5 Μαΐ 2012

Αντώνης Μπαλασόπουλος: Κρίση και αριστερά στην Ελλάδα ενόψει εκλογών

Ομιλία του Αντώνη Μπαλασόπουλου στην εκδήλωση που διοργάνωσε ψες η ΕΡΑΣ με τίτλο Κρίση και αριστερά στην Ελλάδα ενόψει εκλογών: η κόκκινη οπτική
...............


Θα ήθελα να ξεκινήσω τις παρατηρήσεις μου πάνω στο θέμα της αποψινής συζήτησης για την κρίση και την αριστερά στην Ελλάδα με την μάλλον κοινότυπη παρατήρηση ότι αυτό που εν πολλοίς εκδηλώθηκε τα τελευταία δύο με τρία χρόνια στη χώρα είναι επίσης μια κρίση της αριστεράς. Και ότι οι εκλογές, όπως και η επόμενη μέρα τους, ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων, αντανακλούν όψεις της ιστορικής εκδίπλωσης αυτής της κρίσης.

Η κρίση αυτή της αριστεράς δεν ξεκινά με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 2008 ή το 2009. Έχει μια διαφορετική περιοδοποίηση. Αλλά αφορά επίσης, σ’ ένα επίπεδο, το ίδιο το ζήτημα της περιοδοποίησης, την ίδια την νοητική κατασκευή της ιστορίας και της ιστορικότητας ως εμπειρίας. Ας εξηγηθώ. Γνωρίζουμε ότι γύρω στα 1968, και με επίκεντρο τον Μάη, έχουμε μια σειρά από θεμελιακής σημασίας για την σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή αριστερά γεγονότα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, που στις μέρες μας πρωταγωνιστεί ως κόμμα που, παραδόξως, απορρίπτουν για τις πολιτικές του επιλογές οι κομμουνιστές και εγκρίνουν οι του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς στην Ελλάδα, θέτει εαυτόν αντιμέτωπο με το φοιτητικό κίνημα που έχει ξεσπάσει, υπό την καθοδήγηση κυρίως Τροτσκιστικών, Μαοϊκών και αναρχικών ομάδων. Καθώς η πολιτική κρίση οξύνεται λόγω της σύμπτωσης γενικής απεργίας και αναταραχών στα πανεπιστήμια, το κόμμα αυτό επιχειρεί να την αποκλιμακώσει και καλεί σε λήξη της γενικής απεργίας. Τέλος, συντάσσεται με τον στρατηγό Ντε Γκωλ, που απειλεί τη βίαιη καταστολή των φοιτητών. Λίγο μετά, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, το ΚΚΓ αρνείται να καταδικάσει ξεκάθαρα τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και την καταστολή της “Άνοιξης της Πράγας”. Και λίγο πριν, τον Φεβρουάριο, και στην χώρα που μας απασχολεί σήμερα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας διασπάται εν μέσω δικτατορίας, σε ΚΚΕ “εσωτερικού” και “ορθόδοξο”, σοβιετοκεντρικό ΚΚΕ.

Νομίζω πως είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί ότι αυτό είναι το ιστορικό σημείο που εγκαινιάζει μια μακροχρόνια “κρίση της αριστεράς”, η οποία μπορεί να οριοθετεθεί ως κρίση της ηγεμονίας των κομμουνιστικών κομμάτων ως κυρίαρχων πόλων μέσα στο αριστερό πολιτικό πεδίο, και ως διάσπαση των κοινωνικών δυνάμεων που σε μια προηγούμενη ιστορική φάση έβρισκαν πολιτική εκπροσώπηση στα κόμματα αυτά. Στη θέση μιας πρότερης σχετικής ισορροπίας, που δοκιμάζεται ήδη έντονα από τα μέσα του 50, με την αποκαθήλωση του Στάλιν στην Σοβιετική Ένωση, ανακύπτουν τραυματικές ανταγωνιστικές διαιρέσεις ανάμεσα σε κόμμα και κίνημα, στην εργατική τάξη και τους φοιτητές και νεολαίους, στη στρατηγική του κόμματος πρωτοπορίας και την κοινωνιοποιητική της αυθόρμητης εξέγερσης, στο Σοβιετικό και το δυτικοευρωπαϊκό Μαρξισμό.

Την ίδια όμως ευρύτερη περίοδο, και με επίκεντρο πάλι τη Γαλλία, αναδύεται και μια κρίση κυρίως επιστημολογική, η οποία αρχικά φαίνεται να εξελίσσεται αυτόνομα και ανεξάρτητα από την πολιτική κρίση που θα την ακολουθήσει, αλλά ουσιαστικά μάλλον την συναντά, την επιτείνει, και την διαδέχεται, αποτελώντας κάτι σαν “συνέχεια του Μάη με άλλα μέσα.” Από τη δεκαετία του 50, στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου, στη χώρα κυριαρχεί ο δομισμός ή στρουκτουραλισμός, ο οποίος δίνει έμφαση στην συγχρονική ανάλυση δομών σε διάφορα πεδία (από τα έθιμα και τις δοξασίες μιας φυλής ως τη γλώσσα), και παρακάμπτει, αντίθετα, την ενασχόληση με την ιστορική διαχρονία. Κι αυτό σημαίνει ότι παρακάμπτει, ανάμεσα σε άλλα, τη διαλεκτική θεώρηση της ιστορίας του Χέγκελ, έναν από τους κεντρικούς επιστημολογικούς πυλώνες του Μαρξισμού. Μετά λοιπόν από ένα αρχικό στάδιο εγελιανής επίδρασης στη γαλλική σκέψη, που επικεντρώνεται στην περίοδο του μεσοπολέμου και στις διάσημες διαλέξεις για τον Χέγκελ του πάντως μη μαρξιστή Αλεξάντρ Κοζέβ, η αντίληψη για την ιστορία αλλάζει δραματικά. Η μελέτη της με όρους ιστορικά αυτονομοποιημένων δομών δεν εκτοπίζει απλώς την αφελή, γραμμικά εξελικτική αντίληψη της ιστορίας, αλλά και την εγελιανή, για την οποία η ιστορία είναι ένα πεδίο διαρκούς διαπάλης μεταξύ δυνάμεων που εκδιπλώνονται, δημιουργώντας στάδια περάσματος από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο μέσω της μεσολάβησης της άρνησης. Με το δομισμό, η αντίληψη για την οποία η ιστορία είναι μια μορφή της επανάληψης-με-διαφορά, μια ανελισσόμενα σπειραλοειδής δομή, περνά στο περιθώριο. Στη δεκαετία του 60, πριν αλλά και μετά το Μάη, αυτό που θα συγκροτήσει έναν βασικό κοινό πυρήνα για τη νέα γαλλική διανόηση είναι, εκτός της ίδιας της επίδρασης της εμπειρίας των φοιτητικών εξεγέρσεων, ο αντιεγελιανισμός, που στη γαλλική περίπτωση παίρνει και τη μορφή μιας από κοινού απόρριψης της πατρικής φιγούρας του Σαρτρ, η οποία συνδέεται άμεσα με την απόρριψη της πολιτικής φιγούρας του ΚΚΓ. Αυτό που αναδύεται στη σκέψη αρκετών από τους νέους γάλλους διανοούμενους, αυτούς που κατά κάποιο τρόπο προφητεύουν το Μάη με όρους επιστημολογίας, και που επηρεάζονται βαθιά απ’ αυτόν και συνεχίζουν ενισχυμένοι από την εμπειρία του, είναι μια ιστοριογραφική αντίληψη που πριμοδοτεί την ρήξη και την ασυνέχεια, όπως αυτή που βλέπουμε στο σύνολο του ιστορικού έργου του Μισέλ Φουκώ, ήδη από τις αρχές του 60.

Το άλλο, και αλληλένδετο κομμάτι της σκέψης πάνω στην ιστορία που μας κληροδοτεί ο Μάης, κυρίως νομίζω μέσω μιας συγκεκριμένης πρόσληψης του Μαοϊσμού, είναι μια υπερτίμηση του στοιχείου της πολιτικής βούλησης ως ιστορικού παράγοντα, μια βουλησιαρχία που θα βρει την έκφρασή της στην πριμοδότηση της εξέγερσης ως απόλυτου ορίζοντα για τη σκέψη, και άρα και την αποκόλλησή της από το πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Ο πολιτικός χρόνος του Μάη είναι το τώρα· το παρόν ως μόνος γνήσιος ορίζοντας του πράττειν. Ο συνδυασμός της οπτικής αυτής με αυτήν που προανέφερα, της αντίληψης της ιστορίας με όρους καθαρής ρήξης και ασυνέχειας, μας δίνει νομίζω το στίγμα της αντίληψης που πρυτάνευσε το Μάη και κυριάρχησε ιδεολογικά μετά απ’ αυτόν, της αντίληψης που συγκρούστηκε με την πολύ διαφορετική, εγελιανής καταγωγής αντίληψη των κομμουνιστικών κομμάτων, και της αντίληψης που στην δική μας ιστορική φάση έφτασε η ίδια σε μια κρίση, την πρώτη από τις μορφές κρίσης που ήθελα να αναφέρω.

Αυτό συμβαίνει κατά βάση λόγω της ίδιας της δομικής φύσης της οικονομικής κρίσης. Οι οικονομικές κρίσεις συσσώρευσης—και είμαι πεπεισμένος ότι η κρίση συσσώρευσης είναι ένα από τα επίπεδα της οικονομικής κρίσης που διανύουμε σήμερα, και μάλλον το καθοριστικό αν και όχι αυτό που κυριαρχεί στη συζήτηση—είναι εξ ορισμού επαναλήψιμες στον καπιταλισμό. Δεν είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα, αλλά περιοδικά φαινόμενα, με την δική τους χρονική λογική αλληλουχίας. Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος που μελέτησε την περιοδική επαναληπτικότητα της κρίσης ως δομικού στοιχείου στην εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Άλλοι, όπως ο Μαντέλ, επέκτειναν και επεξεργάστηκαν περαιτέρω την εργασία του πρώτου στον αιώνα που πέρασε. Τι φέρνει όμως στο επίπεδο της αντίληψης για την ιστορία αυτή η επαναληπτικότητα που χαρακτηρίζει τις οικονομικές κρίσεις; Φέρνει την συναίσθηση ότι τα πράγματα δεν ακολουθούν τελικά μια γραμμική πορεία· ότι το παρελθόν δεν είναι εντελώς αναπόδραστα πίσω μας.

Κι έτσι αρχίζει η δημόσια συζήτηση, και αυτό έγινε κατά κόρον τα τελευταία δύο χρόνια στην Ελλάδα και μέσα στους κόλπους της αριστεράς και όχι μόνο, για την επιστροφή φαντασμάτων του παρελθόντος: της δημοκρατίας της Βαϊμάρης για παράδειγμα, θύματος ταυτόχρονης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, πεδίου σύγκρουσης του κομμουνισμού με τη σοσιαλδημοκρατία, πεδίου ανάδυσης και επέκτασης μιας “κατάστασης εξαίρεσης” που εκμηδενίζει τις πολιτικές ελευθερίες που μόνο φαινομενικά εγγυόταν οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ή, για να δώσω ένα δεύτερο παράδειγμα που επίσης απασχολεί εντονότατα πια την αριστερά, της απειλής επιστροφής του τέλους της Βαϊμάρης, της ακροδεξιάς στροφής των μαζών, της ανάδυσης του φασισμού, εθνικά και πανευρωπαϊκά. Ή πάλι, της σύγκρουσης, μέσα στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς, ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες στη βάση της στάσης τους αντίστοιχα πάνω στον ιμπεριαλισμό και στον επερχόμενο πόλεμο, κάτι που επίσης επέστρεψε στην αντζέντα συζήτησης στην παρούσα φάση, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη στάση των ελληνικών αριστερών κομμάτων απέναντι στην πολιτική του Ισραήλ, στο ενδεχόμενο πολέμου στη Συρία και το Ιράν, ή απέναντι στον πόλεμο που διεξήχθη ήδη στη Λιβύη. Ή, τέλος, της σύγκρουσης ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική επένδυση πίστης σε μια λίγο-πολύ ειρηνική, σταδιακή μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσα από κυρίως εκλογικά και κοινοβουλευτικά μέσα και την αντίθετη, κομμουνιστική θέση της αναγκαιότητας της επανάστασης, της δυαδικής εξουσίας που θα ανατρέψει και θα καταστρέψει το αστικό κράτος και που θα οδηγήσει σε νέους θεσμούς προλεταριακής δημοκρατίας που θα αντικαθιστούν αυτούς του αστικού κοινοβουλίου. Παρακολουθήσαμε τις αμέσως προηγούμενες ημέρες τους αρχηγούς του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούονται ακριβώς πάνω στο ζήτημα των μέσων ανατροπής των καταστροφικών για τα κατώτερα στρώματα συσχετισμών, με το πρώτο να μιλά για την αναγκαιότητα της “λαϊκής, εργατικής εξουσίας” και των θεσμικών αλλαγών στην δομή της αντιπροσώπευσης, και τον δεύτερο να επικεντρώνεται στην σημασία του κοινοβουλευτικού αγώνα αλλαγής των συσχετισμών και την συνακόλουθη σημασία της ενότητας της αριστεράς.

Κατά τη δική μου άποψη όμως, ο συγκρουσιακός αυτός διάλογος ανάμεσα στα κομμάτια της αριστεράς που προέκυψαν μετά την έκρηξη του 1968 δεν διεξάγεται επί ίσοις όροις· όπως δεν διεξαγόταν επί ίσοις όροις το 1968, χρονιά πολιτικής κρίσης, όχι όμως και οικονομικής. Τότε, η θεώρηση της ιστορίας με όρους ρήξης και ασυνέχειας και με όρους παροντισμού και βουλησιαρχίας επικυριάρχησε πάνω στην αντίληψή της με όρους διαλεκτικής, ιδιαίτερα με δεδομένο ότι η δεύτερη συνδέθηκε με τον απονομιμοποιημένο στη Δύση “διαλεκτικό υλισμό” του Στάλιν. Η ημερήσια διάταξη όλων των αναδυόμενων “αριστερών” στοχαστών της εποχής ήταν ο αντιεγελιανισμός και η αντιδιαλεκτική θεώρηση των πραγμάτων: Φουκώ, Αλτουσέρ, Ντελέζ, Λυοτάρ, Ντεριντά, Νέγκρι…ο κατάλογος είναι μακρύς και βέβαια όχι ομοιογενής, αλλά η απόπειρα να εντοπιστεί ένας δρόμος φιλοσοφικής διαφυγής από τον Χέγκελ είναι κοινή και εύγλωττη, είτε λαμβάνει τη μορφή του αντίπαλου δέους του μονιστή Σπινόζα (Αλτουσέρ, Ντελέζ, Νέγκρι), είτε αυτή της προσφυγής στη φαινομενολογία, και, αργότερα, στον Καντ και την ηθική (Ντεριντά), είτε αυτή του νεονιτσεανισμού (Φουκώ).

Σήμερα, η επιστροφή ενός κύκλου σφοδρής ύφεσης πριμοδοτεί αντιθέτως τον άλλο πόλο, αυτόν ακριβώς που φαινόταν ήδη “ξεπερασμένος” το 1968: τον πόλο δηλαδή που έχει την δυνατότητα θεωρητικά να σκεφτεί την επιστροφή και την επαναληπτικότητα ως διαστάσεις, τόσο επειδή εξακολουθεί να δίνει βάρος στην πολιτική οικονομία που μελετά τέτοιες δομές στα πλαίσια της ιστορικής εξέλιξης του τρόπου παραγωγής, όσο και επειδή βασίζει την πολιτική του θεώρηση στην αντίληψη της κρισιακής φύσης του καπιταλισμού, της αδυναμίας του να πετύχει μια τελεσίδικη επίλυση των αντιφάσεων που παράγει, και που ωθούν τις κοινωνίες σε φάσεις όξυνσης της ταξικής πάλης, και συνεπώς και ανάδειξης του ρόλου της πάλης αυτής για την ιστορική εξέλιξη. Αν τον Μάη, η λεγόμενη “δομή συναισθήματος” αποτύπωνε την ηγεμονία των ιδεών εκείνων που προήγαγαν τη δυνατότητα ενός “Μεγάλου Άλματος Μπροστά”, για να δανειστώ το μαοϊκό σλόγκαν που αποτέλεσε τμήμα της περιρρέουσας του γαλλικού Μάη, ή μιας “γραμμής φυγής", για να αναφερθώ σε μια από τις γνωστές φράσεις του Ντελέζ, στην δική μας ιστορική φάση αυτό που διαρκώς τίθεται από τα πράγματα είναι το ζητούμενο της “επιστροφής-με-διαφορά”. Και συνεπώς, τίθεται το ερώτημα του τι ακριβώς συνεπάγεται τούτο για μια σειρά από κεντρικά θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα, τα οποία ξανανοίγουν με τρόπο που δεν μπορεί να διαχειριστεί πια προνομιακά το κομμάτι εκείνο της αριστεράς που εκπορεύτηκε εξελικτικά απ’ το πνεύμα του Μάη.

Ας θίξω κάποια από αυτά εντελώς επιγραμματικά:

α) Το ζήτημα του κράτους. Όπως είναι γνωστό, στη δυτική αριστερά, μετά την άνοδο του Σταλινικού ΚΚΣΕ στην ηγεσία της Τρίτης Διεθνούς, κυρίαρχησε μια συγκεκριμένη εκδοχή της θεωρίας του Γκράμσι περί ηγεμονίας: μια εκδοχή σύμφωνα με την οποία ήταν αδύνατη στη Δύση η μετωπική σύγκρουση με το κράτος και τη κρατική εξουσία με τον τρόπο που διαδραματίστηκε στη Ρωσία, όπου το κράτος δεν είχε τον πολυεπίπεδο και πολύπλοκο χαρακτήρα των αστικών κρατών στη Δύση. Στην νεογκραμσιανή εκδοχή του Νίκου Πουλαντζά, η αδυνατότητα του χτισίματος δυαδικής εξουσίας και ανατροπής του αστικού κράτους μετατρέπεται σταδιακά σε κάτι ούτως ή άλλως ανεπιθύμητο: το ρωσικό μοντέλο δεν είναι απλώς ανέφικτο αλλά και εσφαλμένο, γιατί οδηγεί αναπόδραστα στον συγκεντρωτισμό της εξουσίας και τον μαρασμό των δημοκρατικών θεσμών. Στη δική του εκδοχή, το ζητούμενο είναι πια όχι η ανατροπή αλλά ο μετασχηματισμός του κράτους, μέσα από τη δράση, μέσα στο πεδίο του ίδιου του κράτους, της δημοκρατίας απ’ τα κάτω και των κοινωνικών κινημάτων. Σε άλλες εκδοχές, υπερτονίζεται η δυνατότητα μιας κυρίως ιδεολογικού χαρακτήρα αριστερής ηγεμονίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, που αναμένεται να οδηγήσει βαθμιαία στην ειρηνική μετάβαση του κράτους στον σοσιαλισμό. Σήμερα, οι θεωρήσεις αυτές, χαρακτηριστικές του λεγόμενου ευρωκομμουνισμού, φαίνονται να απέχουν αρκετά από την πραγματικότητα, καθώς βλέπουμε το κράτος να αποδύεται όλο και περισσότερο στη χρήση φυσικής βίας και την κρατική πολιτική να φαντάζει όλο και πιο στενά συνδεδεμένη με τα λεγόμενα οικονομο-κορπορατιστικά συμφέροντα μιας μειοψηφίας που συνιστά την άρχουσα τάξη. Στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, είχαμε πάρα πολλά σημάδια αυτής της στροφής, την οποία παραδόξως διέκρινε και ο Πουλαντζάς, όταν προσπάθησε να θεωρητικοποιήσει το αναδυόμενο στην εποχή του “αυταρχικό κράτος”, απέτυχε όμως να το συγκεράσει θεωρητικά με τις προϋποθέσεις της αντίληψής του περί της δυνατότητας ενός “δημοκρατικού σοσιαλισμού” που θα μετασχημάτιζε σταδιακά το αστικό κράτος.

β) Το ζήτημα της διαλεκτικής κόμματος και κινήματος. Η πριμοδότηση του κινήματος—ή ακριβέστερα των αυθόρμητων, μη συγκεντρωτικού χαρακτήρα, ετερογενών, οριζόντια διαρθρώσιμων κινημάτων—κόντρα στον συντηρητισμό του κόμματος ως οργανωτικής δομής και πολιτικού δράστη αποτελεί μια από τις βασικές διαστάσεις της θεωρητικής κληρονομιάς του γαλλικού Μάη στην σύγχρονη αριστερά, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκόσμια. Τόσο όμως στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης εν μέρει και της Κύπρου, η προσφυγή στα κοινωνικά κινήματα αποδείχθηκε ανίσχυρη απέναντι στην σφοδρότητα της κρατικής επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα, τους μισθούς, τις συντάξεις, το κράτος πρόνοιας, το πανεπιστημιακό άσυλο, τους δημοκρατικούς θεσμούς αντιπροσωπευτικότητας. Η κινηματική αντίδραση σε όλα αυτά, κυρίως με την μορφή των “αγανακτισμένων” και των κινημάτων “Occupy” ανέδειξε σημαντικές στρατηγικές αδυναμίες και δεν κατόρθωσε να απειλήσει σοβαρά το αστικό κράτος και την οικονομική του πολιτική. Καταστάλθηκε με βίαια μέσα, λίγο-πολύ παντού μετά από ένα χρονικό διάστημα, χωρίς να έχει μπορέσει να επιφέρει πρακτικά ή χειροπιαστά αποτελέσματα πέραν της κινητοποίησης πολιτών που είχαν αδρανοποιηθεί από την οικονομικο-πολιτική πρακτική “σοκ και δέους” των αστικών κυβερνήσεων.

Έτσι, η παρούσα φάση μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβέστερα ως φάση κρίσης της μεταμαρξιστικής κινηματικής ιδεολογίας που κυριάρχησε στην αριστερά μετά το 1968, αναδεικνύοντας τα σοβαρά ελείμματά της στην πρώτη ιστορική περίπτωση που χρειάστηκε να επιχειρήσει να αντιμετωπίσει μια σφοδρή και παγκόσμια κρίση του συστήματος. Τούτο βέβαια δεν συνεπάγεται κάποια άμεση και καταφανή πριμοδότηση του κόμματος ως οργανωτικού μοντέλου και πολιτικού δράστη. Είναι όμως ενδεικτικό ότι η ελληνική εξωκομμουνιστική αριστερά, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, που πρωτοστάτησε στην πρακτική και θεωρία των κινητοποιήσεων του Ιούνη, δείχνει σήμερα αποκλειστικά επικεντρωμένος στον εκλογισμό και στην κομματική ενδυνάμωση, την στιγμή που το ΚΚΕ, το οποίο κράτησε σαφείς αποστάσεις τον Ιούνη, υπερτονίζει σήμερα την ανάγκη ενίσχυσης και διόγκωσης του λαϊκού και εργατικού κινήματος κόντρα στη λογική του απλού εκλογισμού. Η διαδοχή, στην Ελλάδα συγκεκριμένα, του δεδηλωμένα υπερκομματικού (αν όχι αντικομματικού) χαρακτήρα κινήματος των πλατειών από την απεργία διαρκείας στη Χαλυβουργία απ’ τον Οκτώβρη του 2011 και μετά, συμπληρώνει την εικόνα μιας παράδοξης –θα τολμούσα να πω σχεδόν διαλεκτικής– αντιστροφής. Είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί η σχέση κόμματος και κινήματος στο μέλλον και ποιος πόλος θα καταφέρει να επανεκκινήσει τη διαλεκτική τους, που έμοιαζε αδρανοποιημένη για δεκατίες. Σίγουρα όμως οι επιπλοκές που παρουσιάστηκαν στη διαπάλη μεταξύ “παραδοσιακά συνδικαλιστικών” και “μετανεωτερικών/μεταμαρξιστικών” μοντέλων θα παίξουν τον δικό τους ρόλο και για τις ίδιες τις εκλογικές προτιμήσεις και για τον καθορισμό του τοπίου της επόμενης μέρας.

γ) Το ζήτημα της συνάρθρωσης πολιτικής και οικονομίας. Ήδη από τον Μαρξ του 1843, το νεωτερικό κράτος συλλαμβάνεται ως προϊόν μιας καταστατικής διαίρεσης ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία, την αφηρημένη ισότητα της πολιτικής κοινωνίας και την ανισότητα της κοινωνίας των πολιτών, της δομικής θέσης του ανθρώπου ως πολίτη και ως ιδιώτη. Ο Μάης δεν έλυσε αυτές τις αντιφάσεις. Αν έκανε οτιδήποτε, αυτό ήταν να παραγάγει μια συγκεκριμένη εκδοχή της μαοϊκής πριμοδότησης της πολιτικής απέναντι στην οικονομία, που άλλωστε είναι και απαραίτητη προϋπόθεση κάθε βουλησιαρχίας. Αν υπήρχε “στρέβλωση” απέναντι στην οποία ένωσε τις δυνάμεις του ο δυτικός Μαρξισμός και κατόπιν τα μεταμαρξιστικά ρεύματα, αυτή ήταν ο “οικονομισμός”, που χρεώθηκε στις ντετερμινιστικές αντιλήψεις της Σταλινικής Τρίτης Διεθνούς και των δυτικοευρωπαϊκών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Εξ ορισμού, η σημερινή οικονομική κρίση προβληματικοποιεί σφόδρα την πριμοδότηση του πολιτικού απέναντι στο οικονομικό, αναγκάζοντας τη θεωρία σε μια επιστροφή στον ώριμο Μαρξ του Κεφαλαίου όπου ο ρυθμιστικός για τον Μαρξισμό ρόλος είναι αυτός της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Θέτει έτσι εκ νέου το ζήτημα της συνάρθρωσης της πολιτικής με την οικονομία στη βάση της αποτυχίας τόσο των καθαρά πολιτικών θεωρήσεων του προβλήματος όσο και των καθαρά οικονομικών να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις μιας συνεκτικής και πειστικής εναλλακτικής στο οικοδόμημα του αστικού κράτους, του καπιταλοκοινοβουλευτισμού, και της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης των παραγωγικών σχέσεων.

Όπως και να ’χει, στην Ελλάδα σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα εμμένει στην αναγκαιότητα ενός συνολικού μετασχηματισμού της οικονομίας που μπορεί να προκύψει μόνο με πολιτικά μέσα, ενώ οι ανανεωτικοί του ανταγωνιστές τείνουν να πριμοδοτούν την ιδέα ότι μια πολιτική αριστερού συνασπισμού θα καθιστούσε εφικτή μια σταδιακή και μερική βελτίωση των οικονομικών συσχετισμών που συνθλίβουν τα μικρομεσαία και εργατικά στρώματα, χωρίς όμως να είναι ορατή ακόμα στον ορίζοντα μια συνολική επίθεση στους βασικούς πυλώνες του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Πρόκειται και πάλι για μια διαίρεση και σύγκρουση αντιλήψεων που αναμένεται να επηρεάσει τόσο τις εκλογικές προτιμήσεις όσο και τους πολιτικούς συσχετισμούς της ευρύτερης αριστεράς μελλοντικά.

δ) Τέλος, το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Ο Μάης, σε μεγάλο βαθμό λόγω της συγκυρίας του πολέμου στο Βιετνάμ και της επιρροής του Μαοϊσμού πρόταξε το ζήτημα αυτό, δεν μπορεί όμως να ειπωθεί νομίζω το ίδιο για τα μορφώματα του ευρωκομμουνισμού και της ανανεωτικής αριστεράς που ακολούθησαν. Στην σημερινή Ελλάδα, το ζήτημα επιστρέφει με ιδιαίτερη σφοδρότητα, καθώς ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν πολύ διαφορετικά ανακλαστικά και αντιδράσεις στην πρόσφατη ευρω-αμερικανική επέμβαση στη Λιβύη, σε μεγάλο βαθμό ως συνεπαγωγή της σταθερής εχθρότητας του πρώτου προς ΗΠΑ και ΕΕ και του έντονα ευρωκεντρικού προσανατολισμού του δεύτερου. Την ίδια στιγμή, φούντωσε η συζήτηση για τον βαθμό ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, για την πραγματική του θέση και ρόλο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, για τους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, για την εφαρμοσιμότητα ή όχι των θεωριών εξάρτησης, της έννοιας της “κομπραδόρικης ελίτ” ή αυτή της “εθνικής αστικής τάξης”. Οι διαμάχες που ξέσπασαν στις περιπτώσεις αυτές δεν επικαιροποίησαν απλώς άλυτους θεωρητικούς και πολιτικούς λογαρισμούς στην ευρύτερη αριστερά, αλλά, ίσως σημαντικότερα, “έβαλαν” στο πολιτικό παιχνίδι και τάσεις πολιτικο-ιδεολογικά ασαφούς χαρακτήρα, με “εθνοαπελευθερωτικά” και “πατριωτικά” ιδεολογικά προτάγματα.

Τα τέσσερα αυτά ζητήματα, όλα τους ζητήματα που φάνηκαν να έχουν “τακτοποιηθεί”—δηλαδή, αδρανοποιηθεί—στην εποχή συγκριτικής ευμάρειας που προηγήθηκε, θεωρώ πως παίζουν καθοριστικό ρόλο στην χαρτογράφηση σημαντικών και όχι επιδερμικών ή ανώδυνα επιλύσιμων αντιφάσεων μέσα στην αριστερά· αλλά και πως θα αποτελέσουν την βάση της αναδιαμόρφωσης των συσχετισμών ισχύος στους κόλπους της στο εγγύς μέλλον. Γνωρίζουμε πολύ λίγα αυτή τη στιγμή για τις μορφές που είναι πιθανό να πάρει αυτή η αναδιαμόρφωση. Κατά τη δική μου όμως εκτίμηση είναι κεντρικής σημασίας η αναγνώριση του γεγονότος ότι γύρω στο 2009-10 μπήκε ένα τέλος στον κύκλο εκείνο που εγκαινιάστηκε γύρω στον Μάη του 1968· και ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας μακράς εποχής δραματικών μεταλλάξεων στον χαρακτήρα της αριστεράς, του τι εννοούμε με τον όρο “αριστερά.” Βρισκόμαστε στην αρχή μιας περιόδου που θα εξαναγκάσει όλο και περισσότερους σε μια εκ βάθρων αναθεώρηση, για άλλη μια φορά στην ιστορική εξέλιξη του εργατικού κινήματος, λίγο-πολύ αξιωματικών παραδοχών· εν προκειμένω, αυτών που κυριάρχησαν μετά το 1968 και που έμοιαζαν ακλόνητα εδραιωμένες μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989-90. Οι μεθαυριανές εκλογές και οι όποιες τους συνέπειες σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση της χώρας και τους συσχετισμούς που θα δημιουργηθούν στην αντιπολίτευση είναι απλώς ένα κομμάτι αυτής της επώδυνα αντιφατικής και αναγκαίας διαδικασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: