Δεν
διαφωνεί κανείς, ούτε καν το Eurogroup, ότι
τα μέτρα που επιβάλλονται τώρα στην
κυπριακή οικονομία θα τη βυθίσουν σε
μια κυριολεχτικά πρωτοφανή ύφεση.
Πρόκειται για ένα σοκ τεραστίων
διαστάσεων που καταστρέφει εν ριπή
οφθαλμού ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης
μιας οικονομίας υπηρεσιών, που το
κυριότερο εξαγωγικό της προϊόν είναι
πρώτα οι υπηρεσίες (τραπεζικές, νομικές,
λογιστικές κ.λπ.) σε ξένες επιχειρήσεις
και μετά οι υπηρεσίες στους ξένους
περιηγητές.
Ωστόσο,
το ίδιο το Eurogroup, στην προσπάθειά του να
χειριστεί «πρωτότυπα» την κυπριακή
κρίση, θυσίασε στο βωμό της τουλάχιστον
δύο ιερές αγελάδες: Το απαραβίαστο
της ατομικής ιδιοκτησίας με το «κούρεμα»
καταθέσεων και την ελευθερία στη
διακίνηση κεφαλαίων με τις περιοριστικές
ρυθμίσεις που δεν αφορούν μόνο στη
διεθνή διακίνηση. Δημιούργησε έτσι
ένα θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει την
εφαρμογή εναλλακτικών οικονομικών
πολιτικών με στόχο τη μείωση της ύφεσης
και των επιπτώσεων της στους μισθούς,
τις συντάξεις, το ποσοστό απασχόλησης
και το «κοινωνικό κράτος».
Η
προκαταρτική συμφωνία τρόικας και
κυβέρνησης Χριστόφια προέβλεπε δάνειο
μέχρι και €17,5 δισ. Ωστόσο, οι ανάγκες
της κυπριακής οικονομίας καλύπτονται
με ένα πολύ χαμηλότερο ποσό. Με το
χειρότερο δυνατό σενάριο ύφεσης στην
κυπριακή οικονομία, οι κυπριακές τράπεζες
χρειάζονται κοντά στα €10 δισ. σύμφωνα
με το διεθνή οίκο αξιολόγησης. Άλλα
€6 δισ. προβλέπονται για ανανέωση των
ήδη υφιστάμενων ομολόγων δημοσίου που
θα λήξουν την προσεχή περίοδο (δεδομένου
ότι οι αγορές αρνούνται να τα’ ανανεώσουν)
και €1,5 δισ. για τις άμεσες ανάγκες
χρηματοδότησης του κράτους. Έτσι
συμπληρώνονται τα €17,5 δισ.
Στην
πραγματικότητα, οι ανάγκες της κυπριακής
οικονομίας δεν ξεπερνούν σε καμία
περίπτωση τα €10-12 δισ., πρώτον γιατί οι
ανάγκες των τραπεζών είναι σαφώς
υπερτιμημένες από το διεθνή οίκο και
την τρόικα και δεύτερον γιατί τα €6 δισ.
για αναχρηματοδότηση του δημόσιου
χρέους, αν δεν εκλείψουν μόλις εξυγιανθεί
το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, μπορεί
να τύχουν πιο λεπτού χειρισμού: Το €1,5
δισ. ομολόγων που λήγουν τον Ιούνιο
είναι εξωτερικό χρέος και πρέπει να
πληρωθεί αν δεν επιτευχθεί συμφωνία
ανανέωσης με τους δανειστές. Το
υπόλοιπο ποσό του εσωτερικού δανεισμού
μπορεί ν’ ανανεωθεί υποχρεωτικά. Σε
αντίθεση με το ελληνικό δημόσιο χρέος,
το κυπριακό παραμένει ακόμη και τώρα
(ως ποσοστό του ΑΕΠ) πολύ κάτω από τον
μέσο όρο στην ευρωζώνη.
Αυτά
τα €10-12 δισ. μπορούν να εξασφαλιστούν
εν μία νυχτί χωρίς μνημόνιο και δανειακή
σύμβαση, τρόικα και πολιτικές λιτότητας,
διαμέσου του εσωτερικού, υποχρεωτικού
δανεισμού. Οι καταθέσεις στην Κύπρο
φθάνουν αυτή τη στιγμή τα €67 δισ., εκ
των οποίων λιγότερο από τα μισά (γύρω
στα €30) αντιστοιχούν σε καταθέσεις κάτω
των €100.000. Θα μπορούσε λοιπόν η
κυπριακή κυβέρνηση ν’ αποφύγει το
κούρεμα των καταθέσεων κάτω από €100.000
για να σεβαστεί και τη σχετική ευρωπαϊκή
οδηγία και να χρησιμοποιήσει, κατά μέσο
όρο, το 30-35% των υπόλοιπων μεγάλων
καταθέσεων όλων
των τραπεζικών ιδρυμάτων για
εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος
και για υποχρεωτικό δανεισμό στο κράτος.
Το ποσοστό της υποχρεωτικής απομείωσης
των καταθέσεων θα μπορούσε να οριστεί
με κλιμακωτό τρόπο ανάλογα με το ύψος
της κατάθεσης και να εξαιρεθούν απ’
αυτό ταμεία προνοίας συντάξεων και
δημόσιων οργανισμών. Ένα μέρος από
τα χρήματα της απομείωσης, ας πούμε αυτό
των πιο μεγάλων καταθέσεων, θα μπορούσε
αντιστοιχηθεί με τα επισφαλή δάνεια
και τις υποθήκες τους που θα παραχωρηθούν
σε ένα ιδιωτικό οργανισμό διαχείρισής
τους με κρατική εποπτεία. Δηλαδή θα
δοθούν μετοχές αυτού του οργανισμού
στους καταθέτες ανάλογα με το ποσό του
κουρέματος. Δημιουργείται δηλαδή
μια ενιαία «κακή τράπεζα» για να περιλάβει
όλα τα επισφαλή δάνεια και τις διασφαλίσεις
τους. Αμέσως προκύπτει ένα
υγιές τραπεζικό σύστημα χωρίς επισφάλειες
και σύντομα με διαθέσιμη ρευστότητα από
τους τόκους που θα εξοικονομούνται από
τις καταθέσεις.
Ένα
άλλο μέρος από αυτά τα χρήματα θα θεωρηθεί
«υποχρεωτικός», εσωτερικός δανεισμός
του κράτους με αντίκρισμα ομόλογα
φυσικού αερίου, έτσι που να μην χρειαστούν
περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών
παροχών.
Παράλληλα,
θα πρέπει να περιοριστεί περαιτέρω το
μέγεθος του χρηματοπιστωτικού συστήματος
με την εκποίηση όλων των τραπεζικών
παραστημάτων στο εξωτερικό σε τιμές
λιγότερο εξευτελιστικές από τις
«ελληνικές».
Επιβάλλεται
εθνικοποίηση των προβληματικών τραπεζών,
δηλαδή σε ένα πρώτο στάδιο της Λαϊκής
και της Τράπεζας Κύπρου που δέχθηκαν
ήδη κρατική στήριξη, και αναδιάρθρωσή
τους σε μια ενιαία, κρατική τράπεζα.
Μόνο έτσι είναι δυνατό ν’ αποκτήσουν
ξανά την αξιοπιστία τους. Το κράτος
έχει πολύ πιο πολλά μέσα για ν’ αντέξει
τους κραδασμούς και να εγγυηθεί την
επιβίωση του τραπεζικού συστήματος και
την ομαλή λειτουργία του. Ας μην
ξεχνάμε ότι το 2008-2009, η Αγγλία διαχειρίστηκε
(αποτελεσματικά) την τραπεζική της κρίση
μέσω της εθνικοποίησης. Επιβάλλονται
ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές στην
οργανωτική δομή των τραπεζών που να
περιλαμβάνουν απομάκρυνση και τιμωρία
των ηγετικών στελεχών τους που ευθύνονται
για την κρίση. Αυτή η τιμωρία
επιβάλλεται όχι για ικανοποίηση
(κατανοητών) εκδικητικών διαθέσεων,
αλλά για ν’ αποκατασταθούν το ταχύτερο
τα «συναλλαχτικά ήθη», που αποτελούν
αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής
σταθερότητας.
Η
νέα εθνική τράπεζα της Κύπρου θα πρέπει
να λειτουργήσει με κριτήριο όχι το άμεσο
κέρδος και την κερδοσκοπία, αλλά με
κριτήριο την οικονομική ανάπτυξη στα
πλαίσια ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου.
Μια νέα πολιτική χαμηλών επιτοκίων
είναι πρωταρχικής σημασίας τόσο για
την επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,
όσο και για τη βιωσιμότητα των ιδιωτικών
προς το παρόν ακόμη ασφαλών δανείων των
οποίων η βιωσιμότητα θα κινδυνεύσει
λόγω της ύφεσης.
Ο
ELA έχει ήδη σχεδόν εξαντλήσει το όριο
των €10 δισ. που προβλέπεται για την
Κύπρο. Ωστόσο, με την εξυγίανση του
τραπεζικού συστήματος και τους
περιορισμούς στην διακίνηση κεφαλαίων
δεν θα χρειαστεί ιδιαίτερη ενίσχυση
του τραπεζικού συστήματος με νέα
ρευστότητα. Η ΕΚΤ δεν έχει κανένα
απολύτως λόγο ν’ αρνηθεί στην Κύπρο
μια προσωρινή επέκταση του ορίου του
ELA.
Άλλωστε,
σε διπλωματικό επίπεδο, θα πρέπει να
δοθεί έμφαση σε μια εκστρατεία που να
εξηγεί ότι φορτώνεται στην Κυπριακή
Δημοκρατία ένα «απεχθές χρέος» τουλάχιστον
€10 δισ. Πρόκειται για τα €5,5 δισ. του
ELA που στήριξαν το ευρωπαϊκό τραπεζικό
σύστημα μέσω των παραρτημάτων κυπριακών
τραπεζών στην Ελλάδα: Πέραν από τη νομική
πτυχή του θέματος που σίγουρα δεν βοηθά,
υπάρχει και μια ουσία που πρέπει και
μπορεί να αξιοποιηθεί σε διπλωματικό
επίπεδο. Πρόκειται επίσης για τα
€4,5 δισ. ζημίας λόγω του κουρέματος του
ελληνικού, δημόσιου χρέους: Δεν είναι
ούτε λογικό, ούτε ηθικά ορθό να χάνει
μια μικρή χώρα το 25% του ΑΕΠ της λόγω
μιας ευρωπαϊκής απόφασης, έστω και αν
συμμετείχε σ’ αυτήν. Η κυπριακή
οικονομία δέχτηκε ένα ασύμμετρο σοκ το
οποίο θα έπρεπε να τύχει ειδικής
μεταχείρισης.
Με
την αξιοποίηση των τραπεζικών καταθέσεων
εξασφαλίζονται οι άμεσες ανάγκες
χρηματοδότησης των τραπεζών και του
κράτους. Χρειάζεται όμως ν’ αυξηθούν
τα δημόσια έσοδα ούτως ώστε να προσεγγίσουν
ως ποσοστό του ΑΕΠ το μέσο όρο της
ευρωζώνης (υστερούν περίπου κατά 4
μονάδες). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί
με τα πιο κάτω μέτρα που εν μέρει
επιβάλλονται και τώρα από το Εurogroup:
Α.
Αύξηση του εταιρικού φόρου από το 10% στο
12,5% σε πρώτη φάση. Αυτή η μικρή αύξηση
ελάχιστα θα επηρεάσει τις δραστηριότητες
των ξένων εταιριών στην Κύπρο, αλλά θα
αποφέρει €150-200 εκ. το χρόνο και περισσότερα
όταν το ΑΕΠ επανέλθει στα φυσιολογικά
του υψηλά επίπεδα αύξησης.
Β.
Ν’ αυξηθεί ο ανώτατος φορολογικός
συντελεστής σε εισοδήματα π.χ άνω των
€50.000.
Γ.
Αύξηση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας
μόνο για τη μεγάλη ιδιοκτησία με
κλιμακωτούς συντελεστές.
Δ.
Συμπερίληψη της εκκλησίας στο φορολογικό
πακέτο χωρίς καμιά ευνοϊκή μεταχείριση
και δήμευση εκκλησιαστικής γης, ως μέτρο
αναδρομικής φορολογικής επιβάρυνσης.
Η δημευμένη εκκλησιαστική γη θα
μπορούσε να χρησιμεύσει ως διασφάλιση
για εξασφάλιση εξωτερικού δανείου για
ένα ταμείο κοινωνικής αλληλεγγύης με
στόχο να αμβλυνθούν οι κοινωνικές
συνέπειες της κρίσης στα πιο ευάλωτα
στρώματα.
Ε.
Αύξηση του φόρου πολυτελείας σε εισαγόμενα
καταναλωτικά προϊόντα, όπως π.χ. σε
αυτοκίνητα πάνω από 1600 κυβικά. Κάτι
τέτοιο θα συνέβαλλε και στην εξοικονόμηση
ενέργειας που επίσης είναι εισαγόμενη.
Δ.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να είμαστε
αντίθετοι στην επιβολή κάποιου μικρού
τέλους στις κερδοσκοπικού χαρακτήρα
χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Η
φορολόγηση των καταθέσεων εμπίπτει στο
ευρύτερο πλαίσιο συμβολής του πλούτου
και των ψηλών εισοδημάτων στην αντιμετώπιση
της κρίσης.
Με
την πιο πάνω σειρά μέτρων η Κύπρος δεν
χρειάζεται μνημόνιο γιατί και οι άμεσες
ανάγκες χρηματοδότησης καλύπτονται
και το δημοσιονομικό πλαίσιο τίθεται
σε μια πιο δίκαιη, ισορροπημένη και
ορθολογική βάση. Αξίζει ν’ αναφερθεί
ότι αυτή τη στιγμή, λόγω της ύφεσης, το
εξωτερικό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών
είναι θετικό στην Κύπρο, άρα δεν χρειάζεται
(άλλη) νομισματική υποτίμηση: Το «κυπριακό»
ευρώ είναι ήδη άτυπα υποτιμημένο γιατί
αν θέλω να επενδύσω €100 στην Κύπρο που
έχω στο εξωτερικό, εύκολα βρίσκω κάποιον
να μου τα δώσει στην Κύπρο έναντι €70 ή
€80 που θα πάρει από μένα στο εξωτερικό.
Ας μην ξεχνούμε επίσης ότι μια
ενδεχόμενη άταχτη έξοδος από το ευρώ
και ανεξέλεγκτη υποτίμηση της κυπριακής
λίρας σημαίνει άμεση, κατακόρυφη πτώση
του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών
στρωμάτων και δεν θα οδηγήσει, λόγω της
δομής της οικονομίας, σε σημαντική
βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η
οικονομία της Κύπρου χρειάζεται στροφή
προς παραγωγικές δραστηριότητες υψηλής
προστιθέμενης αξίας και ριζική
μεταρρύθμιση των κρατικών μηχανισμών
προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης
και του κοινωνικού κράτους.
Οι
πιο πάνω ιδέες εμπνέονται από το Ισλανδικό
μοντέλο διαχείρισης της κρίσης που
προσαρμόζεται σε συνθήκες νομισματικής
ένωσης: Αν δεν μειώσουμε το «κοινωνικό
κεκτημένο» και «εξάγουμε» μέρος της
κρίσης με στοχευμένο άλλα όχι «ρατσιστικό
κούρεμα» καταθέσεων, αν απαξιώσουμε
κυρίως μη παραγωγικό κεφάλαιο, θα
μειώσουμε όσο το δυνατό λιγότερο την
εγχώρια ζήτηση και θ’ αποφύγουμε ένα
φαύλο κύκλο εσωτερικής υποτίμησης κατά
το ελληνικό πρότυπο. Δεν έχουμε τη
βιομηχανική υποδομή της Ιρλανδίας για
ν’ ανακάμψουμε εντός μνημονίου σχετικά
γρήγορα, έχουμε όμως την ευελιξία της
μικρής οικονομίας όπως και η Ισλανδία.
Το
μνημόνιο έχει άλλωστε ένα κόστος πέραν
από τους «τόκους» του και είναι άκρως
αμφίβολο αν τα νομοσχέδια που προϋποθέτει
(π.χ. για τις ιδιωτικοποιήσεις ημικρατικών
οργανισμών) θα «περνούν» αβίαστα από
τη βουλή και τους άμεσα ή έμμεσα
επηρεαζόμενους. Η απεμπλοκή από το
μνημόνιο δεν σημαίνει μόνο αποκατάσταση
της αξιοπρέπειας του κυπριακού λαού.
Ίσως να σημαίνει και διάσωση των
εισοδημάτων του φυσικού αερίου που τώρα
κινδυνεύει να καεί ως εξυπηρέτηση
χρέους.
Σταύρος
Τομπάζος
Πανεπιστήμιο
Κύπρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου