Δέφτερη Ανάγνωση
Το
πιο χαρακτηριστικό σχόλιο για το σχέδιο
διάσωσης της Λαϊκής, το είχε η Καθημερινή
στις 20/5 στην σελίδα 2: κάτω από μια
φωτογραφία του Ν. Παπαδόπουλου έγραφε:
«Συνεχίζοντας την παράδοση του
οικογενειακού Οίκου της Strakka,
ο Πρίγκιπας έσωσε τη Λαϊκή Τράπεζα.
Δικηγόρος της γαρ. Conflict?
No, business
as usual.»
Το
ενδιαφέρον είναι ότι έστω και με
χιουμοριστικό τρόπο ο σαρκασμός για
τον Ν. Παπαδόπουλο ως σύμβολο της
διαπλοκής της πολιτικής και την οικονομική
ελίτ, αρχίζει να διαχέεται και στα ΜΜΕ.
Η τηλεοπτική εικόνα του Ν. Παπαδόπουλου,
άλλωστε, να προσπαθεί να εξηγήσει στην
Βουλή τα διάφορα στοιχεία του νομοσχεδίου,
έδειχνε ένα άτομο που προσπαθούσε να
πείσει εναγωνίως για την αναγκαιότητα
να περάσει ένα νομοσχέδιο – χωρίς να
διερωτάται σε αυτή την
περίπτωση για το «σπάταλο κράτος» και
χωρίς να απορεί «για αυτή τη κυβέρνηση».
Και μετά, βέβαια, ζητούσε έρευνα, γενικώς,
χωρίς να αναφέρεται σε όσους ζουν
πλουσιοπάροχα από τον
τραπεζιτικό τομέα – όπως ο ίδιος και
οικογένεια του. Όταν ένας πολίτης χρωστά
στη Λαϊκή τράπεζα, οι δικηγόροι της
φροντίζουν να τον πάρουν δικαστήριο,
να τον υποχρεώσουν να πληρώσει τις
αγωγές και αν δεν μπορεί να αντεπεξέλθει
να του κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία.
Όταν, όμως, η τράπεζα χρωστά και δεν
μπορεί να αντεπεξέλθει οι δικηγόροι –
πολιτικοί που την εκπροσωπούν στην
βουλή, θα προσπαθήσουν να καλύψουν το
σκάνδαλο, να το παρουσιάσουν ως περίπου
«αναμενόμενο» στα πλαίσια της οικονομίας
– και αν το σκάνδαλο είναι κραυγαλέο,
θα προσπαθήσουν να μετατοπίσουν/φορτώσουν
τις ευθύνες σε άλλους. Οι δικηγόροι –
πολιτικοί, με αυτήν την έννοια, αποτελούν
το πιο χαρακτηριστικό κομβικό σημείο
μιας ευρύτερης διαπλοκής. Ξεκινώντας
από τα διπλά - από την βουλή και τις
τράπεζες - εισοδήματα των δικηγόρων και
την διαπλοκή των συμφερόντων και των
κινήτρων τους, όταν εμπλέκονται,
ταυτόχρονα, τόσο στην πολιτική, ως
εκλελεγμενοι λειτουργοί του δημόσιου,
όσο και στην δικηγορική ως υπηρέτες των
συμφερόντων των τραπεζών εργοδοτών
τους. Διότι ένας δικηγόρος εισπράττει
λ.χ. εισοδήματα, μέσω των αγωγών και από
τους πελάτες και εγγυητές της Τράπεζας,
ενώ από την άλλη πρέπει, υποτίθεται να
τους προστατεύει ως νομοθέτης από μια
δυσμενή κατάσταση στην οποία - όχι τυχαία
- κανένας δεν τολμά να βάλει σε τάξη –
όπως λ.χ. στην υπερχρέωση επιτοκίου
13% για καθυστερημένα δάνεια ή για
αυθαίρετες και παράνομες
παρεμβάσεις στους λογαριασμούς των
εγγυητών από τις τράπεζες.
Σύντομο
ιστορικό: από τους τοκογλύφους στην
διεθνή επέκταση των τραπεζών
Ας
δούμε, λοιπόν, το ιστορικό που οδήγησε
από την μια σε ότι ο υπουργός οικονομικών,
περίγραψε ως στιγμή ευθύνης και
αλληλεγγύης, αλλά και η οποία αποκάλυπτε,
από την άλλη, μια στιγμή κατάρρευσης
για ένα πάλαι ποτέ κολοσσό του κυπριακού
τραπεζιτικού συστήματος, τη Λαϊκή
τράπεζα.
Η
πρώτη μορφή του τραπεζιτικού τομέα, η
οποία εμφανίστηκε στην Κύπρο την
αποικιακή περίοδο, ήταν οι τοκογλύφοι
των αρχών του 20ου αιώνα, οι οποίοι
οδήγησαν με την πρακτική τους σε ένα
κοινωνικό αναβρασμό που ανάγκασε ακόμα
και την αποικιακή διοίκηση να πάρει
μέτρα. Και μέχρι το 1931, οι τοκογλύφοι
μαζί με τους δικηγόρους ήταν και οι
πολιτικάντηδες της τότε εποχής. Το
σύγχρονο τραπεζιτικό σύστημα, το οποίο
λειτούργησε μετά την ανεξαρτησία, ήταν
μέχρι την δεκαετία του 1990 συγκρατημένο
και εστιασμένο στην εσωτερική αγορά,
όπου η παρουσία του συνεργατικού
κινήματος λειτουργούσε και ως συγκριτικό
αντίβαρο. Το άνοιγμα του τραπεζιτικού
τομέα στο εξωτερικό, την δεκαετία του
’90, οδήγησε στην απότομη αύξηση των
κερδών, αλλά αναπόφευκτα και στη διόγκωση,
τόσο του τραπεζιτικού τομέα, όσο και
των διαπλοκών πολιτικών και οικονομικών
παραγόντων με κομβικό σημείο τα δικηγορικά
γραφεία. Τα πιο γνωστά επεισόδια εκείνης
της δεκαετίας ήταν από την μια η εμπλοκή
του δικηγορικού γραφείου του Τάσσου
Παπαδόπουλου - μεγαλοδικηγόρου και
μεγαλοπαράγοντα της πολιτικής - στην
υπόθεση των «γιουγκοσλαβικών κεφαλαίων»
και η εμπλοκή των τραπεζών στην καλλιέργεια
της φούσκας του χρηματιστηρίου του
1999. Αν η υπόθεση των γιουγκοσλαβικών
κεφαλαίων αφορούσε την δημιουργία
υπόγειων/under the
table μηχανισμών, ανάμεσα
στην πολιτική ελίτ και το τραπεζιτικό
σύστημα, η φούσκα τους χρηματιστηρίου
ήταν η πρώτη φορά από την δεκαετία του
1920, που το χρηματιστικό κεφαλαίο έκανε
μια ξεκάθαρη απόπειρα αρπακτικής
απόσπασης κεφαλαίων από την κοινωνία,
μέσα από μηχανισμούς παραπλάνησης και
χειραγώγησης. Οι τράπεζες, χωρίς να
υπόκεινται σε ουσιαστικό έλεγχο,
συνέχισαν να κερδοσκοπούν και στα μέσα
της δεκαετίας του 2000-10 δημιούργησαν μια
νέα φούσκα στα ακίνητα, όπως παρατήρησε
και ο Π. Χαραλάμπους του οικονομικού
Φιλελευθέρου. Στο τέλος της δεκαετίας,
η κερδοσκοπία στα ελληνικά ομόλογα τις
οδήγησε στα πρόθυρα χρεοκοπίας – και
σε αναζήτηση κρατικής στήριξης. Και,
όπως θα δούμε, προσπάθησαν το 2011, να
αποφύγουν την ευθύνη συμμετέχοντας,
μαζί με τα δίκτυα των δικηγόρων πολιτικών
που εργοδοτούν, σε μια
προσπάθεια μετατόπισης της ευθύνης στο
δημόσιο για την κρίση που προκάλεσαν
οι ίδιοι.
Το
δικηγορικό γραφείο Τ. Παπαδόπουλου και
η Λαϊκή
Ας
δούμε, όμως, λίγο πιο αναλυτικά την
υπόθεση των γιουγκοσλαβικών κεφαλαίων,
στην οποία εμπλέκονται πιο άμεσα και
οι σημερινοί διαπλεκομενοι – η Λαϊκή
και το δικηγορικό γραφείο του Τ.
Παπαδόπουλου. Οι Financial
Times, ως θεματοφύλακας του
δυτικού εμπάργκο, αλλά και των ανάλογων
συμφερόντων, είχαν επιτεθεί στο
δικηγορικό γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου
ως το μηχανισμό που
οργάνωνε, κατά τα πρώτα χρόνια της
δεκαετίας του 1990, την παράκαμψη του
εμπάρκο ενάντια στην
Νέα Γιουγκοσλαβία. Η Τράπεζα με την
οποία οργάνωνε το δικηγορικό γραφείο
τις παρακάμψεις και τις under
the table
συμφωνίες ήταν η Λαϊκή. Σε δική που είχε
γίνει το 2007, μετά από προσφυγή του
δικηγορικού γραφείου του Παπαδόπουλου,
η εφημερίδα είχε προσκομίσει στοιχεία
που έδειχναν ότι οι μετακινήσεις
χρημάτων, γίνονταν μέσω Λαϊκής. Η Λαϊκή
ήταν τότε μια τράπεζα που ανοιγόταν στο
εξωτερικό και η διαπλοκή της με το
δικηγορικό γραφείο Παπαδόπουλου, της
έδινε την δυνατότητα να έχει ισχυρή
εσωτερική πολιτική κάλυψη. Με το αζημίωτο
βέβαια.
Η
διαπλοκή του γραφείου του Τ. Παπαδόπουλου
με την Λαϊκή έφτασε σε τέτοιο σημείο
που το 2006, ενώ ο Τ. Παπαδόπουλος ήταν πια
Πρόεδρος της δημοκρατίας, η Λαϊκή
κατέγραφε στην ίδια σελίδα με το
διοικητικό της συμβούλιο το δικηγορικό
του γραφείο, το οποίο της παρείχε «νομικές
υπηρεσίες».
Η δημόσια καταγραφή, της διασύνδεσης
του δικηγορικού γραφείου του Προέδρου
με μια τράπεζα, ήταν από μόνη της ένα
μικρό σκάνδαλο διαπλοκής, το οποίο
πέρασε και αυτό στα απαρατήρητα του
κυπριακού άβατου: της διαπλοκής ΜΜΕ,
τραπεζών και γραφείων μεγαλοδικηγόρων.
Και αξίζει, βέβαια, να αναφερθεί ότι
τότε επικεφαλής της Λαϊκής ήταν, ήδη,
ο Α. Βγενόπουλος, τον οποίον σήμερα οι
ιθύνοντες της τράπεζας, αλλά και του
δικηγορικού γραφείου καμώνονται ότι
δεν ξέρουν.
2005-07:
Μια σειρά σκανδάλων και δημοσίων
συζητήσεων αλλάζουν την βιτρίνα
Τον
ίδιο χρόνο, ξέσπασε ένα άλλο, αποκαλυπτικό,
σκάνδαλο, το οποίο αφορούσε τον άλλο
μεγαλοδικηγόρο της διαπλοκής τον Π.
Πολυβίου: Η Κεντρική Τράπεζα ζήτησε να
γίνει έρευνα για την διαπλοκή, όσον
αφορά στη θέση του Πολυβίου ως δικηγόρου
και ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου
της Τράπεζας Κύπρου.
Και έθεσε θέμα απολαβών. Ήταν σαφές ότι
η εσωτερική διαπλοκή οικογενειών και
κυκλωμάτων, ανάμεσα σε τράπεζες και
δικηγορικά γραφεία άρχισε να απασχολεί
και την Ε.Ε.. Όταν η Τράπεζα Κύπρου
προσπάθησε να παρουσιάσει τον Πολυβίου
ως απλώς ένα ακόμα δικηγόρο της, η
Κεντρική Τράπεζα της ζήτησε, για λόγους
διαφάνειας, να «δώσει στη δημοσιότητα
τις συνολικές απολαβές του εν λόγω
γραφείου και για τα προηγούμενα πέντε
τουλάχιστον χρόνια..». Και πρόσθεσε: «Η
Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου θεωρεί
σημαντικό να τονίσει ότι η υποχρέωση
της τράπεζας Κύπρου και των άλλων
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να παρέχουν
πλήρη στοιχεία για όλες τις συναλλαγές
των διοικητικών συμβουλών υπαγορεύεται
από τον Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης
και τα Διεθνή λογιστικά πρότυπα..»
Έτσι,
οι κυπριακές τράπεζες έπρεπε, λόγω
εξωτερικής πίεσης, να βάλουν σε κάποια
τάξη, τουλάχιστον, την «εσωτερική νομή
εξουσίας» και την «οικογενειοκρατία»,
όπως άφηνε νοηθεί η Κεντρική. Τον επόμενο
χρόνο, μια σειρά υποθέσεις οδήγησαν σε
μια πιο προσεκτική στάση των
δικηγορικών γραφείων – τουλάχιστον
σταμάτησαν να δηλώνουν τόσο έντονα την
διαπλοκή τους, είτε με την κατοχή διπλών
θέσεων, είτε με την δημόσια καταγραφή
της διαπλοκής τους. Κατ’ αρχήν ήταν η
δίκη του δικηγορικού γραφείου του Τάσσου
με τους Financial Times,
ενώ ταυτόχρονα, ξέσπασε και ένα σκάνδαλο
για την διαπλοκή του δικηγορικού γραφείου
του Τ. Παπαδόπουλου - με επίκεντρο του
σκανδάλου τον Ν. Παπαδόπουλο - με την
προσπάθεια ευνοϊκής κατακύρωσης
προσφορών για την δημιουργία πλωτής
μονάδας αποθήκευσης και αποϋγροποιησης
φυσικού αερίου. Σε εκείνο το κλίμα,
άρχισαν να τίθενται και ερωτήματα και
για την εμπλοκή του δικηγορικού γραφείου
σε προσφορές στρατιωτικού εξοπλισμού
για την εθνική φρουρά.
Μπροστά
σε αυτές τις πιέσεις και τις δημόσιες
συζητήσεις, έγιναν κάποιες διακοσμητικές
αλλαγές, αλλά το καθεστώς παρέμεινε το
ίδιο. Σε μερικά σημεία, μάλιστα, έγινε
και χειρότερο με την στάση του νέου
Διοικητή, του Α. Ορφανίδη, να συμπεριφέρεται
και ο ίδιος ευνοιοκρατικά απέναντι στην
οικογένεια Παπαδοπουλου και τα
οικονομικό-πολιτικά της συμφέροντα.
Και συμμετείχε άμεσα την περίοδο
2009-2011 στην προσπάθεια συγκάλυψης του
μεγάλου σκανδάλου των ελληνικών ομολόγων.
Και
οι τράπεζες συνεχίζουν με απόλυτο έλεγχο
πια του θεσμικού πλαισίου: Το σκάνδαλο
των ελληνικών ομολόγων 2009-2011
Το
σκάνδαλο των τραπεζών αξιώνει την
καταγωγή του από το 2009, όταν μερίδα των
ΜΜΕ και της αντιπολίτευσης άρχισαν μια
εκστρατεία για παραχώρηση χαμηλότοκων
χρεογράφων στις τράπεζες – το λόμπι
των τραπεζών, δηλαδή, επέβαλε την θέληση
του, μέσα από μια συντονισμένη εκστρατεία
που περιλάμβανε βουλευτές διαφόρων
κομμάτων, ΜΜΕ και τον διοικητή της
κεντρικής. Ήταν μια καλά συντονισμένη
και επιτυχημένη εκστρατεία, την οποία
η υπόλοιπη κοινωνία δεν είχε κατανοήσει,
ούτε είχε μέχρι τότε ανάλογες εμπειρίες.
Όταν τελικά, ο υπουργός οικονομικών
υποχώρησε, στο όνομα της «εθνικής
ενότητας», τόσο τα διοικητικά συμβούλια
των τραπεζών, όσο και ο τότε διοικητής
της κεντρικής αρνήθηκαν να τηρήσουν
την υπόσχεση τους για διοχέτευση των
δανείων στο εσωτερικό – ως χαμηλοτοκα
δάνεια σε επιχειρήσεις.
Το
2009, μετά την εκλογή της μέχρι τότε
επικεφαλής της επιτροπής οικονομικών
της βουλής, Α. Παπαδοπούλου στο
ευρωκοινοβούλιο, τη θέση της ανέλαβε ο
Ν. Παπαδόπουλος, του δικηγορικού γραφείου
με τις ιστορικές σχέσεις με τις τράπεζες
και ιδιαίτερα την Λαϊκή. Έτσι, η διαπλοκή
έγινε πια θεσμική και για πρώτη φορά, ο
τραπεζιτικός τομέας, όχι μόνο δεν
ελεγχόταν κάπως έστω από την Κεντρική,
αλλά έγινε όργανο του και η επιτροπή
οικονομικών της βουλής μέσα από την
χειραγώγηση της θεαματικής παρουσίασης
των ζητημάτων από το
δικηγόρο-βουλευτή Ν. Παπαδόπουλο.
Όταν
στις αρχές του 2011, ο πρόεδρος της
Δημοκρατίας σε συνέντευξη τύπου έθεσε
το θέμα του κινδύνου από τα ελληνικά
ομόλογα και το ζήτημα της αθέτησης της
υπόσχεσης για επένδυση των χρημάτων
που αντλήθηκαν από τα χρεόγραφα του
2009 στην κυπριακή αγορά, έγινε στόχος
επίθεσης, η έμφαση μετατοπίστηκε και
το θέμα λογοκρίθηκε στα ΜΜΕ. Έτσι ακόμα
και τότε, το ζήτημα των ελληνικών
ομολόγων, δεν συζητήθηκε δημόσια, ενώ
ο διοικητής της κεντρικής και ο Ν.
Παπαδόπουλος ως δικηγόρος της Λαϊκής
στην επιτροπή οικονομικών της βουλής,
συνέχιζαν να επιτίθενται μέχρι και στα
επίσημα στοιχεία του κράτους, για να
μην εστιαστεί η προσοχή στο διογκούμενο,
κάτω από την επιφάνεια, ζήτημα των
ελληνικών ομολόγων. Εκείνη η επίθεση
δεν ήταν απλώς αντιπολιτευτική - ο Ν.
Παπαδόπουλος ήταν μέλος σε συγκυβερνών
κόμμα, το ΔΗΚΟ – είχε ως απώτερο στόχο
τη μετατόπιση της ευθύνης για την
επερχόμενη κρίση. Οι επιθέσεις έφτασαν
στο σημείο, σύμφωνα με μαρτυρίες τόσο
του τέως υπουργού οικονομικών όσο και
άλλων παραγόντων, να προσπαθούν να
αποθαρρύνουν τις τράπεζες από το να
αγοράζουν κυπριακά ομόλογα. Είναι
δύσκολο να μην δει κανείς, κοιτάζοντας
προς τα πίσω, μια σχεδόν οργανωμένη
προσπάθεια να βυθιστεί η οικονομία σε
μια συνολική κρίση, έτσι ώστε η κρίση
των τραπεζών να εμφανιστεί ως απλό
προϊόν, αντί ως αιτία της κρίσης. Μόνο
ο ΠΑΣΕΧΑ, ο σύνδεσμος μικροεπενδυτών,
οι οποίοι ήταν ήδη θύματα των τραπεζών
από το 1999, κατάγγελλε την επένδυση στα
ελληνικά ομόλογα και τους κινδύνους
τους οποίους δημιουργούσε.
Από
ότι φάνηκε τελικά, και τώρα οι καταγγελίες
έρχονται και από το εσωτερικό του
τραπεζιτικού συστήματος, οι τράπεζες
επένδυαν ανεξέλεγκτα σε ελληνικά ομόλογα
- με στόχο προφανώς την εύκολη και γρήγορη
κερδοσκοπία μερικών στελεχών - ακόμα
και το 2011, όταν άλλοι οργανισμοί, όπως
οι γερμανικές τράπεζες, τα ξεφορτώνονταν.
Από ότι φαίνεται, ο διοικητής της
κεντρικής ταυτίστηκε πλήρως με την
εκστρατεία της αντιπολίτευσης ενάντια
στην κυβέρνηση – και έτσι αγνοούνταν
οι όποιες προειδοποιήσεις για ανάγκη
διασποράς των κίνδυνων, που γίνονταν
ακόμα και από άτομα του τραπεζιτικού
συστήματος.
Το
καλοκαίρι του 2011, η κατάσταση ήταν πια
σαφής – οι τράπεζες ήταν πια στο χείλος
το γκρεμού, αλλά φυσικά δεν το παραδέχονταν
δημόσια. Η τελευταία προσπάθεια για
συγκάλυψη, αφού απέτυχε και η προσπάθεια
να δημιουργηθεί κλίμα πανικού πριν τις
βουλευτικές, ήταν η εκμετάλλευση του
ατυχήματος στο Μαρί. Οι τότε υπερφίαλες
προσπάθειες ταύτισης της καταστροφής
μέρους του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού
με το 1974, είχαν ακριβώς τον ίδιο στόχο
όπως και οι προσπάθειες καλλιέργειας
πανικού την άνοιξη – οι οποίες γίνονταν,
μάλιστα, από τα άτομα που θα έπρεπε να
ξέρουν ότι μια οικονομία σε κρίσιμη
περίοδο, το τελευταίο πράγμα που
χρειάζεται είναι ο πανικός. όμως, ο
στόχος ήταν και πάλι να μετατοπιστεί η
κρίση από την επερχόμενη αποκάλυψη του
σκανδάλου των τραπεζών - το οποίο έχει,
όντως, διαστάσεις κρίσης όπως του 1974
για τον τομέα των εμπορικών τραπεζών -
σε πρόβλημα άλλων – της κυβέρνησης, του
Προέδρου κλπ.
Η
παραδοχή της κρίσης και της αποτυχίας:
2012
Τελικά
στις αρχές του 2012,
η κατάσταση άρχισε να γίνεται σαφής,
καθώς οι τράπεζες ανακοίνωσαν πια τις
ζημιές τους. Ο Ορφανίδης διόρισε το
Σαρρή, επικεφαλής της Λαϊκής, σε μια
ξαφνική ανακάλυψη των εξουσιών της
Κεντρικής. Ήταν πια αργά, όμως. Παρά τα
αρχικά αισιόδοξα σενάρια, οι ξένοι
επενδύτες δεν άργησαν να καταλάβουν
ότι οι ιδιοκτήτες της Λαϊκής ήθελαν
απλώς ξένα κεφάλαια για να διατηρήσουν
την εξουσία τους. Ήδη από τις αρχές του
χρόνου, σύμφωνα με τον «Φιλελεύθερο»,
η Λαϊκή ζητούσε από το κράτος να την
διασώσει. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι
ζήτησε από την τράπεζα να κάμει η ίδια
παραχωρήσεις για να βρει επενδυτές.
Ανάλογα φαινόμενα απροθυμίας υποχωρήσεων
από τους ήδη μεγαλομετόχους και μέλη
του διοικητικού συμβουλίου, είχαν
αναφερθεί και στην τράπεζα Κύπρου. Το
ότι πρόσφατα, οι επενδύτες από το Ντουμπάι
άφησαν να διαρρεύσει στον τύπο ότι
ενδιαφέρονταν για ενεργότερη συμμετοχή
στην Λαϊκή, αποκαλύπτει και τις εσωτερικές
διαμάχες στην τράπεζα που έχει γίνει η
πέτρα του σκανδάλου. Σε κάποιο στάδιο
στις αρχές του χρόνου, η Λαϊκή φάνηκε
να ποντάρει σε κινέζους επενδυτές –
ειρωνικά ίσως και με την μεσολάβηση της
κυβέρνησης, την οποία οι δικηγόροι και
οι βουλευτές της, είχαν πολεμήσει τόσο
έντονα τον προηγούμενο χρόνο. Ενώ
όμως η κυβέρνηση προώθησε την κινεζική
επένδυση με τον όμιλο Σιακόλα, οι
επενδύσεις στην Λαϊκή φαίνεται ότι
σκάλωσαν και λόγω των εσωτερικών
απαιτήσεων για διατήρηση του έλεγχου
από τους νυν διοικούντες, αλλά και λόγω
της ευρύτερης αστάθειας. Η κατάσταση,
σαφώς, οξύνθηκε μετά τα αποτελέσματα
των ελληνικών εκλογών τον Μάιο. Η αποτυχία
δημιουργίας κυβέρνησης και το ρεαλιστικό
πια σενάριο αποχώρησης της Ελλάδας από
το ευρώ - εθελοντικά ή μη - δημιούργησαν
φόβους για bank run
στην Λαϊκή ή κατάρρευση των μετοχών
της. Σε αυτό το πλαίσιο, η εσπευσμένη
επέμβαση της κυβέρνησης, την περασμένη
εβδομάδα ήταν πια η μόνη σανίδα σωτήριας
– και για αυτό οι όροι ήταν «σκληροί».
Ταυτόχρονα, βέβαια, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε
να είναι εγγυητής – και μάλιστα για ένα
συγκεκριμένο πόσο - ενώ η τράπεζα είναι,
πλέον, ανοικτή για επενδύσεις ή κινήσεις
τις οποίες ήταν απρόθυμη να κάνει πριν
– όπως το να απαλλαγεί από αρκετά
εξωτερικά της δίκτυα, όπως στην Ελλάδα.
Η
βουλή συμπεριφέρθηκε μέσα στα πλαίσια
των ιστορικών παραδόσεων των κυπρίων
για συλλογικότητα και αλληλεγγύη σε
συνθήκες κρίσης, διότι, σαφώς, πολύ πιο
έντονα από την Λαϊκή, η σκιά που πλανιέται
είναι η κρίση στην Ελλάδα. Και όπως
έγραψε και ο Φιλελεύθερος
την Κυριακή, το ζητούμενο τώρα, αν δεν
βρεθεί επενδυτής, είναι να εξασφαλίσει
η κυβέρνηση διακρατικό δάνειο. Ειρωνικά
και πάλι, το κύκλωμα των τραπεζιτών και
των δικηγορών τους στην βουλή, όχι απλά
δέχονται πια, αλλά σχεδόν
εκλιπαρούν την εισήγηση της αριστεράς
για θεσμικά, διακρατικά δάνεια ενώ τα
προηγούμενα χρόνια επέμεναν στην μαγική
λειτουργία των αγορών.
Η
δυσφορία με τις τράπεζες έχει αρχίσει,
όμως, να απλώνεται στην κοινωνία – και
αυτό δεν έρχεται πια μόνο από την αριστερά
- στο εσωτερικό της Κύπρου - αλλά και από
την Ευρώπη, όπου η κριτική είναι πια
έντονη.
Τα
οικονομικά της Διαπλοκής: Πόσα πληρώνονται
οι δικηγόροι των τραπεζών;
Το
Σάββατο 19/5, ο Πολίτης κυκλοφόρησε με
πρωτοσέλιδη αναφορά στους μισθούς τους
οποίους είχαν οι υψηλόβαθμοι της Λαϊκής
– και το θέμα των περικοπών των μισθών,
μάλλον, παρουσιάστηκε ως είδος αυστηρής
τιμωρίας για τους υπεύθυνους. Στην
αναφορά υπήρχαν δύο άτομα - που βρίσκονται
ακόμα στην ιεραρχία της Λαϊκής - οι
οποίοι είχαν εισοδήματα πάνω από 300, 000
ευρώ τον χρόνο. Αξίζει συγκριτικά να
δει κάποιος, λοιπόν, και τα εισοδήματα
των σημείων διαπλοκής τραπεζών και
πολιτικής ελίτ – των δικηγόρων: λόγω
των δημοσίων συζητήσεων του 2006, έχουμε
και τις αναφορές για τα εισοδήματα του
μεγαλοδικηγόρου της Τράπεζας Κύπρου
τότε:
Ο
κ. Πόλυς Γ. Πολυβίου, μέλος του Διοικητικού
Συμβουλίου της Εταιρίας, είναι συνέταιρος
στο Δικηγορικό Γραφείο Χρυσαφίνης και
Πολυβίου, οι οποίοι είναι οι εξωτερικοί
νομικοί σύμβουλοι του Συγκροτήματος
και χειρίζονται ενώπιον των δικαστηρίων
αγωγές και δικαστικές διαδικασίες εκ
μέρους του Συγκροτήματος στην Κύπρο
και το εξωτερικό. Το σύνολο των
αμοιβών που καταβλήθηκαν στο γραφείο
Χρυσαφίνης & Πολυβίου από το Συγκρότημα
κατά το 2005 ανήρχετο σε £402 χιλ. (2004: £365
χιλ.). Στο εν λόγω δικηγορικό
γραφείο ανατίθενται επίσης δικαστικές
αγωγές και διαδικασίες κατά χρεωστών
/ οφειλετών του Συγκροτήματος. Το συνολικό
κόστος για τις υποθέσεις αυτές χρεώνεται
στους ίδιους τους χρεώστες / οφειλέτες.
Δηλαδή,
το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο
έπαιρνε από τότε πολύ περισσότερα από
όσα παίρνουν αυτοί, οι οποίοι είναι
υψηλόμισθοι, σήμερα, στην Λαϊκή. Το 2004,
πήραν 365 χιλιάδες λίρες και το 2005, 402
χιλιάδες λίρες [687,000 ευρώ].
Λογικά, ανάλογα ήταν και τα εισοδήματα
του γραφείου του Τ. Παπαδόπουλου. Και
αξίζει, επίσης, να παρατηρηθεί ότι αυτά
δεν περιλαμβάνουν τις αγωγές – το κόστος
για τις αγωγές εναντίον πολιτών που
χρωστούν στις τράπεζες, το οποίο
καρπούνται και πάλι τα δικηγορικά
γραφεία. Προφανώς, εδώ βρίσκεται ένα
σημαντικό σημείο συσσώρευσης κερδών
και απολαβών. Και όπως είχε τονίσει και
τότε η Κεντρική, για να έχει κάποιος
συνολική εικόνα πρέπει να δει τα
εισοδήματα για «τουλάχιστον 5 χρόνια»
ή όπως ήρθαν τα πράγματα, ίσως και για
τα προηγούμενα δέκα χρόνια. Οι αναφορές
και οι φήμες, τότε, μιλούσαν για ετήσια
εισοδήματα των δικηγορικών γραφείων
2+ εκατομμυρίων λιρών.
Λογικά,
λοιπόν, θα πρέπει η Πολιτεία να απαιτήσει
και την δημοσιοποίηση των εισοδημάτων
των δικηγορικών γραφείων [ιδιαίτερα
εκείνων των οποίων οι ιδιοκτήτες η
λειτουργοί κατέχουν ταυτόχρονα δημόσια
αξιώματα], τα οποία εξυπηρετούν τις
Τράπεζες – και να δημοσιοποιηθούν οι
διαπλοκές αυτών των γραφείων με την
πολιτική. Και ο γενικός εισαγγελέας να
πάρει θέση για την νομιμότητα νομοθεσιών
για τις τράπεζες, στις οποίες συμμετέχουν
οι δικηγόροι των τραπεζών.