένα προσανατολισμό, χωρίς μια βάση έστω. Εκεί που ανοίγαμε ένα θέμα και πηγαίναμε να συνεννοηθούμε, έβαζε μια θέση και όλα χαλούσαν. Κουβαλούσε όλα τα χαρακτηριστικά τού ανθρώπου που ελάχιστη σχέση έχει με την “πολιτική”, αλλά συγχρόνως ήταν επηρεασμένος από την καθιερωμένη και συντηρητική εκδοχή της.
Θέλοντας να ξεφύγω απ’ αυτή τη “δοκιμασία”, άρχισα να τον ρωτώ για τη ζωή του, τη δουλειά του. Ήταν φανερό ότι ήταν από τους ανθρώπους που δεν του χαμογέλασε η ζωή. Έμενε σε μια θεια του προσωρινά, έχασε πρόσφατα τη δουλειά του και ψαχνόταν. Είχε πτυχίο και ήθελε να το αξιοποιήσει, να βρει μια δουλειά ανάλογη. Για να βγάζει κάποια λεφτά, δούλευε διανομέας πίτσας σε μια μεγάλη αλυσίδα. Ώρες και ώρες πάνω στη μοτόρα για πεντακόσια ευρώ. Τι παλιοδουλειά και αυτή…!
Ήταν αισιόδοξος, παρ’ όλα αυτά ο Δημήτρης. Ίσως και ενθουσιασμένος. Σκόπευε να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση στα γραφεία, στον τομέα που σπούδασε. Μιλούσε για τα όνειρά του, τη ζωή που ήθελε να φτιάξει. Είχε πάθος, είχε μέσα του το στοιχείο του αγωνιστή. Μισούσε την αδικία, ήθελε μια δίκαιη κοινωνία. Είχε μια αγνότητα και μια αφέλεια μαζί. “Είναι καλό παιδί”, είπα μέσα μου.
Κανονίσαμε να ξαναμιλήσουμε. Ήθελε να τον καλέσω σε μια μελλοντική εκδήλωσή μας. Ήθελε να μάθει για μας. Τον προέτρεψα να διαβάσει τις θέσεις μας, να σκεφτεί και έχουμε καιρό. Στην πραγματικότητα, έκρινα ότι θέλει πολύ δρόμο για να κατανοήσει τα βασικά και προτίμησα να το πάρω σιγά σιγά. Ζύγισα, προφανώς, τις “προτεραιότητες”. Θα τον έπαιρνα τηλέφωνο αυτές τις μέρες…
Πρωί σήμερα, στο ίδιο καφέ, στο ίδιο τραπέζι που κάτσαμε με τον Δημήτρη. Ξεφυλλίζω την εφημερίδα. Βλέπω τη φωτογραφία του Δημήτρη και η είδηση πιο κάτω: “ Νέος τριάντα χρονών, ενώ ήταν στο δρόμο χάμω μετά την ανατροπή της μοτοσικλέτας του, κτυπήθηκε από διερχόμενο αυτοκίνητο που οδηγούσε μεθυσμένος οδηγός. Νεκρός ο Δημήτρης…”.
Ο Δημήτρης που δεν ήξερε πολλά , αλλά διψούσε να μάθει έστω και λίγα, δεν πρόλαβε….
Και γω, που δεν του έμαθα έστω και τα λίγα, έχω ένα δυσάρεστο συναίσθημα . Ας αρκεστώ να του αφιερώσω ένα ποίημα. Το Ύμνος στο Θεό, του Μπρεχτ.
Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί και τους αφήνεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος και αόρατος
Και αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο σχέδιό σου.
Άφησες να πεθάνουνε οι νέοι και οι χαροκόποι
Μα αυτούς που θέλαν να πεθάνουν, δεν τους άφησες…
Πολλοί από κείνους που τώρα έχουν σαπίσει
Πιστεύανε σε σένα και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια
Γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
Πεθάνανε μακάριοι, όμως, και σαπίσαν παρευθύς.
Λέν πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν χωρίς εσένα να πεθάνουν.
Πες μου, τι σημασία έχει τ’ ότι δεν υπάρχεις;”.

1 σχόλιο:

Anef_Oriwn είπε...

Σχόλιο ΟΥΔΕΝ! Παρ’ όλο που περνούν πολλά από τον νουν μου!