του Σταύρου Τομπάζου
Λευκωσία, 13.2.2014. Προτού προλάβει να δει
καλά-καλά το φως της δημοσιότητας το Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου, τα
απορριπτικά κόμματα στην Κύπρο, από τη
σοσιαλιστική ΕΔΕΚ μέχρι και το κυπριακό παράρτημα της Χρυσής Αυγής (ΕΛΑΜ)
έσπευσαν να το κατακεραυνώσουν.
Αυτή η άμεση αρνητική
αντίδραση που δημιούργησε κρίση στη δεξιά συμμαχία ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ, με ορατό
πλέον το ενδεχόμενο αποχώρησης των υπουργών του ΔΗΚΟ από το κυβερνητικό σχήμα,
αποδεικνύει ένα και μοναδικό πράγμα: ένα καθόλου ευκαταφρόνητο (ευτυχώς όμως
μειοψηφικό) ποσοστό των Ελληνοκυπρίων προτιμά τη διχοτόμηση, διαμέσου της
διατήρησης του υφιστάμενου στάτους κβο και της σταδιακής νομιμοποίησής του, από
οποιαδήποτε επίλυση του προβλήματος στη βάση της ομοσπονδιακής επανένωσης της
Κύπρου.
Αυτή η διαπίστωση προκύπτει
αβίαστα από μια απλή ανάγνωση του Κοινού Ανακοινωθέντος, το οποίο καθορίζει το
πλαίσιο λύσης του προβλήματος. Το Κοινό Ανακοινωθέν δεν αποκλίνει αρνητικά ούτε
κατ’ ελάχιστον από τα ήδη συμφωνηθέντα σε προγενέστερους κύκλους συνομιλιών ή
τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Πιο συγκεκριμένα,
καθορίζει τη φύση της ομοσπονδίας ως διζωνικής, δικοινοτικής με πολιτική
ισότητα των δύο κοινοτήτων, όπως ακριβώς προβλέπεται από τα Ψηφίσματα 716 και
750 του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1991 και 1992 αντίστοιχα. Το πρώτο καθορίζει
την έννοια της «πολιτικής ισότητας» και το δεύτερο την έννοια της
«διζωνικότητας». «Πολιτική ισότητα» δεν σημαίνει ίση αριθμητική εκπροσώπηση
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα όργανα του ομόσπονδου κράτους, αλλά
αποτελεσματική εκπροσώπηση και των δύο πλευρών σ’ αυτά, έτσι που να αποκλείεται
η επικυριαρχία της μιας πλευράς πάνω στην άλλη.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο
Τάσσος Παπαδόπουλος, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, στη συμφωνία της 8ης
Ιουλίου 2006 με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, δεσμεύτηκε «για την επανένωση της Κύπρου
με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως [αυτές
οι έννοιες] καθορίζονται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας».
Συνεπώς, ο τότε αδιαμφισβήτητος ηγέτης του ΔΗΚΟ και πρόεδρος της Κυπριακής
Δημοκρατίας δέχθηκε να αρχίσει μια νέα διαδικασία επίλυσης του προβλήματος στη
βάση μιας συμφωνίας που σε τίποτα δεν διαφέρει, ως προς τη φύση της
επιδιωκόμενης ομοσπονδίας, από το Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου. Ο σημερινός
πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Νικόλας Παπαδόπουλος, μεθοδεύει την έξοδο των υπουργών του κόμματός
του από την κυβέρνηση λόγω του περιεχομένου του Κοινού Ανακοινωθέντος.
Ωστόσο, το Κοινό
Ανακοινωθέν όχι μόνο δεν υστερεί σχετικά με τη συμφωνία Τ. Παπαδόπουλου-Μ.Α. Ταλάτ
της 8ης Ιουλίου, αλλά εμπεριέχει και δεσμεύσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς που
καταγράφονται ως διπλωματικές επιτυχίες του Δημήτρη Χριστόφια. Στην κοινή
δήλωση Χριστόφια-Ταλάτ της 23ης Μαΐου 2008, πέρα από την επανάληψη του λεκτικού
της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου σχετικά με τη φύση του ομόσπονδου κράτους,
εξασφαλίζεται και η δέσμευση της τουρκοκυπριακής πλευράς για «μία και μόνη
διεθνή προσωπικότητα» της ομοσπονδιακής, ενωμένης Κύπρου.
Επειδή το θέμα της «μίας και
μόνης κυριαρχίας και ιθαγένειας» δεν συμπεριλήφθηκε στην κοινή δήλωση της 23ής
Μαΐου 2008, ο Δ. Χριστόφιας πέτυχε να το εντάξει στη συμφωνία του με τον Ταλάτ της
1ης Ιουλίου του 2008.
Το Κοινό Ανακοινωθέν
Αναστασιάδη-Έρογλου αποτελεί ουσιαστικά μια σύνοψη όχι μόνο της συμφωνίας της
8ης Ιουλίου 2006, αλλά και των συμφωνιών της 23ης Μαΐου 2008 και 1ης Ιουλίου
2008, διότι συμπεριλαμβάνει τα θέματα της μιας και μόνης διεθνούς
προσωπικότητας, κυριαρχίας και ιθαγένειας, ενώ απαγορεύει ρητά κάθε απόσχιση από
το επιδιωκόμενο ομόσπονδο κράτος.
Επιπλέον, στο Κοινό
Ανακοινωθέν γίνεται λόγος για «σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, τα ανθρώπινα
δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες» (κυκλοφορίας, εγκατάστασης και
ιδιοκτησίας).
Το Κοινό Ανακοινωθέν κινείται,
συνεπώς, στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, που ερμηνεύονται με συγκλίνοντα
τρόπο και από τις δύο πλευρές, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή, πράγμα βέβαια
που δεν εμποδίζει ούτε τον Αναστασιάδη ούτε τον Έρογλου να παρουσιάζουν ο
καθένας με τον τρόπο που θέλει το Κοινό
Ανακοινωθέν στο δικό τους κοινό.
Η ουσία είναι ότι η
επιδιωκόμενη λύση δεν είναι η διχοτόμηση ή η συνομοσπονδία δύο κρατών, αλλά η
διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων ή των
δύο συνιστωσών πολιτειών της ενωμένης Κύπρου.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κανένας
στον χώρο της Αριστεράς στην Κύπρο, κυριολεκτικά κανένας, δεν
επιχειρηματολόγησε κατά της επανέναρξης των συνομιλιών στη βάση του Κοινού
Ανακοινωθέντος. Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα είναι ο
δεδηλωμένος επιδιωκόμενος στόχος τόσο του ΑΚΕΛ όσο και της Ριζοσπαστικής
Αριστεράς. Στον χώρο της τελευταίας, η εν λόγω ομοσπονδία δεν θεωρείται καν
«οδυνηρός συμβιβασμός», αλλά ένα πολίτευμα που μπορεί να αποτελέσει ένα
καθοριστικής σημασίας βήμα στην υπέρβαση μιας εθνοτικής διένεξης ανάμεσα σε
Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που ταλανίζει την Κύπρο εδώ και δεκαετίες και
προηγείται χρονικά ακόμη και της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960.
Το Κυπριακό δεν είναι μόνο
πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Είναι ταυτόχρονα και ένα πρόβλημα εθνοτικής
διένεξης που προηγείται της τουρκικής εισβολής του 1974, όπως καταδεικνύουν τα
γεγονότα του 1958, 1963/1964, 1967 και 1974, ενώ η τουρκική εισβολή προσέθεσε
μια νέα βαρύνουσα παράμετρο στο κυπριακό πρόβλημα.
Κάποιοι Έλληνες Αριστεροί ενοχλούνται
από τη δραστήρια αμερικανική εμπλοκή στη διαδικασία για την έναρξη ενός νέου
κύκλου συνομιλιών επίλυσης του Κυπριακού, η οποία εξυπηρετεί τα «ιμπεριαλιστικά
τους συμφέροντα». Είναι όμως δυνατό να πιστεύει κανείς ότι το Κυπριακό θα λυθεί
εκτός του πλαισίου του ΟΗΕ, στον οποίο οι ΗΠΑ παίζουν καθοριστικό ρόλο, ή χωρίς
την εμπλοκή του λεγόμενου «διεθνούς παράγοντα»; Ποια είναι η κυριότερη συνιστώσα
αυτού του διεθνούς παράγοντα; Μήπως το Αφγανιστάν;
Τι επιδιώκουν αλήθεια οι ΗΠΑ
διαμέσου της επίλυσης του Κυπριακού; Η βασική τους επιδίωξη είναι απλή: να
αποτρέψουν να μετατραπούν οι υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, από απλή
ενεργειακή πηγή σε αποσταθεροποιητικό μήλον της έριδας, σε μια περιοχή που
ταλανίζεται ήδη από τις συγκρούσεις στη Συρία, την αστάθεια στην Αίγυπτο και το
διαιωνιζόμενο παλαιστινιακό πρόβλημα. Ελάχιστα ενδιαφέρονται εάν η επίλυση του
Κυπριακού θα είναι «δίκαιη» ή «άδικη» για την μια ή την άλλη κοινότητα,
ενδιαφέρονται όμως να είναι κοινά αποδεκτή, διότι μόνο έτσι θα συμβάλει στη σταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής
Μεσογείου. Και σε ποιο σημείο, άραγε, η απομάκρυνση του ενδεχομένου «θερμών
επεισοδίων» και της αποσταθεροποίησης της περιοχής είναι αντίθετη με τα
συμφέροντα των Κύπριων, Ελλήνων, Τούρκων, Ισραηλινών ή Αράβων εργαζομένων;
Ο «αντιιμπεριαλιστικός» λόγος
αποτελεί σε κάποιες περιπτώσεις μεταμφίεση του εθνικιστικού λόγου, δηλαδή
υιοθέτηση μιας δεξιάς, εθνικιστικής αντίληψης εις βάρος μιας αριστερής,
ταξικής, διεθνιστικής αντίληψης του κόσμου.
Τα εθνικά προβλήματα όπως
το Κυπριακό, δεν λύνονται πραγματικά εκ των άνω με μια υπογραφή και συμφωνία
βασισμένες στους εθνικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Η δουλειά της ελληνοκυπριακής
και τουρκοκυπριακής Αριστεράς δεν είναι να αντιταχθούν στην έναρξη των
συνομιλιών, συμπλέοντας με τις πιο εθνικιστικές δυνάμεις των δύο πλευρών, αλλά
αντίθετα η δημιουργία μιας νέας ομοσπονδιακής συνείδησης από τα κάτω, που θα
σφυρηλατηθεί με τους κοινούς αγώνες των εργαζομένων, ανεξαρτήτως εθνικής
συνείδησης για την υπεράσπιση και διεύρυνση του κοινωνικού και δημοκρατικού
κεκτημένου. Το τελευταίο δεν απειλείται από τη διζωνική, διακοινοτική
ομοσπονδία, απειλείται όμως από τις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια της
εργοδοσίας και της τρόικας.
Ο Σταύρος Τομπάζος διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικών και
Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου