Florian Wilde*
Μετάφραση: Λέανδρος Φίσερ
Σημείωση του μεταφραστή
Το κείμενο που ακολουθεί δεν αφορά άμεσα την Κύπρο. Είναι η έκκληση ενός συναγωνιστή από τη χώρα που γέννησε το πιο δολοφονικό καθεστώς που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, προς την Αριστερά στην Ελλάδα. Οι διαφορές ανάμεσα στη Γερμανία του 1933 με την Ελλάδα του 2013 είναι πολλές. Οι ομοιότητες όμως δεν παύουν να είναι πολύ σημαντικές. Πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, η Γερμανία δεν ήταν γνωστή σαν πατρίδα-χώρα του αυταρχισμού αλλά σαν η χώρα με το πιο δυνατό εργατικό κίνημα, η πατρίδα του Μαρξ, γενέτειρα του πιο μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και στη συνέχεια ενός ισχυρού και μαχητικού κομμουνιστικού κόμματος. Του κόμματος της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπνεχτ. Και η Ελλάδα είναι μια χώρα με μια πλούσια παράδοση αγώνων. Θα ήταν δύσκολο πριν δέκα χρόνια να φανταστεί κανείς τους χρυσαυγίτες θαυμαστές του Χίτλερ να παίρνουν τόσο ψηλά εκλογικά ποσοστά σε μια χώρα που υπέφερε τόσα πολλά από τη ναζιστική κατοχή και η οποία με το ΕΑΜ γέννησε ένα από τα πιο ένδοξα απελευθερωτικά κινήματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Florian Wilde εξετάζει ποιές ήταν αυτές οι συγκυρίες που απέτρεψαν τη γερμανική Αριστερά από το να ενώσει τις δυνάμεις τις και να παίξει τον καθοριστικό ρόλο στην απόκρουση του φασιστικού τερατουργήματος. Για τη Σοσιαλδημοκρατία, η πίστη και η αποκλειστική προσήλωση στην κρατική νομιμότητα, στα έννομα αστικοδημοκρατικά πολιτικά μέσα (εκλογές, κλπ.) στάθηκαν το μεγαλύτερο εμπόδιο για να παίξει ένα σοβαρό αντιφασιστικό ρόλο. Παρόμοια με το ΠΑΣΟΚ έγινε διαχειριστής της κρίσης του καπιταλισμού και της εξαθλίωσης, φλερτάροντας επίσης με μια άρχουσα τάξη η οποία στο τέλος προτίμησε να ρίξει το βάρος της με τους Ναζί παρά να διακινδυνεύσει την ανατροπή της από μια σοσιαλιστική επανάσταση. Για το ΚΚ Γερμανίας αντίθετα, η έλλειψη πραγματικής κατανόησης της φύσης του φασισμού καθώς και της ρεφορμιστικής Αριστεράς την οποία εκπροσωπούσε η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, την οδήγησαν σε ολέθριες εξισώσεις των δύο ρευμάτων οι οποίες σήμερα φαντάζουν εγκληματικά ανόητες. Και όλα αυτά, καθώς μέσα στη βάση και των δύο κομμάτων επικρατούσε πραγματική θέληση για ενεργή καταπολέμηση του φασισμού. Μόνες και αδύνατες μπροστά σε αυτή την τρέλα στάθηκαν οι λεγόμενες «ενδιάμεσες σοσιαλιστικές ομάδες» οι οποίες λόγω του μεγέθους τους δεν μπόρεσαν δυστυχώς να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο παράγοντα στις εξελίξεις.
Μπορεί η Ελλάδα του σήμερα να μην είναι ακριβώς η Γερμανία του τότε, και μπορεί η σημερινή Ελλάδα να μην είναι στην ίδια ακριβώς ίδια μοίρα με τη σημερινή Κύπρο. Όμως τα διδάγματα της ιστορίας δεν έχουν πατρίδα. Και στην Κύπρο βιώνουμε την εμφάνιση εδώ και μερικά χρόνια νεοναζιστικών ομάδων όπως το ΕΛΑΜ. Αποτελούν συνέχεια και συνάμα εξέλιξη υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης της παραδοσιακής ελληνοκυπριακής ακροδεξιάς, της ΕΟΚΑ Β', της ενωτικής παράταξης, μικροαστών εθνικιστών «διανοουμένων» και του γνωστού συνοθυλεύματος αντιομοσπονδιακών. Παράλληλα είναι και η πολιτική έκφραση ενός μίγματος υπαρκτού ρατσισμού, σοβινισμού προς τους Τουρκοκυπρίους, αυταρχισμού, αντικομμουνισμού, ξενοφοβίας και φθηνής ξετσίπωτης δημαγωγίας η οποία καλλιεργείται εδώ και χρόνια από τα ΜΜΕ, το εκπαιδευτικό σύστημα, το στρατό και ανώτατους θρησκευτικούς φορείς. Είναι με άλλα λόγια η έκφραση μιας υποβόσκουσας «καπιταλιστικής ομαλότητας» που σε συνθήκες συστημικής κρίσης αναδύεται με αστραπιαία ταχύτητα στην επιφάνεια. 'Οπως και ο γερμανικός ναζισμός του Χίτλερ, έτσι και οι Κύπριοι μιμητές του, παρουσιάζονται υπό το φως της καπιταλιστικής κρίσης συχνά με φαινομενικά αντικαπιταλιστικά φρου-φρου και φτιασίδια, με ρητορική ενάντια στο «κεφάλαιο και τους τραπεζίτες», ενάντια στο «πολιτικό κατεστημένο» ή ακόμα υιοθετώντας και ορισμούς όπως «εθνικιστική Αριστερά». Μπροστά σε αυτή την κούφια υποκλοπή του αντισυστημικού λόγου η Αριστερά οφείλει να προτάξει την ενότητα και το συντονισμό της σε επίπεδο άμεσης και μαζικής αντιφασιστικής δράσης, καθώς και τα όπλα της θεωρητικής ανάλυσης και της ιστορικής μνήμης. Ο φασισμός είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός του εργατικού κινήματος και των κατακτήσεων του ενάντια στο οποίο επιβάλλεται μια συντονισμένη και αποφασιστική αντιμετώπιση που να μην επιτρέπει τον παραμικρό εφησυχασμό.
'Ενα αρχικό αίτημα το οποίο μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα που να αντιστρέφει τη παρούσα δεξιά στροφή μέσα στην κοινωνία είναι αυτό της απαγόρευσης του ΕΛΑΜ και παρόμοιων ομάδων. Είναι το πρώτο βήμα απέναντι στην ευχέρεια με την οποία τα ΜΜΕ προβάλλουν τις μισαλλόδοξες απόψεις των νεοφασιστών ως αυτές κάποιου συνηθισμένου πολιτικού σχήματος. Πρόκειται για τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες. Σε αυτή τη προσπάθεια αποκάλυψης του χαρακτήρα του φασισμού χρειάζεται η μέγιστη συσπείρωση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων, ιδιαίτερα αυτών της Αριστεράς ασχέτως των διαφορών που υπάρχουν. Άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, επιστήμονες, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι, οργανώσεις μεταναστών, παράγοντες του αθλητισμού και άλλοι είναι αναγκαίοι στην αντιφασιστική μάχη πλάι στο εργατικό κίνημα. Ο φασισμός αντιπροσωπεύει την πιο ολοκληρωτική μορφή αστικής εξουσίας η οποία διώκει κάθε κριτική ή απλώς διαφορετική σκέψη. Στη Γερμανία θύματα του Χίτλερ δεν υπήρξαν μόνο οι Εβραίοι, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και η Αριστερά, αλλά και κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης εκτός του εθνικοσοσιαλιστικού πλαισίου, όπως οι εκκλησίες και οι προσκοπικοί σύνδεσμοι, καθώς ειρωνικά και όλοι αυτοί που πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν του Ναζί για τις δικές τους πολιτικές σκοπιμότητες εναντίον της Αριστεράς.
Πρέπει να τονιστεί το γεγονός, ότι μια η απαγόρευση νεοφασιστικών ομάδων δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Η μάχη ενάντια στο φασισμό πρέπει να δοθεί δραστήρια και παράλληλα με τη μάχη ενάντια στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Χρειάζεται μια αντικαπιταλιστική προοπτική που να υπερβαίνει αυτό το απάνθρωπο, άνισο και φιλοπόλεμο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που σε περιόδους κρίσης εκ φύσεως εκκολάπτει φαινόμενα τύπου ΕΛΑΜ. Αυτό είναι πλέον άμεσο καθήκον δεδομένης της επερχόμενης σφοδρότατης επίθεσης του κεφαλαίου στην κυπριακή ιστορία ενάντια στην εργατική τάξη. Ενώ ο φασισμός πρέπει να καταπολεμηθεί σε ιδεολογικό επίπεδο, πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπιστθεί και άμεσα με όσο το δυνατό γίνεται μαζικές παρεμβάσεις ενάντια στις στρατιωτικές παρελάσεις των ναζί και το τρομοκρατικό κλίμα το οποίο καλλιεργούν. Να μην επιτρέπεται στους φασίστες να κάνουν ανενόχλητοι πορείες και να προβάλλονται ως καθωσπρέπει πολιτικό ρεύμα. Ούτε μια σπιθαμή σε αυτούς, για τους οποίους πολιτισμός και ανθρωπισμός είναι έννοιες άγνωστες. Σε αυτή την προσπάθεια, η δράση που να μην εκφεύγει των αστικών «κανόνων» δεν μπορεί να είναι το πρώτιστο μέλημα της Αριστεράς. Η μακροχρόνια πολιτική της μη-προβολής και μη-συζήτησης «για να μην τους δώσουμε υπόσταση» αποδείχτηκε αδιέξοδη αν όχι καταστροφική. Μόνο με την αυτοοργάνωση σε χώρους εργασίας, πανεπιστήμια και σχολεία μπορούμε να ξεριζώσουμε το καρκίνωμα του φασισμού και των μισαλλόδοξων του ιδεών από την κοινωνία.
Τέλος, χρειάζεται μια εκτενής ανάλυση των πολιτικών συνθηκών και ιδιαιτεροτήτων της Κύπρου, χωρίς μηχανιστικές προσεγγίσεις. Αυτό είναι αρκετά σημαντικό σε μια χώρα όπου το κατ' εξοχήν κόμμα της Αριστεράς δεν είναι ούτε ένα τυπικό κομμουνιστικό κόμμα, αλλά ούτε και μια κλασσική σοσιαλδημοκρατία, πόσο μάλλον νεοφιλελεύθερων προδιαγραφών. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φασισμού θα είναι το άθροισμα θεωρητικών και πρακτικών ζυμώσεων στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς οι οποίες απαραίτητα απαιτούν και την ανάλυση των εμπειριών σε άλλες χώρες και σε άλλες εποχές. Μια τέτοια προσέγγιση επιχειρεί το κείμενο που ακολουθεί.
..............
Πριν 80 χρόνια, στις 30 Γενάρη του 1933 ο Γερμανός πρόεδρος Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ διόριζε τον Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας. Το προηγούμενο διάστημα, με την ανοχή των κρατικών αρχών, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις των SS και των SA επιτίθονταν με βαναυσότητα ενάντια στα στελέχη και τους υποστηριχτές του εργατικού κινήματος. Η 30η Γενάρη του 1933 αποτέλεσε την κρατική νομιμοποίηση αυτής της τρομοκρατικής δράσης. Ήδη από τον προηγούμενο Φλεβάρη, το κράτος αξιοποιούσε τα SS και τα SA ως εφεδρικές δυνάμεις των αστυνομικών αρχών, ενώ ταυτόχρονα τα ενίσχυε με αυξημένες αρμοδιότητες. Ο αγώνας τους ενάντια στην Αριστερά αποκτούσε έτσι τον χαρακτήρα της κρατικής καταστολής. Το διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία ακολούθησαν βάναυσες επιθέσεις και δολοφονίες γνωστών ακτιβιστών του αντιφασιστικού κινήματος. Το πρώτο θύμα της νέας και κλιμακούμενης καταστολής αποτέλεσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD). Στις 23 Φλεβάρη οι αρχές διενήργησαν έρευνα στα κεντρικά γραφεία του κόμματος – στο οίκημα «Καρλ Λίμπκνέχτ» – κλείνοντάς τα, ενώ λίγες μέρες αργότερα απαγόρευσαν και την κυκλοφορία της εφημερίδας του κόμματος, Rote Fahne («Κόκκινη Σημαία»). Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ (του κτηρίου της γερμανικής βουλής) στις 27 του Φλεβάρη ήταν το πρόσχημα για ένα νέο κύμα του τρόμου. Το βράδυ εκείνης της μέρας οι αρχές συνέλαβαν μόνο στο Βερολίνο γύρο στους 1500 κομμουνιστές. Επειδή εξαντλείτο η χωρητικότητα των φυλακών, οι κρατικές αρχές άρχισαν την ανέγερση των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Στις 6 Μαρτίου διενεργήθηκαν οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Παρά τα κατασταλτικά μέτρα, το ΚPD εξασφάλισε 4,8 εκατομμύρια ψήφους (12.3%), ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) 7,3 εκατομμύρια ψήφους (18.3%). Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα δεν μπόρεσε έτσι να συγκεντρώσει απόλυτη πλειοψηφία. Κατάφερε όμως να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με ένα δεξιό συντηρητικό κόμμα. Για να θεμελιώσει την ολοκληρωτική του εξουσία, ο Χίτλερ πέρασε στο Ράιχσταγκ νόμο που έδινε στην κυβέρνηση το δικαίωμα επιβολής αντισυνταγματικών διαταγμάτων. Οι κομμουνιστές βουλευτές δεν μπορούσαν να λάβουν καν μέρος στις συνεδριάσεις της βουλής. Όσοι δε βρισκόταν ήδη στην παρανομία, ήταν ήδη υπό κράτηση. Ενώ όλα τα αστικά κόμματα υπερψήφισαν το νόμο του Χίτλερ, μόνο το SPD τάχθηκε εναντίον. Η πορεία προς το ολοκληρωτικό κράτος ήταν πλέον μονόδρομος. Στις 2 Μαΐου ήρθε η σειρά του συνδικαλιστικού κινήματος. Τα γραφεία των συντεχνιών κατελήφθησαν από τις αρχές οι οποίες και τα έκλεισαν αμέσως. Τον επόμενο Μάιο εκτός νόμου τέθηκε και το SPD. Με το τσάκισμα του μαρξιστικού εργατικού κινήματος, οι Ναζί πέτυχαν τον πρώτο τους στόχο. Ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση των μετέπειτα σχεδίων τους: Ο εξοπλισμός της Γερμανίας σε προετοιμασία του πιό φρικτού πολέμου στην ιστορία, η οικοδόμηση μίας «υπερταξικής εθνικής κοινότητας» (Volksgemeinschaft), και ο αγώνας ενάντια σε όλους τους «εχθρούς του έθνους», που θα έβρισκε την κορύφωσή του στη βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης.
Η Αριστερά αντιμετώπισε την άνοδο των Ναζί με ένα αίσθημα αδυναμίας και ανικανότητας. Αυτό προκάλεσε τότε παγκόσμια ένα αίσθημα οργής. Πώς μπόρεσε να εδραιωθεί η φασιστική τρομοκρατική κυριαρχία στη Γερμανία, τη μητέρα του Μαρξισμού, το παραδοσιακό προπύργιο του εργατικού κινήματος, μια χώρα με πανίσχυρες συντεχνίες, με μια δυνατή Σοσιαλδημοκρατία και ένα από τα μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα εκτός Σοβιετικής Ένωσης; Πώς μπόρεσε ο Χίτλερ να αναρριχηθεί στην εξουσία χωρίς να ακολουθήσει ένας εμφύλιος πόλεμος ή έστω μια γενική απεργία; Πως μπόρεσαν το ΚPD και το SPD να εξουδετερωθούν χωρίς να υπάρξει μαζική αντίσταση;
Το 1920 έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους κάτω από την Πύλη του Βραδεμβούργου οι σημαίες με τον αγκυλωτό σταυρό, όταν αντιδραστικοί αξιωματικοί του στρατού επιχείρησαν πραξικόπημα ενάντια στη δημοκρατία. Η τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση εγκατέλειψε το Βερολίνο αμαχητί και βρήκε καταφύγιο στην Στουτγάρδη, αφού η Ράιχσβερ (οι ένοπλες δυνάμεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης) δεν ήταν πρόθυμη να υπερασπιστεί την κυβέρνηση από μια απειλή προερχόμενη από τα δεξιά. Αυθόρμητα, εκατομμύρια εργάτες ξεσηκώθηκαν ενάντια στο ακροδεξιό πραξικόπημα. Στη συνέχεια, ολόκληρη η χώρα παρέλυσε από τη μεγαλύτερη γενική απεργία στη ιστορία της, με δώδεκα εκατομμύρια απεργούς. Έτσι οι πραξικοπηματίες δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν ούτε τα τρένα, ούτε τις τηλεγραφικές υπηρεσίες. Σε πολλές περιοχές σχηματίστηκαν εργατικές πολιτοφυλακές, οι οποίες εξαπέλυσαν επίθεση ενάντια σε φιλομοναρχικές μονάδες του στρατού. Μπροστά στην ορμή αυτής της κοινής αμυντικής προσπάθειας, το λεγόμενο πραξικόπημα του Καπ κατέρρευσε μέσα σε λίγες μέρες.
Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε στο ερώτημα, γιατί το 1933 δεν υπήρξε ανάλογη αντίσταση του εργατικού κινήματος ενάντια στο θανάσιμο εχθρό του φασισμού, πώς προέκυψε η ανάπτυξη των Ναζί σε ένα μαζικό κίνημα στη σκιά της βαθιάς οικονομικής κρίσης και ποιά τα διδάγματα που εξάγονται για τους σημερινούς αντιφασίστες στη σημερινή Ευρώπη από την ιστορική αυτή εμπειρία;
Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η άνοδος του Ναζιστικού κόμματος
Η άνοδος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Πριν από αυτήν, το φασιστικό κίνημα ήταν διασπασμένο σε μια σειρά από οργανώσεις και αποτελούσε ένα περιθωριακό φαινόμενο στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Χωρίς αμφιβολία, ήταν σε θέση να ασκεί μεμονωμένη βία ενάντια στην Αριστερά και σε Εβραίους, όμως το κοινωνικό του εκτόπισμα ήταν αμελητέο. Στις εκλογές του 1928 το ναζιστικό κόμμα έλαβε μόλις 2.8% των ψήφων (810000 ψήφοι). Αυτή η κατάσταση άλλαξε ριζικά με τη φτώχια και τη δυστυχία που προκάλεσε η κρίση στο γερμανικό λαό. Η αριθμός των ανέργων ανέβηκε από 1,2 εκατομμύρια το 1929 στα 6 εκατομμύρια το 1932. Υπήρχαν επιπλέον γύρο στα 2 εκατομμύρια μη εγγεγραμμένοι άνεργοι και άλλα 6 εκατομμύρια εποχιακοί εργάτες. Η παραγωγή σημείωσε πτώση από το 1929 μέχρι και τα τέλη του 1931 κατά 41.4%. Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική εξαθλίωση και η απόγνωση.
Ολόκληρη η νεολαία ήταν χωρίς απασχόληση και χωρίς καμιά προοπτική πρόσληψης. Η πολύωρη αναμονή έξω από συσσίτια έγινε για πολλούς πλέον μέρος της καθημερινότητας. Το κύρος της αστικής δημοκρατίας, μέσα στην οποία η βελτίωση της ζωής της πλειοψηφίας ήταν πλέον αδύνατη, είχε καταβαραθρωθεί, όπως και το κύρος του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου.
Οι Ναζί άδραξαν την ευκαιρία και κατάφεραν να εξάξουν πολιτικό όφελος μέσα από την επιθετική τους προπαγάνδα η οποία, εκτός από τους μαρξιστές και τους Εβραίους, είχε στο στόχαστρο της τον κοινοβουλευτισμό και το «αρπακτικό» ή «παρασιτικό κεφάλαιο». Ήδη το Σεπτέμβρη του 1930 οι Ναζί στις εκλογές έλαβαν 18.3% (6,4 εκατομμύρια ψήφους) και τον Ιούλη του 1932 37.4% (13,8 εκατομμύρια ψήφους). Μέσα σε ένα διάστημα μόλις 4 χρόνων κατάφεραν να κερδίσουν 13 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Ο αριθμός των μελών του κόμματος αυξήθηκε από 100,000 το 1928 σε 850,000 στις αρχές του 1933. Παράλληλα, ο αριθμός των μελών των παραστρατιωτικών ταγμάτων εφόδου των SA είχε ανέλθει από 60000 στις 400000 μέλη. Το μέγεθος της κρίσης και η άνοδος των Ναζί αύξησε το ενδιαφέρον για τους δεύτερους ανάμεσα σε σημαντικούς κύκλους του γερμανικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα ανάμεσα σε τραπεζίτες και εκπροσώπους της βαριάς βιομηχανίας. Οι άρχοντες της οικονομίας βρίσκονταν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο μιας κοινωνικής επανάστασης. Την ίδια ώρα έλπιζαν ότι μέσα από το τσάκισμα του εργατικού κινήματος θα «ξεπερνούσαν» την κρίση σε βάρος του λαού, ενώ υπολόγιζαν σε ένα νέο πόλεμο εκδίκησης για την «ταπείνωση της συνθήκης των Βερσαλλιών» (την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και για την αύξηση των κερδών τους. Τα συμφέροντα τους συμβάδιζαν με αυτά των Ναζί, οι οποίοι μπορούσαν έτσι να υπολογίζουν στη στήριξη τους από το κεφάλαιο, αλλά και από τους γαιοκτήμονες του Ανατολικού Έλβα, τους αξιωματικούς του στρατού, από ανώτατους κρατικούς λειτουργούς και άλλα κομμάτια της «ελίτ». Οι Ναζί μπορούσαν παράλληλα να βρουν πρόσφορο έδαφος στον εθνικισμό που καλλιεργούνταν εδώ και αρκετά χρόνια από συντηρητικούς κύκλους. Πολλοί έβλεπαν τη Γερμανία σαν θύμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η αντίληψη είχε επηρεάσει και το SPD. Οι Σοσιαλδημοκράτες δίσταζαν να θέσουν σαν θέμα το μερίδίο ευθύνης της Γερμανίας για το ξέσπασμα του πολέμου, ώστε να καλύψουν την δική τους υποστήριξη στον πόλεμο το 1914.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD): Πιστό στο κράτος μέχρι το τέλος
Το SPD ήταν το κόμμα που είχε ταυτιστεί περισσότερο με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Διακήρυττε διαρκώς τη αποφασιστικότητά του να υπερασπίσει τη Δημοκρατία από «αριστερές και δεξιές επιθέσεις». Η προθυμία του κόμματος να πατάξει τη ριζοσπαστική Αριστερά είχε ήδη εκδηλωθεί στη διάρκεια της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918 και των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων που την ακολούθησαν για τον έλεγχο των διαφόρων τοπικών κυβερνήσεων από τα εργατικά συμβούλια που είχαν συγκροτηθεί. Τότε το SPD είχε συνταχθεί με τις «παλιές δυνάμεις» των βασιλοφρόνων στο στρατό, στη διοίκηση και στην οικονομία, για να περιορίσει το κίνημα των εργατικών συμβουλίων, υποστηρίζοντας τη δημιουργία μιας δημοκρατίας με κοινωνικό κράτος που δε θα έθετε όμως υπό αμφισβήτηση την ατομική ιδιοκτησία. Σαν αποτέλεσμα αυτής της συμμαχίας των μοναρχικών δυνάμεων και του SPD, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης εξαρχής ήταν αδρανοποιημένη από την υποθήκη ενός αντιδημοκρατικού κρατικού μηχανισμού στη διοίκηση, στη δικαιοσύνη και στο στρατό, που ήταν «τυφλός στο δεξί μάτι» και ο οποίος από το 1929 και μετά ήταν όλο και πιό πρόθυμος να συμμαχήσει με τους Ναζί.
Η ταύτιση των σοσιαλδημοκρατών με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε εξελιχθεί σε ένα μεγάλο πρόβλημα για το SPD, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αφού η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων της Βαϊμάρης είχε χάσει την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Αφού το SPD είχε ταυτιστεί με αυτή την τάξη πραγμάτων, δεν ήταν σε θέση να αναχαιτίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να της δώσει ένα σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Το κόμμα είχε γίνει το ίδιο θύμα αυτής της μειωμένης εμπιστοσύνης. Από το 1928 μέχρι το 1930, το SPD ήταν μέρος κυβερνητικών συνασπισμών. Από το 1930 μέχρι το 1932 ανεχόταν, με τη βοήθεια διαταγμάτων έκτακτης ανάγκης, τη δεξιά κυβέρνηση του καγκελάριου Μπρούνιγκ ελπίζοντας έτσι να ανακόψει το δρόμο των Ναζί προς την εξουσία. Η απάντηση του Μπρούνιγκ στην οικονομική κρίση ήταν όμως μια αντιπληθωριστική πολιτική λιτότητας (ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, αύξηση των έμμεσων φόρων, περικοπές μισθών και αμοιβών), η οποία δυσχέρανε την οικονομική κατάσταση της ίδιας της βάσης του SPD. Οι μισθοί των κρατικών υπαλλήλων είχαν μειωθεί κατά 25%, όλοι όσοι δεν ήταν παντρεμένοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν ένα 10% επιπρόσθετο φόρο, οι συνεισφορές στα ταμεία ανεργίας τετραπλασιάστηκαν, ενώ τα απεργιακά επιδόματα είχαν περικοπεί κατά τα 2/3. Οι ασθένειες εξαπλώθηκαν γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν ήταν οικονομικά σε θέση να προσφύγουν σε γιατρό.
Εξαπολύοντας προεκλογικά επίθεση ενάντια στη ίδια πολιτική του Μπρούνιγκ την οποία ανεχόταν κοινοβουλευτικά, το SPD απώλεσε την αξιοπιστία του και έχανε από εκλογές σε εκλογές όλο και περισσότερες ψήφους – από το 30% το 1930 έπεσε στο 18% το 1933. Την περίπτωση να υπερασπιζόταν αποφασιστικά το βιοτικό επίπεδο εργαζομένων μέσα από εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις και αμυντικούς αγώνες στους χώρους δουλειάς, η ηγεσία του SPD δεν την είχε εξετάσει καθόλου. Η ταύτιση με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης οδηγούσε τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία σε μια μηχανιστική ταύτιση των εχθρών του πολιτικού συστήματος, δηλ. στην ταύτιση του KPD με το Ναζιστικό Κόμμα. Ο αριστερός ιστορικός Βόλφγκαγκ Άμπεντροτ γράφει: «Τέλμαν (ο γενικός γραμματέας του KPD) ίσων Χίτλερ, Ναζί ίσων κομμουνιστές ήταν τα συνηθισμένα συνθήματα της ηγεσίας του SPD με τα οποία εμβάθυνε από την πλευρά της το ρήγμα στο εργατικό κίνημα με το χειρότερο τρόπο». Η ηγεσία απέρριπτε κοινούς αγώνες με τους κομμουνιστές ενάντια στις περικοπές και τη ναζιστική τρομοκρατία. Αλλά ακριβώς αυτό το ρήγμα στο εργατικό κίνημα και η ανικανότητα να δοθεί μια κοινή απάντηση στην καπιταλιστική κρίση οδηγούσε πολλά θύματα της κρίσης στην αγκαλιά των Ναζί. Ναι μεν συγκροτήθηκε από το SPD με τα συνδικάτα και τους εργατικούς αθλητικούς συλλόγους ένα «Σιδερένιο Μέτωπο» για την υπεράσπιση της δημοκρατίας με 3,5 εκατομμύρια μέλη και με πυρήνα τις μονάδες του «Μαυροκοκκινοχρυσού (τα χρώματα της γερμανικής σημαίας) Τάγματος» που αριθμούσε 250000 μέλη που αποτελούσαν τις ένοπλες σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις. Όμως η εμμονή του SPD στην νομιμότητα και στον κοινοβουλευτικό δρόμο εμπόδισαν την αποτελεσματική κινητοποίηση αυτών των οργανώσεων.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD): Μαχητικό αλλά σεκταριστικό
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας είχε τις καταβολές του στην ριζοσπαστική αριστερή πτέρυγα του SPD, η οποία αποσχίστηκε από το κόμμα όταν αυτό είχε υπερψηφίσει τα πολεμικά κονδύλια με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εξελισσόμενο σε ένα μαζικό κόμμα στις αρχές τις δεκαετίας του 1920, το ΚPD χαρακτηριζόταν τότε από μεγάλο βαθμό εσωκομματικής δημοκρατίας, ενώ στο κόμμα συνυπήρχαν διάφορες τάσεις. Ένα σημαντικό ζήτημα ήταν αυτό της στάσης απέναντι στο SPD: Έπρεπε οι κομμουνιστές να καταπολεμήσουν άμεσα το κόμμα το οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ, του Λίμπκνεχτ και εκατοντάδων επαναστατημένων εργατών, κάτι που απαιτούσαν οι «αριστεροί» κομμουνιστές; Δεν θα έπρεπε να προτείνουν μια πολιτική ενιαίου μετώπου με συγκεκριμένες κινητοποιήσεις και συμμαχίες ενάντια στις επιθέσεις του κεφαλαίου; Η ιδέα του ενιαίου μετώπου σήμαινε ότι, εάν το SPD απέρριπτε ένα τέτοιο μέτωπο, το ΚPD θα μπορούσε τότε να φανερώσει στη βάση των σοσιαλδημοκρατών τις αδυναμίες της ηγεσίας του κόμματός τους. Στο βαθμό όμως όπου το SPD αποδεχόταν κοινές εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις με το ΚPD, το γεγονός θα μπορούσε να φέρει την ριζοσπαστικοποίηση της βάσης των Σοσιαλδημοκρατών ως απόρροια της δυναμικής των ίδιων των αγώνων και να την οδηγήσει έμπρακτα στο συμπέρασμα ότι οι κομμουνιστές είναι η πιό συνεπής δύναμη στην πάλη για τα δίκαια των εργαζομένων. Έτσι μπορούσε να κερδηθεί η πλειοψηφία των εργαζόμενων με το μέρος των κομμουνιστών, σαν προϋπόθεση για μια επιτυχημένη επανάσταση.
Στα μέσα όμως της δεκαετίας του 1920 σημειώθηκε μια ριζική αλλαγή στο KPD. Σε αντιστοιχία με τις εξελίξεις στη Ρωσία, το KPD σταλινικοποιήθηκε κάτω από την ηγεσία του Τέλμαν. Τη θέση των ελεύθερων συζητήσεων και της εσωκομματικής δημοκρατίας πήραν οι ντιρεκτίβες και η αυταρχική επιβολή της κομματικής γραμμής. Αντιπολιτευόμενα ρεύματα αποβλήθηκαν από τις τάξεις του κόμματος. Ο Τέλμαν και ο Στάλιν από το 1929 και μετά ακολούθησαν μια «αριστερίστικη» γραμμή απέναντι στο SPD, η οποία κορυφώθηκε με την ολέθρια θέση που απέδιδε στους σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασιστικό» χαρακτήρα. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία ήταν ουσιαστικά δίδυμες πολιτικές δυνάμεις. Σύμφωνα με αυτή τη λογική ο κύριος εχθρός των κομμουνιστών ήταν οι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι μέσω του κοινωνικού τους λόγου κρατούσαν μακριά τους εργαζόμενους από τον ταξικό αγώνα. Και ο χειρότερος εχθρός, εν τοιαύτη περιπτώσει, ήταν οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες, γιατί ήταν και οι πιο ταλαντούχοι στην εξαπάτηση της εργατικής τάξης. Η κοινή δράση με το SPD ενάντια στους Ναζί ήταν αδύνατη κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αντίθετα, το KPD διακήρυττε ότι «χωρίς την ήττα του σοσιαλφασισμού δεν μπορεί να κτυπηθεί η καρδιά του φασισμού». Υπήρξαν από το 1932 μεμονωμένες προσπάθειες συγκρότησης πλατιών αντιστασιακών μετώπων όπως η «Αντιφασιστική Δράση». Όμως αυτά είχαν συσταθεί σαν «μέτωπα μόνο από τα κάτω», δηλ. χωρίς και ενάντια στην ηγεσία του SPD. Η απαλλαγή έτσι από την ίδια τους την πολιτική ταυτότητα τέθηκε στους σοσιαλδημοκράτες εργαζόμενους σαν προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους σε ένα ενιαίο μέτωπο, αντί να θεωρηθεί η κοινή δράση σαν η απαραίτητη προϋπόθεση για την πιθανή ένταξη τους στο KPD στη συνέχεια.
Η κομματική ηγεσία δεν είχε προβεί σε κοινές δεσμευτικές αποφάσεις για τον αντιναζιστικό αγώνα. Μοιραία ήταν επίσης και η υπερβολική χρήση εκ μέρους της «αριστερίστικης» ηγεσίας του Τέλμαν του ορισμού της για το ποιοι ήταν φασίστες: Μέχρι το 1930 οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ήταν «σοσιαλφασιστικές». Όταν από το 1930 και μετά βρίσκονταν στην εξουσία κυβερνήσεις χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το KPD διακήρυττε ότι ο φασισμός βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Αυτό σήμαινε την επικίνδυνη υποτίμηση των Ναζί. Έτσι ο Τέλμαν ισχυρίζονταν το 1932: «Τίποτα δεν είναι πιό ολέθριο από την οπορτουνιστική υπερεκτίμηση του χιτλεροφασισμού». Όντως, η ανικανότητα του KPD να διακρίνει ανάμεσα σε κοινοβουλευτικές, αυταρχικές και φασιστικές μορφές καπιταλιστικής εξουσίας αποδείχθηκε καταστροφική. Όποιος διακήρυττε για χρόνια ότι ο φασισμός βρισκόταν ήδη στην εξουσία αδυνατούσε να κατανοήσει την πραγματική σημασία της 30ης του Γενάρη του1933. Σαν αποτέλεσμα το ΚPD εκείνες τις μέρες δήλωνε με αισιοδοξία : «Μετά τον Χίτλερ, θα είναι η σειρά μας!».
Χάρη στη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική του στάση, το KPD σημείωσε σημαντική εκλογική άνοδο μέσα στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Ενώ στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το 1928 έλαβε 10.6% (3,2 εκατομμύρια ψήφους), το Νοέμβρη του 1932 είχε πάρει το 16.9% (6 εκατομμύρια ψήφους). Ο αριθμός των μελών του την ίδια περίοδο είχε ανέβει από 130000 στις 300000 περίπου. Οι κομμουνιστές είχαν μεγάλη εισροή νέων μελών, κυρίως από τις διογκούμενες στρατιές των ανέργων. Παρά την εντυπωσιακή αυτή αύξηση δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι κομμουνιστές δεν κατάφεραν να προωθήσουν την απελευθερωτική δυναμική του εργατικού κινήματος και να κτίσουν μια οργάνωση και ένα κίνημα που θα αποτελούσε απειλή για τις ίδιες τις δομές του καπιταλιστικού συστήματος. Η γραμμή μετωπικής σύγκρουσης του KPD με το SPD είχε ουσιαστικά ακυρώσει την πιθανότητα όχι μόνο της κοινής δράσης ενάντια στους Ναζί, αλλά και του αγώνα αποτροπής του φορτώματος της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων. Έτσι αποτράπηκε η ανάπτυξη μιας ελπιδοφόρας, πειστικής και ρεαλιστικής σοσιαλιστικής πρότασης, με την οποία θα μπορούσαν να κερδηθούν στην Αριστερά πιθανοί ψηφοφόροι των Ναζί μέσα από την εργατική τάξη, τους ανέργους και τα μικροαστικά στρώματα. Η στρατηγική του KPD εμπόδισε τον αποτελεσματικό κοινό αγώνα ενάντια στους Ναζί.
Ταυτόχρονα όμως, ήταν οι κομμουνιστές που ηγήθηκαν της αντιφασιστικής πάλης στους δρόμους σε πολλές κρίσιμες στιγμές: Εκατοντάδες κομμουνιστές έχασαν τη ζωή τους ανάμεσα στο 1929 και το1933 στις οδομαχίες που έπαιρναν ένα όλο και περισσότερο εμφυλιοπολεμικό χαρακτήρα. Και όταν ο Χίτλερ αναρριχήθηκε στην εξουσία, δεν υπήρχε άλλο κόμμα του οποίου οι οπαδοί να επιχείρησαν μια ανάλογη μαζική αντίσταση και που να πλήρωσαν συνάμα με ένα τόσο μεγάλο φόρο αίματος. Το 1932, σχεδόν κάθε τρίτο μέλος του KPD βρισκόταν στις φυλακές ενώ χιλιάδες δολοφονήθηκαν.
Ένας απεγνωσμένος αγώνας για το ενιαίο μέτωπο: Οι «ενδιάμεσες» σοσιαλιστικές ομάδες
Μία πιό καθαρή αντίληψη του φασιστικού κινδύνου είχαν οι μικρότερες οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που βρίσκονταν μεταξύ του SPD και του KPD. Απεγνωσμένα προσπάθησαν να κερδίσουν τα μεγάλα κόμματα στην προοπτική ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου. Η πιό σημαντική από αυτές τις οργανώσεις ήταν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SAP) με περίπου 25000 μέλη. Ιδρύθηκε το 1931 από αριστερά μέλη του SPD, τα οποία αντιτάχθηκαν στη συμβιβαστική συνεννόηση του κόμματος τους με δεξιές πολιτικές δυνάμεις. Για το SAP ο αγώνας ενάντια στο φασισμό και ο αγώνας ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα, του οποίου οι ενδογενείς κρίσεις ήταν υπεύθυνες για την άνοδό των Ναζί, ήταν αλληλένδετος. Καλούσε έτσι για ένα κοινό αγώνα των αριστερών οργανώσεων ενάντια στους Ναζί, καθώς και ενάντια στο φόρτωμα των συνεπειών της κρίσης στις λαϊκές μάζες. Σε έκκληση του προς το KPD, το SPD και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις το 1932, το SAP υποστήριζε: «Το ρήγμα στο γερμανικό εργατικό κίνημα είναι βαθύ, όμως εξίσου βαθιά είναι και η επιθυμία να επουλωθεί αυτή η πληγή την ώρα του κινδύνου, και να μην επιτραπεί να σταθεί αιτία αποτυχίας όλων εκείνων των αιτημάτων που, πέρα από όλες τις βασικές, πολιτικές και τακτικές διαφωνίες, ενώνουν την εργατική τάξη. Ομοψυχία υπάρχει στη θέληση για απόκρουση του φασισμού, για απόκρουση των περικοπών στους μισθούς, για την υπεράσπιση της κοινωνικής νομοθεσίας, για την αποτροπή όλων των κινδύνων πολέμου. Προτείνουμε να μετατρέψετε αυτά τα τέσσερα σημεία σε άξονα κοινής δράσης όλων των οργανώσεων των εργαζομένων». Στον αντιναζιστικό αγώνα το SAP διέκρινε την δυνατότητα συνένωσης της Αριστεράς και την δημιουργία μιας νέας αίσθησης δύναμης. Σύμφωνα με το πρόγραμμα δράσης του: «Ο σκοπός των ενιαίων δράσεων βρίσκεται στη συνειδητοποίηση εκ μέρους της εργατικής τάξης της δύναμης της». Τους επιτυχημένους αμυντικούς αγώνες ενάντια στο φασισμό τους αντιμετώπιζε σαν όρο για την ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης στον αντικαπιταλιστικό αγώνα, ώστε να αφαιρεθούν οριστικά οι προϋποθέσεις ύπαρξης του.
Πολύ ακριβείς αναλύσεις του φασισμού και ενημερωμένες προτάσεις για την πολιτική της γερμανικής Αριστεράς είχαν αναπτυχθεί και από την αντιπολίτευση του KPD (το KPO), μιας απόσχισης που προσανατολιζόταν στις απόψεις του Λένιν και της Λούξεμπουργκ, όπως και από τους υποστηριχτές του Ρώσου επαναστάτη Λέον Τρότσκι. Προέτρεπαν και αυτοί τα μεγάλα κόμματα σε ένα κοινό και αποφασιστικό αγώνα ενάντια στην επικράτηση του Χίτλερ. Από την εξορία στην Τουρκία, ο Τρότσκι προειδοποιούσε εμφαντικά για τη θανάσιμη απειλή για ολόκληρο γερμανικό εργατικό κίνημα από τους Ναζί. Ενάντια σε αυτή την απειλή θα έπρεπε να υπάρξει ένας κοινός αγώνας πέρα από όλα τα ρήγματα που διαιρούσαν την Αριστερά: «Ο κομμουνιστής εργάτης πρέπει να πει στο σοσιαλδημοκράτη εργάτη: Η πολιτική των κομμάτων μας είναι ασυμφιλίωτη, όμως αν έρθουν οι φασίστες απόψε για να καταστρέψουν το οίκημα του σωματίου σου, θα έρθω με το όπλο στο χέρι για να σε βοηθήσω. Υπόσχεσαι και εσύ να με βοηθήσεις όταν ο κίνδυνος απειλήσει και το δικό μου σωματείο; Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής της σημερινής περιόδου».
Η ιδέα του ενιαίου μετώπου την οποία ασπαζόταν το SAP και άλλοι βασιζόταν πάνω σε δυό άξονες: Πρώτον, ότι σε μια σύγκρουση με τους Ναζί, η ενότητα του εργατικού κινήματος ήταν απαραίτητη για να ανακοπεί ο δρόμος τους προς την εξουσία. Δεύτερον, ότι οι Ναζί μπορούν αποκρουστούν μόνο εάν η Αριστερά καταφέρει να προτείνει στα θύματα της οικονομικής κρίσης μια αξιόπιστη θετική απάντηση για την κατάστασή τους, ώστε να μην πέσουν στα χέρια των Ναζί. Αυτήν όμως θα μπορούσε να την δώσει μόνο μια σοσιαλιστική προοπτική που να στοχεύει στην σύντομη ανατροπή του καπιταλισμού. Μόνο στον κοινό αγώνα των εργατικών οργανώσεων ενάντια στις συγκεκριμένες επιπτώσεις της κρίσης πάνω στο λαό μπορεί αυτή η προοπτική να γίνει αξιόπιστη. Το ενιαίο μέτωπο ενάντια στη φασιστική απειλή και ο αγώνας για ανατροπή του καπιταλισμού πάνε χέρι χέρι.
Οι δυνατότητες μιας θετικής κοινωνική προοπτική που εγκυμονεί ο κοινός αγώνας της Αριστεράς είχαν διαφανεί το 1926. Τότε, το KPD είχε πρωτοστατήσει σε εκστρατεία για διενέργεια δημοψηφίσματος για την χωρίς αποζημίωση εκποίηση της περιουσίας της βασιλικής οικογένειας που είχε ανατραπεί το 1918. Ιδρύθηκαν παντού ενιαιομετωπικές επιτροπές και οργανώθηκαν κινητοποιήσεις. Η πίεση πάνω στο SPD ήταν τότε τόσο μεγάλη, που αναγκάστηκε να υποστηρίξει τελικά το δημοψήφισμα. Περίπου 14,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι υποστήριξαν το αίτημα του KPD και του SPD, περισσότεροι από ότι υπήρξαν ποτέ οι ψηφοφόροι και των δύο κομμάτων μαζί. Και αργότερα, το 1929, η σύγκρουση που επικρατούσε ανάμεσα στα δυό κόμματα δεν μπόρεσε να εμποδίσει την κοινή πάλη πολλών μελών τους στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς. Οι «ενδιάμεσες» σοσιαλιστικές ομάδες κήρυτταν το μόνο δρόμο που θα μπορούσε να είχε επιτυχία στον αντιναζιστικό αγώνα: Το αντιφασιστικό ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς (μέχρι και το Νοέμβρη του 1932, στις τελευταίες ελεύθερες εκλογές, το SPD και το KPD εξασφάλισαν μαζί 1,5 εκατομμύρια ψήφους περισσότερους από το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα). Το μικρό μέγεθος αυτών των οργανώσεων τις καταδίκαζε να μην μπορούν να δώσουν μια αποφασιστική σπρωξιά στην ιστορία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εξαρχής ήταν πολύ μικρές και η επιρροή τους μέσα στο εργατικό κίνημα εξίσου μικρή ώστε να αποτρέψουν SPD και KPD από την καταστροφική τους πορεία. Ήταν καταδικασμένες να παρακολουθήσουν ανήμπορες την άνοδο του φασισμού, έχοντας ωστόσο γνώση του ορθού δρόμου για την αναχαίτισή του.
Διδάγματα για το σήμερα
Η ιστορία της Αριστεράς στα χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία δεν παρουσιάζει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Είναι συνάμα χρήσιμη για τη σημερινή περίοδο και για την όλη προσπάθεια χάραξης μιας αριστερής στρατηγικής στη σημερινή Ευρώπη της χειρότερης κρίσης του καπιταλισμού από το 1929. Ειδικά οι εξελίξεις στην Ελλάδα – το «πειραματόζωο» της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης – παρουσιάζουν πολλές ανησυχητικές αναλογίες με την εξέλιξη των πραγμάτων στη Γερμανία την περίοδο μετά το 1929. Όπως και η γερμανική οικονομία τότε, έτσι και η ελληνική σήμερα παρουσιάζει μια πτώση της τάξης του 20%. Και τα μέτρα των τροϊκανών κυβερνήσεων του Παπανδρέου, του Παπαδήμου και του Σαμαρά διακατέχονται από το ίδιο ολέθριο πνεύμα των μέτρων του καγκελάριου Μπρούνιγκ: Μια δραστική πολιτική περικοπών των δημοσίων δαπανών, κουτσούρεμα των μισθών και των συντάξεων και αύξηση των έμμεσων φόρων. Στην Ελλάδα αυτά τα μέτρα έχουν τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες για το λαό που είχαν και στη Γερμανία πριν το 1933: Περίπου 25% των εργαζομένων και μέχρι και 50% των νέων είναι άνεργοι, οι αυτοκτονίες αυξάνονται, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πια τη δυνατότητα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ενώ η φτώχεια και οι άστεγοι γίνονται μαζικά πλέον φαινόμενα. Εξαιτίας αυτής της εξαθλίωσης όλο και περισσότεροι άνθρωποι γυρίζουν την πλάτη στο καπιταλιστικό σύστημα.
Όπως και οι τότε Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, έτσι και οι (συν)κυβερνόντες Έλληνες σοσιαλδημοκράτες του ΠΑΣΟΚ συνθλίβονται από τη κρίση, ενώ η πόλωση στην κοινωνία αυξάνεται ραγδαία. Οι τελευταίες εκλογές ήταν ενδεικτικές της πόλωσης που επικρατεί. Από τη μία ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα την ελπιδοφόρα αντικαπιταλιστική προοπτική σε υπολογίσιμη δύναμη. Από την άλλη φανέρωσαν τη ραγδαία άνοδο της ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής. Αυτό το ανοικτά φασιστικό κόμμα, για αρκετό καιρό ένα περιθωριακό κόμμα όπως ήταν και οι Γερμανοί Εθνικοσοσιαλιστές πριν το 1929, εξασφάλισε στις εκλογές του περασμένου Ιούνη το ανησυχητικό 7% της ψήφου, ενώ οι δημοσκοπήσεις το φθινοπώρου του 2012 δείχνουν μια εκλογική υποστήριξη προς τους έλληνες ναζιστές της τάξης του 14%. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα διδάγματα της γερμανικής ιστορίας του 20ου αιώνα και οι καταστροφικές συνέπειες της αποτυχίας της γερμανικής Αριστεράς μεταξύ 1929 και 1933 είναι – παρά τις όποιες διαφορετικές συνθήκες – πέρα για πέρα επίκαιρες για την αντιφασιστική στρατηγική της ελληνικής Αριστεράς σήμερα.
Πρώτιστης σημασίας είναι η επίγνωση, ότι η Χρυσή Αυγή και ο φασισμός γενικότερα αποτελούν τον πιό θανάσιμο κίνδυνο για ολόκληρο το εργατικό κίνημα, για ολόκληρη την Αριστερά, για τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, τα άτομα με αναπηρίες, για τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους και πολλούς άλλους. Ως εκ τούτου η πρώτη επιτακτική ανάγκη είναι η συνένωση σε ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων της Αριστεράς – συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – να σταθεί εμπόδιο σε έναν αποφασιστικό και μαχητικό αγώνα ενάντια στους ναζιστές της Χρυσής Αυγής. Όπως και στην Γερμανία τότε, μια εμπιστοσύνη απέναντι στο ελληνικό κράτος για την καταπολέμηση του φασισμού αποτελεί ένα ολέθριο λάθος - Η μακρόχρονη συνεργασία του μεταχουντικού ελληνικού κράτους με τους χρυσαυγίτες και άλλους νεοφασίστες σε όλα τα επίπεδα είναι πια καλά τεκμηριωμένη. Το καθήκον του αντιφασιστικού κινήματος είναι να υποβοηθήσει την αυτοοργάνωση της μάζας του λαού, να μην επιτρέψει την πρόσβαση στην κοινωνία στους ναζί και να τους καταπολεμήσει μαζικά, σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα διαθέσιμα μέσα.Ένα άλλο μάθημα του 1933 είναι και το ότι η Αριστερά δεν μπορεί να αρκεστεί στο να υπερασπίζεται το σημερινό κοινωνικό στάτους κβο απέναντι στους φασίστες. Και αυτό γιατί είναι οι ίδιες αντιθέσεις και οι συστημικές κρίσεις του καπιταλισμού που ωθούν εκατομμύρια ανθρώπους να ακολουθήσουν ρατσιστές, φασίστες και αντισημίτες. Ένα πρόσθετο καθήκον της Αριστεράς οπότε είναι και η κοινωνική εδραίωση μιας αξιόπιστης, δημοκρατικής και σοσιαλιστικής προοπτικής που να στηρίζεται στους άξονες της αλληλεγγύης, της συνεργασίας και της ταξικής πάλης.
Η εμπειρία του SPD αποτελεί προειδοποίηση: Ένα κόμμα της Αριστεράς κινδυνεύει μέσω μιας κυβερνητικής του συμμετοχής ή μέσω της ένδειξη ανοχής σε αστικές κυβερνήσεις να γίνει διαχειριστής της εξαθλίωσης που συνεπάγεται η κρίση, να ταυτιστεί με το καπιταλιστικό σύστημα και να χάσει έτσι την αξιοπιστία και τη δυνατότητά του να προτάξει μια σοσιαλιστική εναλλακτική πρόταση στη μιζέρια και τη φτώχια. Καθώς εκατομμύρια άνθρωποι απομακρύνονται από ένα σύστημα που δεν τους προσφέρει πια καμιά προοπτική, χρειάζεται μια δυνατή, μια αξιόπιστη δημοκρατική και σοσιαλιστική δύναμη που να μπορεί να κατευθύνει την οργή απέναντι στο σύστημα προς μια απελευθερωτική κατεύθυνση. Σε αντίθετη περίπτωση, αυτό το αίσθημα οργής μπορεί να ακολουθήσει την πορεία του φασισμού, μιας ιδεολογίας που ενώ παρουσιάζεται με αντικαπιταλιστικά φρου-φρου και αρώματα, στην ουσία αποτελεί την επανεδραίωση της αστικής εξουσίας, με ένα ολοκληρωτικό αντίκοινοβουλευτικό πρόσωπο αυτή τη φορά.
Από την άλλη, η εμπειρία του KPD δείχνει τους ολέθριους κινδύνους που απορρέουν από την υποτίμηση του φασιστικού κινδύνου ή την αντιμετώπιση του αντιφασιστικού αγώνα σαν ξεχωριστό από τον ταξικό αγώνα. Ο φασισμός δεν αποτελεί ένα συνηθισμένο αστικό ρεύμα το οποίο μπορεί να περιοριστεί με κοινοβουλευτικά μέσα. Ούτε αποτελεί απλά ένα «πλοκάμι του συστήματος». Αυτό που διακρίνει το φασισμό είναι η ικανότητα του να μετατρέπει την εξαθλίωση των κατεστραμμένων από την κρίση μικροαστικών στρωμάτων σε ένα μαζικό ηγεμονικό κίνημα του οποίου το μένος στρέφεται πρώτα απ’ όλα στη φυσική εξόντωση των δομών και των οργανώσεων της Αριστεράς και του ευρύτερου εργατικού κινήματος. Η κοσμοθεωρία του Μιχαλολιάκου και του Κασιδιάρη βλέπει τα μικροαστικά στρώματα συμπιεσμένα ανάμεσα στις στρατιές του εργατικού κινήματος από τη μια και τους «τοκογλύφους», τους «Εβραίους» και τους «εθνοπροδότες πολιτικούς του κοινοβουλευτισμού» από την άλλη. Η αντιπρόταση του φασισμού είναι μια αντιδραστική υπερταξική ουτοπία που δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει μέσα σε συνθήκες καπιταλισμού.
Οι αστικές δυνάμεις δεν ελέγχουν το φασιστικό κίνημα, αλλά αντιμέτωπες με μια αντικαπιταλιστική αριστερή πρόκληση, είναι διατεθειμένες να στηρίξουν τους φασίστες, έστω και τακτικά (παράδειγμα η χρησιμοποίηση της φρασεολογίας της ΧΑ από το Σαμαρά στις τελευταίες εκλογές), όπως ένας άρρωστος καταπίνει κάποιο πικρό φάρμακο, γνωρίζοντας ότι μόνο με αυτό μπορεί να υπάρξει θεραπεία. Αυτός ο χαρακτήρας του φασισμού κάνει το ενιαίο μέτωπο ενάντια στη φασιστική απειλή σε κάθε γειτονιά και σε κάθε χώρο εργασίας υπέρτατο καθήκον, πέρα από τις όποιες διαφορές τακτικής χωρίζουν κατά τα άλλα τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό είναι ο άμεσος αντικαπιταλιστικός αγώνας ενάντια στις δυνάμεις του σκοταδισμού και του πισωγυρίσματος της ιστορίας. Η σύσταση μιας έμπρακτης αντιφασιστικής ενότητας στο επίπεδο της δράσης είναι και η προϋπόθεση για την υπέρβαση αυτού του απάνθρωπου συστήματος – Τα φαντάσματα της Βαϊμάρης προειδοποιούν.
(*) Ο Florian Wilde είναι σοσιαλιστής ιστορικός στη Γερμανία και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke). Εργάστηκε ως βοηθός ερευνητής στο Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ.Η μετάφραση έγινε με τη στήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το κείμενο αντλείται από την μπροσούρα της γερμανικής Αριστερής Νεολαίας (Linksjugend) και της φοιτητικής οργάνωσης Die Linke.SDS με τίτλο «Σταματήστε το Φάσισμό: Ιστορία, Αναλύσεις και Στρατηγικές για την αντιφασιστική δράση» ["Block Fascism: Geschichte, Analysen und Stategien für eine antifaschistische Praxis"].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου