27 Φεβ 2014

Η λύση που επιζητούμε



και η ώρα για υλοποίηση από την Ε/Κ πλευρά Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης 


Μετά από μακρά περίοδο στασιμοτήτας και την πολιτική κωλυσιεργίας του Νίκου Αναστασιάδη στο Κυπριακό, που άφησε κενό χώρο για παρέμβαση των Αμερικάνων, εκδόθηκε επιτέλους το Κοινό Ανακοινωθέν και άρχισε μια ακόμα διαδικασία δικοινοτικών συνομιλιών για το Κυπριακό. Παρόλο που το Κοινό Ανακοινωθέν σαφώς υπολείπεται από τα κοινά ανακοινωθέντα και τις συγκλίσεις των Χριστόφια - Ταλάτ, η ουσία είναι ότι η επιδιωκόμενη λύση δεν είναι η διχοτόμηση ή η συνομοσπονδία δύο κρατών, αλλά η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων ή των δύο συνιστωσών πολιτειών της ενωμένης Κύπρου, όπως περιγράφεται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Γι’ αυτό το λόγο και στηρίχτηκε από όλη την Αριστερά. 

Η ΕΡΑΣ, όχι μόνο υποστηρίζει τις συνομιλίες μέσα στο πλαίσιο αυτό, αλλά και εργάζεται με υπομονή και επιμονή για την καλλιέργεια ομοσπονδιακής συνείδησης. Για την ΕΡΑΣ η λύση του Κυπριακού θα διευκολύνει την ενότητα του εργατικού κινήματος των κοινοτήτων, ώστε να παλέψει με καλύτερους όρους και πιο αποτελεσματικά για την οικοδόμηση ενός κράτους ειρηνικής και δημοκρατικής συμβίωσης και για την υπεράσπιση και διεύρυνση του κοινωνικού και δημοκρατικού κεκτημένου. Σημαίνει τη συγκρότηση ενός μετώπου αντιιμπεριαλιστικού, το οποίο, σε συνεργασία με το ανερχόμενο κίνημα της Ευρώπης, θα αντιπαραταχθεί στις νεοφιλελεύθερες αυταρχικές πολιτικές, στα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας.

Μια βασική προϋπόθεση για την επίτευξη λύσης μέσα από τις συνομιλίες είναι ο τερματισμός της καχυποψίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων και οι συνακόλουθες φοβικές επιχειρηματολογίες. Επειδή πολλά έχουν λεχθεί, ή και επιδιωχθεί, κατά καιρούς για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) χωρίς ουσιαστική πρόοδο, η ΕΡΑΣ πιστεύει ότι ήρθε η ώρα να κάνει την υπέρβαση η δική μας πλευρά και να προβεί, έστω και μονομερώς, όχι απλά στην εξαγγελία αλλά στην υλοποίηση ΜΟΕ.

Ενδεικτικά, τέτοια μέτρα θα ήταν η μείωση της θητείας στην Εθνική Φρουρά και ο τερματισμός της όποιας πρόθεσης, ακόμα και πιθανότητας, για αγορά εξοπλισμών και πόσο μάλλον των περίφημων πυραυλακάτων, που θα προστατεύουν (δήθεν) την ΑΟΖ. Τέτοιο επίσης μέτρο, και ουσιαστικό από κάθε άποψη, θα ήταν να επιτραπεί ξανά η πρόσβαση των Τ/Κ στα δημόσια νοσοκομεία, την οποία κατάργησε η παρούσα κυβέρνηση τον περασμένο Αύγουστο. 





 

Αλληλεγγύη στον Μουρατ Κανατλί



Πολλές αντιδράσεις προκάλεσε ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους η απόφαση του στρατιωτικού δικαστηρίου να καταδικάσει σε 10 μέρες φυλάκιση τον Μουράτ Κανατλί, οργανωτικό γραμματέα του τουρκοκυπριακού κόμματος ΥΚΡ (Κόμμα Νέα Κύπρος)  λόγω της άρνησής του να συμμετάσχει σε στρατιωτική άσκηση ως έφεδρος. Ο Μουράτ είναι αρνητής στράτευσης για πολιτικούς λόγους. Είναι υποστηριχτής της ειρήνης, της συμφιλίωσης και της συνεργασίας των δύο κοινοτήτων και ζητά την πλήρη αποστρατικοποίηση της Λευκωσίας.
Οι συναγωνιστές του Μουράτ από το ΥΚΡ αλλά και από άλλα τουρκοκυπριακά κόμματα και συντεχνίες εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους προς τον Μουράτ καταδικάζοντας την επίθεση ως καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ως μια γενικότερη επίθεση απέναντι στην τουρκοκυπριακή αριστερά και γενικότερα απέναντι σε οποιονδήποτε αγωνίζεται για την ειρήνη και τη συμφιλίωση στην Κύπρο. Ο Μουράτ, εκτός από αγωνιστής της επαναπροσέγγισης ηγείται και της εκστρατείας για  αποστρατικοποίηση της Κύπρου μαζί με το κόμμα του και άλλες τουρκοκυπριακές και ελληνοκυπριακές οργανώσεις.
Η καταδίκη του Μουράτ προκάλεσε αντιδράσεις και στο νότο με τα ελληνοκυπριακά ΜΜΕ να προβάλλουν πρωτοσέλιδα το «νέο παράδειγμα καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον Αττίλα». Αντιδράσεις είχαμε και από ελληνοκύπριους πολιτικούς και κόμματα όπως η ΕΔΕΚ και οι Οικολόγοι αλλά και το ΑΚΕΛ οι ευρωβουλευτές του οποίου κάλσεαν την «ΕΕ να καταδικάσει το εν λόγω περιστατικό που αποτελεί καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός ανθρώπου που αρνήθηκε να υπηρετήσει τον τουρκικό στρατό κατοχής στην Κύπρο». Την ίδια ώρα ξεχνούν πως η Κυπριακή Δημοκρατία τιμωρεί τους αρνητές στράτευσης αλλά και τα μέλη άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, με το να τους υποχρεώνει σε «εναλλακτική» κοινωνική θητεία 36 μηνών, ενώ εξαπολύουν  λάβρους ενάντια στους νέους που «φυγοστρατούν» και δεν θέλουν να καταταγούν στην Εθνική Φρουρά.
 Ο Μουράτ δικαιούται και πρέπει να έχει την ειλικρινή και έμπρακτη στήριξη κάθε αγωνιστή της ειρήνης και της επαναπροσέγγισης στην Κύπρο, είτε είναι ελληνοκύπριος είτε τουρκοκύπριος. Για μας τους ελληνοκύπριους αν πραγματικά θέλουμε να στηρίξουμε τον Μουράτ, πέραν από το να καταδικάσουμε το περιστατικό ως μια καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα  πρέπει να απαιτήσουμε τον τερματισμό της επίθεσης που δέχονται οι νέοι που δεν θέλουν να καταταγούν στην Εθνική Φρουρά είτε για λόγους θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, είτε γιατί δεν αντέχουν αυτό το αλεστήρι της συνείδησης και της προσωπικότητας τους που λέγεται  στρατιωτική θητεία
Αν θέλουμε πραγματικά να ενισχύσουμε τον αγώνα του Μουράτ και των άλλων τουρκοκυπρίων που παλεύουν για ειρήνη, συμφιλίωση και συνεργασία των δύο κοινοτήτων στη Κύπρο, θα πρέπει να απαιτήσουμε την κατάργηση της στρατιωτικής θητείας που στερεί δυο από τα πιο παραγωγικά χρόνια στη ζωή των νέων για να τους εμπεδώσει το μίσος με συνθήματα όπως «καλός Τούρκος ο νεκρός Τούρκος» όπως έχει καταγγελθεί πολλές φορές από στρατευμένους. Θα πρέπει επίσης να απαιτήσουμε τον άμεσο τερματισμό όλων των εξοπλιστικών προγραμμάτων και την πλήρη αποστρατικοποίηση της Κύπρου. Δεν μπορούμε να εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στον Μουράτ και την ίδια στιγμή να χαιρετίζουμε και να επικροτούμε την αγορά των δυο πολεμικών φρεγάδων που θέλει να αγοράσει η κυβέρνηση ή να εξαπολύουμε κυνήγι μαγισσών για τους «φυγόστρατους» της δικής μας πλευράς.
Κυριάκος Κοιλιάρης

Το κραχ του 1929 και το σήμερα – μέρος Η



Ξεκίνησε η έκδοση τίτλων( ας πούμε μετοχών) που αντί τις αξίες επιχειρήσεων αντιπροσώπευαν τις αξίες σπιτιών αλλά και, σταδιακά, ολοένα λιγότερο πραγματικών, καθορισμένων αξιών. Πουλώντας αυτούς τους τίτλους σε όλο τον κόσμο( κάτι που με την δεκαετία του 2000 είχε γίνει κυρίαρχο στοιχείο στην λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας) το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα μπορούσε να μαζεύει χρήμα, για να δραστηριοποιεί την οικοδομική βιομηχανία αλλά και ολόκληρη την οικονομία. Όσο πιο φουσκωμένες οι αξίες, τόσο πιο πολύ χρήμα, τόσο πιο πολύ στηριζόταν η αμερικάνικη οικονομία, τόσο πιο μεγάλες οι αγορές κινέζικων και άλλων προϊόντων. 
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η παγκόσμια οικονομία ήταν ξανά σε πορεία ανόδου. Οι άλυτες αντιφάσεις για τις οποίες ο Μαρξ μίλησε, φάνηκαν να μην ήταν τελικά και τόσο άλυτες.

Χωρίς ιστορικό προηγούμενο ο ρόλος του τραπεζικού τομέα
Το χρηματιστικό κεφάλαιο και οι χρηματοπιστωτικοί Οργανι­σμοί (Τράπεζες, Εμπορικές Τράπεζες κλπ), απέ­κτησαν ένα χωρίς προηγούμενο παγκόσμιο ρόλο- και μέσα από εξαγορές και συγχωνεύσεις, οι μεγαλύτερες από αυτές, ένα απίστευτα τεράστιο μέγεθος.
Ο έλεγχος της παγκόσμιας κίνησης κεφα­λαίων βρέθηκε
«…συγκεντρωμένος στα χέρια των δέκα μεγαλυτέρων ευρω­­αμερικανικών οργανισμών.»( Edward LiPuma and Benjamine Lee, 'Financial Derivatives and the Globalization of Risk',πρώτη έκδοση 2004, σελ45)
Μέσα από την έκδοση των τίτλων- αλλά και πολλών άλλων δραστηριοτήτων στις οποίες θα αναφερθούμε σε επομένη έκδοση- που πουλιόνταν σε όλο τον κόσμο, εξασφαλιζόταν η αναγκαία ρευστότητα, για να μπορεί ο κόσμος να δανείζεται. Η μειωμένη αγοραστική δύναμη που προκλήθηκε μετά την επίθεση στους μισθούς και τα ωφελήματα των εργαζομένων στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αρχές 1980 – σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της κερδοφορίας των εταιρειών – αποκα­τα­στάθηκε με δανεισμό.
 «Αποικιο­ποιώντας το μέλλον» (colonizing the future)- για να χρησιμοποιήσουμε για ακόμα μια φορά την μοναδική διατύπωση του ακαδημαϊκού Φώτη Λυσάνδρου- μετάθεταν στις μελλοντικές γενιές την ευθύνη πληρωμής της σημερινής κατανάλω­σης.
Όλα έδειχναν πως δεν υπάρχει πιο τέλειο οικονομικό σύστημα από τον καπιταλισμό.

Η Χρηματιστικοποίηση της Παγκόσμιας Οικονομίας

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έδωσε ώθηση στην παγκόσμια οικονομία. Πόσο τώρα πραγματικές ήταν οι μέθοδοι και πόσο μπορούσαν να κρατήσουν, ήταν ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό ερώτημα.
Ο Λάρρυ ΜακΝτόναλντ, ένας από τους Αντιπροέδρους της Lehman Brothers – του χρηματοπιστωτικού γίγαντα που κατάρ­ρευσε το 2008– χαρακτήρισε την οικιστική βιομηχανία των ΗΠΑ σαν τις νέες μηχανές ATM του αμερικάνικου πληθυσμού και ανάφερε  με απόγνωση:
“…χρήμα που δεν ήταν χρήμα, τιμές σπιτιών που δεν ήταν πραγ­μα­τι­κές τιμές, υποθήκες που δεν βασί­ζονταν σε οποιοδήποτε ορισμό της πραγματικό­τητας.” (Colossal Failure of Common Sense”, Larry McDonald, πρώτη έκδοση το 2009, σελ133)
Τον καθορισμό της αξίας όλων αυτών των τίτλων, ο πλατιά γνωστός ακαδημαϊκός Γιάννης Βαρουφάκης θα τον χαρακτηρίσει ως
«Η απάτη: πώς μπορούσε να ξέρει ένας επενδυτής τι αξία είχαν αυτά τα χαρτιά… Οπότε βασίζονταν στις επίσημες αξιολογήσεις των γνωστών και μη εξαιρετέων οίκων (Moodys, Standard & Poors, Fıtch), που με το αζημίωτο βαθμολογούσαν αυτά τα χαρτιά με άριστα (πιο συγκεκριμένα με ΑΑΑ)» ( Ο Παγκόσμιος Μινώταυρος, Γιάννης Βαρουφάκης, πρώτη αγγλική έκδοση το 2011.  Αυτή είναι η ελληνική έκδοση του 2012, σελ.261)
Με απάτη.. χρήμα που δεν ήταν χρήμα, τιμές σπιτιών που δεν ήταν πραγ­μα­τι­κές τιμές, υποθήκες που δεν βασί­ζονταν σε οποιοδήποτε ορισμό της πραγματικό­τητας, δημιουργόταν οικονομική δραστη­ριότητα. 
“Ο τομέας FIRE (όπως ονομάστηκαν από τα αρχικά τους, Finance, Insurance, Real Estate, οι Χρηματο­πιστωτικοί Οργανισμοί, οι Ασφαλιστικές και οι Εταιρείες Ακινήτων) συνεισφέρει τώρα περισσότερο στο αμερικανικό ΑΕΠ από ότι η βιομηχανία, και οι συναλλαγματικές λειτουργίες του είναι ουσιώδες κομμάτι του τομέα και συνεπώς του ΑΕΠ.” (John Eatwell and Lurence Taylor, “Global Finance at Risk”, πρώτη έκδοση 2002, σελ 49)
Όσο όμως τεράστιοι και να ήταν οι οργανισμοί που χειρίζονταν την παγκόσμια διακίνηση κεφαλαίων, όσο λαμπρά μυαλά και να είχαν την ευθύνη του στρατηγικού προγραμματισμού, δεν μπορούσαν να μετατρέψουν σε κάτι άλλο,
«…ένα σύστημα πάρα πολύ ασταθές για να επιβιώσει στο διηνεκές…» (Ο Παγκόσμιος Μινώταυρος, Γιάννης Βαρουφάκης, σελ. 63)
Ο ιστορικός του ρόλος ήταν συγκεκριμένος αλλά και χρονικά καθορισμένος:
«…συνέβαλε στη διατήρηση για δεκα­ετίες μιας παγκόσμιας ηρεμίας (ασταθούς, είναι η αλήθεια) η οποία βασιζόταν στη συνεχή εθελοντική ροή κεφαλαίων που μπορεί να ερμηνεύσει κανείς ως ‘δώρα υποτέλειας’ (αντί για φόρους) από την παγκόσμια περιφέρεια προς την αμερικάνικη μητρόπολη, τα οποία ‘δώρα’ η μητρόπολη, με τη σειρά της, τα χρησιμο­ποιούσε (καταναλώνο­ντάς τα) για να κρατά την περιφέρεια ακμαία.» ( Το ίδιο, σελ.  63.)

Σωτήρης Βλάχος

25 Φεβ 2014

ΑΠΕΡΓΙΑ ΑΗΚ - ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΗ ΟΡΓΗ



Μέρες του κουρέματος το Μάρτη του 13 θύμιζε η 24ωρη απεργία των εργαζομένων στην ΑΗΚ έξω από τη Βουλή.  Ξεχείλισε η οργή και ο θυμός τους  ιδιαίτερα μετά την χειρονομία του υπουργού οικονομικών να τους κουνά το δάχτυλο σαν να είναι «άτακτα παιδία». Φαίνεται ότι κληρονόμησε «το κούνημα του δακτύλου» από τον πολιτικό του μέντορα τον Αναστασιάδη.

Τέτοιες σκηνές  είναι πρωτόγνωρες για το εργατικό κίνημα στην Κύπρο. Οι εργαζόμενοι έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό στα φώτα τροχαίας και έφτασαν στο κτήριο της Βουλής. Οι φωνές «πουλημένοι», «κάτω τα χέρια από τη ΑΗΚ» κυριαρχούσαν. Πικέτα έγραφε «Μολών λαβε». Με την άφιξη του υπουργού Οικονομικών άρχισαν τα γιουχαΐσματα και μετά την πρόκληση του υπουργού οι εργαζόμενοι εξοργίστηκαν και ήθελαν να μπουν μέσα στη Βουλή.

Περικύκλωσαν το κτήριο και χτυπούσαν τα τζάμια εκεί που συνεδρίαζε η επιτροπή οικονομικών αναγκάζοντας τους να ανέβουν για τη συνέχεια της συνεδρίας στο πάνω όροφο όπου δεν υπήρχε πρόσβαση από την αυλή του κτηρίου. Την ίδια ώρα έκοψαν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και απενεργοποίησαν την γεννήτρια της Βουλής για 45 λεπτά και έτσι διακόπηκε η συνεδρία μέχρι που  επανήλθε το ρεύμα. Ο δε υπουργός έχασε το ραντεβού που είχε με τον πρέσβη της Νορβηγίας  για την υπογραφή συμφωνίας για κατάργηση της διπλής φορολογίας.


 Αν και τα κανάλια κατηγορούν τους εργαζόμενους για «τραμπουκισμούς» και «χούλιγκαν» οι πραγματικοί τραμπούκοι ήταν οι «μπάτσοι» που χτυπούσαν αδιάκριτα και έκαναν χρήση δακρυγόνου σπρέι, τραυματίζοντας στο κεφάλι  τρεις εργαζόμενους που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. 

 Τους εργαζόμενους εξόργισε η προκλητική κοροϊδία της κυβέρνησης και του υπουργού Οικονομικών πώς θα γίνει διάλογος ενώ έφτασαν στο παρά πέντε, να ψηφίζεται στην Βουλή την ερχόμενη Πέμπτη, χωρίς κανένα διάλογο. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση ζήτησε γνωμάτευση για κατάργηση της νομιμότητας των δημοσίων και ημικρατικών υπαλλήλων, εξασφαλίζοντας το ναι στην κατάργηση της από τον Γενικό Εισαγγελέα, αν και υπάρχουν άλλες 15 γνωματεύσεις νομικών και συνταγματολόγων που λένε πως δεν είναι συνταγματική μια τέτοια κατάργηση. Γι αυτό και ο εισαγγελέας δεν τόλμησε να προσεγγίσει καν την Βουλή όταν διαπίστωσε πως ήταν αποκλεισμένη από τους εργαζόμενους. 

Όλο το προηγούμενο χρόνο η ΟΕΒ και το ΚΕΒΕ καθύβριζαν τους εργαζόμενους σαν άχρηστους και χαραμοφάηδες.  Ακόμα και ο Αρχιεπίσκοπος τα  ίδια έλεγε γι αυτό  άκουσαν  τα εξ αμάξης για τις δηλώσεις τους.  Οι αντιδράσεις των εργαζομένων ήταν απάντηση απέναντι στους εξευτελισμούς. Ο εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έχει και όριο.
Είναι πολύ σημαντικό ότι κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης έξω από τη Βουλή 10 περίπου τουρκοκύπριοι συνδικαλιστές από τα τουρκοκυπριακά συνδικάτα της αντίστοιχης αρχής ηλεκτρισμού πήγαν στην βουλή και έδωσαν ψήφισμα αλληλεγγύης στους ελληνοκύπριους συναδέλφους τους σαν ανταπόδοση της συμπαράστασης που εκφράσανε τα  ελληνοκυπριακά συνδικάτα της ΑΗΚ σε παρόμοιο δικό τους αγώνα  το 2012.

Την Πέμπτη όλοι έξω από τη Βουλή
Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι στην CYTA κήρυξαν  αυθόρμητη μονόωρη στάση εργασίας για την απόφαση της Γενικής Εισαγγελίας και μέχρι το απόγευμα εξάγγειλαν 3ήμερη απεργία μέχρι τη Πέμπτη που θα γίνει η συζήτηση στην ολομέλεια και συγκέντρωση έξω από τη Βουλή. Την ίδια ώρα έχουν καλέσει και οι συντεχνίες της ΑΗΚ και της Αρχής Λιμένων αλλά και οι 20 φορείς που κάλεσαν την μεγάλη εκδήλωση με την περικύκλωση του Υπουργείου Οικονομικών στις 8 του Φλεβάρη.
Οι εργαζόμενοι στη CYTA αποφάσισαν επίσης πορεία την Τετάρτη στο προεδρικό ενώ την Τρίτη μαζεύτηκαν στα κεντρικά γραφεία σε κάθε επαρχεία. Στη Λευκωσία ζητούσαν επίμονα να πάνε έξω από τη Βουλή την ώρα που μέσα στην επιτροπή θα ήταν οι ηγεσίες των συντεχνιών τους για να δηλώσουν την αντίθεση τους στις ιδιωτικοποιήσεις. Όμως οι ηγεσίες των συντεχνιών αποφάσισαν πως δεν θα τους αφήσουν να πάνε έξω από τη Βουλή γιατί υπάρχει ο κίνδυνος κάποιοι να παρεκτραπούν.  Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν φωνάζοντας πως  από το Μάρτη η πολιτική του καλού παιδιού, η συναίνεση και η καλή διάθεση,  άνοιξε την όρεξη της κυβέρνησης και πως οι όποιες τροποποιήσεις έγιναν στο νομοσχέδιο ήταν αποτέλεσμα των αντιδράσεων των εργαζομένων στην ΑΗΚ και φώναζαν θα «γίνουμε της ΑΗΚ».
Είναι φανερό πως δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ της ηγεσίας των συντεχνιών και πώς οι ηγεσίες βρίσκονται σε διάσταση με τη βάση. Έστω στο παρά πέντε πρέπει οι εργαζόμενοι να κτίσουν πρωτοβουλίες και επιτροπές ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις.
Δεν είναι οι εργαζόμενοι και οι αγώνες τους που καταργούν την δημοκρατία όπως είπε ο Υπουργός Οικονομικών για τα γεγονότα στην Βουλή αλλά η ίδια η κυβέρνηση που θέλει να κυβερνά με διατάγματα, που θέλει να κατεβάσει νομοσχέδιο να μπορεί να χρησιμοποιεί το στρατό για την καταστολή των κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Αυτά ίσχυαν μόνο επί Χούντας, αυτοί καταργούν την δημοκρατία. 

Νίκος Αγιομαμίτης

24 Φεβ 2014

Το Κοινό Ανακοινωθέν και η προϊστορία του. Επιτέλους, επανέναρξη των συνομιλιών!

του Σταύρου Τομπάζου



Λευκωσία, 13.2.2014. Προτού προλάβει να δει καλά-καλά το φως της δημοσιότητας το Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου, τα απορριπτικά κόμματα στην Κύπρο, από  τη σοσιαλιστική ΕΔΕΚ μέχρι και το κυπριακό παράρτημα της Χρυσής Αυγής (ΕΛΑΜ) έσπευσαν να το κατακεραυνώσουν.
Αυτή η άμεση αρνητική αντίδραση που δημιούργησε κρίση στη δεξιά συμμαχία ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ, με ορατό πλέον το ενδεχόμενο αποχώρησης των υπουργών του ΔΗΚΟ από το κυβερνητικό σχήμα, αποδεικνύει ένα και μοναδικό πράγμα: ένα καθόλου ευκαταφρόνητο (ευτυχώς όμως μειοψηφικό) ποσοστό των Ελληνοκυπρίων προτιμά τη διχοτόμηση, διαμέσου της διατήρησης του υφιστάμενου στάτους κβο και της σταδιακής νομιμοποίησής του, από οποιαδήποτε επίλυση του προβλήματος στη βάση της ομοσπονδιακής επανένωσης της Κύπρου.
Αυτή η διαπίστωση προκύπτει αβίαστα από μια απλή ανάγνωση του Κοινού Ανακοινωθέντος, το οποίο καθορίζει το πλαίσιο λύσης του προβλήματος. Το Κοινό Ανακοινωθέν δεν αποκλίνει αρνητικά ούτε κατ’ ελάχιστον από τα ήδη συμφωνηθέντα σε προγενέστερους κύκλους συνομιλιών ή τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Πιο συγκεκριμένα, καθορίζει τη φύση της ομοσπονδίας ως διζωνικής, δικοινοτικής με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, όπως ακριβώς προβλέπεται από τα Ψηφίσματα 716 και 750 του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1991 και 1992 αντίστοιχα. Το πρώτο καθορίζει την έννοια της «πολιτικής ισότητας» και το δεύτερο την έννοια της «διζωνικότητας». «Πολιτική ισότητα» δεν σημαίνει ίση αριθμητική εκπροσώπηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα όργανα του ομόσπονδου κράτους, αλλά αποτελεσματική εκπροσώπηση και των δύο πλευρών σ’ αυτά, έτσι που να αποκλείεται η επικυριαρχία της μιας πλευράς πάνω στην άλλη.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, δεσμεύτηκε «για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως [αυτές οι έννοιες] καθορίζονται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας». Συνεπώς, ο τότε αδιαμφισβήτητος ηγέτης του ΔΗΚΟ και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δέχθηκε να αρχίσει μια νέα διαδικασία επίλυσης του προβλήματος στη βάση μιας συμφωνίας που σε τίποτα δεν διαφέρει, ως προς τη φύση της επιδιωκόμενης ομοσπονδίας, από το Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου. Ο σημερινός πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Νικόλας Παπαδόπουλος, μεθοδεύει την έξοδο των υπουργών του κόμματός του από την κυβέρνηση λόγω του περιεχομένου του Κοινού Ανακοινωθέντος.
Ωστόσο, το Κοινό Ανακοινωθέν όχι μόνο δεν υστερεί σχετικά με τη συμφωνία Τ. Παπαδόπουλου-Μ.Α. Ταλάτ της 8ης Ιουλίου, αλλά εμπεριέχει και δεσμεύσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς που καταγράφονται ως διπλωματικές επιτυχίες του Δημήτρη Χριστόφια. Στην κοινή δήλωση Χριστόφια-Ταλάτ της 23ης Μαΐου 2008, πέρα από την επανάληψη του λεκτικού της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου σχετικά με τη φύση του ομόσπονδου κράτους, εξασφαλίζεται και η δέσμευση της τουρκοκυπριακής πλευράς για «μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα» της ομοσπονδιακής, ενωμένης Κύπρου.
Επειδή το θέμα της «μίας και μόνης κυριαρχίας και ιθαγένειας» δεν συμπεριλήφθηκε στην κοινή δήλωση της 23ής Μαΐου 2008, ο Δ. Χριστόφιας πέτυχε να το εντάξει στη συμφωνία του με τον Ταλάτ της 1ης Ιουλίου του 2008.
Το Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου αποτελεί ουσιαστικά μια σύνοψη όχι μόνο της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου 2006, αλλά και των συμφωνιών της 23ης Μαΐου 2008 και 1ης Ιουλίου 2008, διότι συμπεριλαμβάνει τα θέματα της μιας και μόνης διεθνούς προσωπικότητας, κυριαρχίας και ιθαγένειας, ενώ απαγορεύει ρητά κάθε απόσχιση από το επιδιωκόμενο ομόσπονδο κράτος.
Επιπλέον, στο Κοινό Ανακοινωθέν γίνεται λόγος για «σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες» (κυκλοφορίας, εγκατάστασης και ιδιοκτησίας).
Το Κοινό Ανακοινωθέν κινείται, συνεπώς, στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, που ερμηνεύονται με συγκλίνοντα τρόπο και από τις δύο πλευρές, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή, πράγμα βέβαια που δεν εμποδίζει ούτε τον Αναστασιάδη ούτε τον Έρογλου να παρουσιάζουν ο καθένας με τον τρόπο  που θέλει το Κοινό Ανακοινωθέν στο δικό τους κοινό.
Η ουσία είναι ότι η επιδιωκόμενη λύση δεν είναι η διχοτόμηση ή η συνομοσπονδία δύο κρατών, αλλά η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων ή των δύο συνιστωσών πολιτειών της ενωμένης Κύπρου.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κανένας στον χώρο της Αριστεράς στην Κύπρο, κυριολεκτικά κανένας, δεν επιχειρηματολόγησε κατά της επανέναρξης των συνομιλιών στη βάση του Κοινού Ανακοινωθέντος. Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα είναι ο δεδηλωμένος επιδιωκόμενος στόχος τόσο του ΑΚΕΛ όσο και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στον χώρο της τελευταίας, η εν λόγω ομοσπονδία δεν θεωρείται καν «οδυνηρός συμβιβασμός», αλλά ένα πολίτευμα που μπορεί να αποτελέσει ένα καθοριστικής σημασίας βήμα στην υπέρβαση μιας εθνοτικής διένεξης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που ταλανίζει την Κύπρο εδώ και δεκαετίες και προηγείται χρονικά ακόμη και της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960.
Το Κυπριακό δεν είναι μόνο πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Είναι ταυτόχρονα και ένα πρόβλημα εθνοτικής διένεξης που προηγείται της τουρκικής εισβολής του 1974, όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα του 1958, 1963/1964, 1967 και 1974, ενώ η τουρκική εισβολή προσέθεσε μια νέα βαρύνουσα παράμετρο στο κυπριακό πρόβλημα.
Κάποιοι Έλληνες Αριστεροί ενοχλούνται από τη δραστήρια αμερικανική εμπλοκή στη διαδικασία για την έναρξη ενός νέου κύκλου συνομιλιών επίλυσης του Κυπριακού, η οποία εξυπηρετεί τα «ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα». Είναι όμως δυνατό να πιστεύει κανείς ότι το Κυπριακό θα λυθεί εκτός του πλαισίου του ΟΗΕ, στον οποίο οι ΗΠΑ παίζουν καθοριστικό ρόλο, ή χωρίς την εμπλοκή του λεγόμενου «διεθνούς παράγοντα»; Ποια είναι η κυριότερη συνιστώσα αυτού του διεθνούς παράγοντα; Μήπως το Αφγανιστάν;
Τι επιδιώκουν αλήθεια οι ΗΠΑ διαμέσου της επίλυσης του Κυπριακού; Η βασική τους επιδίωξη είναι απλή: να αποτρέψουν να μετατραπούν οι υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, από απλή ενεργειακή πηγή σε αποσταθεροποιητικό μήλον της έριδας, σε μια περιοχή που ταλανίζεται ήδη από τις συγκρούσεις στη Συρία, την αστάθεια στην Αίγυπτο και το διαιωνιζόμενο παλαιστινιακό πρόβλημα. Ελάχιστα ενδιαφέρονται εάν η επίλυση του Κυπριακού θα είναι «δίκαιη» ή «άδικη» για την μια ή την άλλη κοινότητα, ενδιαφέρονται όμως να είναι κοινά αποδεκτή, διότι μόνο έτσι θα συμβάλει στη σταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Και σε ποιο σημείο, άραγε, η απομάκρυνση του ενδεχομένου «θερμών επεισοδίων» και της αποσταθεροποίησης της περιοχής είναι αντίθετη με τα συμφέροντα των Κύπριων, Ελλήνων, Τούρκων, Ισραηλινών ή Αράβων εργαζομένων;
Ο «αντιιμπεριαλιστικός» λόγος αποτελεί σε κάποιες περιπτώσεις μεταμφίεση του εθνικιστικού λόγου, δηλαδή υιοθέτηση μιας δεξιάς, εθνικιστικής αντίληψης εις βάρος μιας αριστερής, ταξικής, διεθνιστικής αντίληψης του κόσμου.
Τα εθνικά προβλήματα όπως το Κυπριακό, δεν λύνονται πραγματικά εκ των άνω με μια υπογραφή και συμφωνία βασισμένες στους εθνικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Η δουλειά της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής Αριστεράς δεν είναι να αντιταχθούν στην έναρξη των συνομιλιών, συμπλέοντας με τις πιο εθνικιστικές δυνάμεις των δύο πλευρών, αλλά αντίθετα η δημιουργία μιας νέας ομοσπονδιακής συνείδησης από τα κάτω, που θα σφυρηλατηθεί με τους κοινούς αγώνες των εργαζομένων, ανεξαρτήτως εθνικής συνείδησης για την υπεράσπιση και διεύρυνση του κοινωνικού και δημοκρατικού κεκτημένου. Το τελευταίο δεν απειλείται από τη διζωνική, διακοινοτική ομοσπονδία, απειλείται όμως από τις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια της εργοδοσίας και της τρόικας.

Ο Σταύρος Τομπάζος διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

23 Φεβ 2014

Πατριωτισμός και Διεθνισμός στη στρατηγική της Αριστεράς


Πέρα από τον αστικό κοσμοπολιτισμό και τον πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου,
από την ιστοσελίδα Red Notebook
 
Η συζήτηση που κάνουμε σήμερα δεν είναι υπόθεση “ειδικών”, είναι όμως μια δύσκολη και απαιτητική συζήτηση. Δεν είναι ακαδημαϊκή, υποχρεωτικά όμως αναμετριέται με την ιστορία και τη θεωρία. Στην περίπτωση δε της Αριστεράς, της ιστορίας και της θεωρίας της, το πράγμα γίνεται πιο περίπλοκο, καθώς στη λογική της η ιστορία είναι ιστορία ταξικών συγκρούσεων, αλλά την ίδια στιγμή, όψεις αυτής της ιστορίας προκαλούν με τη σειρά τους νέες συγκρούσεις, τάσεις και ρεύματα στο εσωτερικό της Αριστεράς, όπως εξάλλου και της θεωρίας της, αρχής γενομένης από τον Μαρξ.

Από την ιστορία και τη θεωρία, ως γνωστόν, δεν έχουμε να περιμένουμε συνταγές. Ενώ όμως οι συνταγές αυτές δεν υπάρχουν, έχουμε –μπορούμε και πρέπει να έχουμε– μέθοδο: χωρίς μέθοδο, δεν υπάρχει στρατηγική, και χωρίς στρατηγική δεν νοείται αυτόνομη πολιτική της Αριστεράς –αυτόνομη ως προς το κράτος, το κεφάλαιο, τα αστικά κόμματα, και πιο γενικά, ως προς το πρόγραμμα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.

Μαρξ

Από τον Μαρξ μέχρι σήμερα, λοιπόν, η απουσία συνταγής είναι τόσο προφανής, όσο προφανής είναι όμως και η ύπαρξη μεθόδου. Η πρώτη “στιγμή” αυτής της μεθόδου είναι η ρήξη με την αντίληψη που μέχρι την εποχή του Μαρξ διάβαζε την ιστορία ως ιστορία εθνών. “Οι κομμουνιστές”, γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς, “διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων τονίζουν και προβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ΄ όλο το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του”. “Ανάμεσα στους Πολωνούς”, γράφουν κάπου αλλού, “οι κομμουνιστές υποστηρίζουν το κόμμα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης, δηλαδή το κόμμα που το 1846 προκάλεσε την εξέγερση της Κρακοβίας” [1].

Ακριβώς επειδή στη θεωρία τους δεν υπάρχει συνταγή, υπάρχει όμως το θεμέλιο για μια στρατηγική, το 1848 οι Μαρξ και Ένγκελς υποστηρίζουν την επανάσταση της φιλελεύθερης γερμανικης αστικής τάξης, την οποία “πριονίζουν” τα εθνικά κινήματα των σλαβικών λαών. Στην περίπτωση πάλι της Ιρλανδίας οι ίδιοι δίνουν προτεραιότητα στην ενότητα της εργατικής τάξης εναντίον των βρετανών καπιταλιστών, επισημαίνοντας την ίδια στιγμή ότι η εκμετάλλευση των εθνικών διαφορών ενισχύει τους αντιπάλους των εργατών [2].
Η μέθοδος είναι, νομίζω, προφανής: η Αριστερά στέκεται απέναντι σε κάθε εθνική διαφορά με κριτήριο το τι εξυπηρετεί τις δικές της, αυτόνομες επιδιώξεις. Ακόμα κι εκεί που οι διατυπώσεις μοιάζουν επηρεασμένες από τον Χέγκελ, και είναι επιεικώς προβληματικές (σε σημεία του Μανιφέστου, για παράδειγμα, όπου σημειώνεται ότι “η αστική τάξη τραβάει στον πολιτισμό όλα, ακόμα και τα πιο βάρβαρα έθνη”), ή εκεί που η διάγνωση μιας τάσης γίνεται πεποίθηση πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα εξαφανίσει τα ενδιάμεσα στρώματα, και μαζί τους την εθνική βάση των κοινωνικών συγκρούσεων, η μέθοδος παραμένει σαφής: στα “εθνικά” τοποθετούμαστε με βάση το κριτήριο τι ευνοεί τον αγώνα των κομμουνιστών.

Λένιν-Λούξεμπουργκ

Το ίδιο ισχύει και για τις κατοπινές διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών. Η Λούξεμπουργκ συμμερίζεται την αισιοδοξία του Μαρξ για την προοδευτική εξάλειψη των εθνικών διαφορών, και με βάση αυτή την πεποίθηση ασκεί κριτική στον Λένιν για την υποστήριξη της εθνικής αυτοδιάθεσης, ακόμα και ως το σημείο αποχωρισμού από το κράτος, των εθνών που αποτελούσαν τη Ρωσική Αυτοκρατορία.

Στη Γερμανία της Βαϊμάρης, η Ρόζα είναι το συνώνυμο της εθνικής προδοσίας, γιατί θεωρεί τις ταξικές διαφορές ισχυρότερες από την εθνική ενότητα (και το πληρώνει με τη ζωή της) και γιατί θέλει, όπως σωστά την κατηγορούν, να μεταφέρει την επανάσταση του Λένιν στο Βερολίνο.

Ο ίδιος ο Λένιν, από την άλλη, πιστεύει ότι η δημιουργία εθνικών κρατών σημαίνει τη νίκη του καπιταλισμού επί της φεουδαρχίας – συνθήκη που φέρνει πιο κοντά την κομμουνιστική επανάσταση. Παρά τις σαφείς διαφορές, το κριτήριο είναι και εδώ η πολιτική: τι συμφέρει τον αγώνα της Αριστεράς.

Στάλιν και Τρότσκι

Τα πράγματα είναι ουσιωδώς διαφορετικά στην περίπτωση του Στάλιν, καθώς εδώ η ιστορία ως ιστορία εθνών και σύγκρουση πολιτισμών επιστρέφει από το παράθυρο. “Το εθνικό ζήτημα στον Καύκασο”, γράφει στα 1913 στο Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, “μπορεί να λυθεί μόνο με την έννοια του τραβήγματος των καθυστερημένων εθνών και εθνοτήτων στο γενικό κανάλι της ανώτερης κουλτούρας” [3]. Από το τέλος του 1924, ο ίδιος διακρίνει ανάμεσα «στη δυνατότητα οικοδόμησης μιας πλήρους σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια μόνη χώρα», που την περιγράφει ως «αναμφισβήτητη αλήθεια»- και «στην πλήρη εξασφάλιση από μια παλινόρθωση της παλιάς τάξης πραγμάτων», η οποία, όπως λέει ο Στάλιν, απαιτεί τη νίκη της επανάστασης σε μερικές αναπτυγμένες χώρες ή, με άλλα λόγια, τη νίκη της επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα. Γράφει σχετικά με αυτό ο Κλαουντίν:
Ο από μηχανής θεός της θεωρίας του Στάλιν για τον εθνικό σοσιαλισμό είναι ο  περίφημος «νόμος της άνισης ανάπτυξης του καπιταλισμού». Η χρησιμοποιούμενη λογική είναι απλή. Η επανάσταση, με δεδομένη την άνιση ανάπτυξη του καπιταλισμού,  θα πραγματοποιηθεί άνισα, πρώτα σε μία χώρα, μετά σε μία άλλη ή σε μερικές άλλες, κλπ. Σε κάθε περίπτωση, η «ρήξη» της «ιμπεριαλιστικής αλυσίδας» θα συμβεί εκεί όπου είναι ο ασθενέστερος κρίκος. [Όμως] Η άνιση ανάπτυξη, για κακή τύχη της λογικής του Στάλιν, είναι επίσης μία από τις πηγές των γενικών κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος, των παγκοσμίων πολέμων κλπ. Οι κρίσεις αυτές τείνουν,  σε ορισμένη έκταση και σε ορισμένες περιόδους, να «εξισώνουν» και να συνδέουν στενότερα τα επαναστατικά κινήματα διάφορων χωρών (όπως συνέβη στους δύο παγκόσμιους πολέμους και στο αποκορύφωμα της κρίσης του αποικιακού συστήματος). Γι΄ αυτό, δε μπορεί κανείς να αποκλείσει, παρατηρώντας μόνο εμπειρικά ότι η ανάπτυξη είναι άνιση, τη δυνατότητα μίας κατάστασης στην οποία η σοσιαλιστική επανάσταση, όπως δεχόταν ο Μαρξ, θα πάρει τη μορφή της αλυσιδωτής αντίδρασης, σε μια σειρά αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών” [4]

Οι απόψεις του Στάλιν διαμορφώνονται, ως γνωστόν, σε αντιπαράθεση με τον Τρότσκι. Ο Στάλιν φτιάχνει μια καρικατούρα του Τρότσκι, αποδίδοντάς του την άποψη ότι η επανάσταση στις αναπτυγμένες χώρες πρέπει ν’ αρχίσει «ταυτόχρονα». Η θέση του Τρότσκι, όμως, δεν είναι αυτή. Αυτό που υποστηρίζει είναι ότι “η σοσιαλιστική επανάσταση ξεκινάει στον εθνικό στίβο, ξεδιπλώνεται στο διεθνή στίβο και περατώνεται στον παγκόσμιο. Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται διαρκής”.

Αν υπάρχει ένα πρόβλημα στη θέση του Τρότσκι, σημειώνει ο Κλαουντίν, είναι ότι ο ίδιος αποδίδει την ήττα της επαναστατικής υπόθεσης μονοσήμαντα στην προδοσία της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς. Και κάπως έτσι δυσκολεύεται να δει τα πισωγυρίσματα στη διαδικασία της διαρκούς επανάστασης: τις ήττες που διαδέχτηκαν την πρώτη κρίση του καπιταλισμού, την αφοσίωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στη σοσιαλδημοκρατία και τις ενδείξεις που έδωσε ο καπιταλισμός για την ικανότητά του να συνέρχεται.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ικανότητα του καπιταλισμού “να συνέρχεται”, αποκτάται πάνω στα ερείπια – και, στην περίπτωσή μας, συναρτήθηκε με δύο παγκόσμιους πολέμους.

Η τραγωδία της Β΄ Διεθνούς, η εποποιϊα και οι (κατα)χρήσεις της Αντίστασης

Στον έναν από αυτούς, τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», για λόγους δηλαδή αμυντικούς, ψήφισαν στα εθνικά κοινοβούλια τις πολεμικές πιστώσεις και την είσοδο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών: για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς μπήκε σε έναν πόλεμο, που έμελλε να γίνει το μεγαλύτερο σφαγείο όλων των εποχών μέχρι τότε.

Τα πράγματα υπήρξαν διαφορετικά, ευτυχώς, στην περίπτωση του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταπολεμική ευρωπαϊκή Αριστερά αύξησε την επιρροή της σε πρωτόγνωρα επίπεδα χάρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στα χρόνια της Αντίστασης στο φασισμό και το ναζισμό – μια αντίσταση που σαν κύριο σύμβολό της εθνικές σημαίες, όχι κόκκινες, ακόμα κι εκεί που πρωταγωνιστούσαν κομμουνιστές. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία και για το ότι επί δεκαετίες μέχρι και σήμερα, οι πιο διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη έκαναν το λάθος να πιστεύουν ότι όπως τότε, έτσι πάντα: ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται κι ότι η επιρροή, πολλώ δε μάλλον η νίκη τους, εξαρτώται από τη δυνατότητά τους να εκπροσωπούν με συνέπεια, όχι ένα τμήμα της κοινωνίας – γιατί κόμμα σημαίνει τμήμα–, αλλά γενικώς και αορίστως την πατρίδα, τον λαό και το εθνικό αίσθημα.

Αυτή είναι η περίπτωση ενός σημαντικού μέρους και της ελληνικής Αριστεράς. Από τη μια το γεγονός ότι ο ελληνικός εθνικισμός του 19ου αιώνα υπήρξε “δευτερογενής”, δεν έφτιαξε δηλαδή εθνικό κράτος σε προϋπάρχουσες δομές, αλλά υπήρξε “αντιστασιακός”, αξιώνοντας με επιτυχία τη διάλυση δομών που προϋπήρχαν (βλ. Οθωμανική Αυτοκρατορία) [5], και από την άλλη και η εποποιϊα του ΕΑΜ, οδήγησαν τμήματα της Αριστεράς να θεωρούν ότι το ΕΑΜ είναι διαχρονικά η απάντηση, όποτε κι αν τίθεται η ερώτηση για το πώς μπορεί η Αριστερά να γίνει ηγεμονική - και το κοινωνικό να υπερισχύει του εθνικού.

Κάπως έτσι, ο λόγος του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, με το ερώτημα “ποιος είναι πατριώτης, αυτοί ή εμείς;” μοιάζει να είναι πιο κοντά στην αλήθεια του ΕΑΜ, απ΄ο,τι για παράδειγμα η στιγμή που ο Βελουχιώτης σκοτώνει τον Ψαρρό. Με την ίδια λογική, μοιάζει να είναι πιο κοντά στην εκάστοτε πραγματκότητα η ανάλυση του Γληνού, ότι ο αγώνας πρέπει να είναι “παλλαϊκός, ν΄ αγκαλιάσει όλα τα στρώματα του λαού, και τον εργάτη, και τον αστό" – μολονότι εισηγείται πολιτικό πρόγραμμα σε συνθήκες ξένης Κατοχής. Και βεβαίως μοιάζει να μη σημαίνει τίποτα το γεγονός ότι το “παλλαϊκό”, κατά τα άλλα, ΕΑΜ πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους αντιπάλους του, έλληνες και ξένους, και μάλιστα πριν την Απελευθέρωση, ακριβώς ως αυτό που πάνω απ΄ όλα ήταν: ως κίνδυνος για τη σταθερότητα του κοινωνικού καθεστώτος.

Κυπριακό

Για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, η συντετριμμένη στον εμφύλιο Αριστερά δεν μπόρεσε μετά τον πόλεμονα διεκδικήσει αυτόν τον τίτλο τιμής. Αντίθετα, πίστεψε ότι ο μόνος δρόμος για την επανανομιμοποίησή της ήταν ο δρόμος του εθνικού αγώνα. Μετά λοιπόν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, ο δρόμος αυτός πέρναγε πια από το Κυπριακό. «Η εκστρατεία αυτή (σ.σ.: για την Ένωση με την Κύπρο) προσέδιδε μια αύρα κύρους και περιστασιακή νομιμοποίηση σε τμήματα της κοινωνίας που διαφορετικά θα αποκλείονταν από την κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των φοιτητικών οργανώσεων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων που λειτουργούσαν εκτός του πλαισίου της ΓΣΕΕ και των οργανώσεων που συνδέονταν της Αριστεράς» [6]. Το αίτημα για «Ένωση», δηλαδή, δεν αντανακλούσε μόνο τη διαδικασία αναδιοργάνωσης της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής κυρίαρχης ιδεολογίας, που αναζητούσε ένα θετικό πρόταγμα ως συμπλήρωμα στον αντικομμουνισμό της· το ίδιο αίτημα, για την ακρίβεια το «λέφτερη Κύπρος στη λέφτερη Ελλάδα» που προέτασσε το ΚΚΕ, συμπύκνωνε επίσης μια (ανταγωνιστική) στρατηγική: α) για την απόσεισης τη ρετσινιάς του «εθνοπροδότη», που ακολουθούσε το ΚΚΕ απ’το Μεσοπόλεμο και τα χρόνια του Μακεδονικού, β) την άρση της απομόνωσης στη μετεμφυλιακή περίοδο και γ) την ανάδειξη του Κυπριακού ως παράδειγμα αντιιμπεριαλιστικού αγώνα προς γενίκευση, δηλαδή προς «εισαγωγή» στην Ελλάδα.

Θεωρητικές βάσεις και πολιτικά αδιέξοδα του πατριωτικού αντιιμπεριαλισμού/αριστερού εθνικισμού

Η εμμονή στον εθνικό αγώνα δεν είχε μόνο πολιτικά αίτια, αλλά και θεωρητικά. Τόσο στην κομμουνιστική Αριστερά όσο και στο ΠΑΣΟΚ κυριάρχησαν, μέχρι και την δεκαετία του ’80, ορισμένες παραλλαγές της θεωρίας της εξάρτησης. Στην μεν κομμουνιστική Αριστερά, κυριάρχησε για δεκαετίες η άποψη της 6ης Ολομέλειας
  της ΚΕ του ΚΚΕ  (1934) –επικαιροποιημένη κατά διαστήματα βάσει της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού–, για έναν ελληνικό καπιταλισμό, όπου δεν επικρατούσαν πλήρως, ή πάντως όχι με ώριμο τρόπο, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και εξουσίας, πράγμα που συνδεόταν άρρηκτα με  φεουδαλικά κατάλοιπα και την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. H θέση αυτή, που αποδομήθηκε από τους Μάξιμο και Πουλιόπουλο, οδηγούσε σε ένα στάδιο αστικοδημοκρατικής και ανεξαρτησιακής ολοκλήρωσης ή σε ένα διακριτό αντιμονοπωλιακό/αντιιμπεριαλιστικό στάδιο, όπως ίσχυσε  μετά τον πόλεμο. Αργότερα, στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970, η θεωρία «μητρόπολης-περιφέρειας» ενέτασσε την Ελλάδα στην «περιφέρεια» του διεθνούς καπιταλισμού μαζί με την Ασία, την Αφρική και την τότε Λατινική Αμερική (Σαμίρ Αμίν, Α.Γκ. Φρανκ, Καρντόζο, Κόρντομπα  κ.π..α). Οι  θέσεις αυτές θεωρούσαν ότι τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ασκούν απόλυτη οικονομική και πολιτική  κυριαρχία στην ελληνική αστική τάξη («ξενοκρατία»), η οποία είναι μεταπρατική, ότι αποσπούσε υπερκέρδη μη επανεπενδυόμενα κλπ.  Στη λογική αυτή, οι θέσεις υποβάθμιζαν (και υποβαθμίζουν) τις εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις, και αντί γι΄ αυτές υποδεικνύουν ως βασική διαιρετική τομή την σύγκρουση του ιμπεριαλισμού με το υπανάπτυκτο έθνος, απολυτοποιώντας έτσι τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις [7]. Είναι με την έννοια αυτή που μιλάμε για πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό ή αριστερό εθνικισμό.

Το αδιέξοδο αυτών των θέσεων φάνηκε ήδη από τη δεκαετία του ΄90, στα χρόνια της εξόρμησης του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, υπό τον ιδεολογικό μανδύα της σκοπιανοφαγίας. Ο εθνικισμός αυτός είχε δύο βασικές εκδοχές: την εθνική υπεροψία της ισχυρής Ελλάδας, που διεκδικούσε οφέλη εν μέσω διάλυσης των Βαλκανίων, και συμμετρικά, την εθνική μειονεξία της “Ψωροκώσταινας”, που υπονομεύουν “ως χώρα” οι ιμπεριαλιστές.

Ακόμα περισσότερο, όμως, σήμερα οι θέσεις αυτές έχουν λογικές συνεπαγωγές που δεν τιμούν τους υπερασπιστές τους. Αν η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, κι αν γι΄ αυτό είναι υπανάπτυκτη, αυτό σημαίνει ότι οι έλληνες εργαζόμενοι δεν παράγουν τίποτα – άρα λογικά είναι τεμπέληδες, όπως το θέλει ο αστικός μύθος. Αν η Ελλάδα δεν παράγει όντως τίποτα, αντίθετα, είναι εξαρτημένη, αυτό σημαίνει ότι την τρέφουν οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της – άρα τα δάνεια είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να μας συμβεί. Στην πραγματικότητα, είτε μιλάμε για τη βιομηχανία (χημικά προϊόντα, μέταλλο, κοκ) είτε για το εφοπλιστικό και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει να επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις, ακόμα και μέσα στην κρίση [8].

Καπιταλιστική διεθνοποίηση, κρίση και Αριστερά

Θεωρώ ότι θα ήταν λάθος για την Αριστερά να υποτιμήσει τον χαρακτήρα της επίδρασης που έχει η εκ γενετής προσχώρηση στην κυρίως φαντασιακή (και όχι φανταστική) κοινότητα που συνιστά το έθνος. Θα ήταν λάθος όμως και να προσχωρήσει, για λόγους παράδοσης, εκλογικής αποτελεσματικότητας ή “κυβερνησιμότητας” στη λογική του εθνικού μέσου όρου, σε όσα πεδία τίθεται σήμερα το ερώτημα περί έθνους, από το μεταναστευτικό και την ιθαγένεια ως το Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά και την ΑΟΖ. Σε όλα αυτά, την ελληνική σημαία μπορούν να τη σηκώσουν όλοι. Τη δική μας σημαία μπορούμε να τη σηκώσουμε μόνο εμείς.

Ας το επισημάνουμε: εν μέσω καπιταλιστικής διεθνοποίησης (΄παγκοσμιοποίηση΄), ούτε το ελληνικό, ούτε κανένα έθνος δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές καταφύγιο. Σε αντίθεση όμως με αστικούς ή αριστερούς μύθους, η διαδικασία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, ούτε μια ενιαία παγκόσμια αγορά διαμόρφωσε, ούτα τα έθνη ισοπέδωσε, ούτε πολυ περισσότερο εξαφάνισε τα εθνικά κράτη και τους εθνικισμούς. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία αυτή μετέβαλε δραστικά το περιεχόμενο της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, λοιπόν, είναι η πλήρης ευθυγράμμιση των κρατών με το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αυταρχική θωράκιση απέναντι στις νέες επικίνδυνες τάξεις, με έμφαση στους ξένους φτωχούς. Στη συνθήκη αυτή, η εκχωρούμενη εθνική κυριαρχία, η άνευ προηγουμένου δηλαδή υπονόμευση της λαϊκής κυριαρχίας από κυβερνήσεις και υπερεθνικούς οργανισμούς της καπιταλιστικής διεθνοποίησης (ΕΕ, ΔΝΤ), δεν είναι παρά όρος αναδιοργάνωσης και διασφάλισης της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Εξ ορισμού στον καπιταλισμό, η κυριαρχία αυτή οργανώνεται σε εθνικό και ολοκληρώνεται σε υπερεθνικό επίπεδο - άρα εκεί πρέπει και να αμφισβητηθεί.

Με δεδομένα τα παραπάνω, η μνημονιακή διαχείριση της κρίσης δεν αποτελεί προδοσία, αλλά τεκμήριο μεροληψίας και (ταξικής) συνέπειας σε ό,τι αφορά τους αντιπάλους μας – και ζήτημα δημοκρατίας και μεροληψίας σε ό,τι αφορά εμάς. Δουλειά μας λοιπόν εδώ, δεν είναι να οργανώσουμε την επιστροφή στο έθνος, ως εάν να επρόκειτο για την Κιβωτό εν μέσω κατακλυσμού. Δουλειά της Αριστεράς είναι να αναλάβει τα ιδιαίτερα καθήκοντα που της επιφύλασσε ο Λένιν – να οργανώσει και να κερδίσει δηλαδή τις μάχες απέναντι στο “δικό μας” κράτος και το “δικό μας” κεφάλαιο, δείχνοντας την ίδια στιγμή ότι για τα βασικά προβλήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο καπιταλισμός δεν έχει πια απαντήσεις.

Ο αγώνας αυτός θα είναι προφανώς δύσκολος. Αν μη τι άλλο όμως, ξέρουμε από πού να αρχίσουμε: ο αγώνας αυτός ξεκινάει τώρα και εδώ – σε αντίθεση με μια ορισμένη αντίληψη στην Αριστερά, που εξαντλεί τον επαναστατισμό της αποδίδοντας όλο το κακό μας ριζικό στους άθλιους Μέρκελ και Σόιμπλε. Όπως όμως σωστά το έθεταν σε πρόσφατο άρθρο στην Εποχή οι Αθανασίου και Καραγιαννίδης, η “εκσφενδόνιση του πολιτικού/ταξικού αντιπάλου στη μακρινή Γερμανία ουσιαστικά απονεκρώνει, κάνει μάταιη την πολιτική αντιπαράθεση, μιας και οι εγχώριοι εκπρόσωποι του καπιταλισμού μετατρέπονται σε απλά πιόνια μιας εξωχώριας εξουσίας. Πώς να αντιπαρατεθεί κανείς με κάποιον που δεν είναι καν κάτοικος αυτής της χώρας; Που ποτέ δεν πρόκειται να ψηφίσεις υπέρ ή κατά του; Τι ελπίδες και τι αυτοπεποίθηση μπορεί να έχει ένα κίνημα όταν του περιγράφουμε μπροστά του έναν αντίπαλο απρόσιτο και ανυπέρβλητο;” [10].

Εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ Χαλανδρίου με τίτλο “Πατριωτισμός και διεθνισμός στη στρατηγική της Αριστεράς”, στις 19 Φεβρουαρίου 2014.
 Η εκδήλωση, με ομιλητές τους Λουκά Αξελό και Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο,  έγινε με τη στήριξη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.

_______________

Σημειώσεις

[1] Καρλ Μαρξ, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης), Θεμέλιο
[2] Μικαέλ Λεβί, Το εθνικό ζήτημα από τον Μαρξ μέχρι σήμερα (μτφρ.: Μαριάννα Τζιαντζή), Στάχυ. Στη διαμάχη μεταξύ των μαρξιστών για το αν στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς υπάρχει θεωρία για το έθνος, ο Λεβί βρίσκεται στη μεριά αυτών που απαντούν αρνητικά.
[3] Παρατίθεται στο: Αντώνης Λιάκος, Πώς σκέφτηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις
[4] Φερνάντο Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Από την Κομιντέρν στην Κομινφόρμ (μτφρ.: Δήμος Βέργης), Γράμματα. Το σχετικό απόσπασμα περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο Το Διαρκές 1917,
RedNotebook-ΚΨΜ
[5] Για τη διάκριση πρωτογενών (αγγλικός, γαλλικός) και δευτερογενών εθνικισμών (εθνικισμοί χωρίς ΄κρατικό΄ πλεονέκτημα, όπως αυτοί των χριστιανικών εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο εβραϊκός, ο ιταλικός και ο γερμανικός), βλ. Παντελής Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, Κατάρτι
[6] Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, Επίκεντρο
[7] Δημήτρης Μπελαντής, “Ιμπεριαλισμός, κυριαρχία, εξάρτηση, ταξική πάλη”, Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες,
RedNotebook
[8] Χρήστος Λάσκος-Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ
[9] Νίκος Γιαννόπουλος, “Παγκοσμιοποίηση: μύθοι και πραγματικότητα”, Δελτίο Θυέλλης τχ. 17, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα
[10] Κώστας Αθανασίου-Χρήστος Καραγιαννίδης, “Ποιος είναι, τελικά, ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας;”, Εποχή 15.9.2013

19 Φεβ 2014

Το κραχ του 1929 και το σήμερα- μέρος ζ



«Όταν νόμισαν ότι έδωσαν μια πραγματική λύση στην κρίση της δεκαετίας του 1970, απλά πρόσ­θε­σαν ένα πραγματικό νέο πρόβλημα.  Προσ­παθώντας να απο­κα­τα­στήσουν την ικανότητα των επιχειρήσεων να δημιουργούν κέρδος μέσα από περικοπές στους μισθούς, μέσα από περι­κοπές στο χρήμα που ο κάθε εργάτης θα έπαιρνε σπίτι του, μείωσαν την αγοραστική δύναμη της κοινωνίας, την ικανότητα της κοινωνίας να αγοράζει τα παραγόμενα προϊόντα.  Ένα νέο τεράστιο πρόβλημα αναζητούσε τη λύση του.»

Δραματικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία

Η μεγάλη πια ανεργία ήταν το κύριο  πρό­βλημα των ανεπτυγμένων οικονομιών στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η ελεύθερη αγορά σαν παγκόσμιο σύστημα ήταν ξανά σε πορεία καθίζησης. Από την επεκτατική πολιτική και το κράτος πρόνοιας, πολιτικές που είχαν συνδεθεί με την μεταπολεμική ανάπτυξη,  μετακινήθηκαν στις περικοπές και την λιτότητα. Το βάθεμα της κρίσης όμως συνεχίστηκε. Οι ανυπέρβλητες αντιφάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης του Μαρξ φαίνονταν να επιβεβαιώνονται και ακόμα ένα 1929 να είναι στο προσκήνιο.
Δραματικές όμως αλλαγές που συντελέστηκαν στις διεθνείς σχέσεις, έστρωσαν τον  δρόμο για «υπέρβαση» των ανυπέρβλητων αντιφάσεων. Υπέρβαση όμως που θα ήταν προσωρινή, και για την οποία η ανθρωπότητα θα πλήρωνε, σε μορφή καθυστερημένου λογαριασμού, με όλες τις επιπλέον χρεώσεις, μετά το 2008.
    «Στις 15 Αυγούστου του 1971, το παγκόσμιο χρηματο­πιστωτικό σύ­στημα άλλαξε για πάντα.  Αυτή τη μέρα ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον έδωσε οδηγίες στον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ να αναστείλει όλες τις πωλήσεις και αγορές χρυσού.  Το παράθυρο του χρυσού είχε κλείσει για πάντα.  Δεν άνοιξε ξανά και η διεθνής οικονομία δεν ήταν ποτέ πια η ίδια.» (John Eatwell and Lurence Taylor, “Global Finance at Risk”, πρώτη έκδοση 2002, σελ 1)
Ήταν το τέλος του συστήματος του Μπρέττον Γούντς.  Το σύστημα αυτό «…σήμαινε ότι ο ιδιωτικός τομέaς ήταν απαλλαγμένος από τον κίνδυνο συναλλάγματος» (Το ίδιο, σελ 2) μέσα από  σταθερές ισοτιμίες.  Μέχρι εκείνο το σημείο όλα τα νομίσματα ήταν δεμένα με το δολάριο, και η τιμή του δολαρίου ήταν δεμένη με το χρυσό στην εγγυημένη από τις ΗΠΑ τιμή των τριάντα πέντε δολαρίων την ουγκιά. 
Οι κίνδυνοι που επωμίζονταν τα κράτη μέχρι το 1971, μέσα από σταθερές ισοτιμίες, είχαν τώρα ιδιωτικοποιηθεί.  Οι διεθνείς συναλλαγές απόκτησαν τεράστιους κινδύνους, σε ένα κόσμο με  απρόβλεπτες ισοτιμίες. Αυτό που σήμερα συμφωνούσες να αγοράσεις σε συγκε­κριμένη τιμή, δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι αύριο θα το αποκτούσες στη συμφωνημένη τιμή. 
Αυτοί οι κίνδυνοι όμως μπορούσαν να γίνουν πηγή κέρδους.  Όσο πιο μεγάλοι ήταν,  τόσο πιο μεγάλη η δυνατότητα κέρδους.  Πώληση δολαρίων στη διεθνή αγορά με σκοπό την απόκτηση γερμανικών μάρκων που θα ανταλλάσσονταν με ιαπωνικά γιέν για να κλείσει ο κύκλος με την αγορά δολαρίων ξανά, μπορούσε να καταλήξει σε μεγάλα κέρδη (ή ζημιές) μέσα από την ύπαρξη ανισορροπιών στις ισοτιμίες. 
Την Πρωτο­χρο­νιά του 1974, ακόμα μια εξίσου δραματική εξέλιξη έπαιρνε την σειρά της. Ακολουθώντας τον Καναδά, την Γερμανία και την Ελβετία, το 1973 οι ΗΠΑ κατάργησαν όλους τους περιορισμούς που αφορούσαν τη διακίνηση κεφα­λαίων.
Μια νέα εποχή
Με αυτή την κίνηση άνοιξαν μια νέα εποχή όπου μετακίνησαν


Κεφάλαια έξω από τις ψηλού κόστους, χαμηλής κερδοφορίας γραμμές της υλικής παραγωγής, κύρια προς την κατεύθυνση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. (Robert Brenner,“The Economics of Global Turbulence”, πρώτη έκδοση το 1998.  Αυτή είναι η έκδοση του 2006, σελ χχιι)


Στην μεταφορά αυτών των κεφαλαίων προς τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνέβαλε αποφασιστικά και

Η ανάπτυξη τιτλοποιημένων χρηματοπιστωτικών αγορών και η διεθνοποίηση του   αμερικανικού χρημα­το­πιστωτικού συστήματος.  (From Global Finance to the Nationalization of the Banks, by Prof Leo Panitch and Prof Sam Gindin) 

Ξεκίνησε η έκδοση τίτλων( ας πούμε μετοχών) που αντί τις αξίες επιχειρήσεων αντιπροσώπευαν τις αξίες σπιτιών αλλά και, σταδιακά, ολοένα λιγότερο πραγματικών, καθορισμένων αξιών. Πουλώντας αυτούς τους τίτλους σε όλο τον κόσμο( κάτι που με το 2000 είχε γίνει κυρίαρχο στοιχείο στην λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας) το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα μπορούσε να μαζεύει χρήμα, για να δραστηριοποιεί την οικοδομική βιομηχανία αλλά και ολόκληρη την οικονομία. Όσο πιο φουσκωμένες οι αξίες, τόσο πιο πολύ χρήμα, τόσο πιο πολύ στηριζόταν η αμερικάνικη οικονομία, τόσο πιο μεγάλες οι αγορές κινέζικων και άλλων προϊόντων.  

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η παγκόσμια οικονομία ήταν ξανά σε πορεία ανόδου. Οι άλυτες αντιφάσεις για τις οποίες ο Μαρξ μίλησε, φάνηκαν να μην ήταν τελικά και τόσο άλυτες.

Σωτήρης Βλάχος