ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΦΛΩΡΕΝΤΙΝ & ΔΑΦΝΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
|
Σε χώρες του Δυτικού κόσμου γίνονται
μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και καταλήψεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη φτώχια.
Οι πιο χτυπητές ονομασίες των κινητοποιημένων είναι οι «Αγανακτισμένοι» και «Είμαστε
το 99%».
Οι εκδηλώσεις για την επέτειο της
φονικής έκρηξης στο Μαρί είχαν την ιδιομορφία να δηλώνουν οι συμμετέχοντες «Αγανακτισμένοι»
ή «Αφυπνισμένοι», αλλά να εξυπηρετούν τις επιδιώξεις του 1%.
Μπορεί το μεγαλύτερο τους μέρος να
μην ανήκει κοινωνικά στο 1 %, ούτε να είχε συνείδηση ότι αυτούς εξυπηρετεί.
Ωστόσο, τιμώμενο πρόσωπο
και ήρωας των πρόσφατων επετειακών εκδηλώσεων ήταν ο Πόλυς Πολυβίου. Εκτός από τη
σεπτή παρουσία του στην εκδήλωση στο Μαρί, στη συγκέντρωση έξω από το Προεδρικό
αναμεταδίδονταν αποσπάσματα από το περιβόητο του «πόρισμα». Ο Πολυβίου ανήκει
στο 1%, και μάλιστα στο πιο τοξικό του κομμάτι, στο τραπεζικό κατεστημένο. (Για
λεπτομέρειες δες το οnline περιοδικό Δέφτερη
Ανάγνωση, «Τα τραπεζικά κυκλώματα: Οικογενειοκρατία, δικηγόροι και
τραπεζίτες στην Τράπεζα Κύπρου»).[1]
Ο Χριστόφιας κατηγορήθηκε χαιρέκακα:
«Όποιος βάζει αυτογκόλ είναι άξιος της μοίρας του». Με απορία: «Μα πως του
κατέβηκε να βάλει τον Πολυβίου;» Και βέβαια με αφ’ υψηλού αυστηρότητα: «Τραυμάτισε
ανεπανόρθωτα τους θεσμούς μη αποδεχόμενος το πόρισμα της μονομελούς
διερευνητικής που ο ίδιος διόρισε». O Πολυβίου αντίθετα χαιρετίστηκε από
ολόκληρη τη Δεξιά – δηλαδή το κατ’ εξοχήν κατεστημένο – ως ο «πρώτος» που
τόλμησε, «επιτέλους», να τα βάλει με το κατεστημένο.
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ
Αυτά, επιεικώς, είναι ανοησίες. Ο Πολυβίου και το
πόρισμα του καθόλου δεν ξέφευγαν της πεπατημένης: Και σε αυτή την περίπτωση
είχαμε ένα μέλος του οικονομικού κατεστημένου να υπηρετεί το κατεστημένο,
αυτούς που έχουν στα χέρια τους την πραγματική εξουσία. Για όποιον δεν είναι
αφελής ώστε να πιστεύει ότι πράγματι ο Πολυβίου εξέτασε τα γεγονότα και
κατέληξε σε αντικειμενικά συμπεράσματα, η επιλογή του από τον Χριστόφια καθώς
και η όλη στάση και συμπεριφορά του ίδιου του Πολυβίου αντανακλούν απλά τις
οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες της περιόδου.
Όταν ο Χριστόφιας επέλεξε τον Πολυβίου ήταν ήδη φανερό
ότι την ηγεσία των κινητοποιήσεων για το Μαρί είχαν πάρει τα πιο ακραία σοβινιστικά
ακόμα και νεοναζιστικά στοιχεία. Από αυτούς που εδώ και χρόνια προπηλακίζουν
την ηγεσία του ΔΗΣΥ ως εθνοπροδοτική στα μνημόσυνα του Γρίβα ή ματαιώνοντας
εκδηλώσεις του ΔΗΣΥ στο οίκημα του ΑΠΟΕΛ. Ο Χριστόφιας επέλεξε λοιπόν ένα καθαρόαιμο
δεξιό της «ρεαλιστικής σχολής» στο Κυπριακό[2],
στην παράδοση Κληρίδη και Αναστασιάδη. Ο Πολυβίου είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν
σημαίνουσα προσωπικότητα της Δεξιάς και άρα δεν μπορούσε να κατηγορηθεί ότι θα
έκανε χάρες στην Αριστερά. Και ανήκε συγχρόνως σε μια πολιτική κατηγορία σχεδόν
εξίσου μισητή στην σοβινιστική ηγεσία των συγκεντρωμένων έξω από το προεδρικό
όσο και ο Χριστόφιας.
Γιατί
το χάσμα που χώριζε τον Πόλυ Πολυβίου – πρώην καθηγητή του Lincoln College της Οξφόρδης, μέλος της Ελληνοκυπριακής
διαπραγματευτικής ομάδας στη Γενεύη τον Αύγουστο του 1974 και «γόνο επιφανούς
οικογένειας νομικών» – από τους ντεσπεράντο ακροδεξιούς που συντηρούσαν το
ντελίριο έξω από το προεδρικό έμοιαζε για άβυσσος. Ο Πολυβίου αφιέρωσε ολόκληρα
βιβλία στην απόκρουση του απορριπτικού «παραλογισμού». Επικαλούμενος δήλωση του
Δ. Χριστόφια για την «αξιοθρήνητη» κατάσταση του «εσωτερικού μετώπου», πρόσαπτε στο μεγαλύτερο μέρος της απορριπτικής (και όχι
μόνο) πολιτικής ηγεσίας «ένα κράμα αφέλειας, ρηχής σκέψης, άγνοιας, παραγνώρισης
των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος, και εσκεμμένης παραπλάνησης». Επιμένοντας
ότι:
«[θ]α πρέπει να αποκλεισθούν “λύσεις” διπλής
ένωσης, διχοτόμησης, συνομοσπονδίας και συνειδητής συνέχισης του αδιεξόδου. Οι
μόνες επιλογές κατ’ ουσίαν είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία… ή η
συνέχιση της υφιστάμενης κατάστασης… απλούστατα διότι δεν προσφέρεται
οποιαδήποτε άλλη αποδεκτή λύση.»[3]
Πως εξηγείται λοιπόν ότι ο Πολυβίου αποφάσισε να
παραδώσει τον Χριστόφια στους
σοβινιστές μπράβους του ΕΛΑΜ;
σοβινιστές μπράβους του ΕΛΑΜ;
Το καλοκαίρι του 2011 η «παράδοξη» περίοδος όπου η
επίσημη συμπολίτευση του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ λειτουργούσε ως αξιωματική αντιπολίτευση
και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΔΗΣΥ ως ανεπίσημη συμπολίτευση έφτανε γοργά στο
τέλος της.[4]
Το Μαρί συνέπεσε με τη δημοσιοποίηση της επικείμενης
εκρηκτικής κατάληξης των προβλημάτων των ελληνικών τραπεζών και του ελληνικού
δημόσιου χρέους. Οι οικονομικοί παράγοντες – μεταξύ αυτών και ο μεγαλοδικηγόρος
και εκ των διοικητών της Τράπεζας Κύπρου Πόλυς Πολυβίου – γνώριζαν ήδη πόσο
καταστροφικές θα ήταν οι επιπτώσεις του τζόγου των τραπεζών με τα ελληνικά ομόλογα.
Για αυτούς το βασικό ζητούμενο διαγραφόταν με σαφήνεια.
Πως θα εξαναγκάζονταν οι κύπριοι εργαζόμενοι να πληρώσουν τα σπασμένα; Πως θα εφαρμοζόταν
και εδώ η γνωστή από άλλες χώρες συνταγή;: «Διάσωση» των τραπεζών από το κράτος.
Αποτέλεσμα, κίνδυνος χρεοκοπίας του δημόσιου τομέα. Ταχυδακτυλουργική
μετατόπιση και απόδοση ευθυνών στο δήθεν «χρόνια νοσούντα» και «σπάταλο»
δημόσιο τομέα από τους πολιτικούς της Δεξιάς και τα ΜΜΕ. Οι εργαζόμενοι
πληρώνουν την «εξυγίανση» του Δημόσιου Τομέα με περικοπές των πιο σημαντικών
δημόσιων δαπανών, στην Δημόσια Υγεία (τραγική ειρωνεία), στην Δημόσια Εκπαίδευση,
στις Συντάξεις, με τη μείωση του αριθμού των εργαζόμενων στις δημόσιες υπηρεσίες.
Η μείωση των εισοδημάτων μεγάλου αριθμού εργαζόμενων μεταδίδει την κρίση σε
ολόκληρη την οικονομία και μαζί έρχονται όλα τα υπόλοιπα βασανιστήρια που
συνοδεύουν την κατ’ ευφημισμό «λιτότητα».
ΔΕΞΙΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ
Να σημειωθεί ότι ο κρατικός προϋπολογισμός γίνεται ελλειμματικός αρκετά πριν την
κρίση των τραπεζών και τη διάσωση τους. Δεν έγινε όμως ελλειμματικός εξαιτίας
κάποιας κακοδιαχείρισης από την κυβέρνηση Χριστόφια, όπως επαναλαμβάνουν οι προπαγανδιστές
της Δεξιάς. Το ίδιο συνέβηκε σε πολλά άλλα κράτη, πολλά με Συντηρητικές κυβερνήσεις.
Ο μηχανισμός λίγο διαφέρει ανάμεσα στις διάφορες εθνικές οικονομίες. Η έκθεση
όλων στην διεθνή οικονομία σημαίνει ότι η διεθνής οικονομική κρίση συρρικνώνει
παντού την οικονομική δραστηριότητα και μαζί τα φορολογικά έσοδα. Ο κρατικός
τομέας γίνεται «προβληματικός» επειδή αναλαμβάνει τα βάρη του προβληματικού,
σπάταλου και επιρρεπή σε κρίσεις ιδιωτικού
τομέα. Τον οποίο όμως κανένας τους δεν καταγγέλλει. Ούτε για τα υπέρογκα
εισοδήματα των μετόχων, ιδιοκτητών και μάνατζέρ του, ούτε για την ανώφελη σπατάλη
της διαφήμισης. Ούτε για την ακραία ανευθυνότητα πρακτικών όπως της «πατέντας»
των φαρμακοβιομηχανιών σε φάρμακα που θα μπορούσαν να σώσουν αναρίθμητες ζωές. Ούτε
για την αναποτελεσματικότητα που προκύπτει από τα εμπορικά και τεχνολογικά
εταιρικά μυστικά. Ούτε για τη διάσταση ανάμεσα στην δημοκρατία και τον αυθαίρετο
έλεγχο που ασκούν στις πιο ζωτικές ανθρώπινες δραστηριότητες οι κεκλισμένων των
θυρών συνεδριάσεις των διοικήσεων των εταιρικών κολοσσών.
Αρκετοί στο χώρο της Αριστεράς ελπίζουν πως μια
κυβέρνηση του ΑΚΕΛ θα καταφέρει να διαχειριστεί αποτελεσματικά τη βαθειά οικονομική
κρίση, και να λειτουργήσει ικανοποιητικά ως ασπίδα για τους εργαζόμενους, χωρίς
να μπει σε τροχιά ρήξης με βασικές δομές και ιεραρχίες του συστήματος. Οι
ελπίδες αυτές μέρα με τη μέρα, δυστυχώς, διαψεύδονται. Όχι γιατί μειονεκτεί το
ΑΚΕΛ ως διαχειριστής, αλλά εξαιτίας του χαρακτήρα της ίδιας της – διεθνούς,
συστημικής – κρίσης. Όμως η προπαγάνδα της Δεξιάς και προπαντός του ΔΗΣΥ, πως αυτό
ξέρει και μπορεί να διαχειριστεί την κρίση καλύτερα από το ΑΚΕΛ θα ήταν για
γέλια αν δεν ήταν καιρός για κλάματα. Κατηγορούν το ΑΚΕΛ ότι «δεν καταλαβαίνει
τον σημερινό κόσμο»! Μια ματιά στα πρόσφατα «κατορθώματα» των δεξιών
κυβερνήσεων σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο, πείθει για τη σοφία της παροιμίας: «Απ’
ον αντρέπεται ο κόσμος εν δικός του». Η αλήθεια είναι ότι οι ιδιοκτήτες αυτού του
κόσμου, σε εποχές κρίσης όχι μόνο μπορούν αλλά – για να επιβληθούν – χρειάζεται να είναι ξεδιάντροποι.
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Οι
δεξιές οικονομικές και πολιτικές ελίτ και τα ΜΜΕ προσπαθούν λοιπόν να
μεταμφιέσουν τη δική τους κρίση, την κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας στο
νεοφιλελεύθερο της στάδιο, σε κρίση του δημόσιου τομέα και της πολιτικής του
ΑΚΕΛ και του Χριστόφια. Φάνηκε όμως από την αρχή πως αυτό δεν θα ήταν και τόσο
εύκολη υπόθεση. Άρπαξαν οπότε την ευκαιρία που τους έδινε η τραγωδία στο Μαρί, για
να συμπληρώσουν – να θυμίσουμε – την αποπροσανατολιστική ρατσιστική εκστρατεία
εναντίον της «σπατάλης» για τους αιτητές πολιτικού ασύλου, που μεσουρανούσε εκείνη
την περίοδο.
Αν κοιτάξει κανείς τη χρονική διαδοχή των γεγονότων,
θα δει πως και γιατί η τραγωδία του Μαρί χρησιμοποιήθηκε για να ρίξει στάχτη
στα μάτια του κόσμου. Τρεις μέρες πριν
την έκρηξη στο Μαρί στις ειδήσεις κυριαρχεί η συμφωνία στην οποία κατέληξαν όλα
τα κόμματα – της Δεξιάς και του ΑΚΕΛ – για την «αναγκαιότητα λήψης σοβαρών
μέτρων λιτότητας». Όχι προφανώς εξαιτίας του Μαρί, που ακόμα δεν είχε συμβεί,
αλλά γιατί τα κύματα από την ελληνική κρίση πλησίαζαν όλο και πιο ορμητικά τις
κυπριακές οικονομικές ακτές.
Ο Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ, όμως, επέμεναν πως αυτό θα
έπρεπε να γίνει με τον παλιό καλό τρόπο – με τη σύμφωνη γνώμη των συντεχνιών,
με «κοινωνικό διάλογο»:
«Όλοι
οφείλουν να επιδείξουν το σεβασμό στις διαδικασίες του κοινωνικού διαλόγου και
οι όποιες προτάσεις για τροποποιήσεις στους όρους απασχόλησης ή στα δικαιώματα
των εργαζομένων να είναι αποτέλεσμα διαλόγου και διαβούλευσης… [Ο]ι φορείς και
οι εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού ας συγκρατήσουν λίγο τις ορέξεις τους και
να μην τα θέλουν όλα υπέρ του πλούτου…Τα κόμματα τα οποία απ’ αφορμή την
οικονομική κρίση άδραξαν την ευκαιρία να κτυπήσουν το συνδικαλισμό, να αλλάξουν
ρότα.» (Χαραυγή, 8/7/2011 – 3 μέρες πριν
την έκρηξη στο Μαρί)
Αυτό ήταν κάτι που δεν σκόπευε να κάνει το 1%. Λίγες
μέρες μετά το Μαρί ο
Χριστόφιας ανακοίνωνε ότι έπρεπε να περιμένουν να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις του με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι οποίες δεν είχαν δεχθεί τις προτάσεις των πολιτικών. «Δεν υπάρχει χρόνος» για τέτοιες διαβουλεύσεις ήταν η «γραμμή» που έθεσαν σε κυκλοφορία οι διάφοροι οικονομικοί παράγοντες. Ο πρόεδρος του ΚΕΒΕ, Μάνθος Μαυρομάτης, δήλωνε χαρακτηριστικά ότι για τον δημόσιο τομέα «δεν υπάρχει πλέον χρονικό περιθώριο» και «η ανάγκη διαλόγου δεν μπορεί να χρησιμοποιείτε ως δικαιολογία για την καθυστέρηση στη λήψη μέτρων» (Φιλελεύθερος, 9/7/2011). Οι παπαγάλοι του κεφαλαίου στη σφαίρα της πολιτικής και στα ΜΜΕ επαναλαμβάνουν έκτοτε ευλαβικά αυτό το τροπάρι. Ο ΔΗΣΥ έφτασε στο σημείο να κατηγορεί τον Χριστόφια πως αντί για Πρόεδρος προσπαθεί να το παίξει «συνδικαλιστής».
Χριστόφιας ανακοίνωνε ότι έπρεπε να περιμένουν να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις του με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι οποίες δεν είχαν δεχθεί τις προτάσεις των πολιτικών. «Δεν υπάρχει χρόνος» για τέτοιες διαβουλεύσεις ήταν η «γραμμή» που έθεσαν σε κυκλοφορία οι διάφοροι οικονομικοί παράγοντες. Ο πρόεδρος του ΚΕΒΕ, Μάνθος Μαυρομάτης, δήλωνε χαρακτηριστικά ότι για τον δημόσιο τομέα «δεν υπάρχει πλέον χρονικό περιθώριο» και «η ανάγκη διαλόγου δεν μπορεί να χρησιμοποιείτε ως δικαιολογία για την καθυστέρηση στη λήψη μέτρων» (Φιλελεύθερος, 9/7/2011). Οι παπαγάλοι του κεφαλαίου στη σφαίρα της πολιτικής και στα ΜΜΕ επαναλαμβάνουν έκτοτε ευλαβικά αυτό το τροπάρι. Ο ΔΗΣΥ έφτασε στο σημείο να κατηγορεί τον Χριστόφια πως αντί για Πρόεδρος προσπαθεί να το παίξει «συνδικαλιστής».
Η κατάργηση του «κοινωνικού διαλόγου» ήταν το άνοιγμα
της αυλαίας στην μετωπική επίθεση της Δεξιάς και του οικονομικού κατεστημένου
εναντίον των εργαζομένων. Αυτό απαιτούσε την εξουδετέρωση των οργανώσεων τους
και της συνδικαλιστικής τους ηγεσίας – αριστερής και δεξιάς αδιακρίτως. Ο για δεκαετίες παγιωμένος ρόλος και θέση τους
έπρεπε να κατεδαφιστούν πάραυτα. Αυτό απαιτούσε την εξουδετέρωση, επιπλέον, του
Προέδρου και του κόμματος της Αριστεράς, που έδειξαν διάθεση να λειτουργήσουν σαν
πολιτική ασπίδα του συνδικαλιστικού κινήματος.
Ήταν αυτά τα νέα δεδομένα που άλλαξαν τη σχέση του, «ρεαλιστή»
στο Κυπριακό μεν, εκπρόσωπου των τραπεζών δε, Πόλυ Πολυβίου με τους ξεσαλωμένους
σοβινιστές και φασίστες έξω από το Προεδρικό. Μετατρέποντάς την από πολιτικά
αδιανόητη σε ευκαιρία για εξουδετέρωση του ΑΚΕΛ. Όχι μόνο, ούτε καν κύρια, ως του
διαχρονικού εκλογικού τους αντίπαλου, αλλά ως του άμεσου πολιτικού και
ιδεολογικού εμποδίου στην γρήγορη και σε βάθος καταλήστευση της κυπριακής
εργατικής τάξης και των υπόλοιπων φτωχών στρωμάτων – του 99%. Να θυμίσουμε πως την
ίδια περίοδο άνθισε η συμμαχία Αβέρωφ Νεοφύτου και Νικόλα Παπαδόπουλου, που δεν
ήταν παρά μια επανάληψη της συμμαχίας του ρεαλιστή Πολυβίου με τους άγριους
απορριπτικούς έξω από το Προεδρικό σε επίπεδο πολιτικής κορυφής.
ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Η ελληνοκυπριακή Δεξιά, οι πολιτικοί διεκπεραιωτές των
αναγκών του 1%, εδώ και δεκαετίες έχουν να χειριστούν δυο προβλήματα: Το πρώτο
είναι το Κυπριακό στο οποίο προ πολλού έχει εμπεδωθεί ότι η Δεξιά είναι
διασπασμένη ανάμεσα στους υποστηρικτές μιας «συμφωνημένης συμβιβαστικής λύσης» και
στους «απορριπτικούς» αντίπαλους της. Οι «ενδοτικοί», παρόλα τα
σκαμπανεβάσματα, έστω και άτυπα, συνεργάζονται με το ΑΚΕΛ στο Κυπριακό. Το δεύτερο
πρόβλημα είναι βέβαια η Δεξιά να εξυπηρετεί όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται τις
ανάγκες του 1% στην κυριαρχία του πάνω στο 99%. Έχει να αντιμετωπίσει δηλαδή
ένα εξωτερικό (Τουρκία και τουρκοκύπριοι) και ένα εσωτερικό (εργαζόμενοι)
εχθρό.
Απέναντι σε αυτόν τον δεύτερο εχθρό η κυπριακή Δεξιά δεν
υπήρξε ομοιογενής, είτε στις μεθόδους της, είτε στο ποιό τμήμα του κεφαλαίου υπηρετούσε
πρωτίστως. Ήταν όμως πάντα ομόφωνη στο ότι οι απλοί εργαζόμενοι πρέπει να είναι
έτοιμοι να αποδεχτούν τις ρυθμίσεις-«θυσίες» που κρίνει το κεφάλαιο αναγκαίες, και
βέβαια πάντα στο όνομα του «καλού της εθνικής μας οικονομίας».
Από την εποχή του πολέμου του 1974 και του μετέπειτα «οικονομικού
θαύματος», αυτή η ανάγκη έμοιαζε να ικανοποιείται, με τις λιγότερες αναταράξεις,
από την πολιτική της «τριμερούς συνεργασίας», μεταξύ κράτους, εργοδοτών και
εργαζομένων, όπως αυτοί εκπροσωπούνταν από τις κατά γενική παραδοχή «υπεύθυνες»
συνδικαλιστικές τους οργανώσεις.
Ήταν μια κατάσταση που έμοιαζε να ωφελεί όλες τις
πλευρές. Και πλαισιώνονταν από σεβαστούς από όλες τις πλευρές – τουλάχιστον στα
λόγια – θεσμούς όπως η ΑΤΑ, ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, και κυρίως οι
συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι κρατικές μεσολαβήσεις, και η παράδοση της
συνεννόησης ανάμεσα σε κυβέρνηση, βουλή και εκπροσώπους των εργαζομένων και των
εργοδοτών. Μια διαδικασία γνωστή με το όνομα «κοινωνικός διάλογος», όρο που τελευταία
υπενθυμίζουν συχνά οι συντεχνίες, η κυβέρνηση και το ΑΚΕΛ.
Σε ένα πολιτικό σύστημα όπου το ένα από τα δύο
κυρίαρχα κόμματα αυτοχαρακτηρίζεται κομμουνιστικό, η πάλη των τάξεων είναι
αναπόφευκτα μια έννοια και μια πραγματικότητα γνωστή στις πλατιές μάζες των εργαζομένων,
πολύ πέρα από το χώρο της Αριστεράς. Διεξαγόταν όμως ταυτόχρονα μέσα από
διαδικασίες ιδιόμορφα εξημερωμένες.
Το ΑΚΕΛ ανέβαλε επίσημα τον «αγώνα για τον σοσιαλισμό»
για το «μετά τη λύση του Κυπριακού» μέλλον – ταυτίζοντας, αυθαίρετα νομίζουμε,
αυτή την αναβολή με τη διασφάλιση μιας σχετικά εξημερωμένης διεξαγωγής της ταξικής
πάλης. Έμοιαζε με κόμμα που έπαιρνε εμπόλεμη στάση μόνο όταν αντιμετώπιζε τον Δυτικό
ιμπεριαλισμό, τους «ντόπιους εκφραστές και πράκτορες του» και την Τουρκία. Η
συμμετοχή του στην πάλη των τάξεων, στην άμεση τοπική της έκφραση, δεν είχε
σταματήσει. Αυτή όμως έμοιαζε περισσότερο με μια σειρά από φιλικές ποδοσφαιρικές
συναντήσεις, ή, σπανιότερα, με αγώνες μποξ, που πάντα όμως διεξάγονταν εντός σταδίου
– με κανόνες, διαιτητές και όρους – παρά με ολικό πόλεμο στον οποίο όλα
επιτρέπονται. Με το τέλος κάθε αγώνα αναμενόταν οι διαγωνιζόμενοι να δώσουν τα
χέρια και να συνεχίσουν ως «Κύπριοι», «χωρίς νικητές και ηττημένους», και όχι ως
οι εργοδότες από τη μια και οι εργαζόμενοι από την άλλη.
Σε ποίο βαθμό η νεοφιλελεύθερη καταιγίδα που πλήττει τις
οικονομίες της «ελεύθερης αγοράς» από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άργησε να
έρθει στην Κύπρο εξαιτίας της παρουσίας του μεγαλύτερου και ανθεκτικότερου
παγκόσμια Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια Δυτική χώρα; Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον
αλλά και καθόλου απλό ερώτημα που αξίζει να απασχολήσει. Το βέβαιο είναι ότι θεσμοί
όπως η ΑΤΑ δέχτηκαν κατά καιρούς επιθέσεις από τμήματα του οικονομικού
κατεστημένου, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν το ποθητό για αυτούς αποτέλεσμα. Από
την άλλη, οι περισσότεροι εργοδότες φαίνεται να ήταν – ως τώρα! –
ικανοποιημένοι σε γενικές γραμμές από την «εργατική ειρήνη» και την «κοινωνική
συνοχή», για να χρησιμοποιήσουμε την κουτοπόνηρη φράση του συρμού, που
συνόδευαν την πολιτική της «τριμερούς συνεργασίας».
Ήταν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα ιδεολογικής κυριαρχίας
του «Κυπριακού» και της προσπάθειας λύσης του και σε κλίμα συναίνεσης για μια όσο
το δυνατόν ειρηνική διεξαγωγή της ταξικής πάλης, που το ΑΚΕΛ μπορούσε να
συμμαχεί με δεξιά κόμματα, να στηρίζει κυβερνήσεις, να συμμετέχει σε
κυβερνήσεις και, τελικά, μετά από πολλά, να αναδείξει το ίδιο τη δική του κυβέρνηση.
Οι καιροί όμως άλλαξαν. Η παγκόσμια οικονομική κρίση
και η τοπική της έκφραση μέσα από την κρίση χρέους του τραπεζικού συστήματος,
δεν ευνοούν πια πολιτικές και θεσμούς όπως ο «κοινωνικός διάλογος». Οι
συντεχνίες, όσο «υπεύθυνα» και να φέρονται, δεν βολεύουν την απεγνωσμένη προσπάθεια
της οικονομικής ολιγαρχίας να σώσει την κατάσταση, εφαρμόζοντας τις ίδιες νεοφιλελεύθερες
φόρμουλες που οδήγησαν στη σημερινή παγκόσμια κρίση, αλλά σε ακόμα πιο άγρια
μορφή. Το Κυπριακό και οι σχετικές διαφωνίες ανάμεσα στις οικονομικές και
πολιτικές ελίτ – μια πραγματικότητα που επέτρεπε προηγούμενα στο ΑΚΕΛ να
ελίσσεται και να συναλλάσσεται με δεξιές πολιτικές δυνάμεις – μπήκε σε περίοδο
χειμερίας νάρκης, που προοιωνίζεται πολύ πιο ανθεκτική από προηγούμενες. Κάτι
που εξηγείται και από το γεγονός ότι η «ευρωπαϊκή τακτική» της ελληνοκυπριακής
άρχουσας τάξης, τουλάχιστον προς το παρόν, μπαίνει και αυτή στον πάγο: Η
Ευρωπαϊκή Ένωση, το καρότο και το ραβδί με τα οποία δελέαζαν αλλά και εκβίαζαν
τους τουρκοκύπριους και την Τουρκία, σήμερα έχει επιεικώς ξεθωριάσει. Τα νέα δεδομένα
αποδίδει παραστατικά η Σλοβένα ευρωβουλευτής, Tanja Fajon, στους New York Times:
«Αυτά που γίνονται στην Ευρώπη ήδη
προκαλούν αρνητικές ψυχολογικές επιδράσεις … [Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και
στην ευρωζώνη] ήρθε σαν η εκπλήρωση ενός ονείρου… Πρόκειται όμως για ένα όνειρο
που καταρρέει μπροστά στα μάτια μας.»[5]
Όσο για τον «κοινωνικό διάλογο», την «εργατική ειρήνη»
και την «κοινωνική συνοχή», οι εκπρόσωποι του 1%, ιδιαίτερα αυτοί που γνωρίζουν
από πρώτο χέρι τα προβλήματα των τραπεζών, όπως ο Πολυβίου, ήξεραν ότι είχε έρθει
ή ώρα η θεσμοθετημένα εξημερωμένη πάλη των τάξεων να αντικατασταθεί από τον ολοκληρωτικό
ταξικό πόλεμο. Αν ο Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ δεν έδειχναν διατεθειμένοι να
πετάξουν στα σκουπίδια την πραγματικότητα που τούς όριζε ως ένα αριστερό Πρόεδρο
και ένα αριστερό εργατικό κόμμα, τότε έπρεπε να πεταχτούν και οι ίδιοι στα
σκουπίδια.
Αυτόν ακριβώς το ρόλο βρέθηκε σε θέση να παίξει ο Π. Πολυβίου.
Τον έπαιξε εξυπηρετώντας όχι κάποιες προσωπικές φιλοδοξίες ή δημαγωγικές
παρορμήσεις του, αλλά τις πραγματικές ανάγκες του συστήματος που υπηρετεί – των
κυπριακών τραπεζών ιδιαίτερα – οι οποίες άρχισαν να οξύνονται και να γίνονται ευρύτερα
αντιληπτές κατά την μετά το Μαρί θερμή εποχή.
Μπορεί το ΑΚΕΛ και ο Χριστόφιας να έβαλαν αυτογκόλ διορίζοντας
τον Πολυβίου, αλλά αυτό δεν έγινε ούτε από βλακεία ούτε από ανικανότητα. Ίσως
από κεκτημένη ταχύτητα; Αν κάτι διευκόλυνε το αυτογκόλ, αυτό ήταν ίσως η αδυναμία
του ΑΚΕΛ όχι να κατανοήσει τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά να το πάρει απόφαση πως
για πρώτη φορά από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας μπαίναμε και στην Κύπρο
σε περίοδο ανοιχτού και ανένδοτου ταξικού πολέμου – σαφώς κηρυγμένου από το
κεφάλαιο, από το 1%.
Οι όποιες εκκλήσεις σήμερα για «ενότητα» με όλους ή
έστω με την «προοδευτική κεντροδεξιά» δεν έχουν κανένα περιεχόμενο. Η
συμπεριφορά ολόκληρου του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου, οι συνεχείς καταγγελίες
κατά της κυβέρνησης για «αναποφασιστικότητα στη λήψη μέτρων σωτηρίας της
οικονομίας» τα οποία στρέφονται κατά των εργαζομένων – συμπεριλαμβανομένης της
ενίοτε διφορούμενης ΕΔΕΚ – δείχνει καθαρά πως έχουν όλοι τεθεί στην υπηρεσία
των αναγκών του κεφαλαίου.
«Βρισκόμαστε όλοι στο ίδιο καράβι» ήταν η έκκληση του νεοδιορισμένου
τότε υπουργού Οικονομικών, Κίκη Καζαμία, τρεις βδομάδες μετά την έκρηξη στο
Μαρί. Οι τελευταίοι που πείθονται από τέτοια είναι τα μέλη της Ομοσπονδίας
Εργοδοτών και Βιομηχάνων και οι συνάδελφοί τους στις τράπεζες, έστω και αν αυτή
η προτροπή συμπυκνώνει τη δική τους παραδοσιακή προπαγάνδα.
Ο αντικομμουνισμός στις μέρες μας έπαψε να είναι
βίτσιο και αγκύλωση κάποιων περιθωριακών ακροδεξιών. Σήμερα γίνεται ένα από τα
βασικά ιδεολογικά όπλα όλων αυτών που έχουν κηρύξει τον πόλεμο στους
εργαζόμενους. Για αυτό η Αριστερά οφείλει να βρει νέους τρόπους πολιτικής παρέμβασης
και νέους συμμάχους. Οι ηγεσίες των περισσοτέρων συντεχνιών, με
χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τον Γλ. Χατζηπέτρου της ΠΑΣΥΔΥ, αλλά ακόμα
και στελέχη της ΣΕΚ, έχουν σε πολλές περιπτώσεις σταθεί αντιμέτωποι με την νεοφιλελεύθερη
Δεξιά, και στο πλάι της Αριστεράς. Σε τέτοιες συμμαχίες θα πρέπει να προσανατολιστεί
η Αριστερά για να ενισχύσει τους αγώνες των μισθοσυντήρητων, των φοιτητών, των
ανέργων, των συνταξιούχων, και όλων των άλλων θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού – του
99%.
Οι ειδήσεις του ΡΙΚ στις 30 Ιουλίου σημείωναν ότι «η
ΠΑΣΥΔΥ διαμηνύει ότι ο μισθωτός δεν είναι η εύκολη λύση». Αυτή είναι και η
απάντηση στον Πολυβίου και το σινάφι του, της Τρόϊκας συμπεριλαμβανομένης. Αυτοί
που μπορούν να φροντίσουν ώστε να μην αποτελέσουν οι εργαζόμενοι την εύκολη
λύση, είμαστε εμείς οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με τις συνδικαλιστικές μας
οργανώσεις. Πρέπει να γίνουμε η πιο δύσκολη λύση. Σε αυτό δικαιούμαστε
να χρησιμοποιήσουμε όλα τα αναγκαία μέσα, όπως ήδη κάνει ο αντίπαλος.
[2] Ένας γνωστός φιλελεύθερος
blogger, της «ρεαλιστικής σχολής», περιγράφει εκείνη την περίοδο τον Πολυβίου
ως «ο νούσιμος Πολυβίου» σε συνάρτηση με την όλη στάση του στο Κυπριακό: http://strovoliotis.wordpress.com/2011/10/06/%CF%80%CF%8C%CE%BB%CF%85%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%B2%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BF-%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CF%82/
[3] Πολύβιος
Πολυβίου, Το Κυπριακό Πρόβλημα: Παραλογισμοί και Προβληματισμοί, Αθήνα, 2010.
[4] Πρόκειται για μια «παραδοξότητα»
που κρατά από το 1985, όταν για πρώτη φορά τα «άκρα» ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ
συνεργάστηκαν εναντίον των υπολοίπων, οπότε και εισήχθηκαν στην καθημερινή
πολιτική ορολογία οι όροι «ενδοτικοί», «απορριπτικοί», «ρεαλιστές» κλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου