http://wwwpraxisred.blogspot.com/2012/05/blog-post_8302.html
Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια μη- κοινοβουλευτική ανάγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, προσπαθώντας να τα εντάξουμε στην συνολική κίνηση κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού μετασχηματισμού που συντελείται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό τα τελευταία 2 ½ χρόνια. Μια στιγμή που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με αυτό τον μετασχηματισμό χωρίς όμως να αποτελεί μια ακριβής και καθαρή αποτύπωση του σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Έχουμε να κάνουμε πιο πολύ με διαγώνιες αντανακλάσεις παρά με έναν άμεσο «καθρέφτισμα» αυτού του μετασχηματισμού στο εκλογικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θα προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε γραμμές και οριοθετήσεις διαφορετικές από αυτές που συνήθως χρησιμοποιούνται στις κλασικές πολιτικές αναλύσεις (Δεξιά, Αριστερά, Κέντρο) και θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι στην ελληνική πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια διαδικασία τριχοτόμησης του κοινωνικού σώματος.
Σε μια διαδικασία συγκρότησης τριών αντιτιθέμενων μεταξύ τους κοινωνικό- πολιτικών τάσεων των οποίων οι πολιτικές εκφράσεις δεν έχουν ακόμα παγιωθεί και σε έναν Α βαθμό περνάνε εγκάρσια τους υπάρχοντες πολιτικούς φορείς ή βρίσκονται εκτός του κάδρου της εκλογικής χαρτογράφησης, αφού η αποχή έφτασε το 35% (ποσοστό μεγαλύτερο κατά 5% από αυτό των εκλογών του 2009 και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα). Επιλέξαμε να μιλήσουμε για τάσεις και όχι για μπλοκ γιατί όχι μόνο αυτή η διαδικασία είναι ακόμα ρευστή και σε εξέλιξη, αλλά και γιατί προς τον παρόν ο ίδιος ο κόσμος (στην πλειοψηφία του) που μετέχει στην συγκρότηση αυτών των κοινωνικό- πολιτικών τάσεων, δεν αντιλαμβάνεται αυτή την συγκρότηση ως μια ενιαία κοινωνικό- πολιτική διαδικασία, ούτε φυσικά διακρίνει καθαρά τις διεργασίες σύνθεσης, τις κεντρομόλες και φυγόκεντρες τάσεις που διαπερνούν όλη αυτή την διαδικασία, τουλάχιστον όχι σε όλο το εύρος τους (έκταση και βάθος). Ούτε σε πρώτη φάση μπορεί να υπερβεί τις διαχωριστικές γραμμές και τις παγιώσεις που κουβαλάει από το παρελθόν, παρόλο που όλα αυτά αναδιατάσσονται μέσα από αυτή την διαδικασία, αυτό δεν έχει βρει ακόμα και την συνειδητή πολιτική του έκφραση.
Ποιες όμως είναι αυτές οι τρεις κοινωνικό- πολιτικές τάσεις στις οποίες αναφερόμαστε και πώς αντανακλάστηκαν οι διεργασίες συγκρότησής τους στα εκλογικά αποτελέσματα;
Υπάρχει ένα κομμάτι, το οποίο , παρόλο ότι φαίνεται να υπέστη μια συντριβή μέσα από την εκλογική κατρακύλα των δυο κλασικών κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), έχει αρκετές κοινωνικές και πολιτικές εφεδρείες ακόμα. Πρόκειται για εκείνο το κομμάτι που βλέπει ότι μέσα από την διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα (βλ. Μνημόνιο) θα μπορέσει να αυξήσει την επιρροή του και να συμμετάσχει στις «ευκαιρίες» που θα δημιουργηθούν για τα δυναμικά κομμάτια του κεφαλαίου (είτε μετέχοντας σε αυτές τις ευκαιρίες ως μεγάλοι, μεσαίοι και μικροί κεφαλαιοκράτες είτε ως μεσαίο στελεχιακό δυναμικό), ή πρόκειται για το κομμάτι που ελπίζει ή αυταπατάται ότι τα όποια προνόμια έχει, θα θιγούν λιγότερο, από ότι σε μια πιθανή περίπτωση αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Ταυτόχρονα είναι εκείνο το κομμάτι που έχει πειστεί ότι η αναδιάρθρωση θα έχει σύντομο χρονικό ορίζοντα, θα αλωθούν άλλα κοινωνικά συμφέροντα (κοινωνικό κράτος, δημόσιος τομέας, μισθωτή εργασία κλπ) ενώ το ίδιο (άμεσα αξιοποιήσιμη ιδιοκτησία) θα παραμείνει σχετικά αλώβητο. Είναι προφανές ότι αυτό το κομμάτι στην κάλπη, εκτός από την στήριξη των δυο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, προσπάθησε να βρει και νέους πολιτικούς εκφραστές, που να μην έχουν διαποτιστεί τόσο πολύ από την διαπλοκή της άσκησης της πολιτικής εξουσίας προσεγγίζοντας τόσο το νεοφιλελεύθερο χώρο που, μολονότι κατακερματισμένος, καταγράφει ένα εκλογικό ποσοστό γύρω στο 6% ή μια νέα πιο «αριστερή» και ήπια έκφραση του σοσιαλφιλελευθερισμού στην ΔΗΜ.ΑΡ.
Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια μη- κοινοβουλευτική ανάγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, προσπαθώντας να τα εντάξουμε στην συνολική κίνηση κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού μετασχηματισμού που συντελείται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό τα τελευταία 2 ½ χρόνια. Μια στιγμή που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με αυτό τον μετασχηματισμό χωρίς όμως να αποτελεί μια ακριβής και καθαρή αποτύπωση του σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Έχουμε να κάνουμε πιο πολύ με διαγώνιες αντανακλάσεις παρά με έναν άμεσο «καθρέφτισμα» αυτού του μετασχηματισμού στο εκλογικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θα προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε γραμμές και οριοθετήσεις διαφορετικές από αυτές που συνήθως χρησιμοποιούνται στις κλασικές πολιτικές αναλύσεις (Δεξιά, Αριστερά, Κέντρο) και θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι στην ελληνική πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια διαδικασία τριχοτόμησης του κοινωνικού σώματος.
Σε μια διαδικασία συγκρότησης τριών αντιτιθέμενων μεταξύ τους κοινωνικό- πολιτικών τάσεων των οποίων οι πολιτικές εκφράσεις δεν έχουν ακόμα παγιωθεί και σε έναν Α βαθμό περνάνε εγκάρσια τους υπάρχοντες πολιτικούς φορείς ή βρίσκονται εκτός του κάδρου της εκλογικής χαρτογράφησης, αφού η αποχή έφτασε το 35% (ποσοστό μεγαλύτερο κατά 5% από αυτό των εκλογών του 2009 και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα). Επιλέξαμε να μιλήσουμε για τάσεις και όχι για μπλοκ γιατί όχι μόνο αυτή η διαδικασία είναι ακόμα ρευστή και σε εξέλιξη, αλλά και γιατί προς τον παρόν ο ίδιος ο κόσμος (στην πλειοψηφία του) που μετέχει στην συγκρότηση αυτών των κοινωνικό- πολιτικών τάσεων, δεν αντιλαμβάνεται αυτή την συγκρότηση ως μια ενιαία κοινωνικό- πολιτική διαδικασία, ούτε φυσικά διακρίνει καθαρά τις διεργασίες σύνθεσης, τις κεντρομόλες και φυγόκεντρες τάσεις που διαπερνούν όλη αυτή την διαδικασία, τουλάχιστον όχι σε όλο το εύρος τους (έκταση και βάθος). Ούτε σε πρώτη φάση μπορεί να υπερβεί τις διαχωριστικές γραμμές και τις παγιώσεις που κουβαλάει από το παρελθόν, παρόλο που όλα αυτά αναδιατάσσονται μέσα από αυτή την διαδικασία, αυτό δεν έχει βρει ακόμα και την συνειδητή πολιτική του έκφραση.
Ποιες όμως είναι αυτές οι τρεις κοινωνικό- πολιτικές τάσεις στις οποίες αναφερόμαστε και πώς αντανακλάστηκαν οι διεργασίες συγκρότησής τους στα εκλογικά αποτελέσματα;
Υπάρχει ένα κομμάτι, το οποίο , παρόλο ότι φαίνεται να υπέστη μια συντριβή μέσα από την εκλογική κατρακύλα των δυο κλασικών κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), έχει αρκετές κοινωνικές και πολιτικές εφεδρείες ακόμα. Πρόκειται για εκείνο το κομμάτι που βλέπει ότι μέσα από την διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα (βλ. Μνημόνιο) θα μπορέσει να αυξήσει την επιρροή του και να συμμετάσχει στις «ευκαιρίες» που θα δημιουργηθούν για τα δυναμικά κομμάτια του κεφαλαίου (είτε μετέχοντας σε αυτές τις ευκαιρίες ως μεγάλοι, μεσαίοι και μικροί κεφαλαιοκράτες είτε ως μεσαίο στελεχιακό δυναμικό), ή πρόκειται για το κομμάτι που ελπίζει ή αυταπατάται ότι τα όποια προνόμια έχει, θα θιγούν λιγότερο, από ότι σε μια πιθανή περίπτωση αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Ταυτόχρονα είναι εκείνο το κομμάτι που έχει πειστεί ότι η αναδιάρθρωση θα έχει σύντομο χρονικό ορίζοντα, θα αλωθούν άλλα κοινωνικά συμφέροντα (κοινωνικό κράτος, δημόσιος τομέας, μισθωτή εργασία κλπ) ενώ το ίδιο (άμεσα αξιοποιήσιμη ιδιοκτησία) θα παραμείνει σχετικά αλώβητο. Είναι προφανές ότι αυτό το κομμάτι στην κάλπη, εκτός από την στήριξη των δυο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, προσπάθησε να βρει και νέους πολιτικούς εκφραστές, που να μην έχουν διαποτιστεί τόσο πολύ από την διαπλοκή της άσκησης της πολιτικής εξουσίας προσεγγίζοντας τόσο το νεοφιλελεύθερο χώρο που, μολονότι κατακερματισμένος, καταγράφει ένα εκλογικό ποσοστό γύρω στο 6% ή μια νέα πιο «αριστερή» και ήπια έκφραση του σοσιαλφιλελευθερισμού στην ΔΗΜ.ΑΡ.
Πρόκειται για κομμάτια της
δυναμικής μεσαίας και ανώτερης τάξης που βλέπουν την «κρίση ως
ευκαιρία», είτε για κομμάτια που παραδοσιακά ήταν προσκολλημένα σε
σχέσης εξάρτησης και συμφερόντων με τα κόμματα εξουσίας, για κομμάτια
που ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας» και η ανασυγκρότηση της
ανάπτυξης μέσω των νόμων της αγοράς και με την διαμεσολάβηση του
«επιτελικού κράτους» αποτελούν το συνεκτικό τους ιστό, άσχετα με το αν
κάποια είναι συνδεδεμένα πιο πολύ με την αγορά και κάποια άλλα με το
κράτος. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτή η κοινωνικό- πολιτική
τάση είναι αυτή που συρρικνώνεται και αναδιπλώνεται μέσα στην
συγκεκριμένη συγκυρία, χάνοντας την ιδεολογική ηγεμονία που είχε
οικοδομήσει στην ελληνική κοινωνία μέσα στις δεκαετίες του ’90 και του
2000, θα ήταν λάθος όμως να την θεωρήσουμε οριστικά χαμένη και εκτός
παιχνιδιού. Μπορεί να χάνει την ιδεολογική της ηγεμονία, κρατάει όμως
σφικτά στα χέρια της όχι μόνο τα μέσα προπαγάνδας (ΜΜΕ), αλλά και στην
ουσία ταυτίζεται με το πλειοψηφικό (για την ώρα) κομμάτι του ελληνικού
κεφαλαίου.
Δεν μας κάνει έκπληξη η ανάδυση ενός ισχυρού ακροδεξιού- ρατσιστικού, με ισχυρές φασιστικές τάσεις, ρεύματος μέσα στην ελληνική κοινωνία. Μας σοκάρει βέβαια τόσο η σημαντική του άνοδος αλλά κυρίως η ταχύτατη ισχυροποίηση του πιο φασιστικού πόλου του, της ναζιστικής Χρυσής Αυγής. Η εποχή ευνοεί την αντικατάσταση του μηντιακού εθνικισμού που ονειρεύεται να πάρει μέρος στο «πάρτι» της κυβερνητικής εξουσίας και να γλύψει την κουτάλα ( ΛΑΟΣ), από τον σκληρό νεοναζισμό που επιλέγει ως πεδίο συγκρότησης τον δρόμο και την ρατσιστική, φασιστική βία. Είναι σχεδόν γελοίο να ακούει κανείς το ίδιο βράδυ τον εκλογών τους μέντορες των μίντια και τον συρφετό του κυβερνητικού συνασπισμού να δηλώνουν τον αποτροπιασμό τους για την είσοδο των νεοναζί στην βουλή. Αυτοί που για να περισώσουν το πολιτικό σύστημα προσπάθησαν να μετατοπίσουν την πολιτική ατζέντα από την οικονομία και το μνημόνιο στην «λαθρομετανάστευση», αυτοί που με το κυβερνητικό τους έργο άρχισαν να εφαρμόζουν το πρόγραμμα της Χρυσής Αυγής πριν αυτή μπει καν στη βουλή: φράκτης στον Εύρο, στρατόπεδα συγκέντρωσης των μεταναστών, σκούπες και πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες, δηλώσεις περί «υγειονομικών βομβών» και κυνήγι μαγισσών απέναντι στις οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες, θύματα της βίας και του τράφικινγκ κλπ .
Δεν μας κάνει έκπληξη η ανάδυση ενός ισχυρού ακροδεξιού- ρατσιστικού, με ισχυρές φασιστικές τάσεις, ρεύματος μέσα στην ελληνική κοινωνία. Μας σοκάρει βέβαια τόσο η σημαντική του άνοδος αλλά κυρίως η ταχύτατη ισχυροποίηση του πιο φασιστικού πόλου του, της ναζιστικής Χρυσής Αυγής. Η εποχή ευνοεί την αντικατάσταση του μηντιακού εθνικισμού που ονειρεύεται να πάρει μέρος στο «πάρτι» της κυβερνητικής εξουσίας και να γλύψει την κουτάλα ( ΛΑΟΣ), από τον σκληρό νεοναζισμό που επιλέγει ως πεδίο συγκρότησης τον δρόμο και την ρατσιστική, φασιστική βία. Είναι σχεδόν γελοίο να ακούει κανείς το ίδιο βράδυ τον εκλογών τους μέντορες των μίντια και τον συρφετό του κυβερνητικού συνασπισμού να δηλώνουν τον αποτροπιασμό τους για την είσοδο των νεοναζί στην βουλή. Αυτοί που για να περισώσουν το πολιτικό σύστημα προσπάθησαν να μετατοπίσουν την πολιτική ατζέντα από την οικονομία και το μνημόνιο στην «λαθρομετανάστευση», αυτοί που με το κυβερνητικό τους έργο άρχισαν να εφαρμόζουν το πρόγραμμα της Χρυσής Αυγής πριν αυτή μπει καν στη βουλή: φράκτης στον Εύρο, στρατόπεδα συγκέντρωσης των μεταναστών, σκούπες και πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες, δηλώσεις περί «υγειονομικών βομβών» και κυνήγι μαγισσών απέναντι στις οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες, θύματα της βίας και του τράφικινγκ κλπ .
Αυτοί που αντέστρεψαν το ρόλο
του θύτη και του θύματος και που πριμοδότησαν τον κοινωνικό κανιβαλισμό,
ενώ ταυτόχρονα συναίνεσαν και συναποφάσισαν την μετατροπή της χώρας σε
μια ζώνη αναχαίτισης των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ευρώπη και
συνέβαλαν στον εγκλωβισμό δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν να
μετακινηθούν προς άλλους προορισμούς όχι μόνο με την εφαρμογή της
συνθήκης του Δουβλίνου, αλλά καταργώντας ουσιαστικά την αναγνώριση της
ιδιότητας του πρόσφυγα, μηδενίζοντας στην κυριολεξία την χορήγηση του
πολιτικού ασύλου. Αυτοί που συρρίκνωσαν στον ελάχιστο παρανομαστή την
δυνατότητα νομιμοποίησης των μεταναστών, ακόμα και αυτών που ζούνε
δεκαετίες στην χώρα, αφήνοντάς τους έκθετους στην υπερεκμετάλλευση που
εντείνει το καθεστώς της «παράνομης διαμονής» και που μέσα από τα συνεχή
πογκρόμ και κυνηγητό τους οδηγούνε στο περιθώριο ή και ακόμα εκτός
κοινωνικού ιστού συμβάλλοντας μ’ αυτό τον τρόπο στην γκετοποίηση
ολόκληρων γειτονιών. Αυτοί που δίνανε πολιτική, ιδεολογική αλλά και
επιχειρησιακή κάλυψη στα φασιστικά πογκρόμ λιντσαρίσματα και δολοφονικές
επιθέσεις, είναι αυτοί που εκκόλαψαν στην αγκαλιά της κρατικής εξουσίας
και της μηντιακής χειραγώγησης τo αυγό του φιδιού, όσο και εάν
διαρρηγνύουν τώρα τα ιμάτια τους, ο tempora, o mores.
Αυτή η κοινωνικό- πολιτική τάση δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενη στην Ελληνική κοινωνία, μπορεί να ήταν κρυμμένη και καμουφλαρισμένη στα επίσημα κόμματα της δεξιάς, μπορεί να έφτανε μέχρι την ρατσιστική ηλιθιότητα και να μην τολμούσε να ασπαστεί την φασιστική κτηνωδία, ήταν όμως υπαρκτή. Μέσα στην διαδικασία της κρίσης αναβαθμίζεται μέσα από μια διπλή κίνηση. Από την μια σαν αντιεξεγερτική στρατηγική των κυρίαρχων, η πριμοδότηση του πολέμου ανάμεσα στους από κάτω επιδιώκει να μην ξεσπάσει ο πόλεμος των από κάτω με τους από πάνω.
Αυτή η κοινωνικό- πολιτική τάση δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενη στην Ελληνική κοινωνία, μπορεί να ήταν κρυμμένη και καμουφλαρισμένη στα επίσημα κόμματα της δεξιάς, μπορεί να έφτανε μέχρι την ρατσιστική ηλιθιότητα και να μην τολμούσε να ασπαστεί την φασιστική κτηνωδία, ήταν όμως υπαρκτή. Μέσα στην διαδικασία της κρίσης αναβαθμίζεται μέσα από μια διπλή κίνηση. Από την μια σαν αντιεξεγερτική στρατηγική των κυρίαρχων, η πριμοδότηση του πολέμου ανάμεσα στους από κάτω επιδιώκει να μην ξεσπάσει ο πόλεμος των από κάτω με τους από πάνω.
Από την άλλη ,ως κατειλημμένα
από φρενίτιδα κομμάτια μικροαστικών αλλά και λαϊκών στρωμάτων προσπαθούν
να διασωθούν από τον Αρμαγεδδών στρέφοντας τα πυρά τους προς τους πιο
αδύνατους, τους πιο ευάλωτους ,όχι στις αιτίες της κοινωνικής
εξαθλίωσης, αλλά στα χειροπιαστά αποτελέσματα της. Μοιάζει με
τελετουργία ανθρωποφαγικού εξορκισμού… Μέσα από αυτή την συγκροτητική
διαδικασία που βασίζεται στην ανάδειξη και την αξιοποίηση τον πιο
ποταπών ενστίκτων και συναισθημάτων, η ανάκτηση της αυτοπεποίθησης
μπροστά στην αστάθεια και το άγνωστο ενός κόσμου που αλλάζει, έρχεται
μέσα από το «ανήκειν» (και όχι μέσα από το «μετέχειν») σε μια ομοιογενή
μάζα (και όχι ένα πολυδιάστατο πλήθος), όπου το άτομο (και όχι το
πρόσωπο) ομογενοποιείται χάνοντας ακριβώς την υποκειμενικότητα του.
Δεν θα μας έκανε έκπληξη αν κάποια στιγμή μια μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις πιο θεσμικές και ενσωματωμένες πολιτικές τάσεις αυτού του ρεύματος (με έμφαση στην κυβερνώσα «λαϊκή δεξιά»/ Ανεξάρτητοι Έλληνες, ΛΑΟΣ και όχι στον φασιστικό «ακτιβισμό»/ Χρυσή Αυγή) για να προωθήσει μια διαφορετική στρατηγική καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, με εθνοκεντρικό μανδύα, αποδεσμευμένη από την Ευρωζώνη με υποτιμημένο εθνικό νόμισμα και βασιζόμενη σε μια εργασιακή πειθαρχία και καταστολή του ταξικού ανταγωνισμού στο όνομα του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής κυριαρχίας. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιήσει τον εθνικό κίνδυνο και ίσως ένα θερμό επεισόδιο για να τον κάνει πιο ορατό.
Αφήσαμε για το τέλος την πιο σημαντική και ελπιδοφόρα κοινωνική- πολιτική τάση που συγκροτείται ως αντίπαλο δέος σε όλη αυτή την κίνηση του κεφαλαίου προς την ολιγαρχία του πλούτου. Μια τάση που μετασχηματίζεται συνεχώς μέσα από τους κύκλους αγώνων που έχουν διεξαχθεί αυτά τα 2 ½ από τις γενικές απεργίες και τις συγκρουσιακές διαδηλώσεις, μέχρι την Λαϊκή Συνέλευση της πλ. Συντάγματός και την προσπάθεια αποτροπής της ψήφισης του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου, από τους επιμέρους εργατικούς αγώνες και την διάχυση των μορφών αυτοοργάνωσης στις γειτονιές. Αυτή η τάση είτε εκφράστηκε μέσα από την αντιμνημομική αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ), είτε σε μεγάλο βαθμό έχει απαξιώσει πλήρως τους θεσμούς και τις διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και επέλεξε την αποχή.
Μια τάση που μπορεί να μην ταυτίζεται στο σύνολο της με την αντικαπιταλιστική προοπτική, αντιλαμβάνεται όμως σε μεγάλο βαθμό ότι μέσα στην σημερινή συνθήκη δεν μπορεί να υπερασπιστή απλά την πρότερη κατάσταση και αναζητάει εναλλακτικές διεξόδους προς τα μπρός. Ήταν αυτό το αίτημα της συγκρότησης εναλλακτικής στρατηγικής, όπως το έκφρασε στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού ο ΣΥΡΙΖΑ ( στα πλαίσια μιας εναλλακτικής στρατηγικής εντός καπιταλισμού, ανταγωνιστικής όμως προς τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό και γι’ αυτό μιας εναλλακτικής στρατηγικής κινούμενης πάνω στην αντίφαση της) αυτό που τον κατέστησε ηγεμονική δύναμη στις πολιτικές/ κοινοβουλευτικές εκφράσεις αυτής της τάσης και για πρώτη φορά την Αριστερά στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά το 1958. Αυτή λοιπών η τάση που ξεδιπλώνεται δυναμικά πλέον στον κόσμο της νεολαίας, των ανέργων, των μισθωτών του ιδιωτικού κυρίως και λιγότερο δημόσιου τομέα και στους αυτοαπασχολούμενους των μεγάλων αστικών κυρίως κέντρων, αναζητεί, αναστοχάζεται και πειραματίζεται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας προς μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση από αυτή των άλλων δύο. Ακόμα και εκείνες τις φορές που μπορεί να τέμνονται χωρικά μέσα στους τόπους έκφρασης της πολιτικού αγώνα (πχ πλ. Συντάγματος), ή και τότε που οι συμβολικοί κώδικες διαπλέκονται, συσκοτίζοντας τα διαφορετικά περιεχόμενα.
Αν η μια όψη μιας εναλλακτικής διεξόδου από την κρίση είναι αυτή που εκφράστηκε κοινοβουλευτικά μέσα από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε 2ο κόμμα, η πιο σημαντική όψη είναι όλη αυτή η αντιφατική και πολύεπίπεδη δραστηριότητα που εκφράστηκε μέσα από το σύνθημα «παίρνουμε την ζωή στα χέρια μας»: λαϊκές συνελεύσεις, συλλογικές κουζίνες, χαριστικά παζάρια, αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνική χώροι, συνεργατικές κολεκτίβες, αυτοδιαχειριζόμενοι αγροί, προσπάθειες παράκαμψης των μεσαζόντων, εναλλακτικά νομίσματα, κοινωνικά ιατρεία, εγχειρήματα που προωθούν την χαριστικότητα και το μοίρασμα απέναντι στο εμπόρευμα, σωματεία βάσης και πρωτοβουλίες ανέργων και ένα σορό ακόμα κοινωνικά και πολιτικά πειράματα προς αυτή την κατεύθυνση. Όλα αυτά σε πρώτη φάση τελείως πειραματικά, αποσπασματικά σχεδόν σε εμβρυακή μορφή. Με διαφορετικές ιεραρχήσεις, κριτήρια, προαπαιτούμενα, ιδεολογικές φορτίσεις και πολιτική ασάφεια. Χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό, που κινούνται όμως ακόμα και στα τυφλά, ψάχνοντας, με πισωγυρίσματα ταλαντεύσεις και παρεκκλίσεις προς την κατεύθυνση που ορίσαμε στην αρχή: « να πάρουμε την ζωή στα χέρια μας».
Σε αυτή την δυναμική τάση η οποία μπορεί να είναι η εν δύναμη «κίνηση για την κατάργηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων», θα δούμε το επόμενο διάστημα να ασκούνται μεγάλες πιέσεις, τόσο με την μορφή του εκβιασμού: ή διαχείριση του καπιταλιστικού μονόδρομου ή χάος, ή ανασύσταση και ανανέωση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος ή ηγεμονία της εθνικής περιχαράκωσης και ανασύστασης του εθνικού κεφαλαίου πάνω στην εργασιακή πειθάρχηση του λαού. Όσο και με την άσκηση της βίας και την διάχυση του φόβου και της απελπισίας. Αυτή η επίθεση δεν θα πάρει μονάχα την μορφή της κρατικής καταστολής, της βίας των μηχανισμών καταστολής και της ποινικοποίησης των κοινωνικών κινημάτων, αλλά θα βρει μορφές επιβολής μέσα από την φασιστική- ρατσιστική βίας η οποία δεν θα εκδηλωθεί μονάχα απέναντι στους μετανάστες, αλλά θα προσπαθήσει να ελέγχει το έδαφος στο οποίο τα προηγούμενα εγχειρήματα που αναφέραμε θα προσπαθήσουν να αναπτυχθούν. Αν το έδαφος της πόλης καταληφθεί από την βία, τον φόβο και τον τρόμο των φασιστικών ταγμάτων εφόδου καμία προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού δεν θα μπορέσει να αναδυθεί.
Η υπεράσπιση του εδάφους ως δημόσιου ανοικτού (χωρίς εθνικούς, φυλετικούς και έμφυλους αποκλεισμούς) χώρου απέναντι στην κοινωνία- στρατόπεδο είναι τόσο βασική όσο και η αναγκαιότητα να αναδυθεί μέσα από τις πρακτικές που περιγράψαμε παραπάνω μια συνολική εναλλακτική στρατηγική απέναντι στην καπιταλιστική αναδιάρθοση, μια εναλλακτική στρατηγική που θα μπορεί να περνάει από την άμεση και από τα κάτω αντιμετώπιση της κοινωνικής εξαθλίωσης στην έναρξη μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Μιας διαδικασίας που θα κάνει ορατή μέσα από την κοινωνική χειραφέτηση και την ανατρεπτική πράξη της «ζωής πέρα τον καπιταλισμό».
Κ.Σ.
Δεν θα μας έκανε έκπληξη αν κάποια στιγμή μια μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις πιο θεσμικές και ενσωματωμένες πολιτικές τάσεις αυτού του ρεύματος (με έμφαση στην κυβερνώσα «λαϊκή δεξιά»/ Ανεξάρτητοι Έλληνες, ΛΑΟΣ και όχι στον φασιστικό «ακτιβισμό»/ Χρυσή Αυγή) για να προωθήσει μια διαφορετική στρατηγική καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, με εθνοκεντρικό μανδύα, αποδεσμευμένη από την Ευρωζώνη με υποτιμημένο εθνικό νόμισμα και βασιζόμενη σε μια εργασιακή πειθαρχία και καταστολή του ταξικού ανταγωνισμού στο όνομα του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής κυριαρχίας. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιήσει τον εθνικό κίνδυνο και ίσως ένα θερμό επεισόδιο για να τον κάνει πιο ορατό.
Αφήσαμε για το τέλος την πιο σημαντική και ελπιδοφόρα κοινωνική- πολιτική τάση που συγκροτείται ως αντίπαλο δέος σε όλη αυτή την κίνηση του κεφαλαίου προς την ολιγαρχία του πλούτου. Μια τάση που μετασχηματίζεται συνεχώς μέσα από τους κύκλους αγώνων που έχουν διεξαχθεί αυτά τα 2 ½ από τις γενικές απεργίες και τις συγκρουσιακές διαδηλώσεις, μέχρι την Λαϊκή Συνέλευση της πλ. Συντάγματός και την προσπάθεια αποτροπής της ψήφισης του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου, από τους επιμέρους εργατικούς αγώνες και την διάχυση των μορφών αυτοοργάνωσης στις γειτονιές. Αυτή η τάση είτε εκφράστηκε μέσα από την αντιμνημομική αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ), είτε σε μεγάλο βαθμό έχει απαξιώσει πλήρως τους θεσμούς και τις διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και επέλεξε την αποχή.
Μια τάση που μπορεί να μην ταυτίζεται στο σύνολο της με την αντικαπιταλιστική προοπτική, αντιλαμβάνεται όμως σε μεγάλο βαθμό ότι μέσα στην σημερινή συνθήκη δεν μπορεί να υπερασπιστή απλά την πρότερη κατάσταση και αναζητάει εναλλακτικές διεξόδους προς τα μπρός. Ήταν αυτό το αίτημα της συγκρότησης εναλλακτικής στρατηγικής, όπως το έκφρασε στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού ο ΣΥΡΙΖΑ ( στα πλαίσια μιας εναλλακτικής στρατηγικής εντός καπιταλισμού, ανταγωνιστικής όμως προς τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό και γι’ αυτό μιας εναλλακτικής στρατηγικής κινούμενης πάνω στην αντίφαση της) αυτό που τον κατέστησε ηγεμονική δύναμη στις πολιτικές/ κοινοβουλευτικές εκφράσεις αυτής της τάσης και για πρώτη φορά την Αριστερά στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά το 1958. Αυτή λοιπών η τάση που ξεδιπλώνεται δυναμικά πλέον στον κόσμο της νεολαίας, των ανέργων, των μισθωτών του ιδιωτικού κυρίως και λιγότερο δημόσιου τομέα και στους αυτοαπασχολούμενους των μεγάλων αστικών κυρίως κέντρων, αναζητεί, αναστοχάζεται και πειραματίζεται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας προς μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση από αυτή των άλλων δύο. Ακόμα και εκείνες τις φορές που μπορεί να τέμνονται χωρικά μέσα στους τόπους έκφρασης της πολιτικού αγώνα (πχ πλ. Συντάγματος), ή και τότε που οι συμβολικοί κώδικες διαπλέκονται, συσκοτίζοντας τα διαφορετικά περιεχόμενα.
Αν η μια όψη μιας εναλλακτικής διεξόδου από την κρίση είναι αυτή που εκφράστηκε κοινοβουλευτικά μέσα από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε 2ο κόμμα, η πιο σημαντική όψη είναι όλη αυτή η αντιφατική και πολύεπίπεδη δραστηριότητα που εκφράστηκε μέσα από το σύνθημα «παίρνουμε την ζωή στα χέρια μας»: λαϊκές συνελεύσεις, συλλογικές κουζίνες, χαριστικά παζάρια, αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνική χώροι, συνεργατικές κολεκτίβες, αυτοδιαχειριζόμενοι αγροί, προσπάθειες παράκαμψης των μεσαζόντων, εναλλακτικά νομίσματα, κοινωνικά ιατρεία, εγχειρήματα που προωθούν την χαριστικότητα και το μοίρασμα απέναντι στο εμπόρευμα, σωματεία βάσης και πρωτοβουλίες ανέργων και ένα σορό ακόμα κοινωνικά και πολιτικά πειράματα προς αυτή την κατεύθυνση. Όλα αυτά σε πρώτη φάση τελείως πειραματικά, αποσπασματικά σχεδόν σε εμβρυακή μορφή. Με διαφορετικές ιεραρχήσεις, κριτήρια, προαπαιτούμενα, ιδεολογικές φορτίσεις και πολιτική ασάφεια. Χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό, που κινούνται όμως ακόμα και στα τυφλά, ψάχνοντας, με πισωγυρίσματα ταλαντεύσεις και παρεκκλίσεις προς την κατεύθυνση που ορίσαμε στην αρχή: « να πάρουμε την ζωή στα χέρια μας».
Σε αυτή την δυναμική τάση η οποία μπορεί να είναι η εν δύναμη «κίνηση για την κατάργηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων», θα δούμε το επόμενο διάστημα να ασκούνται μεγάλες πιέσεις, τόσο με την μορφή του εκβιασμού: ή διαχείριση του καπιταλιστικού μονόδρομου ή χάος, ή ανασύσταση και ανανέωση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος ή ηγεμονία της εθνικής περιχαράκωσης και ανασύστασης του εθνικού κεφαλαίου πάνω στην εργασιακή πειθάρχηση του λαού. Όσο και με την άσκηση της βίας και την διάχυση του φόβου και της απελπισίας. Αυτή η επίθεση δεν θα πάρει μονάχα την μορφή της κρατικής καταστολής, της βίας των μηχανισμών καταστολής και της ποινικοποίησης των κοινωνικών κινημάτων, αλλά θα βρει μορφές επιβολής μέσα από την φασιστική- ρατσιστική βίας η οποία δεν θα εκδηλωθεί μονάχα απέναντι στους μετανάστες, αλλά θα προσπαθήσει να ελέγχει το έδαφος στο οποίο τα προηγούμενα εγχειρήματα που αναφέραμε θα προσπαθήσουν να αναπτυχθούν. Αν το έδαφος της πόλης καταληφθεί από την βία, τον φόβο και τον τρόμο των φασιστικών ταγμάτων εφόδου καμία προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού δεν θα μπορέσει να αναδυθεί.
Η υπεράσπιση του εδάφους ως δημόσιου ανοικτού (χωρίς εθνικούς, φυλετικούς και έμφυλους αποκλεισμούς) χώρου απέναντι στην κοινωνία- στρατόπεδο είναι τόσο βασική όσο και η αναγκαιότητα να αναδυθεί μέσα από τις πρακτικές που περιγράψαμε παραπάνω μια συνολική εναλλακτική στρατηγική απέναντι στην καπιταλιστική αναδιάρθοση, μια εναλλακτική στρατηγική που θα μπορεί να περνάει από την άμεση και από τα κάτω αντιμετώπιση της κοινωνικής εξαθλίωσης στην έναρξη μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Μιας διαδικασίας που θα κάνει ορατή μέσα από την κοινωνική χειραφέτηση και την ανατρεπτική πράξη της «ζωής πέρα τον καπιταλισμό».
Κ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου