του Owen Jones*
“Δογματικοί παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις”, “στηρίζουν
περιθωριακές πολιτικές που αγκαλιάζονται από ελάχιστες και ύποπτες μειοψηφίες”,
“προάγουν χρεωκοπημένες αντιλήψεις που, εάν εφαρμοστούν, θα σημάνουν την
καταστροφή”. Τέτοιες είναι οι κατηγορίες που εκτοξεύονται εδώ και χρόνια κατά
της αριστεράς από τους κορυφαίους συνήγορους “μετριοπαθών” πολιτικών προτάσεων,
όπως είναι, ας πούμε, η παράνομη εισβολή σε χώρες με θύματα εκατοντάδες
χιλιάδες νεκρούς ή η εφαρμογή περικοπών που ακόμα και η κ. Θάτσερ θα μπορούσε
μόνο να ονειρεύεται.
Πώς εισπράττεται όμως το ακραίο και καθόλου δημοφιλές ενδεχόμενο της
ιδιωτικοποίησης των Βρετανικών Ταχυδρομείων; Σύμφωνα με δημοσκόπηση της YouGov, τα
δύο-τρίτα των Βρετανών είναι αντίθετοι. Ακόμα και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων
του Συντηρητικού κόμματος τοποθετείται ενάντια. Μόνο 4% από αυτούς συνεχίζει να
υπερασπίζεται σθεναρά το ξεπούλημα και αυτής της δημόσιας υπηρεσίας, μια ακόμα
ένδειξη του πόσο λίγοι είναι οι σκληροπυρηνικοί της ελεύθερης αγοράς.
Το μέγεθος της αντίθεσης στην ιδιωτικοποίηση των
Βρετανικών Ταχυδρομείων δεν αποτελεί έκπληξη. Οι Βρετανοί έχουν υποστεί ένα πείραμα ξεπουλήματος των δημόσιων
υπηρεσιών τους που διαρκεί εδώ και τρεις δεκαετίες. Μετά από πολλά χρόνια πρωτοκαθεδρίας, οι μαζορέττες του εξτρεμισμού της ελεύθερης
αγοράς οφείλουν να παραδεχτούν ότι απέτυχαν να κερδίσουν την υποστήριξη ή έστω
την ανοχή του Βρετανικού λαού. Πρόσφατη δημοσκόπηση
έδειξε ότι το 61% θεωρεί πως οι κύριες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπως αυτές
της ενέργειας και του νερού, απέδιδαν καλύτερα ενόσω υπάγονταν στο δημόσιο
τομέα. Μόνο το 25% των πολιτών συνεχίζει να προκρίνει τις ιδιωτικές εταιρείες.
Όλες οι δημοσκοπήσεις φανερώνουν ότι ο Βρετανικός λαός επιθυμεί να δει τους
σιδηροδρόμους να επιστρέφουν στη διαχείριση του δημοσίου. Το γεγονός ότι πολύ
λίγα μέλη του κοινοβουλίου αφουγκράζονται αυτές τις φωνές συνιστά πραγματικό
κόλαφο για την πολιτική ελίτ και το όλο επίπεδο της Βρετανικής δημοκρατίας.
Αυτή η λαϊκή ετυμηγορία είναι, χωρίς αμφίβολα, απόρροια της ίδιας της
εμπειρίας. Ο φορολογούμενος πληρώνει σήμερα τα τριπλάσια για τη συντήρηση των
ιδιωτικοποιημένων σιδηροδρόμων από όταν η διαχείρισή τους ανήκε στο κράτος. Οι
τιμές των εισιτηρίων εκτοξεύθηκαν πάνω από τον πληθωρισμό, καθιστώντας τη χρήση
αυτού του μέσου μαζικής μεταφοράς απρόσιτη για εκατομμύρια οικογένειες.
Ταυτόχρονα, οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες είναι κατακερματισμένες και χαοτικές.
Οι ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας και νερού καταληστεύουν τους καταναλωτές, τη
στιγμή που οι μισθοί υφίστανται τη μεγαλύτερη συμπίεση που γνώρισαν στον καιρό
μας.
Αυτή η τελευταία εκδήλωση εξτρεμισμού από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς
έρχεται τη στιγμή που το δόγμα “ο ιδιωτικός τομέας καλός, ο δημόσιος τομέας
κακός” έχει μπει σε περιπέτειες. Οι εταιρίες παροχής υπηρεσιών ασφάλειας G4S και Serco κατηγορούνται για υπερχρέωση του κράτους για την ηλεκτρονική παρακολούθηση παραβατών, καθώς και για τη
χρέωση του κράτους για παρακολουθήσεις ατόμων που είτε έχουν αποβιώσει είτε δεν
τέθηκαν ποτέ υπό παρακολούθηση. Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, η G4S απέτυχε να
παράσχει τον απαιτούμενο αριθμό φρουρών ασφάλειας, αφήνοντας το κράτος – ποιον
άλλο; – να καλύψει το κενό. Εκείνες τις μέρες, ο Συντηρητικός υπουργός Philip Hammond
παραδέχτηκε ότι το όλο επεισόδιο υπέσκαψε την “προκατάληψη [του] ότι πρέπει να
βλέπουμε πώς διεκπεραιώνει ο ιδιωτικός τομέας για να μάθουμε πώς πρέπει να
λειτουργούμε ως κυβέρνηση”.
Ο κατάλογος τέτοιων περιπτώσεων δεν σταματά εδώ. Πάρτε για παράδειγμα την
εταιρία A4e, ιδιωτική εταιρία ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού και εξεύρεσης εργασίας.
Εκτός του ότι σήμερα υπόκειται σε έρευνες για εξαπάτηση του δημοσίου, η μέχρι
πρότινος εκτελεστική διευθύντρια της εταιρίας, Emma Harrison, παραιτήθηκε αφού πρώτα φιλοδώρησε τον
εαυτό της με ένα μέρισμα ύψους 8,6 εκατομμυρίων στερλινών, σε βάρος του
δημοσίου. Υπάρχει επίσης το ζήτημα των σχεδίων PFI (της
χρηματοδότησης δηλ. δημόσιων έργων από ιδιωτικά κεφάλαια), που
αναπτύχθηκαν ραγδαία κατά την τελευταία διακυβέρνηση των Εργατικών, και τα
οποία επιφόρτισαν το φορολογούμενο με χρέη δισεκατομμυρίων στερλινών. Και στη
συνέχεια, βέβαια, υπάρχει και εκείνο το “ελάχιστο” ζήτημα των τραπεζών που
κατέρρευσαν: δεν ήταν το δόγμα της ελεύθερης αγοράς που τις διέσωσε – ήταν το
κράτος.
Τα επιχειρήματα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των Βρετανικών Ταχυδρομείων
είναι συντριπτικά, ακόμα κι αν προς στιγμή αφήσουμε κατά μέρος τις αποτυχίες
όλων των υπόλοιπων υπηρεσιών που πέρασαν σε ιδιωτικό έλεγχο. Πρόκειται για μια
κερδοφόρα επιχείρηση, που την προηγούμενη χρονιά απέφερε κέρδη της τάξης των
440 εκατομμυρίων στερλινών. Αποτελεί φυσικό μονοπώλιο. Η δεξιά δεξαμενή σκέψης Bow Group εισηγείται
τώρα το κλείσιμο των ταχυδρομείων στην επαρχία και την αύξηση της τιμής των
γραμματοσήμων.
Ο εξτρεμισμός της ελεύθερης αγοράς που προάγεται από το μεγαλύτερο “κόμμα”
στη Βρετανία – από το νεοφιλελεύθερο κέντρο των υποστηρικτών του Μπλερ
(Εργατικοί), των υποστηρικτών του Κάμερον (Συντηρητικοί) και της Πορτοκαλιάς
Βίβλου των Φιλελεύθερων Δημοκρατών – βρίθει υποκρισίας. Γιατί ο σύγχρονος
καπιταλισμός στην πραγματικότητα στηρίζεται πάνω στο κράτος και τη γενναιοδωρία
των κυβερνήσεων: για να διασώζουν τις τράπεζες, να χρυσοπληρώνουν τις
εργολαβίες που εκχωρούν στον ιδιωτικό τομέα, να δίνουν φορολογική πίστωση στους
εργοδότες που προσλαμβάνουν με εξευτελιστικούς μισθούς, και για να τσεπώνουν οι
ιδιοκτήτες ακινήτων τα οικιστικά επιδόματα που εκδίδει η κοινωνική πρόνοια
εξαιτίας της μαζικής εκποίησης των εργατικών (δημοτικών) κατοικιών – ο
κατάλογος είναι ατελείωτος.
Είναι πολλοί οι εξτρεμιστές της ελεύθερης αγοράς που έχουν άμεσα ωφεληθεί
από το δόγμα τους. Πάρτε για παράδειγμα την Patricia Hewitt, μια πάλαι ποτέ
αριστερή που “ανελίχθηκε” σε υπουργό
Υγείας της σοσιαλ-νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Μπλερ: πρόσφατα διορίστηκε ως
διευθυντικό στέλεχος της BUPA, μιας εταιρίας που έχει πολλά να επωφεληθεί από
την ιδιωτικοποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS). Ο «Εργατικός» λόρδος Norman Warner που
υποστηρίζει την αποψίλωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, είναι εκ των προέδρων
του ιδιωτικού κονσόρτσιουμ Healthcare Gateway και σύμβουλος της τεχνολογικής εταιρείας Xansa, εταιρίες
στις οποίες οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης των Συντηρητικών εγγυώνται ένα λαμπρό
μέλλον. Η πολιτική της «ανοικτής πόρτας» των εξτρεμιστών της ελεύθερης αγοράς
έχει αποδειχτεί πολύ προσοδοφόρα για μερικούς.
Τα στοιχεία που καταρρίπτουν τη δαιμονοποίηση του δημόσιου τομέα
αποσιωπούνται μονίμως από τα ΜΜΕ και την πολιτική ελίτ της χώρας. Η κυβέρνηση
προγραμματίζει την επαναϊδιωτικοποιήση της κεντρικής σιδηροδρομικής αρτηρίας
της East Coast, παρ’ ότι ο ανεξάρτητος Ρυθμιστής των Βρετανικών Σιδηροδρόμων την έχει
αναδείξει ως την “πιο αποδοτική σιδηροδρομική υπηρεσία”. Όλα αυτά καταδεικνύουν
ότι όλοι όσοι είναι αντίθετοι στον εξτρεμισμό της ελεύθερης αγοράς δεν πρέπει
να τηρούν μια αμυντική στάση ή να ανέχονται να τους χρωματίζουν ως
συντηρητικούς αντίπαλους της “μεταρρύθμισης” (ένας όρος κλεμμένος και παραποιημένος
για να ορίζει τις “ιδιωτικοποιήσεις” και “περικοπές”). Όταν η μεταπολεμική
Εργατική κυβέρνηση κρατικοποίησε βασικούς τομείς της οικονομίας, δημιούργησε
μια πυραμιδωτή διάρθρωση μη-δημοκρατικά ελεγχόμενων δημόσιων οργανισμών. Χωρίς
την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων
και των χρηστών αυτών των υπηρεσιών, λίγοι ήταν σε θέση να αντισταθούν
αποτελεσματικά όταν η Θάτσερ άρχισε να ξεπουλά τα “ασημικά της οικογένειας”.
Είναι καιρός να απαιτήσουμε μια νέα μορφή δημοκρατικής, κοινωνικής
ιδιοκτησίας. Ας πάρουμε την περίπτωση των σιδηροδρόμων. Εύκολα θα μπορούσαν να
μετατραπούν σε ιδιοκτησία του δημοσίου, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση: το
κράτος θα μπορούσε απλά να αναλάβει τη διαχείρισή τους κατά τη λήξη των
υφιστάμενων συμβολαίων με ιδιωτικές εταιρίες. Αντί όμως να τους διαχειρίζονται
γραφειοκράτες της κεντρικής κυβέρνησης, μπορεί να δοθεί στους εργαζόμενούς τους
και στους επιβάτες το δικαίωμα ψήφου για την εκλογή των δικών τους αντιπροσώπων
στο διοικητικό συμβούλιο. Η ίδια λογική θα μπορούσε να ισχύσει και στις
τράπεζες, και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, και στα Βρετανικά Ταχυδρομεία, κ.ο.κ.
– δημιουργώντας έτσι το πλαίσιο στο οποίο οι διάφορες υπηρεσίες θα μπορούν να
ανταποκριθούν στις ανάγκες των χρηστών τους, αντί να τις ξεπουλούν στα ιδιωτικά
συμφέροντα που πρώτα και κύρια ενδιαφέρονται για τη μεγιστοποίηση των κερδών
τους και όχι για την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών.
Καθώς οι εξτρεμιστές της ελεύθερης αγοράς περιφρονούν για πολλοστή φορά τη
θέληση του Βρετανικού λαού, είναι καιρός να περάσουμε στην αντεπίθεση. Το
καταστροφικό ξεπούλημα μιας ακόμα δημόσιας υπηρεσίας δεν θα σημαίνει απλά τη
συνέχιση του υφιστάμενου στάτους κβο. Δημοκρατία και όχι ιδιωτικοποιήσεις: αυτό
πρέπει να είναι το σύνθημά μας.
(*) Τακτικός αρθρογράφος της Βρετανική Independent –
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Independent στις 15 Ιουλίου 2013
Μετάφραση-απόδοση: Μερόπη Τσιμίλλη-Μιχαήλ
και Δάφνος Οικονόμου