Η
νίκη του Αναστασιάδη στις προεδρικές
εκλογές του φλεβάρη αποτελεί μια ανοιχτή
πρόκληση για την κοινωνία της μισθωτής
εργασίας και της βιοπάλης.
Το
πρόγραμμα διακυβέρνησης του Αναστασιάδη
και του ΔΗΣΥ είναι ένα πρόγραμμα
σύγκρουσης με τις κοινωνικές κατακτήσεις
των εργαζομένων, απορρύθμισης των
εργασιακών σχέσεων, υπονόμευσης του
κοινωνικού κράτους.
Είναι
ένα πρόγραμμα για την διευκόλυνση και
την υποστήριξη των μεγάλων επιχειρηματικών
συμφερόντων, χαλάρωσης –και όχι ενίσχυσης
όπως δημαγωγικά ισχυριζόταν ο Αναστασιάδης–
της κρατικής εποπτείας στην επιχειρηματική
δραστηριότητα.
Το
κόμμα του ΔΗΣΥ, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής
Δεξιάς στην Κύπρο, είναι ο πιο κυνικός
εκφραστής του ψυχρού ρεαλισμού των
διεθνών αγορών και του laissez-faire της
ελεύθερης αγοράς που φυσικοποιεί την
στυγνότητα της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης και των κοινωνικών
ανισοτήτων.
Μάταια
λοιπόν προσπαθούσε ο Αναστασιάδης και
το κόμμα του ΔΗΣΥ να κρύψουν πίσω από
τις υποκριτικές τους διαβεβαιώσεις για
τον σεβασμό της απεργίας των οικοδόμων
και την πρόθεση τους για επαναδιαπραγμάτευση
τάχα του μνημονίου την βαθιά τους πίστη
και τον ενθουσιασμό τους για την αχαλίνωτη
δύναμη ενός άγριου καπιταλισμού που
απειλεί να μετατρέψει ξανά την ευρωπαϊκή
ήπειρο στο λονδίνο της εποχής του Καρόλου
Ντίκενς. Αυτό είναι το όραμα τους για
τους εργαζόμενους, κύπριους, κοινοτικούς
και “παράνομους”.
Την
επόμενη περίοδο και μέσα στους κοινωνικούς
αγώνες που με μεγαλύτερη ένταση θα
ανοίξουν χρέος των κοινωνικών και
πολιτικών δυνάμεων που τοποθετούνται
από την μεριά του κόσμου της εργασίας
είναι η συμπαράταξη και ο κοινός αγώνας
συγκρότησης του πιο πλατύ κοινωνικού
μετώπου αντίστασης.
ΑΚΕΛ:
εκλογικοί αγώνες και στρατηγικές
στοχεύσεις
Η
αποσαφήνιση όμως του σε τι εναντιωνόμαστε
δεν εξαντλεί την συζήτηση για την
οικοδόμηση των αντιστάσεων και την
ευρύτερη προοπτική και στόχευση αυτών
των αγώνων.
Αντίθετα,
την επαύριο μιας εκλογικής ήττας της
Αριστεράς και την στιγμή που ολοκληρώνεται
η περίοδος μιας πρώτης διακυβέρνησης
του ΑΚΕΛ η αναγκαιότητα μιας τέτοιας
συζήτησης και ενός απολογισμού τόσο
της πρώτης κυβερνητικής εμπειρίας του
ΑΚΕΛ όσο και του γενικότερου πολιτικού
προσανατολισμού του κόμματος της
αριστεράς είναι επιβεβλημένη.
Για
το ΑΚΕΛ, η δυσαρέσκεια του κόσμου της
αριστεράς από την διακυβέρνηση Χριστόφια
αποδόθηκε κυρίως στις δυσμενείς συνθήκες
επί των οποίων το κόμμα κλήθηκε να
κυβερνήσει την προηγούμενη περίοδο και
την παγκόσμια οικονομική κρίση που
κλονίζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες,
οφειλόταν δηλαδή σε εξωγενή αίτια.
Ευθύνες για αυτήν την κατάσταση μπορούν
επίσης να αποδοθούν και στο εγχώριο
τραπεζικό σύστημα που με τις λανθασμένες
επιλογές του, την έλλειψη εποπτείας και
τις παραλείψεις του συνέβαλε σε ένα μη
παραγωγικό προσανατολισμό της κυπριακής
οικονομίας ενώ την ίδια στιγμή τοποθετούσε
την Κύπρο στο επίκεντρο μιας διεθνούς
χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Τα
πράγματα θα ήταν καλύτερα -σύμφωνα με
αυτό το σκεπτικό- εάν οι δυνάμεις της
Αντιπολίτευσης επιδείκνυαν μια
περισσότερο συναινετική στάση. Στην
στάση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων,
την συλλήβδην απαξιωτική κριτική τους,
την έλλειψη συνεργασίας μέσα στην Βουλή,
τα “μικρά πραξικοπήματα” μιας
αυτονομημένης ή μιας “κυβερνώσας”
Βουλής μπορεί κανείς να αναγνωρίσει
τις αιτίες που δεν επέτρεψαν στην
διακυβέρνηση Χριστόφια να ολοκληρώσει
με επιτυχία το κυβερνητικό της έργο.
Μέσα
από αυτήν την ερμηνεία η ηγεσία του ΑΚΕΛ
θα επιχειρήσει να διαχειριστεί με
ανώδυνο τρόπο την πολιτική πίεση μιας
απογοήτευσης του κόσμου της αριστεράς
από μια αριστερή διακυβέρνηση που όχι
μόνο δεν βελτίωσε τους όρους ζωής και
διαβίωσης της πλειοψηφίας των εργαζομένων
αλλά στο τέλος της θητείας της έφτασε
να νομοθετεί με ταχύτητα ριπής πυροβόλου
τις εντολές της Τρόικας.
Αντί
να προχωρήσει σε μια ειλικρινή και
ουσιαστική αποτίμηση της επιλογής ενός
αριστερού κόμματος να διεκδικήσει την
πολιτική εξουσία μιας καπιταλιστικής
κοινωνίας ξεκομμένης από κάθε προοπτική
σοσιαλιστικής μετάβασης της κοινωνίας
προτίμησε να κρυφτεί πίσω από τις
υποτιθέμενες ευθύνες των ΕΔΕΚ και ΔΗΚΟ
για την απόσυρση της στήριξης τους στην
προεδρία Χριστόφια. Έτσι, και με σκοπό
να διαχειριστεί επικοινωνιακά μια
“αναμενόμενη (;) κυβερνητική φθορά”, η
επιχειρηματολογία του ΑΚΕΛ θα διολισθήσει
σε ένα ρηχό αντιπολιτευτικό ύφος.
Τα
στελέχη όμως του ΑΚΕΛ έχουν μια
συσσωρευμένη εμπειρία συνεργασιών όπως
επίσης και την γνώση των κανόνων ενός
κοινοβουλευτικού παιχνιδιού λεπτών
ισορροπιών, υπόγειων συμφωνιών
παρασκηνιακών διευθετήσεων, κοινοβουλευτικών
και εξωκοινοβουλευτικών διευθετήσεων
της νομής της εξουσίας. Η επιλογή τους,
λοιπόν, μπροστά σε μια ζητούμενη αποτίμηση
της προεδρίας Χριστόφια να παριστάνουν
τους ανεύθυνους και τους προδομένους
από την ΕΔΕΚ και ΔΗΚΟ είναι μια στάση
κατώτερη των περιστάσεων.
Από
την ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ δεν περιμέναμε να
κινηθούν ενάντια στο κράτος της δεξιάς
και τους τραπεζίτες, τα επιχειρηματικά
συμφέροντα που απομυζούν τα δημόσια
οικονομικά για να στήσουν περιουσίες
πάνω σε εγγυημένες αποδόσεις, την
εργοδοσία που παρανομεί και αυθαιρετεί,
τον συσσωρευμένο πλούτο, την προκλητικά
χαμηλότερη φορολογία των επιχειρήσεων
στην Ευρώπη. Αυτό όμως που μας προβληματίζει
είναι η στρατηγική του κόμματος της
αριστεράς που επέλεξε να διεκδικήσει
την πολιτική εξουσία αποκομμένη από
οποιαδήποτε τέτοια προοπτική.
Το
ΑΚΕΛ δεν επεδίωξε, αναλαμβάνοντας την
προεδρία επί Χριστόφια, να πραγματοποιήσει
ρήξεις και ανατροπές με τις δυνάμεις
της συντήρησης. Ούτε και πρόταξε ποτέ
μια τέτοια προοπτική. Στην πραγματικότητα
συνέβει το ακριβώς αντίθετο. Η υποψηφιότητα
Χριστόφια ήρθε να υπηρετήσει την
δεδηλωμένη πρόθεση του κόμματος της
αριστεράς να διαχειριστεί την κρατική
εξουσία και να διευθύνει την οικονομία
της χώρας με την ίδια αποτελεσματικότητα
που το έκαναν και όλοι οι προηγούμενοι
πρόεδροι. Έτσι, στο τέλος, η στάση του
ΑΚΕΛ απέναντι στην Τρόικα και το Μνημόνιο,
η απροθυμία του να έρθει σε σύγκρουση
με όσους προκάλεσαν και επωφελήθηκαν
από την κρίση, η στήριξη που έδωσε το
ΑΚΕΛ ως κυβερνητικό κόμμα στο κυπριακό
τραπεζικό σύστημα μαζί με την παράλληλη
κοινωνικοποίηση των ζημιών τους και
την μείωση των μισθών των εργαζομένων
αποτέλεσαν δυστυχώς αναμενόμενα
επακόλουθα μιας συμφιλιωτικής με το
κεφάλαιο και την εργοδοσία στάσης.
Η
επιλογή του ΑΚΕΛ να διεκδικήσει την
προεδρία με την υποψηφιότητα Χριστόφια
αποτέλεσε έκφραση μιας ριζικής αλλαγής
της τακτικής της ηγεσίας του κόμματος.
Νιώθοντας πλέον αρκετά ισχυρή για να
περιορίζεται σε ρόλο φτωχού συγγενή
δεξιών κυβερνητικών πλειοψηφιών η
ηγεσία του ΑΚΕΛ επιχείρησε με την
υποψηφιότητα Χριστόφια να διεκδικήσει
έναν αυτόνομο πολιτικό ρόλο και αυξημένα
κομματικά μερίδια στο μοίρασμα της
εξουσίας. Η υποψηφιότητα Χριστόφια
συμπύκνωνε έτσι μια νέα στρατηγική του
κόμματος της αριστεράς για την ισχυροποίηση
της θέσης του ως συστημική δύναμη μέσα
στο αστικό πολιτικό σύστημα, την οργανική
ένταξη του στο τόξο των αστικών πολιτικών
δυνάμεων, την επιβεβαίωση της θέσης του
ΑΚΕΛ ως κόμμα εξουσίας, την ολοκλήρωση
μιας πορείας σοσιαλδημοκρατικοποίησης
του.
Είναι
μέσα σε αυτά τα πλαίσια που η υποψηφιότητα
Μαλά προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ
μιας αναμενόμενης μέν αλλά διαχειρίσιμης
κατά το δυνατόν ήττας και της ανάγκης
επιβεβαίωσης ενός κεντρώου/κεντροαριστερού
προσανατολισμού του κόμματος που θα
συνεχίζει να διατηρεί γέφυρες επικοινωνίας
με το μεσαίο χώρο επιβεβαιώνοντας το
ειδικό πολιτικό βάρος του ΑΚΕΛ ως
κόμματος εξουσίας.
Στην
πολιτική τοποθέτηση του ΑΚΕΛ μετά τις
εκλογές, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε
την καταφανή αναντιστοιχία των δηλώσεων
της ηγεσίας περί λήψης και αξιολόγησης
των πολιτικών μηνυμάτων των εκλογών
και την διακηρυσσόμενη στόχευσης της,
την επαύριο των εκλογών, προσέγγισης
του κεντρώου χώρου και της ΕΔΕΚ. Το ΑΚΕΛ
λειτουργώντας ως κόμμα εξουσιάς διεκδικεί
να συνομιλεί και να εκφράζει την ίδια
στιγμή όλη την κοινωνία: αριστερούς,
κεντρώους και δεξιούς, εργάτες και
επιχειρηματίες. Είναι με αυτήν την
έννοια που ενώ κάνει πως κλείνει το μάτι
σε δυσαρεστημένους από τα αριστερά
ψηφοφόρους του επιδιώκει την ίδια στιγμή
να διατηρήσει σταθερά προσηλωμένη την
προσοχή του σε μια κεντροαριστερή
κατεύθυνση και τη δεξαμενή ψήφων του
κέντρου.
Στην
νέα περίοδο που ανοίγει η εκλογή
Αναστασιάδη είναι πολύ πιθανόν το ΑΚΕΛ
να επιλέξει να δώσε το στίγμα μιας
μαχητικής αντιπολίτευσης. Να εστιάσει
ξανά τον πολιτικό του λόγο στους
εργαζόμενους και τα λαϊκά συμφέροντα
αντί της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών,
την “αξιοπιστία” και τις δανειακές
υποχρεώσεις της χώρας, να κρατήσει
δηλαδή αποστάσεις από τον τεχνοκρατικό
και διαχειριστικό κυβερνητικό λόγο που
μέχρι σήμερα είχε. Δεν θα αποτελέσει
έκπληξη ακόμη και μια επιστροφή ξανά
στο δρόμο της διαμαρτυρίας όπως συμβολικά
αποτυπώθηκε στον αγώνα των οικοδόμων
και μια νέα, αγωνιστική, στροφή της ΠΕΟ
–κυριολεκτικά πάνω στο νήμα των εκλογών.
Εάν
όμως δεν αμφισβητηθεί και αναιρεθεί ο
στρατηγικός προσανατολισμός του ΑΚΕΛ
για την ενσωμάτωση του στο αστικό
πολιτικό σύστημα, εάν δεν έρθει σε ρήξη
με μια τακτική ανακύκλωσης διαφορετικών
εν δυνάμει κοινοβουλευτικών συμμαχιών
που περιορίζει τον πολιτικό ορίζοντα
του ΑΚΕΛ σε έναν αγώνα κατάκτησης και
διαχείρισης της αστικής εξουσίας ως
λάφυρο ενός πολιτικού ανταγωνισμού
κομμάτων του κατεστημένου τότε το ρήγμα
μεταξύ της βάσης του κόσμου της αριστεράς
και του ΑΚΕΛ θα συνεχίσει να διευρύνεται
και οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες
θα στέκονται ολοένα και περισσότερο
αποστασιοποιημένοι από ένα αδιάφορο
γι’ αυτούς παιχνίδι κοινοβουλευτικών
ελιγμών.
Ζυμώσεις
και διακυβεύματα στο χώρο της πέραν του
ΑΚΕΛ αριστεράς
Ένα
ίσως από πιο τα αισιόδοξα σημεία αυτής
της προεκλογικής περιόδου ήταν οι
διεργασίες που έλαβαν χώρα στην αριστερά
πέραν του ΑΚΕΛ για το καθορισμό της
δικής της τοποθέτησης μέσα στην συγκυρία.
Η κοινή ανάγνωση των αδιεξόδων της
πολιτικής του ΑΚΕΛ και της βαρύτητας
που είχε για όλη την αριστερά της Κύπρου
η μνημονιακή στάση που υιοθετούσε το
μεγάλο κόμμα της αριστεράς συνέβαλε
στην αποσαφήνιση του πλαισίου μέσα στο
οποίο άνοιγε μια συζήτηση για την
αυτοτελή παρουσία ενός νέου χώρου στα
αριστερά του ΑΚΕΛ.
Ενδεικτική
αυτών των διεργασιών ήταν και η συζήτηση
που άνοιξε στο εσωτερικό της Επιτροπής
της Ριζοσπαστικής Αριστερής Συσπείρωσης
για τις δυνατότητες μιας αυτόνομης
αριστερής αντιμνημονιακής προεδρικής
υποψηφιότητας στις εκλογές που μας
πέρασαν –που ακόμη και αν δεν κατέληξε
σε ένα εκλογικό κατέβασμα συμπύκνωσε
παρόλα αυτά το στίγμα ενός ζητούμενου
προσανατολισμού.
Λίγο
αργότερα, στην συζήτηση που άνοιγε στην
ΕΡΑΣ σημειωνόταν πως «Ο Μαλάς είναι μια
επιλογή συνθηκολόγησης με τη Δεξιά και
την εργοδοσία. Αποδυναμώνει συνολικά
την αριστερά, εγκλωβίζει σε αδράνεια
τη βάση του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ, δεν εγγυάται
με κανέναν τρόπο την υπεράσπιση των
συμφερόντων του λαού και της εργατικής
τάξης και σπέρνει αυταπάτες ότι είναι
δυνατό στις συνθήκες αυτής της κρίσης
να διασφαλιστεί το κοινωνικό κεκτημένο
χωρίς ρήξη με τις κεντρικές επιλογές
της αστικής τάξης».
Μπροστά
στο ζήτημα της στάσης που θα υιοθετούσε
η ΕΡΑΣ στις εκλογές του φλεβάρη η
πλειοψηφία των συντρόφων και συντροφισσών
θα επέλεγε να μην στηρίξει κανένα
υποψήφιο εκτιμώντας πως η κριτική
στήριξη του Μαλά «δεν μπορεί να
λειτουργήσει σαν τακτική ενίσχυσης
-γενικά και αόριστα- κάποιας αριστερής
καταγραφής, μόνο και μόνο επειδή
στηρίζεται από το ΑΚΕΛ αλλά ούτε και
προετοιμάζει στοιχειωδώς το έδαφος της
ταξικής αντιπαράθεσης στις μνημονιακές
πολιτικές».
Θα
μειοψηφούσε έτσι η θέση που σημείωνε
πως «η καταψήφιση της δεξιάς και η
κριτική στήριξη στον Μαλά είναι η σωστή
επιλογή, παρά τις διαφωνίες με τις
πολιτικές του κατευθύνσεις, μέσα σε
περιβάλλον μιας δεξιάς εκλογικής
μετατόπισης στην Κύπρο και μιας
ενδεχόμενης εξασθένισης του ΑΚΕΛ που
δεν θα βελτιώνει τους όρους της ταξικής
πάλης με την εφαρμογή του μνημονίου».
Στην
απόφαση της πλειοψηφίας της ΕΡΑΣ θα
εστιάσουν αρκετοί φίλοι σύντροφοι
–εκτός ΕΡΑΣ ως επί το πλείστον- για να
κατακρίνουν το λάθος της μη στήριξης
του υποψηφίου της Αριστεράς σε αυτές
τις εκλογές. Στην επιχειρηματολογία
των συντρόφων θα επισημανθεί το ανορθόδοξο
μιας στάσης που δείχνει να υποτιμά τις
εκλογές και στέκεται αποστασιοποιημένη
μπροστά στην προοπτική νίκης της δεξιάς
“πριμοδοτώντας” την αποχή από τις
εκλογές.
Η
κριτική των συντρόφων είναι, κατά τη
γνώμη του γράφοντος, σωστή σε αυτό το
σημείο. Ακόμη και εάν ισχύει πως ήταν
τα πιο προχωρημένα, τα πιο ταξικά στοιχεία
του κόσμου της αριστεράς που αντιμετώπισαν
με σκεπτικισμό την υποψηφιότητα Μαλά,
που δεν πείστηκαν από αυτήν και που όταν
τελικα ψήφισαν τον υποψήφιο του ΑΚΕΛ
το έκαναν κυριολεκτικά την τελευταία
στιγμή και με μισή καρδία.
Μια
επανεξέταση της απόφασης αποχής της
ΕΡΑΣ έχει μια σημασία εάν κανείς
αναλογιστεί την επικίνδυνη δυναμική
που μπορεί να πάρει μια τάση αποστασιοποίησης
της κοινωνίας από την πολιτική, την
γενικευμένη απαξίωση των πολιτικών
ιδεολογιών, την αμφισβήτηση της διάκρισης
αριστεράς/δεξιάς και το φαινόμενο
ανάδυσης ενός νέου λαϊκισμού –τύπου
Λιλλήκα- που αναμεμειγμένου με εθνικισμό
διεκδικεί να καλύψει από τα δεξιά ένα
κενό πολιτικών εκπροσωπήσεων. Λέγοντας
όλα τα παραπάνω ο συγγραφέας αυτού του
σημειώματος στέκεται καταρχήν θετικά
–έστω και ετεροχρονισμένα- σε μια
κριτική στήριξη του υποψηφίου της
Αριστεράς με δεδομένο όμως πως αυτή η
στήριξη θα ήταν πράγματι μια κριτική
υποστήριξη που δεν θα αποκρύπτει τις
υπαρκτές πολιτικές διαφωνίες μας με το
ΑΚΕΛ παραδίδοντας απλώς στην ηγεσία
του κόμματος κάποιες ακόμη υπογραφές
υποστήριξης του υποψηφίου του.
Όλα
αυτά τα ζητήματα είναι πτυχές μιας
ευρύτερης συζήτησης που απασχολεί την
ΕΡΑΣ σχετικής με μια κεντρικής σημασίας
διαπίστωση της κρίσης των πολιτικών
εκπροσωπήσεων της κυπριακής κοινωνίας
από το σημερινό πολιτικό σύστημα και
την κρίση -μέσα σε αυτήν- της παραδοσιακής
αριστεράς να υπηρετήσει από την δική
της σκοπιά τα ευρύτερα λαϊκά συμφέροντα.
Σε αυτήν λοιπόν την συζήτηση οι συμβολές
φίλων συντρόφων εκτός ΕΡΑΣ είναι ασφαλώς
ευπρόσδεκτες. Είναι όμως στενάχωρο να
βλέπει κανείς από την μεριά αυτών των
συντρόφων η οξυδέρκεια των επισημάνσεων
τους να εξαντλείτε σε μια κριτική σχετικά
με την στάση αποχής της πλειοψηφίας της
ΕΡΑΣ αφήνοντας, την ίδια στιγμή, αναπάντητα
όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που αναδείχθηκαν
σε αυτήν την συζήτηση τόσο σε σχέση με
την εκλογική τακτική όσο και την ευρύτερη
στρατηγική τοποθέτηση του ΑΚΕΛ.
Σε
αυτήν την συζήτηση –που δεν αφορά απλώς
έναν ενδοαριστερό διάλογο αλλά την
κοινωνία όλη- οι φίλοι σύντροφοι θα
προτιμήσουν να μην τοποθετηθούν ευθέως.
Στις συμβολές των συντρόφων υπάρχει
πολύ χώρος για μια σειρά από παρατηρήσεις
σχετικά με την σημασία της ψήφου στη
αριστερά, την ιδιαιτερότητα της ιστορικής
συγκυρίας αυτών των εκλογών, τους
σχεδιασμούς και τις ευθύνες της εγχώριας
και ευρωπαϊκής δεξιάς αλλά δεν βρίσκουμε
τίποτα σχετικό με μια επί της ουσίας
συζήτηση αποτίμηση της υποψηφιότητας
της αριστεράς, το πρόγραμμα αυτής της
υποψηφιότητας, το πολιτικό της στίγμα
–σαν να είναι λυμένα αυτά τα ζητήματα,
να μην αφορούν και να μην προβληματίζουν
κανέναν άλλο παρά μόνο μια μειοψηφία
αγωνιστών της αριστεράς.
Αλλά
ακόμη και όταν εμπλέκονται τελικά σε
μια τέτοια συζήτηση –και εδώ ακριβώς
έγκειται η πολύ μεγάλη συμβολή της ΕΡΑΣ
σε αυτήν την δημόσια συζήτηση- φαίνεται
να στέκονται μετρημένοι και φειδωλοί
στις διαπιστώσεις τους: καμία κριτική
απέναντι στην τακτική του ΑΚΕΛ, καμία
αναφορά σχετικά με την χαμηλή συσπείρωση
του κόσμου της αριστεράς στην υποψηφιότητα
Μαλά, καμία εκτίμηση για τα αίτια της
μεγάλης αποχής των αριστερών ψηφοφόρων
σε αυτές τις εκλογές.
Στα
γραπτά των συντρόφων θα βρούμε μόνο την
επανεκπομπή των πολιτικών μηνυμάτων
που η ηγεσία του ΑΚΕΛ θέλει να περάσει
με ένα τρόπο που φανερώνει πως οι
σύντροφοι έχουν επιλέξει για τον εαυτό
τους τον άχαρο ρόλο ενός αριστερού
διερμηνέα μιας δεξιάς κομματικής
γραμμής.
Αυτή
η επιλογή όμως δεν μπορεί να γίνει δίχως
ένα τίμημα. Και το τίμημα σε αυτήν την
περίπτωση είναι η εμπέδωση μιας ηττοπαθούς
και συμβιβαστικής στάσης πολύ χειρότερη
από την ηττοπάθεια που καταλογίζουν
στην αποχή της ΕΡΑΣ. Και αυτό γιατί στην
δική τους στάση βρίσκεται ένας συμβιβασμός
με τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού,
τα μνημόνια και τις τρόικες, την ΕΕ, την
πολιτική της δεξιάς και τις
αποκρατικοποιήσεις. Είναι ένας συμβιβασμός
με την κυριαρχία του κεφαλαίου που μας
κάνει να τρέμουμε στην ιδέα πως μπορεί
να κλείσουν τράπεζες αλλά να θεωρούμε
ρεαλιστικό το να κόβουμε μισθούς και
μάλιστα να αναγνωρίζουμε και ένα
προοδευτικό τρόπο για να γίνει αυτό.
Είναι ένας συμβιβασμός με το σημερινό
πολιτικό σύστημα και τα όρια μιας
αριστερής διακυβέρνησης υποταγμένης
στο κυνικό ρεαλισμό της αστικής
διαχείρισης. Και είναι αυτός ο συμβιβασμός
που στέλνει στους νέους το μήνυμα μιας
απογοήτευσης από την πολιτική –και
ακόμη χειρότερα τους στέλνει σε αναζήτηση
μιας αντισυστημικής πολιτικής δύναμης
στο περιθώριο των φασιστικών οργανώσεων.
Στις
τοποθετήσεις όμως των φίλων συντρόφων
υπάρχει ένα ακόμη σημείο που μας
προβληματίζει. Διαβάζοντας την κριτική
που ασκούν πάνω στην απόφαση της ΕΡΑΣ
για αποχή βλέπουμε σαν να θεωρούν
προεξοφλημένη την στοίχιση των αριστερών
και ευρύτερα λαϊκών μαζών πίσω από το
ΑΚΕΛ και τον υποψήφιο του. Σαν να πρόκειται
για κάποια υποχρέωση και ένα ηθικό
καθήκον του κόσμου της αριστεράς να
συντάσσεται, δίχως όρους και προϋποθέσεις,
πίσω από τις αποφάσεις και τα κελεύσματα
της ηγεσίας του ΑΚΕΛ.
Έτσι
έχουμε μια περίεργη αντιστροφή: Απέναντι
στο ακροατήριο του κεντρώου χώρου η
επιχειρηματολογία για την στήριξη της
υποψηφιότητας Μαλά εκφράζεται ως μια
ανοιχτή πρόκληση και ένα ανοιχτό πολιτικό
συμβόλαιο που τόσο ο υποψήφιος όσο και
το κόμμα που τον υποστηρίζει οφείλουν
να τιμήσουν. Όταν όμως εστιάζουμε προς
τους αριστερούς ψηφοφόρους τότε η γραμμή
και το ύφος ξαφνικά αλλάζει. Όσο ο
υποψήφιος της Αριστεράς θα διεκδικεί
την ψήφο των κεντρώων και της “προοδευτικής”
δεξίας πασχίζοντας να ενσαρκώσει
καλύτερα από τους δεξιούς μια κυβέρνηση
εθνικού συνασπισμού, οι αριστεροί
ψηφοφόροι θα εγκαλούνται, με ύφος
κατηγορηματικής προσταγής και στην
βάση μιας αφηρημένης ιδεολογικής
έγκλησης, για την υποχρέωση τους –γενικά
και αόριστα- να ψηφίσουν τον υποψήφιο
του ΑΚΕΛ.
Όσοι
αριστεροί θα έχουν ενστάσεις ή διαφωνίες
σχετικά με την τακτική του ΑΚΕΛ θα
συναντήσουν την αυστηρή προειδοποίηση
πως τα ζητήματα αυτά είναι θέματα
εσωτερικής υπόθεσης. Και εδώ η συζήτηση
τελειώνει δίνοντας μας να καταλάβουμε
πως μια συζήτηση εξέτασης και απολογισμού
της τακτικής του κόμματος της αριστεράς
ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην ηγεσία
του. Όταν, λοιπόν, το κόμμα αποφασίζει
τότε μέλη και αριστεροί ψηφοφόροι
οφείλουν –για το καλό της αριστεράς-
να υπακούν σιωπηρά ακόμη και εάν έχουν
ενστάσεις ή κριτικές. Έτσι, στο τέλος
ακόμη και οι αριστεροί ψηφοφόροι
καλούνται να πειθαρχήσουν στις αποφάσεις
του κόμματος όπως λίγο πολύ τα μέλη του
ΑΚΕΛ οφείλουν να λειτουργούν κάτω από
το καθεστώς δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Στο
αντίποδα βέβαια αυτής της λογική, και
στο τρόπο που η ΕΡΑΣ θέλει να βλέπει τα
πράγματα, βρίσκεται η άποψη πως οι
αριστεροί δεν θα πρέπει να κρύβουν από
την κοινωνία οτι συζητάνε ελεύθερα.
Αντί κανείς να θεωρεί τις διαφωνίες
μέσα στην αριστερά ένα βαρίδιο και ένα
διαλυτικό φαινόμενο θα έπρεπε σε αυτές
να αναγνωρίζει την στέρεη βάση της
πολιτικής λογοδοσίας, της αξιολόγησης
και του ελέγχου/απολογισμού των γραμμών
μας. Είναι γι’ αυτό το λόγο που οι
πολιτικές διαφωνίες μέσα στην αριστερά
δεν μπορεί και να προσπεραστούν
ξορκίζοντας τες απλώς ως ένα σύμπτωμα
ή μια κακή κωμωδία.
Όταν
λοιπόν οι σύντροφοι, απευθυνόμενοι προς
την ΕΡΑΣ, δεν μας εκπλήσσει που φαίνεται
να μεταχειρίζονται –στην βάση αυτής
της αντίληψης σχετικά με τις δυνατότητες
μιας κριτική αξιολόγησης της τακτικής
της αριστεράς- μια ελλειμματική λογική
που κωδικοποιείται στον ακόλουθο
συλλογισμό: Η ΕΡΑΣ θέλει την συσπείρωση
της αριστεράς, το ΑΚΕΛ είναι η αριστερά
άρα η ΕΡΑΣ θα πρέπει να συσπειρωθεί πίσω
απο το ΑΚΕΛ/δεν θα πρέπει να βρεθεί εκτός
των γραμμών του κόμματος/δεν θα πρέπει
να λειτουργεί διασπαστικά ως προς αυτό.
Από
την δική μας μεριά, παρόλα αυτά, οφείλουμε
να επισημάνουμε στους φίλους συντρόφους
πως η συσπείρωση για την οποία μιλούν
προϋποθέτει την αναγνώριση της
πολυσυλλεκτικότητας των γραμμών της
αριστεράς, τον σεβασμό στην διαφωνία
και την κριτική, προϋποθέτει έναν ανοιχτό
και διαφανή πολιτικό διάλογο. Η συσπείρωση
της αριστεράς είναι, με άλλα λόγια, η
δυναμική μιας πολιτικής σύγκλισης πάνω
σε μια κοινή κατανόηση των πολιτικών
μας καθηκόντων στην συγκυρία που ως
τέτοια οφείλουμε να την επαναβεβαιώνουμε
διαρκώς. Το σίγουρο όμως, σε κάθε
περίπτωση, είναι πως η συσπείρωση της
αριστεράς δεν μπορεί να είναι απλώς ένα
στρατιωτικό παράγγελμα και μια προσταγή.
Τέλος,
η έννοια της συσπείρωσης δεν έχει μια
μονοσήμαντη ανάγνωση. Υπάρχει καταρχήν
η συσπείρωση της αριστεράς μέσα στους
κοινωνικούς αγώνες, στον αγώνα ενάντια
στα μνημόνια, απέναντι στο φασισμό και
τον εθνικισμό. Υπάρχει η συσπείρωση της
αριστεράς απέναντι στην εργοδοσία, την
δεξιά, στην σημερινή προεδρία Αναστασιάδη.
Η ΕΡΑΣ αποτελεί ένα εγχείρημα που από
θέση αρχής τοποθετείτε καταρχήν θετικά
απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις. Όμως
την ίδια στιγμή φιλοδοξεί να αποτελέσει
–όπως σημειώνεται με καθαρό τρόπο σε
ιδρυτικά της κείμενα- και “ένα εγχείρημα
μιας συντονισμένης οργάνωσης και δράσης
της πέραν του ΑΚΕΛ αριστεράς, ένα
εγχείρημα συσπείρωσης μιας κρίσιμης
μάζας αγωνιστών και αγωνιστριών που θα
μπορεί να παρέμβει με αποτελεσματικότητα
στην κυπριακή πολιτική σκηνή”. Είναι
γι’ αυτούς τους λόγους που μια απόκριση
του τύπου “η ΕΡΑΣ όφειλε γενικά να
στηρίξει Μαλά” ή πως “ χρέος των
αριστερών (και της ΕΡΑΣ) είναι να στηρίζουν
το ΑΚΕΛ” όχι μόνο δείχνει να μην
αντιλαμβάνεται αυτήν την πραγματικότητα
αλλά εκφράζει και μια στενά περιορισμένη
κατανόηση των πολιτικών διακυβευμάτων
στα οποία καλείται να απαντήσει η
σημερινή αριστερά.
Χρήστος
Τσέλιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου