Μέρος
Ι: Η
Δεξιά "αγριεύει"
O
ΔΗΣΥ μετά από μια μακροχρόνια απουσία
από την εκτελεστική εξουσία, είχε σοβαρή
αφορμή να "αγριέψει", υπό την έννοια
της εντατικοποίησης της αντιπολιτευτικής
του ισχύος και συνάμα της προεκλογικής
του προσπάθειας. Δέκα χρόνια εκτός
κυβέρνησης είναι πολλά για ένα πολιτικό
κόμμα, όταν αυτά ακολουθούν δέκα χρόνια
εντός και συνοδεύονται από ποσοστά που
ξεπερνούν με άνεση το 30%. Αυτό το "αγρίεμα"
είναι το πρώτο, εδώ και καιρό, χειροπιαστό
δεδομένο στο κομματικό τοπίο της
Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού τα υπόλοιπα
κόμματα είτε δεν έχουν ακόμη εντατικοποιήσει
τις προσπάθειες τους για την υλοποίηση
συγκεκριμένης στρατηγικής, είτε δεν
έχουν καταλήξει σε ζητήματα συνεργασιών
και υποψηφιότητας.
Τα
πιο εμφανή στοιχεία του ότι η δεξιά έχει
"αγριέψει" εντοπίζονται στη σχέση
της με την αριστερά και την κυβέρνηση
- κάτι που είναι επακόλουθο της δομής
του κομματικού συστήματος.
Εντός κοινοβουλίου τα
πιο βασικά από αυτά είναι οι περιστασιακές
συμμαχίες με την ΕΔΕΚ και τον Ζαχαρία
Κουλία, στη βάση των οποίων ο ΔΗΣΥ
κατάφερε να αποτρέψει την εκλογή Κάρογιαν
στην Προεδρία του σώματος και να εκλέξει
τον Γιαννάκη Ομήρου, αλλά και αυτές με
το ΔΗΚΟ, που άνοιξαν τον δρόμο για να
περάσει ψήφισμα για τις ευθύνες του
Προέδρου για το τι οδήγησε στο τραγικό
συμβάν στο Μαρί και να εγκριθεί πρόταση
νόμου του Αβέρωφ Νεοφύτου για
την αφαίρεση, από την τότε Υπουργό
Πραξούλα Αντωνιάδου, αρμοδιοτήτων
σχετικά με το φυσικό αέριο.
Εκτός κοινοβουλίου, ο ΔΗΣΥ
ενέμεινε στην υπεράσπιση του Διοικητή
της Κεντρικής Τράπεζας για τους χειρισμούς
που έκανε όσο αφορά την ελευθερία των
τραπεζών για επενδύσεις στην Ελλάδα
και μέσω του Νίκου Αναστασιάδη έκανε
στροφή από τη θέση της χαλαρής ομοσπονδίας
που υπεράσπιζε μέχρι πρώτινoς
σε πιο απορρπτικό λόγο για το Κυπριακό,
ο οποίος κατηγορεί τον Πρόεδρο για
υπερβολικούς συμβιβασμούς, είναι
αυστηρός απέναντι στη στάση του Ο.Η.Ε.
και απαιτεί απόσυρση συγκεκριμένων
θέσεων της Ελληνοκυπριακής πλευράς από
το τραπέζι των συνομιλιών.
Παρόλο
που η υποψηφιότητα Αναστασιάδη έχει
ήδη αποκτήσει σοβαρό προβάδισμα,
τουλάχιστον με όρους ερευνών κοινής
γνώμης, οι
στόχοι του ΔΗΣΥ παραμένουν πολλοί και
δύσκολοι: να αυξήσει και μετά να διατηρήσει
τη συσπείρωση, που δεν αποκλείεται να
κλονιστεί από μια Κυπριακή Προεδρία
της ΕΕ που θα κριθεί ως πετυχημένη·
να διατυπώσει μια πρόταση για το Κυπριακό
που θα ικανοποιεί τόσο τους απορριπτικούς,
όσο και τους επανενωτικούς του οπαδούς·
να ελκύσει ψηφοφόρους
που επηρεάζονται περισσότερο από την
εκκλησιαστική γραμμή και λιγότερο από
τον 'κομματικό πατριωτισμό'·
να διασφαλίσει συνεργασία με κάποια
τμήματα του κέντρου, ή τουλάχιστον τις
συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν έστω
και μια άτυπη συμπόρευση τη δεύτερη
Κυριακή.
Αφού
κανένας από αυτούς τους στόχους δεν
είναι εξασφαλισμένος ακόμα, οι
συνθηκες για τον ΔΗΣΥ δεν είναι τόσο
εύκολες όσο μπορεί να φαίνoνται
εκ πρώτης όψεως. Πρώτο, ενώ στις βουλευτικές
εκλογές του 2011 ο ΔΗΣΥ κατάφερε να αυξήσει
το ποσοστό του και να έρθει πρώτο κόμμα
(με 34.8%), η αύξηση εκείνη ήταν σχετικά
ισχνή αν συγκριθεί με τα ποσοστά που
ήδη εισέπραττε όταν ήταν στην κυβέρνηση
(35.0% το 2001 και 34.5% το 1996) και λαμβανομένου
υπόψη του ψηλού ποσοστού της αποχής.
Ουσιαστικά, η δεξιά απέτυχε να εμποδίσει
την μετουσίωση σε αποχή ενός μεγάλου
μέρους της δυσαρέσκειας που προέκυψε
έναντι στην κυβέρνηση Χριστόφια. Δεύτερο,
η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος
αποδυναμώθηκε. Έμπειρα στελέχη της,
όπως ο Χρήστος Πουργουρίδης και η Μαρία
Κυριακού, που μπορούσαν επιπλέον να
διαμεσολαβούν εντός και εκτός κοινοβουλίου
με τμήματα της φιλελεύθερης (βλ. μή-, ή
ελαφρώς εθνικιστικής) δεξιάς και το
κέντρο, δεν εξελέγηκαν στις εκλογές του
2011 και άφησαν ένα κάποιο οργανωτικό και
πολιτικό κενό.
Τρίτο,
δημιουργήθηκαν εσωτερικές ρωγμές, σε
μια περίοδο που ήταν πιο λογική η πλήρης
κομματική συνοχή: η υποψηφιότητα της
Ελένης Θεοχάρους για το 'χρίσμα' του
Συναγερμικού υποψήφιου στις προεδρικές,
οι διαφωνίες μεταξύ Ιωνά Νικολάου και
Αβέρωφ Νεοφύτου για το θέμα της ρύθμισης
των στοιχημάτων και η χειροτέρευση των
επίσημων σχέσεων του ΔΗΣΥ με τη ΣΕΚ και
την ΠΑΣΥΔΥ, οι οποίες σχέσεις έχουν
πληγεί, μεταξύ άλλων και λόγω της
οικονομικής κρίσης. Αυτές οι ρωγμές
φαίνεται να ήταν άλλωστε και ένας από
τους λόγους που ο ηγετικός πυρήνας του
ΔΗΣΥ αποφάσισε από νωρίς να προβεί σε
ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, πράγμα
που μέχρι τώρα έπραττε σε μεταγενέστερο
στάδιο.
Τέταρτον,
παρόλο που τα κόμματα του κέντρου, ΔΗΚΟ
και ΕΔΕΚ, αποχώρησαν σχετικά νωρίς από
την κυβέρνηση Χριστόφια, οι εντάσεις
μεταξύ τους από την μια και του ΑΚΕΛ από
την άλλη αυξήθηκαν και το τραγικό συμβάν
στο Μαρί δημιούργησε, τουλάχιστον
φαινομενικά, δυνατότητες για κοινή
αντί-ΑΚΕΛική, κέντρο-δεξιά οδό, ο ΔΗΣΥ
δεν κατάφερε μέχρι τώρα να κεφαλαιοποιήσει
πάνω σε αυτό με ουσιαστικό τρόπο. Στο
βαθμό μάλιστα, που η υποψηφιότητα
Αναστασιάδη ακόμα προσεγγίζεται από
κάποιους εντός του κόμματος της δεξιάς
σαν λανθασμένη στρατηγική, ακριβώς
διότι θεωρείται πως δεν έχει τη δυνατότητα
να γεφυρώσει εύκολα την ιδεολογική
διαφορά μεταξύ του χώρου τους και εκείνου
του κέντρου. Δεδομένου του ότι το ΔΗΚΟ
είναι ένα μονίμως και εκ φύσεως, εσωτερικά
διαιρεμένο κόμμα, όπου "όλα μπορούν
να συμβούν", η ΕΔΕΚ ως συνήθως
ταλαντέυεται μεταξύ των αριστερών και
δεξιών της ψηφοφόρων/ρευμάτων και το
ΕΥΡΩΚΟ γνωρίζει πως μια ενδέχομενη
στήριξη εκ μέρους του της υποψηφιότητας
Αναστασιάδη θα διακινδυνέψει την ίδια
την ύπαρξή του, η πολυπόθητη νίκη στις
Προεδρικές του 2013 για τον ΔΗΣΥ ακόμα
φαντάζει αβέβαιη.
Πέμπτο,
έχει αναδυθεί στην πολιτική
επιφάνεια το ακροδεξιό ΕΛΑΜ, με ένα μη
αμελητέο 1.1% στις βουλευτικές του 2011.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ΕΛΑΜ, σαν
κόμμα που προσπαθεί να θεμελιωθεί στον
πολιτικό στίβο θα επιχειρήσει να το
κάνει αυτό μέσω μιας δικής του υποψηφιότητας
στις επικείμενες προεδρικές. Η ενδυνάμωση
της Χρυσή Αυγής στην Ελλάδα πιθανόν να
συμβάλει στην "νομιμοποίηση" μιας
τέτοιας υποψηφιότητας, ιδιαίτερα
λαμβανομένου υπόψη του ότι ο επίσημος
Κυβερνητικός λόγος των τελευταίων
τεσσάρων και κάτι χρόνων 'πρόσβαλε' το
'εθνικό πνεύμα' που προηγουμένως
καλλιεργείτο και από το Προεδρικό. Από
τη μια, στον δεύτερο γύρο, οι πλείστοι
που θα έχουν αρχικά ψηφήσει την επιλογή
ΕΛΑΜ αντί την επιλογή ΔΗΣΥ (υποθετικά
μιλώντας), μάλλον θα καταλήξουν να
υποστηρίζουν Αναστασιάδη. Από την άλλη
όμως, ίσως κάποιοι που πλέον νιώθουν
πιο κοντά στο ΕΛΑΜ να επιλέξουν αποχή,
αναλόγως και του πως θα τοποθετηθεί το
εν λόγω κόμμα. Σε τελευταία ανάλυση, το
πολιτικά σημαντικό είναι πως τα πιο
πάνω ίσως και να μεταφραστούν σε πίεση
από την ακροδεξιά πάνω στην υποψηφιότητα
Αναστασιάδη για ακόμα πιο δεξιές θέσεις
και ρητορεία.
Μέρος
ΙΙ: Η αριστερά
ανασυντάσσεται
Μια
σειρά από αρνητικές συγκυρίες, σε
συνάρτηση με την άνευ
προηγουμένου επίθεση στην κυβέρνηση
από τα πλείστα ΜΜΕ, την αδυναμία της
ίδιας της αριστεράς να παρεμβαίνει
επαρκώς στη δημόσια σφαίρα μέσω των
δικών της ΜΜΕ και τα επικοινωνιακά και
άλλα λάθη του ίδιου του Προέδρου, έχουν
συντελέσει στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερα
αρνητικής εικόνας για την παρούσα
κυβέρνηση και κατ'επέκταση για τη σχέση
του ΑΚΕΛ με την εκτελεστική εξουσία, η
οποία δύσκολα μπορεί να ανατραπεί από
ΑΚΕΛικό υποψήφιο στον δεύτερο γύρο των
εκλογών. Τα αδύνατα σημεία της κυβέρνησης
με βάση την κοινή γνώμη αφορούν τόσο το
Κυπριακό, όπου η στρατηγική της 'δίκαιας
λύσης' κατακρίνεται από κάποιους για
απαράδεκτες υποχωρήσεις και από άλλους
για περιορισμένη διαλλακτικότητα και
λάθη τακτικής, όσο και την εσωτερική
διακυβέρνηση, όπου τα δημοσιονομικά
και τώρα η ένταξη στον Μηχανισμό Στήριξης,
η σχέση του Προεδρικού με τον πρώην
Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και το
Μαρί χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα για
τη καλλιέργεια αντί-ΑΚΕΛικού κλίματος.
Το
ΑΚΕΛ μπορεί να θεωρεί τη χαμηλή
δημοτικότητα της κυβέρνησης
Χριστόφια ως επί το πλείστο κατασκευασμένη,
αλλά δεν παύει να την αντιμετωπίζει και
ως δεδομένη. Η υπεράσπισή της ως εκ
τούτου από τον ίδιο τον Πρόεδρο σαν
υποψήφιο για δεύτερη φορά θα περιείχε
το ρίσκο της βαριάς ήττας και άρα της
πλήρους απονομιμοποίησης των πολιτικών
που ακολούθησαν Χριστόφιας και ΑΚΕΛ τα
τελευταία χρόνια. Η ανακοίνωση, λοιπόν,
του ίδιου του Χριστόφια για
μη-επαναδιεκδίκηση, παρόλο που ήταν
ιστορικά η πρώτη από εκάστοτε πρόεδρο,
ήταν και αναμενόμενη. Επιπλέον, η παραμονή
του ΑΚΕΛ στην κυβέρνηση για δέκα
συνεχόμενα χρόνια, τα οποία ήταν και τα
πρώτα στην ιστορία του, δεν μπορούσε να
μην είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες
για πολλά στελέχη και οπαδούς του, που
με τη σειρά τους οδήγησαν σε μια σειρά
απαγοητεύσεων, εν μέρει ανεξάρτητων
από τις συγκυρίες και την ευρύτερη
αντιμετώπιση της κυβέρνησης από την
υπόλοιπη κοινωνία.
Η
στήριξη της υποψηφιότητας Μαλά από την
Κεντρική Επιτροπή (Κ.Ε.) του ΑΚΕΛ φαίνεται
να εδράζεται σε μια τριπλή λογική: την
προσπάθεια αποφυγής των όποιων
εσωκομματικών τριβών θα προκαλούσε μια
κομματική υποψηφιότητα και την ταυτόχρονη
προστασία της ηγεσίας του ΑΚΕΛ από την
αντιπολιτευτική υστερία που λογικά θα
ακολουθήσει ο ΔΗΣΥ στην προεκλογική
περίοδο·
τη συνέχιση της γραμμής του ΑΚΕΛ πάνω
στο Κυπριακό και την υπεράσπιση του
έργου της κυβέρνησης, κάτι το οποίο
σήμερα μοιάζει αδύνατο να συμβεί αν το
ΑΚΕΛ υποστηρίξει υποψήφιο που θα είναι
επιλογή του κέντρου·
την ταυτόχρονη δημιουργία της απαραίτητης
δυναμικής για να προσελκυστούν προς τη
δική του υποψηφιότητα, αν όχι κόμματα,
τότε ψηφοφόροι του κέντρου, ιδιαίτερα
στον δεύτερο γύρο. Οι δυνατότητες της
υποψηφιότητας Μαλά ακόμα είναι νωρίς
να εκτιμηθούν. Η συζήτηση αυτής της
υποψηφιότητας στις κομματικές ομάδες
βάσης (ΚΟΒ) του ΑΚΕΛ αποτελεί σταθμό,
διότι οι τελευταίες, δεδομένης και της
παρουσίας τους σχεδόν σε κάθε γειτονιά
της χώρας, συνιστούν, μεταξύ άλλων,
εργαλείο ζύμωσης αλλά κυρίως κοινωνικής
εδραίωσης των αποφάσεων της Κ.Ε.
Όπως
έχουν τα πράγματα, όμως, το ΑΚΕΛ φαίνεται
να έχει επιλέξει μια υποψηφιότητα για
την οποία το χείριστο σενάριο είναι η
αξιοπρεπής ήττα. Με ένα αποτέλεσμα που
να αντικατοπτρίζει το βεληνεκές της
δικής του επιρροής και μια σοβαρή
αντιπολίτευση που θα στρώσει αργά και
σταθερά τον δρόμο για επαναδιεκδίκηση
το 2018, το ΑΚΕΛ ουσιαστικά θα μπορέσει
να δώσει σάρκα και οστά σε μια αριστερή
εκδοχή της στρατηγικής της "αγριεμένης"
αντιπολίτευσης που ακολουθεί ο ΔΗΣΥ.
Ως συνήθως γίνεται σε παγιωμένα, διπολικά
κομματικά συστήματα, το "αγρίεμα"
της δεξιάς βοηθά εν μέρει το ΑΚΕΛ. Η
πλήρης δαιμονοποίηση του Χριστόφια από
την ηγεσία και τον κόσμο του ΔΗΣΥ
συσπειρώνει τους παραδοσιακά αριστερούς
ψηφοφόρους ενάντια στους αιώνιους τους
αντιπάλους και δημιουργεί συνθήκες που
ευνοούν τη μεγάλη και εντατική οργανωτική
κινητοποίηση. Με μια δεξιά διακυβέρνηση,
η προαναφερθείσα οργανωτική κινητοποίηση
πιθανόν να ανοίξει και τις πύλες για
νίκη το 2018.
Αντί
επιλόγου: Η
καθοριστικότητα του κέντρου
Οι
τελευταίοι τέσσερεις μήνες, κατά τη
διάρκεια των οποίων τα κόμματα του
κέντρου (ουσιαστικά το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ)
μαζί με το ΕΥΡΩΚΟ (που δεν
αποτελεί ιδεολογικά κεντρώα δύναμη)
προσπάθησαν να συνεργαστούν εν όψει
των προεδρικών, έδειξαν τη δομική
διαιρετικότητα αυτού του χώρου. Παρόλο
που βοηθήθηκαν από τη εκτεταμένη
δημοσιογραφική χρήση του όρου 'ενδιάμεσος
χώρος', κατέληξαν εκεί όπου άρχισαν,
δηλαδή στη διαφωνία γύρω από ιδεολογικά
ζητήματα και θέματα προσώπων. Ο Maurice
Duverger το
έθεσε περιεκτικά: ‘το κέντρο δεν υπάρχει
στην πολιτική, μπορεί να υπάρχει κεντρώο
κόμμα αλλά δεν υπάρχει κεντρώα τάση,
κεντρώο δόγμα'. Επακόλουθο
τούτου είναι το κέντρο να αποφασίζει
και να χαράσσει βραχυπρόθεσμη στρατηγική,
αφού διαθέτει λειψό ιδεολογικό υπόβαθρο
για συνοχή και στοχοπροσηλωμένη
κινητοποίηση. Έτσι κι'αλλιώς όποιαδήποτε
μακροχρόνια σχέδια και να καταρτιστούν,
θα ήταν αναμενόμενο να ανατραπούν από
τις δυναμικές εντός του ίδιου του χώρου.
Απλά
συμβαίνει λόγω συγκυριών σήμερα το
κέντρο να είναι προσανατολισμένο σε
δύο επιλογές: είτε τον Αναστασιάδη, είτε
την αυτόνομη κάθοδο (τουλάχιστον από
ένα μέρος του και χωρίς
να έχει ξεκαθαρίσει ο υποψήφιος). Το
γεγονός ότι η ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ αποχώρησαν
από την κυβέρνηση εδώ και καιρό,
δημιούργησε κόκκινες γραμμές στις
σχέσεις τους με το ΑΚΕΛ, οι οποίες
εμποδίζουν τις ηγεσίες τους από το να
συμπορευτούν ξανά με την αριστερά. Όμως,
ενώ το ΔΗΚΟ φαίνεται να θέλει όπωσδήποτε
συμμετοχή στην επόμενη κυβέρνηση (μεταξύ
άλλων και για να εδραιώσει ο ηγέτης του
τη θέση του εντός του ίδιου του κόμματος),
η ΕΔΕΚ δεν αποκλείεται να ακολουθήσει
την παραδοσιακή της τακτική να θέτει
δική της υποψηφιότητα και να αποφασίζει
εκ των υστέρων για συμμετοχή ή μη-συμμετοχή
στην κυβέρνηση. Η μόνη δύναμη που
"καίγεται" για υποψήφιο του
"ενδιάμεσου χώρου" είναι το ΕΥΡΩΚΟ,
αλλά το γεγονός ότι είναι ιδεολογικά
δεξιό κόμμα και έχει πολύ μικρό ποσοστό
προκαλεί αντιδράσεις και αβεβαιότητα
σε ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ.
Σε
κάθε περίπτωση, τα τεκταινόμενα στο
κομματικό τοπίο επηρεάζουν την κοινωνική
αρρένα, έστω και αν αυτό συμβαίνει σε
μικρότερο βαθμό, απ'ότι το αντίστροφό
του. Έτσι, το προεξάρχον σήμερα
χαρακτηριστικό του κομματικού τοπίου
της Κυπριακής Δημοκρατίας - σσ. το
"αγρίεμα" της δεξιάς - ενδέχεται
να αποκτήσει ευρύτερες κοινωνικές
διαστάσεις που καθρεφτίζονται στην
επαφή των ανθρώπων και των κοινωνικών
συνόλων μεταξύ τους. Και αφού ο βαθμός
επιτυχίας στην υλοποίηση των στόχων
του ΔΗΣΥ (αλλά και του ΑΚΕΛ) θα εξαρτηθεί
εν μέρει από τις κινήσεις των υπόλοιπων
κομματικών δρώντων με διαπραγματευτική
ισχύ (τουτέστιν του κέντρου), το ίδιο
εξαρτώμενο από αυτές τις κινήσεις θα
είναι και το κοινωνικό κλίμα. Αν μια
σημαντική μερίδα του κέντρου συμπορευτεί
με τη δεξιά και μια άλλη με την αριστερά
(κάτι που φαίνεται σχεδόν αδύνατο), τότε
το πιο πιθανό είναι να αυξηθεί ο κοινωνικός
διπολισμός σε αντιστοιχία με την αύξηση
του πολιτικού και να περιστραφεί η
προεκλογική προπαγάνδα γύρω από άξονες
που συμφέρουν, είτε στον ένα, είτε στον
άλλο, είτε και στους δύο πόλους. Μια
τέτοια εξέλιξη θα συνεπάγεται και τη
σχετική με προηγουμένως απουσία του
Κυπριακού από την προεκλογική ατζέντα,
διότι το θέμα αυτό δεν είναι επικερδές
ούτε για τη δεξιά (για λόγους συνοχής),
ούτε για την αριστερά (διότι, έχει λίγα
να δείξει επί κυβέρνησης Χριστόφια). Αν
το κέντρο επιλέξει αυτόνομη κάθοδο,
έστω με μια συνεργασία μεταξύ ΕΔΕΚ και
ΕΥΡΩΚΟ γύρω από την ήδη υπάρχουσα
υποψηφιότητα του Γιώργου Λιλλήκα, τότε
το κοινωνικό κλίμα θα περιλαμβάνει
στοιχεία κατακερματισμού και το Κυπριακό
θα είναι και πάλι σημαντικό προεκλογικό
ζήτημα, διότι καθιστά το βασικό ενοποιητικό
στοιχείο τούτων των κομμάτων.
* Το άρθρο
έχει σταλεί για δημοσίευση σε εφημερίδα
Γιώργος
Χαραλάμπους
Ειδικός
Επιστήμονας στο τμήμα Κοινωνικών και
Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου
Κύπρου
Επισκέπτης
Λέκτορας στο τμήμα Δημοσιογραφίας του
Πανεπιστημίου Frederick
03/07/2012