7 Φεβ 2012

Ο Ζίζεκ και η κριτική του Praxis

http://leninreloaded.blogspot.com/2012/02/praxis.html 

Praxis: Φάκελος Ζίζεκ

Αναδημοσιεύονται εδώ, κάτω από τον τίτλο αυτό, τρεις συνεχόμενες αναρτήσεις του συντροφικού ιστολογίου Praxis σχετικές με τον Σλοβένο θεωρητικό. Η πρώτη είναι αναδημοσίευση πρόσφατου κειμένου του, και η δεύτερη και τρίτη το σώμα και η βιβλιογραφία μιας εκτενούς, συστηματικής και επισταμένης κριτικής της συντακτικής επιτροπής του ιστολογίου -- της πρώτης, πιστεύω, τόσο ενδελεχούς κριτικής στο ελληνικό διαδίκτυο.

Περιττεύει, νομίζω, να δηλώσω την συμφωνία μου με τις θέσεις του πιο κάτω κειμένου, μιας και αντικατοπτρίζουν, με σαφώς αναλυτικότερο και επιστημονικά πιο στοιχειοθετημένο τρόπο, τις δικές μου κάθετες διαφωνίες όχι μόνο με το συγκεκριμένο κείμενο Zizek αλλά και με την ευρύτερη πολιτικο-ιδεολογική στάση, εδώ και αρκετό καιρό, του "τρομερού παιδιού" που απολαμβάνει ιδιαίτερης και ιδιαίτερα άκριτης δημοφιλίας --έως του βαθμού ασυλίας-- σε ορισμένους κόλπους της εγχώριας αριστεράς.
Lenin Reloaded

Slavoj Zizek
Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας

Πώς έγινε ο Μπιλ Γκέιτς [Bill Gates] ο πλουσιότερος άνθρωπος στις ΗΠΑ; Ο πλούτος του δε σχετίζεται με το κόστος παραγωγής των προϊόντων της Microsoft: δεν είναι αποτέλεσμα παραγωγής λογισμικού σε χαμηλότερες τιμές από τους ανταγωνιστές του ή πιο επιτυχημένης “εκμετάλλευσης” των εργαζομένων του (η Microsoft πληρώνει τους διανοητικά εργαζόμενούς της ένα σχετικά υψηλό μισθό). Αν ήταν έτσι, η Microsoft θα είχε χρεοκοπήσει εδώ και πολύ καιρό: οι άνθρωποι θα επέλεγαν ελεύθερα λογισμικά όπως το Linux, που είναι το ίδιο καλό ή και καλύτερο από τα προϊόντα της Microsoft. Εκατομμύρια άνθρωποι αγοράζουν ακόμα το λογισμικό της Microsoft, επειδή η ίδια έχει επιβληθεί σαν ένα σχεδόν καθολικό πρότυπο, πρακτικά μονοπωλώντας το πεδίο, ενσάρκωση αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε “γενική διάνοια” , εννοώντας τη συλλογική γνώση σε όλες τις μορφές, από την επιστήμη ως την πρακτική τεχνογνωσία. O Γκέιτς ιδιωτικοποίησε ουσιαστικά μέρος της γενικής διάνοιας και έγινε πλούσιος από την ιδιοποίηση του μισθώματος που επακολούθησε.

Το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης της γενικής διάνοιας ήταν κάτι που ο Μαρξ ποτέ δεν προέβλεψε στα γραπτά του για τον καπιταλισμό (εν πολλοίς επειδή παρέβλεπε την κοινωνική διάσταση του ζητήματος). Κι όμως, αυτό το ζήτημα είναι στον πυρήνα των σύγχρονων αγώνων σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία: ο ρόλος της γενικής διάνοιας – βασισμένος στην συλλογική γνώση και την κοινωνική συνεργασία- έχει αυξηθεί στο μετά-βιομηχανικό καπιταλισμό, έτσι που ο πλούτος συσσωρεύεται εντελώς δυσανάλογα σε σχέση με την εργασία που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του. Το αποτέλεσμα δεν είναι, όπως ο Μαρξ φαίνεται να είχε προβλέψει, η αυτο-διάλυση του καπιταλισμού, αλλά η σταδιακή μετατροπή του κέρδους που παράγεται από την εκμετάλλευση της εργασίας, στην ιδιοποίηση του μισθώματος από την ιδιωτικοποίηση της γνώσης.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα φυσικά αποθέματα, η αξιοποίηση των οποίων είναι μια από τις κύριες πηγές μισθώματος στον κόσμο. Επακόλουθο είναι μια μόνιμη πάλη για το ποιος λαμβάνει το μίσθωμα: οι πολίτες του τρίτου κόσμου ή οι δυτικές επιχειρήσεις. Είναι ειρωνικό ότι στην εξήγηση της διαφοράς ανάμεσα στην εργατική δύναμη (που κατά τη χρήση της παράγει υπεραξία) και σε άλλα εμπορεύματα (που καταναλώνουν όλη την αξία στη χρήση τους) ο Μαρξ δίνει το παράδειγμα του πετρελαίου σαν ένα “συνηθισμένο” εμπόρευμα. Κάθε προσπάθεια που γίνεται να συνδεθεί η άνοδος και η πτώση στην τιμή του πετρελαίου με την άνοδο ή την πτώση στο κόστος παραγωγής ή στην τιμή της εργατικής δύναμης είναι χωρίς νόημα: το κόστος παραγωγής είναι μηδαμινό ποσοστό της τιμής που πληρώνουμε για πετρέλαιο, μια τιμή που στην πραγματικότητα είναι το μίσθωμα που μπορεί να διαμορφώσουν οι ιδιοκτήτες εξαιτίας των περιορισμένων αποθεμάτων.

Μια συνέπεια της ανόδου της παραγωγικότητας, που προήλθε από την εκθετικά αυξανόμενη επίδραση της συλλογικής γνώσης, είναι η αλλαγή του ρόλου της ανεργίας. Είναι η ίδια η επιτυχία του καπιταλισμού (μεγαλύτερη αποδοτικότητα, αυξημένη παραγωγικότητα κτλ) που παράγει την ανεργία, καθιστώντας όλο και περισσότερους εργάτες άχρηστους: αυτό που θα έπρεπε να είναι ευλογία – λιγότερο αναγκαία βαριά εργασία – μετατρέπεται σε κατάρα. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η πιθανότητα να γίνει κανείς αντικείμενο εκμετάλλευσης σε μια μακροχρόνια δουλειά βιώνεται σαν προνόμιο. Η παγκόσμια αγορά, όπως το έθεσε ο Φρέντρικ Τζέιμσον [Fredric Jameson], είναι τώρα “ένας χώρος στον οποίο ο καθένας έχει υπάρξει κάποια στιγμή παραγωγικός εργαζόμενος, και στον οποίο η εργασία έχει αρχίσει παντού να αυτο-κοστολογείται εκτός του συστήματος” [ως ασύμφορη]. Στην τρέχουσα διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η κατηγορία των ανέργων δεν περιορίζεται πλέον σε αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε “εφεδρικό εργατικό στρατό”[ii] : περιλαμβάνει επίσης, όπως περιγράφει ο Τζέιμσον “τους τεράστιους πληθυσμούς ανά τον κόσμο που μοιάζουν σα να έχουν ‘πεταχτεί από την ιστορία’, που έχουν εσκεμμένα αποκλειστεί από τα εκσυγχρονιστικά σχέδια του καπιταλιστικού πρώτου κόσμου και καταγραφεί ως χαμένες ή ανίατες υποθέσεις”: τα αποκαλούμενα κράτη αποτυχίες [fail states] (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Σομαλία), θύματα της πείνας ή της οικολογικής καταστροφής, παγιδευμένα σε ψευδο-αρχαϊκά “εθνικά μίση”, αντικείμενα φιλανθρωπίας και ΜΚΟ ή στόχοι του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Η κατηγορία των ανέργων λοιπόν έχει επεκταθεί για να συμπεριλάβει αχανείς ομάδες ανθρώπων, από τους προσωρινά άνεργους, μέχρι τους μόνιμα άνεργους ή αυτούς που πλέον δεν είναι απασχολήσιμοι, στους κατοίκους των γκέτο και των παραγκουπόλεων (όλους αυτούς που συχνά απορρίπτονταν από τον ίδιο το Marx σαν “λούμπεν-προλεταριάτο”), και τελικά σε ολόκληρους πληθυσμούς ή κράτη που έχουν αποκλειστεί από το παγκόσμιο καπιταλιστικό προτσές, όπως οι κενές περιοχές σε αρχαίους χάρτες.

Κάποιοι λένε ότι αυτή η νέα μορφή καπιταλισμού παρέχει νέες χειραφετητικές δυνατότητες. Αυτή είναι η θέση του “πλήθους” των Χαρντ [Hardt] και Νέγκρι [Negri], που προσπαθεί να ριζοσπαστικοποιήσει το Μαρξ, που υποστήριζε ότι αν απλά κόψουμε το κεφάλι του καπιταλισμού, θα πάρουμε σοσιαλισμό. Ο Μαρξ, όπως το βλέπουν, ήταν ιστορικά περιορισμένος από την ιδέα της συγκεντρωτικής, αυτοματοποιημένης και ιεραρχικά οργανωμένης βιομηχανικής παραγωγής, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί τη “γενική διάνοια” σαν κάτι που μοιάζει με “υπηρεσία” κεντρικού σχεδιασμού: μόνο σήμερα, με την άνοδο της “άυλης εργασίας” μια επαναστατική ανατροπή γίνεται “αντικειμενικά δυνατή”. Η άυλη αυτή εργασία εκτείνεται μεταξύ δύο πόλων: από την διανοητική εργασία (παραγωγή ιδεών, κειμένων, προγραμμάτων κλπ) στην εργασία συναισθηματικής επιρροής (που γίνεται από γιατρούς, babysitters και αεροσυνοδούς). Σήμερα, η άυλη εργασία είναι “ηγεμονική” υπό την ίδια έννοια που ο Μαρξ ισχυριζόταν ότι, στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, η μεγάλης κλίμακας βιομηχανική παραγωγή ήταν ηγεμονική: επιβάλλεται όχι αριθμητικά, αλλά επειδή παίζει τον κεντρικό, εμβληματικό, δομικό ρόλο. Αυτό που προκύπτει είναι ένας αχανές νέο πεδίο που ονομάζεται ως “το κοινό”: διαμοιρασμένη γνώση και νέες φόρμες επικοινωνίας και συνεργασίας. Τα προϊόντα της άυλης παραγωγής δεν είναι αντικείμενα αλλά νέες κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις: η άυλη παραγωγή είναι βιοπολιτική, η παραγωγή της κοινωνικής ζωής.

Οι Χαρντ και Νέγκρι περιγράφουν εδώ τη διαδικασία που οι ιδεολόγοι του σημερινού “μεταμοντέρνου” καπιταλισμού γιορτάζουν σαν το πέρασμα από την υλική στη συμβολική παραγωγή, από την κεντρική-ιεραρχική λογική, στη λογική της αυτοοργάνωσης και της πολυπολικής συνεργασίας. Η διαφορά είναι πως οι Χαρντ και Νέγκρι είναι ουσιαστικά πιστοί στο Μαρξ: προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Μαρξ είχε δίκιο, ότι η άνοδος της γενικής διάνοιας είναι μακροπρόθεσμα ασύμβατη με τον καπιταλισμό. Οι ιδεολόγοι του μεταμοντέρνου καπιταλισμού ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο: Η μαρξιστική θεωρία (και πρακτική), λένε, παραμένει εντός των περιορισμών της ιεραρχικής λογικής ή του κεντρικού ελέγχου του κράτους και άρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις κοινωνικές συνέπειες της πληροφοριακής επανάστασης. Υπάρχουν καλοί εμπειρικοί λόγοι για τον ισχυρισμό αυτό: αυτό που ουσιαστικά διέλυσε τα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η αδυναμία τους να δεχθούν τη νέα κοινωνική λογική που υποστήριξε την πληροφοριακή επανάσταση: προσπάθησαν να κατευθύνουν την επανάσταση κάνοντας την ένα ακόμα μεγάλης κλίμακας σχέδιο κρατικού κεντρικού σχεδιασμού. Το παράδοξο είναι ότι αυτό που οι Χαρντ και Νέγκρι γιορτάζουν σαν τη μοναδική ευκαιρία να ξεπεραστεί ο καπιταλισμός, γιορτάζεται από τους ιδεολόγους της πληροφοριακής επανάστασης ως η άνοδος ενός νέου καπιταλισμού, “χωρίς τριβές”.

Η ανάλυση των Χαρντ και Νέγκρι έχει μερικά αδύναμα σημεία, που μας βοηθούν να καταλάβουμε πως ο καπιταλισμός κατάφερε να επιβιώσει αυτό που θα έπρεπε (με κλασικούς μαρξιστικούς όρους) να είναι μια νέα οργάνωση της παραγωγής που τον καθιστούσε παρωχημένο. Υποτιμούν την έκταση στην οποία ο σημερινός καπιταλισμός έχει επιτυχώς (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα) ιδιωτικοποίησει την ίδια τη γενική διάνοια, αλλά και το εύρος στο οποίο, περισσότερο από τους αστούς, οι εργάτες έχουν γίνει περιττοί (με ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά ανάμεσα τους να γίνονται όχι απλά προσωρινά άνεργοι αλλά δομικά μη απασχολήσιμοι).

Αν το ιδανικό του παλιού καπιταλισμού περιλάμβανε έναν επιχειρηματία που επένδυε (δικό του ή δανεισμένο) χρήμα στην παραγωγή που οργάνωνε και διηύθυνε και έπειτα καρπωνόταν το κέρδος, ένας νέος ιδεότυπος αναδύεται σήμερα: όχι πλέον ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, αλλά ο ειδικός μάνατζερ (ή ένα συμβούλιο μάνατζερ υπό την προεδρία ενός CEO) που διευθύνει μια εταιρία που ανήκει σε τράπεζες (που επίσης διευθύνονται από μάνατζερ που δεν είναι ιδιοκτήτες της τράπεζας) ή διεσπαρμένους επενδυτές. Σε αυτό το νέο ιδεότυπο καπιταλισμού, η παλιά μπουρζουαζία, καθιστάμενη μη λειτουργική, επαναχρησιμοποιείται σαν μισθωτό μάνατζμεντ[διευθυντικό προσωπικό]): η νέα μπουρζουαζία παίρνει μισθούς, κι ακόμα κι αν είναι ιδιοκτήτες μέρους της εταιρίας, κερδίζουν μετοχές σαν μέρος της ανταπόδοσης για τη δουλειά τους (“μπόνους” για την “επιτυχία” τους).

Αυτή η νέα μπουρζουαζία ακόμα αποσπά υπεραξία, αλλά με τη (μυστικοποιημένη) μορφή αυτού που έχει ονομαστεί “υπερ-μισθός”[iii]: πληρώνεται περισσότερο από τον προλεταριακό “κατώτατο μισθό” (ένα συχνά μυθικό σημείο αναφοράς που το μοναδικό του πραγματικό παράδειγμα στο σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό είναι ο μισθός ενός εργάτη σ’ ένα κάτεργο στην Κίνα ή την Ινδονησία), και αυτή είναι η διαφοροποίησή του από τους κοινούς προλετάριους που καθορίζει και τη θέση του. Ο αστός με την κλασική έννοια του όρου τείνει να εξαφανιστεί: οι καπιταλιστές επανεμφανίζονται σαν ένα υποσύνολο των μισθωτών, σαν μάνατζερ που έχουν τα προσόντα να κερδίζουν περισσότερα χάρη στην ανταγωνιστικότητα τους (γι’ αυτό η ψευδο-επιστημονική “αξιολόγηση” είναι σημαντική: νομιμοποιεί τη διαφορά στις απολαβές). Πέρα απ’ το να περιορίζεται στους μάνατζερ, η κατηγορία των εργαζομένων που κερδίζουν ένα τέτοιο υπερ-μισθό εκτείνεται σε διαφόρων ειδών ειδικούς, διευθυντές, δημοσίους υπαλλήλους,γιατρούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους, διανοούμενους και καλλιτέχνες. Η “υπεραξία” που παίρνουν έχει δύο μορφές: περισσότερα λεφτά (για μάνατζερ κτλ), αλλά επίσης λιγότερη δουλειά και περισσότερος ελεύθερος χρόνος (για -κάποιους- διανοούμενους, αλλά και για διευθυντικά στελέχη της κρατικής διοίκησης)

Η αξιολογητική διαδικασία που ξεχωρίζει κάποιους εργαζόμενους ώστε να λαμβάνουν υπερ-μισθό είναι ένας αυθαίρετος μηχανισμός εξουσίας και ιδεολογίας, χωρίς σοβαρή σχέση με την πραγματική ανταγωνιστικότητα: ο υπερ-μισθός υπάρχει για πολιτικούς και όχι οικονομικούς λόγους: για να διατηρήσει μια “¨μεσαία τάξη” με σκοπό την κοινωνική σταθερότητα. Η αυθαιρεσία της κοινωνικής ιεραρχίας δεν είναι ένα λάθος, αλλά ακριβώς η ουσία, με την αυθαιρεσία της αξιολόγησης να παίζει έναν ανάλογο ρόλο με την αυθαιρεσία της επιτυχίας στην αγορά. Η βία απειλεί να ξεσπάσει όχι όταν υπάρχει ενδεχομενικότητα στον κοινωνικό χώρο, αλλά όταν ακριβώς γίνεται προσπάθεια αυτή να εξαλειφθεί. Στο “La Marque du Sacre”, ο Ζαν-Πιερ Ντουπουί [Jean-Pierre Dupuy] προσλαμβάνει την ιεραρχία σαν μία από τις τέσσερις διαδικασίες ['dispositifs symboliques'] της οποίας η λειτουργία είναι να κάνει τη σχέση υπεροχής μη εξευτελιστική: η ιεραρχία καθαυτή (μια εξωτερικά επιβαλλόμενη τάξη που μου επιτρέπει να βιώσω την κατώτερη κοινωνική μου θέση σαν ανεξάρτητη από την εσώτερη μου αξία), η απομυστικοποίηση (η ιδεολογική διαδικασία που καταδεικνύει ότι η κοινωνία δεν είναι αξιοκρατική αλλά το προϊόν αντικειμενικών κοινωνικών συγκρούσεων, μου επιτρέπει να αποφύγω το επώδυνο συμπέρασμα ότι η ανωτερότητα κάποιου άλλου είναι το αποτέλεσμα των πλεονεκτημάτων και των επιτευγμάτων του, η ενδεχομενικότητα(ένας παρόμοιος μηχανισμός, δια μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε ότι η θέση μας στην κοινωνική κλίμακα εξαρτάται από μια φυσική και κοινωνική λοταρία: οι τυχεροί είναι αυτοί που γεννιούνται με τα σωστά γονίδια σε πλούσιες οικογένειες), και η πολυπλοκότητα (ανεξέλεγκτες δυνάμεις έχουν απρόβλεπτες συνέπειες: για παράδειγμα, το αόρατο χέρι της αγοράς ίσως με οδηγήσει σε αποτυχία ενώ το γείτονά μου σε επιτυχία, ακόμα κι αν εγώ δουλεύω πιο σκληρά και είμαι πιο έξυπνος). Αντίθετα με το τι φαίνεται, αυτοί οι μηχανισμοί δεν ανταγωνίζονται ούτε απειλούν την ιεραρχία, αλλά την κάνουν ευκολοχώνευτη, αφού “αυτό που πυροδοτεί την αναταραχή του φθόνου είναι η ιδέα ότι οι άλλοι αξίζουν την καλή τους τύχη και όχι το αντίθετο-που είναι και το μόνο που μπορεί να εκφραστεί ανοιχτά”. O Ντουπουί αντλεί από την παραδοχή του το συμπέρασμα πως είναι μεγάλο λάθος να νομίζει κανείς ότι μια εύλογα δίκαιη κοινωνία που προσλαμβάνει τον εαυτό της ως τέτοια θα είναι απαλλαγμένη από δυσαρέσκεια: αντιθέτως, είναι ακριβώς σε μία τέτοια κοινωνία όπου αυτοί που βρίσκονται σε κατώτερες θέσεις θα βρουν μια διέξοδο για την πληγωμένη τους περηφάνεια σε βίαια ξεσπάσματα οργής.

Σχετικό με τα παραπάνω είναι το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η σημερινή Κίνα: ο ιδανικός στόχος των μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ [Deng Xiaoping]ήταν να εισάγει έναν καπιταλισμό χωρίς μπουρζουαζία (καθώς αυτοί θα ήταν η νέα άρχουσα τάξη): τώρα, παρόλαυτα, οι ηγέτες της Κίνας κάνουν την επώδυνη ανακάλυψη ότι ο καπιταλισμός χωρίς σταθερή ιεραρχία (που προέκυπτε από την ύπαρξη μιας μπουρζουαζίας) προκαλεί μόνιμη αστάθεια. Τι μονοπάτι θα πάρει η Κίνα; Οι πρώην κομμουνιστές, εν τω μεταξύ, αναδύονται σαν οι πιο αποτελεσματικοί μάνατζερ επειδή η ιστορική τους εχθρότητα απέναντι στην μπουρζουαζία σαν τάξη ταιριάζει τέλεια με τη σημερινή τάση του καπιταλισμού να γίνει ένας διευθυντικός[managerial] καπιταλισμός χωρίς μπουρζουαζία- και στις δύο περιπτώσεις, όπως το είχε θέσει ο Στάλιν καιρό πριν, “τα στελέχη αποφασίζουν τα πάντα”. (Μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ της σημερινής Κίνας με τη Ρωσία: στη Ρωσία, οι καθηγητές πανεπιστημίου είναι εξευτελιστικά κακοπληρωμένοι- είναι de facto ήδη μέρος του προλεταριάτου- ενώ στην Κίνα τους παρέχεται ένας υπερ-μισθός σαν μέσο εγγύησης της υπακοής τους).

Η έννοια του υπερ-μισθού ρίχνει νέο φως στις τρέχουσες “αντικαπιταλιστικές” διαδηλώσεις. Σε καιρούς κρίσης, οι προφανείς υποψήφιοι για “σφίξιμο της ζώνης” είναι τα χαμηλότερα στρώματα της μισθωτής μπουρζουαζίας: οι πολιτικές διαδηλώσεις είναι η μόνη διέξοδος, αν θέλουν να αποφύγουν την ένταξη στο προλεταριάτο. Παρόλο που οι διαμαρτυρίες τους απευθύνονται ονομαστικά στη βάρβαρη λογική της αγοράς, στην πραγματικότητα διαδηλώνουν εναντίον της βαθμιαίας διάβρωσης της δικής τους (πολιτικά) προνομιακής οικονομικής θέσης. H Άυν Ραντ [Ayn Rand] έχει μια φαντασίωση στο “Ο Άτλας επαναστάτησε” [Atlas Shrugged], της απεργίας των “δημιουργικών” καπιταλιστών, μια φαντασίωση που βρίσκει τη διεστραμμένη πραγματοποίησή της στις πρόσφατες απεργίες, που είναι κυρίως απεργίες από μέρους της “μισθωτής μπουρζουαζίας” που καθοδηγούνται από το φόβο ότι θα χάσει τα προνόμιά της (την προστιθέμενη αξία σε σχέση με τον κατώτατο μισθό). Δεν είναι προλεταριακές διαδηλώσεις αυτές, αλλά διαδηλώσεις ενάντια στην απειλή της προλεταριοποίησης. Ποιος τολμάει να απεργήσει σήμερα, όταν το να έχει κανείς μια μόνιμη δουλεία έχει γίνει προνόμιο; Όχι οι χαμηλόμισθοι εργάτες της (ότι έχει απομείνει από) βιομηχανίας της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά οι προνομιακοί εργαζόμενοι με εγγυημένες δουλειές (δάσκαλοι, εργαζόμενοι στα δημόσια μέσα μεταφοράς, αστυνομικοί). Αυτό ισχύει και για το κύμα φοιτητικών διαδηλώσεων: το βασικό κίνητρο είναι αναμφισβήτητα ο φόβος ότι η ανώτατη εκπαίδευση δε θα μπορεί πλέον να τους εγγυηθεί έναν υπερ-μισθό αργότερα στη ζωή τους.

Ταυτόχρονα, είναι φανερό ότι η τεράστια αναβίωση διαδηλώσεων τον τελευταίο χρόνο, από την Αραβική Άνοιξη στη Δυτική Ευρώπη, από το Occupy Wall Street στην Κίνα, από την Ισπανία στην Ελλάδα, δε θα έπρεπε να απορριφθεί απλώς σαν η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας. Κάθε περίπτωση θα πρέπει να μελετάται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον των μεταρρυθμίσεων στα πανεπιστήμια ήταν ξεκάθαρα διαφορετικές από τις ταραχές του Αυγούστου, που ήταν ένα καταναλωτικό καρναβάλι καταστροφής, ένα αληθινό ξέσπασμα των αποκλεισμένων. Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι ο ξεσηκωμός στην Αίγυπτο ξεκίνησε εν μέρει σαν εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας (μορφωμένοι νέοι που διαδηλώνουν για την έλλειψη προοπτικής), αλλά αυτό ήταν μόνο μία πλευρά μιας μεγαλύτερης διαμαρτυρίας εναντίον ενός καταπιεστικού καθεστώτος. Από την άλλη, η διαμαρτυρία μετά βίας κινητοποίησε φτωχούς εργάτες και αγρότες και η εκλογική νίκη των Ισλαμιστών είναι μια ένδειξη της στενή κοινωνικής βάσης των αρχικής κοσμικής διαμαρτυρίας. Η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση: τις τελευταίες δεκαετίες, μια νέα μισθωτή μπουρζουαζία (ειδικά στον υπερ-εκτεταμένο τομέα δημόσιας διοίκησης) δημιουργήθηκε χάρη στην οικονομική βοήθεια και τα δάνεια της ΕΕ, και οι διαμαρτυρίες κινητοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την απειλή να χαθεί αυτό το προνόμιο.

Εν τω μεταξύ, η προλεταριοποίηση του χαμηλότερου στρώματος της μισθωτής μπουρζουαζίας συνοδεύεται στο άλλο άκρο από παράλογα υψηλά απολαβές από κορυφαίους μάνατζερ και τραπεζίτες. Οι απολαβές αυτές είναι οικονομικά ανορθολογικές καθώς, όπως έδειξαν έρευνες στις ΗΠΑ, τείνουν να είναι αντιστρόφως ανάλογες με την επιτυχία μιας εταιρίας. Αντί να υποβάλλουμε αυτές τις τάσεις σε ηθικιστική κριτική, θα πρέπει να τις διαβάσουμε σαν σημάδια πως το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, δεν είναι πλέον ικανό να βρει ένα επίπεδο αυτορυθμιζόμενης σταθερότητας- απειλείται, με άλλα λόγια, να βγει εκτός ελέγχου.

[i] Στμ: Ο Ζίζεκ χρησιμοποιεί τον όρο “bourgeoisie”, ο οποίος, όπως έχει καθιερωθεί, χαρακτηρίζει την αστική τάξη (με τους παραδοσιακούς μαρξιστικούς όρους) αλλά και σε άλλα πλαίσια τα εύρωστα, ανώτερα μεσαία στρώματα. Στο κείμενο ο όρος φαίνεται να χρησιμοποιείται και με τις δύο έννοιες, χωρίς να γίνεται σαφής διάκριση, οπότε προτιμήθηκε η ευρεία απόδοση “μπουρζουαζία” από την “αστική τάξη” ή “μισθωτός αστός”

[ii] ο Μαρξ τους αποκαλούσε εφεδρικό βιομηχανικό στρατό

[iii] Στμ: στο πρωτότυπο: surplus wage. Με μια πρόχειρη αναζήτηση δε βρέθηκε προηγούμενη απόδοση στα Ελληνικά. Χρησιμοποιείται κατ’ αντιστοιχία του όρου υπεραξία[surplus value] του Μαρξ. Προτιμήθηκε ο αδόκιμος όρος “υπερ-μισθός” αντί του πιο “λογικού” “πλεονάζον μισθός” ακριβώς για να τονιστεί ότι πρόκειται για ένα διαφορετικό τρόπο, κατά το συγγραφέα, απόσπασης υπεραξίας.

Δημοσιεύτηκε στο London Review of Book
Μετάφραση: Γιώργος Μαριάς
Πηγή: Λέσχη



Η πολιτική οικονομία του Slavoj Zizek: Καταστρέφοντας τα τετράδια της Μαρξιστικής θεωρίας.
Κείμενο της συντακτικής επιτροπής

Εισαγωγή
Ο Slavoj Zizek δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Έχει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο (1), που καλύπτει την πολιτική θεωρία, την θεωρία του κινηματογράφου και την θεωρητική ψυχανάλυση με αναφορές -μεταξύ άλλων- στον Χέγκελ, τον Μαρξ και την ψυχαναλυτική θεωρία του Λακάν. Τοποθετείται, σχεδόν για το σύνολο των ζητημάτων αλλά και των αγώνων της εποχής μας: H κρίση, το Occupy Wall street, οι Αραβικές επαναστάσεις, η εξέγερση στην Αγγλία (2), η κριτική της αστικής δημοκρατίας (3), των αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων και κινημάτων «αντεξουσίας» (4) , η ελληνική κρίση, η ενότητα της αριστεράς (5) είναι μερικά μόνο από αυτά. Θέσεις από τις οποίες ξεχωρίζει η μαχητική υπεράσπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η καταδίκη όσων υποστηρίζουν την αποδέσμευση από αυτήν και το κάλεσμα σε χώρες που βρίσκονται εκτός της να την ενισχύσουν (μαζί με την υπεράσπιση του αντιδραστικού αστικού κοσμοπολιτισμού, της άλλης πλευράς του εθνικισμού) (6).

Δεν είναι ούτε στις προθέσεις ούτε στις δυνατότητες του παρόντος κειμένου η κριτική του συνολικού έργου του Zizek. Εδώ θα επικεντρώσουμε σε ένα πρόσφατο άρθρο του (που έχουμε αναρτήσει και σε ξεχωριστό post ώστε να υπάρχει ισότιμα με την κριτική μας) που δημοσιεύτηκε και στα Ελληνικά με τίτλο «Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας» (7). Το άρθρο ουσιαστικά επαναλαμβάνει μια σειρά θέσεις που ο Zizek είχε αναπτύξει στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα. Και αυτό γιατί στις θέσεις αυτές επιχειρείται όχι μόνο να δοθεί μια ερμηνεία τόσο του χαρακτήρα της εκμετάλλευσης στον σύγχρονο Καπιταλισμό αλλά και των κοινωνικών αγώνων, ζητήματα --ιδιαίτερα σήμερα που βρισκόμαστε στην καρδιά της κρίσης-- εξαιρετικά κρίσιμα για το εργατικό κίνημα.

Η τραγωδία και η φάρσα του εικονικού Καπιταλισμού: Άυλη εργασία, συλλογική διάνοια και το τέλος της υπεραξίας και του εργατικού κινήματος.
Για τον Zizek, ο σύγχρονος Καπιταλισμός είναι «μεταβιομηχανικός». Αυτή η ορολογία δεν είναι φυσικά καινούργια. Έχει την καταγωγή της πέντε δεκαετίες πίσω, στη δεκαετία του 60 (8). Τότε εμφανίστηκαν οι θεωρίες της «μεταβιομηχανικής» κοινωνίας που υποτίθεται ότι εξηγούσαν την πραγματικότητα σε αντίθεση με τον «ξεπερασμένο» Μαρξισμό (9). Πλευρές αυτών των θεωριών έχουν ενσωματωθεί και στο έργο των Negri-Hardt Aυτοκρατορία (10) που αποτελεί σημείο αναφοράς για τις θέσεις που προτείνει ο Ζizek.

Στο βιβλίο του, ακολουθώντας τον Negri, επαναφέρει και αντιγράφει το απόσπασμα από τα Grundrisse που επικαλείται ο Negri για να στηρίξει τις απόψεις του (11). Πρόκειται για την απόσπαση ενός τμήματος από ένα αντιφατικό κείμενο όπου περιγράφεται, από τη μια πλευρά, η θέση ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας αναιρεί προοπτικά το νόμο της αξίας και υπονομεύει διαρκώς την βάση του Καπιταλισμού, αναίρεση που φτάνει μέχρι και την «κατάρρευση της παραγωγής που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία». Από την άλλη ταυτόχρονα διατυπώνεται η κλασική Μαρξιστική θέση ότι το Κεφάλαιο, προσπαθώντας να αντιστρέψει αυτήν την τάση και να την μετατρέψει σε κέρδος, αυξάνει ολοένα και περισσότερο την υπερεργασία αλλά και την ιδιοποίηση της επιστήμης όχι από τη ζωντανή, αλλά από τη νεκρή εργασία, λόγω της δομής της Καπιταλιστικής παραγωγής (12-αναλυτικά το απόσπασμα και μια απόπειρα ερμηνείας του).

Σε αυτήν την αντίφαση του Μαρξ δεν υπάρχει τίποτα παράξενο. Τα Grundrisse ήταν χειρόγραφα που γράφτηκαν το 1858, πριν ο Μαρξ αφοσιωθεί στην «Συμβολή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας» και στο «Κεφάλαιο». Η διάδοση τους, εκατό χρόνια μετά, συνετέλεσε στην επαναξιολόγηση του Μαρξιστικού έργου και τροφοδότησε νέες ερμηνείες του Μαρξ (13). Όμως όσο λάθος είναι η αυτονόμηση του «ύστερου» Μαρξ από το υπόλοιπο έργο του (όπως έκανε κυρίως η Αλτουσεριανή σχολή) άλλο τόσο λάθος είναι το αναποδογύρισμα αυτής της αυτονόμησης στο όνομα των χειρογράφων των Grundrisse που έχει τον κίνδυνο άλλων επιλεκτικών ερμηνειών. Η σκέψη του Μαρξ είναι ένα σύνολο έργων που δεν μπορούν να μελετηθούν ανεξάρτητα από την Μαρξιστική συζήτηση, την ιστορική εμπειρία και την σημερινή πραγματικότητα.

Στο βαθμό που το παραπάνω τμήμα των Grundrisse χρησιμοποιείται για ιστορική τάση της ανάπτυξης, μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας, των παραγωγικών δυνάμεων στον Καπιταλισμό και τη σχέση της με την ένταση της εκμετάλλευσης, είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Αρκεί να δει κανείς την αύξηση των ωρών εργασίας στον ανεπτυγμένο Καπιταλισμό και να συγκρίνει τις παραγωγικές δυνάμεις με αυτές που υπήρχαν στα τέλη του 19ου αιώνα όταν η πρώτη διεθνής διεκδικούσε το Οκτάωρο. Στο βαθμό όμως που χρησιμοποιείται για να αναγγείλει την «κατάργηση της εκμετάλλευσης με την Μαρξιστική έννοια» στον σημερινό Καπιταλισμό τότε δεν έχει σχέση με την σημερινή πραγματικότητα, ακόμα και αν αυθαίρετα --όπως κάνουν οι παραπάνω συγγραφείς-- απομονώσουμε τις φράσεις του Μαρξ.

Αντίστοιχα αντιμετωπίζεται και η έννοια του «παγίου κεφαλαίου» ως ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης του εργαζόμενου ανθρώπου, η οποία αποκόβεται επίσης από το κείμενο και παρουσιάζεται σαν ο παράγοντας που «υπονομεύει την καπιταλιστική εκμετάλλευση», επηρεάζοντας την «γενική κοινωνική γνώση» όταν ακόμα και στο απόσπασμα που παραθέτει ο Zizek αυτή η ανάπτυξη περιγράφεται από τον Μαρξ σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του ελεύθερου χρόνου και της μείωσης του εργάσιμου (το αντίθετο δηλαδή από αυτό που συμβαίνει σήμερα) και όχι σαν συνέπεια της κατάργησης της υπεραξίας και της διάκρισης εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου όπως οι Negri-Hardt (και ο Zizek αναπαράγοντας το κείμενο) υποστηρίζουν (14).

Τη βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα ο Μαρξ δεν την είδε σαν απλή τεχνολογική πρόοδο, αλλά σαν επανάσταση που μεταμόρφωνε τον τρόπο παραγωγής και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Και ακριβώς γι’ αυτό, ενώ ήταν υπέρ της επιστήμης και της τεχνολογικής προόδου, απέφυγε (έστω και με αντιφάσεις) την αφελή αισιοδοξία του επιστημονισμού και των τεχνοκρατικών ιδεολογιών. Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αφιερώνει ένα εκτεταμένο τμήμα με τίτλο "Οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία" που περιγράφει --μεταξύ άλλων-- την κυριαρχία του κεφαλαίου στη διαδικασία της εργασίας μέσα από την πλήρη ένταξη των τεχνολογικών καινοτομιών με Καπιταλιστικούς όρους στο εσωτερικό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (15). Στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου το διατυπώνει με ακόμα πιο καθαρό τρόπο: «….Όπως κάθε άλλη ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας έτσι και η ανάπτυξη της με τις μηχανές έχει σκοπό να φτηναίνει τα εμπορεύματα και να συντομέψει το μέρος εκείνο της εργάσιμης ημέρας που ο εργάτης εργάζεται για τον εαυτό του, για να μεγαλώσει το άλλο μέρος της ημέρας που εργάζεται για τον Καπιταλιστή» (16) Όμως ακόμα και αν φύγουμε από τις διαφορετικές ερμηνείες του Μαρξ υπάρχει ολόκληρη η ιστορική Μαρξιστική συζήτηση (17).

Ο Zizek και ο Negri μετατρέπουν το σχήμα: ανάπτυξη της βιομηχανίας και της επιστήμης=κατάρρευση της ανταλλακτικής αξίας/υπεραξίας, σε υπεριστορική αρχή που έχει ήδη σήμερα υποκαταστήσει στην πράξη του σημερινού Καπιταλισμού την υπερεργασία. H έννοια-κλειδί εδώ είναι αυτή της «άυλης εργασίας» (immaterial labour) την οποία ο Zizek αναπαράγει από τον Negri. H έννοια αυτή περιγράφεται τόσο στο Πλήθος όσο και στην Αυτοκρατορία.

Στο πρώτο --που είναι και το πιο πρόσφατο-- ορίζεται ως εργασία που παράγει «άυλα προϊόντα όπως γνώση, πληροφορία, επικοινωνία, σχέσεις η συναισθηματικές αντιδράσεις» (18).

Οι Negri-Hardt ξεκαθαρίζουν ότι η «άυλη εργασία» έχει υλική υπόσταση: τα προϊόντα που παράγει δεν έχουν. Προτείνουν και έναν εναλλακτικό ορισμό, αυτόν της «βιοπολιτικής εργασίας» η οποία παράγει «όχι μόνο υλικά προϊόντα αλλά ακόμα και κοινωνικές σχέσεις και τελικά την ίδια την κοινωνική ζωή». Έχουμε λοιπόν μια «άυλη εργασία» η οποία γίνεται «βιοπολιτική εργασία» (ένας όρος που εισήχθηκε και χρησιμοποιήθηκε με διαφορετικό περιεχόμενο στο παρελθόν από τον Foucault) (19) για να παράγει ουσιαστικά τα πάντα: από υλικά προϊόντα μέχρι και κοινωνικές σχέσεις.

Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν την πραγματικότητα της βιομηχανικής παραγωγής και εργατών σε όλο τον κόσμο. Υποστηρίζουν όμως ότι η «άυλη εργασία» που αναπτύσσεται στις ανεπτυγμένες Καπιταλιστικές κοινωνίες έχει γίνει «ηγεμονική» από ποιοτική (και όχι απαραίτητα ποσοτική) άποψη, επηρεάζοντας και προσδιορίζοντας όλα τα υπόλοιπα είδη εργασίας.

Όλα αυτά έχουν ανατρέψει τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε (και ειδικότερα την Μαρξιστική κριτική όπως προσπαθούσε να τον εξηγήσει). Η διάκριση εργάσιμου και μη χρόνου καταργείται (άρα δεν υπάρχει πια και εκμετάλλευση/υπεραξία) και άρα τα πάντα παράγουν τα πάντα--ακόμα και οι άνεργοι συμμετέχουν στην βιοπολιτική παραγωγή και η «κοινότητα» προϊόντων και σχέσεων γίνεται η «βιοπολιτική κατάσταση του Πλήθους» που αντικαθιστά τα προϋπάρχοντα κοινωνικά υποκείμενα (20).

Για τους Negri-Hardt η άυλη εργασία βρίσκεται ουσιαστικά έξω από τον έλεγχο του Κεφαλαίου: «η συνεργατική διάσταση της άυλης εργασίας δεν επιβάλλεται ούτε οργανώνεται έξωθεν, όπως ίσχυε για προγενέστερες μορφές εργασίας, αλλά μάλλον η συνεργασία είναι απολύτως ενταγμένη στην ίδια την εργασιακή δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό καθιστά προβληματική την παλαιά αντίληψη (κοινή στην κλασική και τη μαρξική πολιτική οικονομία) σύμφωνα με την οποία η εργασία νοείται ως «μεταβλητό κεφάλαιο», διότι οι συνεργατικές δυνάμεις της εργατικής δύναμης (ιδίως της άυλης εργατικής δύναμης) παρέχουν στην εργασία τη δυνατότητα της αυτοαξιοποιήσης [...] με αυτόν τον τρόπο, η άυλη εργασία φαίνεται να παρέχει τη δυνατότητα για ένα είδος αυθόρμητου και στοιχειώδους κομμουνισμού». (21)

Αυτές οι αλλαγές έχουν αποφασιστική επίδραση στην ταξική δομή. Για τους Negri-Hardt έρχεται στο προσκήνιο η έννοια του «φτωχού» (22) καθώς και των μεταναστών και κοινωνικά αποκλεισμένων, που υποτίθεται ότι υπερβαίνει την παραδοσιακή έννοια της εργατικής τάξης. Το συμπέρασμα είναι ότι «η παλιά μορφή του συνδικάτου δεν επαρκεί πλέον [...] καθώς οι συνθήκες και οι σχέσεις εργασίας γίνονται κοινές, οι παραδοσιακές αυτές διαιρέσεις (ή ακόμα και νεοπαγείς διαιρέσεις) δεν έχουν πια νόημα και μόνο εμπόδιο συνιστούν» (23)

Ο Zizek, βασισμένος στις παραπάνω θεωρίες, υποστηρίζει ότι καθώς οι αλλαγές στην εργασία, ιδιαίτερα των «διανοητικών εργατών», καταργούν την υπεραξία, η εκμετάλλευση παίρνει την μορφή «μισθώματος» του προϊόντος που δημιουργεί η «γενική διάνοια» μέσα στην παραγωγή (η οποία περιγράφεται ουσιαστικά ως μη-καπιταλιστική). Αντιπαραθέτει μάλιστα αυτήν την οπτική με τη θεωρία του Μαρξ: «Πρέπει να τροποποιήσουμε κριτικά την εννοιολογική σκέψη του Μαρξ. Επειδή αγνόησε την κοινωνική διάσταση της γενικής διάνοιας, ο Μαρξ δεν εξέτασε την πιθανότητα ιδιωτικοποίησης της [...] ο Negri έχει δίκιο επ' αυτού [...] μέσα στο σημερινό πλαίσιο, η εκμετάλλευση κατά την κλασική μαρξιστική έννοια δεν είναι δυνατή [...] και για αυτό ακριβώς είναι ανάγκη να επιβάλλεται με άμεσα νομικά μέτρα, δηλαδή με μη οικονομικά μέτρα. Η εκμετάλλευση ολοένα και περισσότερο παίρνει τη μορφή μισθώματος». (24)

Εδώ αντιγράφει από τους Negri-Hardt το παράδειγμα της Microsoft: «πάρτε το παράδειγμα του Bill Gates. Πώς έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου; Ο πλούτος του δεν έχει καμία σχέση με το κόστος παραγωγής των προϊόντων που πουλάει η Microsoft (μπορεί κανείς να υποστηρίξει ακόμη και ότι η Microsoft αμείβει τους πνευματικούς εργάτες της με σχετικά υψηλούς μισθούς)» (25).

Αν ισχύουν τα παραπάνω από πού προκύπτει η κερδοφορία των Καπιταλιστών; «γιατί τότε εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να αγοράζουν τα προϊόντα της Microsoft; Επειδή αυτή έχει επιβληθεί ως ένα σχεδόν οικουμενικό πρότυπο, μονοπωλώντας ουσιαστικά το πεδίο, σε ένα είδος άμεσης ενσάρκωσης της «γενικής διάνοιας»(26) [...] «αληθεύει […] ότι οι σημερινοί πνευματικοί εργάτες δεν είναι πλέον αποχωρισμένοι από το προϊόν της εργασίας τους […] επιφανειακά ναι […] αλλά [...] παραμένουν αποκομμένοι από το κοινωνικό πεδίο της εργασίας τους, από τη «γενική διάνοια» γιατί αυτή διαμεσολαβείται από το ιδιωτικό κεφάλαιο» (27) Ο Zizek επιχειρεί και ένα δεύτερο παράδειγμα που υποτίθεται ότι αναιρεί τον Μαρξ με βάση την τιμή του πετρελαίου η οποία δεν έχει σχέση με την τιμή της εργατικής δύναμης (28).

Ο Καπιταλιστής παίρνει έτσι την εικόνα ενός «παράσιτου» που βρίσκεται ουσιαστικά εκτός της Καπιταλιστικής παραγωγής, στο κοινωνικό πεδίο και αρπάζει το προϊόν που έφτιαξε η «γενική διάνοια» ή, για να χρησιμοποιήσουμε άλλον ένα νεολογισμό που διατυπώνει ο Zizek περιγράφοντας τη θεωρία του Negri, η «συλλογική συνεργεία των δημιουργικών γνωστικών μοναδικοτήτων». (29)

Η θεωρία του Zizek για την Καπιταλιστική παραγωγή οδηγεί και σε μια αντίστοιχη θεωρία για την κατανάλωση. Η ιδιωτικοποίηση της «γενικής διάνοιας» είναι και η αιτία για την επιβολή των πολυεθνικών ως «καθολικό πρότυπο» που οδηγεί στην κερδοφορία τους. Ούτε εδώ γλιτώνει ο Μαρξ: Ο Zizek υποστηρίζει ότι λόγω των αλλαγών στην εργασία «πια δεν αγοράζεις πράγματα αλλά εμπειρίες». Έχουμε λοιπόν και την «ανατροπή του φετιχισμού του εμπορεύματος». Ο φετιχισμός που περιέγραφε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο έχει μεταφερθεί «στις σχέσεις μεταξύ πραγμάτων» και έτσι, πέρα από αλλοτριωτική έχει και απελευθερωτική επίδραση. Αφού επιτρέπει πια στις ανθρώπινες σχέσεις να αποκτήσουν έστω «τυπική ελευθερία και αυτονομία» κάτι που περιγράφεται ως εξής: «η δύναμη της αφαίρεσης, που καταλύει τον οργανικό βιόκοσμο, είναι ταυτόχρονα και το μέσον της χειραφετητικής πολιτικής» αφού «όπως η τυπική υπαγωγή της παραγωγικής διαδικασίας στο Κεφάλαιο προηγείται της πραγματικής υπαγωγής έτσι και η τυπική ελευθερία προηγείται της πραγματικής ελευθερίας δημιουργώντας τις προϋποθέσεις της τελευταίας» (30).

Έχουμε έτσι όλο το πλαίσιο του «εικονικού καπιταλισμού»: Οι αλλαγές στην εργασία (άυλη εργασία/κατάργηση διάκρισης εργάσιμου/μη εργάσιμου χρόνου) έχουν καταργήσει την Καπιταλιστική εκμετάλλευση (δηλαδή τον Καπιταλισμό) στην παραγωγή και άρα την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης με την Μαρξιστική έννοια. Οι Καπιταλιστές κλέβουν την «γενική διάνοια» με έξω-οικονομικά μέτρα και «μίσθωμα» και επιβάλλονται ως καθολικά πρότυπα στην αγορά. Καθώς η εργασία που κυριαρχεί είναι η «άυλη» αυτό οδηγεί στην από-φετιχοποιήση των ανθρώπινων σχέσεων και στην φετιχοποίηση των σχέσεων μεταξύ πραγμάτων.

Τα παραπάνω προφανώς αλλάζουν εντελώς την κοινωνική δομή των Καπιταλιστικών κοινωνιών. «Περισσότερο και από τους εργάτες οι αστοί έχουν γίνει περιττοί» (31) και τα συνδικάτα χάνουν το νόημα ύπαρξης τους. Οι άνεργοι δεν είναι πια εφεδρικός εργατικός στρατός (32). Σε ότι αφορά την κυρίαρχη τάξη, το κέντρο βάρους δεν βρίσκεται πια στους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, στους επιχειρηματίες αλλά στους μάνατζερ και τους διευθυντές οι οποίοι δεν είναι ιδιοκτήτες αλλά μισθωτοί με υψηλούς μισθούς και μπόνους. Οι Καπιταλιστές σήμερα είναι ένα «υποσύνολο των μισθωτών», μια «μισθωτή μπουρζουαζία» (33). που αποσπά και αυτή, κατά τον Zizek, υπεραξία αλλά με μια «νέου-τύπου μυστικοποιημένη μορφή»: τον «υπερμισθό», ο οποίος «είναι ένας αυθαίρετος μηχανισμός εξουσίας και ιδεολογίας, χωρίς σοβαρή σχέση με την πραγματική ανταγωνιστικότητα» (34).

Τι σημαίνουν τα παραπάνω για τους κοινωνικούς αγώνες; Οι πρόσφατες απεργίες και διαδηλώσεις «είναι κυρίως απεργίες από μέρους της “μισθωτής μπουρζουαζίας” που καθοδηγούνται από το φόβο ότι θα χάσει τα προνόμιά της [...] δεν είναι προλεταριακές διαδηλώσεις αυτές, αλλά διαδηλώσεις ενάντια στην απειλή της προλεταριοποίησης». Βέβαια αμέσως μετά ο Zizek υποστηρίζει ότι «κάθε περίπτωση θα πρέπει να μελετάται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της». Παρόλα αυτά, ενώ οι ταραχές του Αυγούστου στην Αγγλία ήταν ένα «ένα καταναλωτικό καρναβάλι καταστροφής»(35), ο ξεσηκωμός στην Αίγυπτο άρχισε «εν μέρει σαν εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας», ενώ για την Ελλάδα δεν υπάρχουν αμφιβολίες: «Η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση: τις τελευταίες δεκαετίες, μια νέα μισθωτή μπουρζουαζία (ειδικά στον υπέρ-εκτεταμένο τομέα δημόσιας διοίκησης) δημιουργήθηκε χάρη στην οικονομική βοήθεια και τα δάνεια της ΕΕ, και οι διαμαρτυρίες κινητοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την απειλή να χαθεί αυτό το προνόμιο» (36).

Κριτικές παρατηρήσεις
Η παραπάνω θεωρία για στην εργασία, όπως δείξαμε, παρά τις αναφορές της στον Μαρξ, συγκροτείται από ένα θεμελιώδες λάθος: να κριθεί η εργασία (και άρα και ο εργαζόμενος) αποκλειστικά με βάση το συγκεκριμένο αντικείμενο της (υλική/άυλη) και όχι σαν κοινωνική σχέση στην οποία ενσωματώνονται οι παραγωγικές δυνάμεις για να λειτουργήσουν προς όφελος του κεφαλαίου, θέση που όπως είδαμε παραπάνω υποστηρίζει ο Μαρξ και γενικότερα η Μαρξιστική κριτική. Η αντίληψη αυτή, πάνω στην οποία στηρίζεται η θεωρία των Negri-Hardt που ο Zizek αναπαράγει σε όλες τις βασικές τις πλευρές, είναι τυπική για όλες τις αστικές θεωρίες της «μετά-βιομηχανικής» κοινωνίας.

Επίσης, το γεγονός ότι δεν γίνεται αναφορά πουθενά στην «κοινωνικά αναγκαία εργασία» έχει σαν αποτέλεσμα και η ίδια η Μαρξιστική θεωρία της αξίας που κριτικάρεται να παρουσιάζεται λανθασμένα. Ο Zizek και οι Negri-Hardt κριτικάρουν εδώ όχι την θεωρία του Marx αλλά του Ricardo η οποία είναι ριζικά διαφορετική από την Μαρξιστική (37). Ακόμα όμως και αν κανείς έδινε βάση στον ορισμό της εργασίας με βάση το περιεχόμενο και πάλι η εικόνα είναι πλαστή: οι «άυλες εργασίες» (όπως π.χ. οι πωλήσεις αλλά ακόμα και η πληροφορική) δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της «γενικής διάνοιας» που ο Zizek περιγράφει (38).

Η θέση για την κατάργηση της διάκρισης του εργάσιμου και μη χρόνου δεν επιβεβαιώνεται ούτε καν από το παράδειγμα της Microsoft που οι Negri-Hardt αναφέρουν (με το επιχείρημα ότι εκεί οι εργαζόμενοι παραμένουν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στην επιχείρηση και άρα συγχωνεύεται ο εργάσιμος με τον ελεύθερο χρόνο). Το αντίθετο συμβαίνει: η αύξηση του εργάσιμου χρόνου πραγματοποιείται κάτω από την οργάνωση του Κεφαλαίου μέσα στην παραγωγή και αυξάνει παντού τις ώρες εργασίας και το μερίδιο της απλήρωτης δουλειάς που αποσπά ο κεφαλαιοκράτης. Τα στατιστικά στοιχεία για την αύξηση των εργάσιμων ωρών σε χώρες του ανεπτυγμένου Καπιταλισμού επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση (39). Επίσης θα αρκούσε κανείς να αναφερθεί στην προσπάθεια όλων των αστικών τάξεων να αυξήσουν ακριβώς αυτό που οι Negri-Hardt ισχυρίζονται ότι τείνει να εξαφανιστεί: την υπεραξία μέσω της μείωσης των μισθών (και του «κοινωνικού μισθού» δηλαδή των υπηρεσιών πρόνοιας). Κραυγαλέο παράδειγμα αυτά που συμβαίνουν αυτές τις μέρες στην Ελλάδα όπου οι κατά 20% μειωμένοι μισθοί τα τελευταία δύο χρόνια, μειώνονται επιπλέον 20% και αυτό μάλιστα τίθεται ως όρος από τα αστικά κόμματα και τις διεθνείς ολοκληρώσεις του Κεφαλαίου (40).

Η άποψη ότι η «άυλη εργασία» ξεφεύγει από τον έλεγχο του Κεφαλαίου έρχεται και αυτή σε σύγκρουση με την εμπειρία. Η «πληροφοριακή επανάσταση» π.χ. αναδιοργάνωσε με αντιδραστικό τρόπο όλη την παραγωγική διαδικασία και είναι η βασική παραγωγική δύναμη και τεχνολογικό υπόβαθρο για την διεθνοποίηση του κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες (41). Αυτή η διεθνοποίηση δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί έξω από την οργάνωση της εργασίας και για αυτό εξάλλου τροποποιεί συνεχώς τις ιεραρχικές δομές, τους στόχους και τις κατευθύνσεις και στο εσωτερικό των Καπιταλιστικών πολυεθνικών.

Το «αδύνατο» της οργάνωσης της εργασίας και το «τέλος των συνδικάτων» δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε το ξέσπασμα εργατικών αγώνων (όπως το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα) ούτε γιατί μεγάλο μέρος της αστικής οικονομικής πολιτικής για την υπέρβαση της κρίσης επικεντρώνεται στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τον αυταρχισμό στους χώρους δουλειάς, το χτύπημα των μορφών συνδικαλιστικής οργάνωσης, δηλαδή ακριβώς στο τσάκισμα της δυνατότητας της εργατικής τάξης να παλέψει για την αξία της εργατικής δύναμης.

Ο Zizek επαναφέροντας το παράδειγμα της Microsoft ισχυρίζεται ότι στους «διανοητικούς εργάτες» στις μεγάλες επιχειρήσεις τύπου δεν υπάρχει ουσιαστικά εκμετάλλευση και λόγω υψηλών μισθών. Και εδώ βέβαια δεν πρωτοτυπεί. Το επιχείρημα της εκμετάλλευσης ή όχι με βάση μόνο το μισθό αποτελεί σήμα κατατεθέν της αγοραίας αστικής πολιτικής οικονομίας από τις απαρχές του Καπιταλισμού (και σήμερα πολύ περισσότερο). Και αντίστοιχη της αγοραίας πολιτικής οικονομίας είναι και η μέθοδος που χρησιμοποιεί.

Ας δούμε τα πράγματα συγκεκριμένα. Αν συγκρίνουμε τους «προνομιούχους» του 100 best companies to work for του Fortune με το εργατικό δυναμικό που καταγράφεται επίσημα το Δεκέμβρη του 2011 από το υπουργείο εργασίας των ΗΠΑ τότε βλέπουμε ότι το ποσοστό αυτών των «προνομιούχων» είναι 1,3%. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να προχωρήσει και σε άλλες κατηγοριοποιήσεις στον συνολικό αριθμό που δίνει το υπουργείο αλλά αυτό δεν θα άλλαζε και πολύ τα πράγματα (42). O Zizek εξάγει λοιπόν το συμπέρασμά του από το 1,3% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ στο οποίο υπάρχουν 13 εκατομμύρια άνεργοι και 8 εκατομμύρια που δουλεύουν part-time (εδώ δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στον υπόλοιπο κόσμο).

Πέρα όμως από τους αριθμούς (θα μπορούσε εξάλλου κάποιος να επαναφέρει τα επιχειρήματα του Negri για «ποιοτική» και όχι «ποσοτική» υπεροχή αυτών των εργαζομένων σε σχέση με τους υπόλοιπους, αν και ούτε οι Negri-Hardt ούτε ο Zizek περιγράφουν με ποιο τρόπο συντελείται αυτή η «ηγεμονία» της υποτιθέμενης «άυλης εργασίας») υπάρχουν και άλλα ζητήματα.

Ο Ζizek δεν αναφέρει ούτε στο βιβλίο, ούτε στο άρθρο πώς ορίζει τον «υψηλό μισθό». Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η δυνατότητα του μισθού να καλύπτει βασικές ανάγκες και ποιότητα ζωής δεν υπόκειται σε κάποιο αφηρημένο νούμερο που προσδιορίζεται «αντικειμενικά». Καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η προσφορά και ζήτηση εργατικής δύναμης στον εκάστοτε κλάδο από τις ιστορικές συνθήκες, η ταξική πάλη, η συνολική αξία του προϊόντος που παράγεται, «ο κοινωνικός μισθός» (για παράδειγμα στις ΗΠΑ υπάρχει σύστημα ιδιωτικής υγείας), το γενικότερο «κόστος ζωής», η φορολογία και μια σειρά άλλους παράγοντες. Το ύψος του μισθού όμως αυτό δεν αλλάζει την σχέση εκμετάλλευσης για τους εργαζόμενους. Δεν αλλάζει το γεγονός ότι πουλούν την εργατική τους δύναμη και ότι παράγουν κάτι που δεν κατέχουν και δεν καθορίζουν και το αποσπά ο Καπιταλιστής --μέσα στην παραγωγή-- και βγάζει κέρδος. Αυτό που αλλάζει το μέγεθος του μισθού είναι το πόσο πωλούν την εργατική τους δύναμη και όχι αν αυτή είναι αντικείμενο πώλησης.

Οι υψηλοί μισθοί σε πρωτοπόρους κλάδους της Καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Οι εμπνευστής του ταιηλορισμού-φορντισμού Ford ήταν διάσημος και για τους υψηλούς μισθούς στις επιχειρήσεις του. Ο όποιος «υψηλός» μισθός μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με αυτόν που έχουν άλλα τμήματα της εργατικής τάξης, θα είναι όμως πάντα «μικρός» σε σχέση με το μερίδιο που παίρνει ο Καπιταλιστής χωρίς να έχει παράγει τίποτα ο ίδιος (αλλιώς δεν έχει νόημα η αγοραπωλησία εργατικής δύναμης). Έτσι το γεγονός π.χ ότι το 1,3% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ μπορεί να έχει --λόγω του μισθού-- πρόσβαση σε υπηρεσίες και τρόπο ζωής που να του δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης (όπως τη δημιουργεί και στον Zizek) δεν είναι δείκτης αλλαγής της κοινωνικής σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Είναι απλά δείκτης διαφθοράς.

Ατυχές είναι και το παράδειγμα της τιμής του πετρελαίου. Και αυτό γιατί ο Zizek φαίνεται να αγνοεί ότι οι διακυμάνσεις των τιμών και η ανταπόκριση τους στην αγορά και την ζήτηση δεν αναιρούν την θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ. Αυτή η θεωρία εξηγεί τη διαδικασία με την οποία ο Καπιταλιστής αποσπά το κέρδος πρώτα μέσα στην παραγωγή κλέβοντας απλήρωτη δουλειά από τους εργαζόμενους. Το ότι αυτό το κέρδος μπορεί να πολλαπλασιάζεται σε μονοπωλιακές συνθήκες με την διόγκωση των τιμών καθόλου δεν αναιρεί την θεωρία. Το ότι κερδοσκοπεί ο Καπιταλιστής πάνω στο προϊόν του εργάτη κάνει πιο κοινωνικά άδικη την εκμετάλλευση του. Δεν την αναιρεί. (43)

Η εκτίμηση του Zizek ότι ο Marx «υποτίμησε» την «γενική διάνοια» και την «ιδιωτικοποίηση» της αυτοαναιρείται αφού, όπως είδαμε, θεμελιώνει τη θεωρία του για αυτήν απομονώνοντας ένα απόσπασμα από τα Grundrisse. Και για το ίδιο το «μίσθωμα» το έργο του Μαρξ τον διαψεύδει, αφού στο Κεφάλαιο υπάρχουν αναλυτικές αναφορές σε μορφές μισθώματος. Στα παραπάνω θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και άλλα επιχειρήματα: Ο Zizek πχ δεν εξηγεί με πιο ακριβώς «μη οικονομικό μέτρο» ιδιοποιούνται οι Καπιταλιστές την «γενική διάνοια», ούτε μέσα από ποια διαδικασία βγαίνει το κέρδος από το «μίσθωμα της γενικής διάνοιας» (αυτό δεν είναι όμως οικονομικό μέτρο»;) αν όχι απο την αγοραπωλησία εργατικής δύναμης.

Σε ό,τι αφορά την «επιβολή των καθολικών προτύπων» αυτό που περιγράφεται ουσιαστικά είναι το φαινόμενο της διαφήμισης. Η αντίληψη ότι η διαφήμιση δεν έχει καμία σχέση με τα προϊόντα, θέση που ο Zizek διατυπώνει με ακραίο τρόπο, είναι αστική αντίληψη και της παραγωγής και της διαφήμισης. Η διαφήμιση είναι τυπικό αποτέλεσμα της συγκέντρωσης του κεφαλαίου και της δημιουργίας πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλίων, τάση που υπήρχε από τις αρχές του Καπιταλισμού. Ο Μαρξ έγραφε ότι στον Καπιταλισμό «το προϊόν παίρνει αναγκαστικά έναν κοινωνικό και στενά συνδεδεμένο με τους κοινωνικούς συσχετισμούς χαρακτήρα, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται σαν κάτι το τυχαίο, αδιάφορο και όχι ουσιαστικό η άμεση ιδιότητα του σαν αξία χρήσης που μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη του παραγωγού». Αυτήν ακριβώς την πλευρά της αστικής ιδεολογίας ο Zizek την μετατρέπει σε θεωρία του «νέου» Καπιταλισμού το 2009, ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που κομμάτιασε τα πρότυπα του «καταναλωτικού» Καπιταλισμού.

Το επιχείρημα ότι η διαφήμιση αυτονομεί πλήρως την παραγωγή από την προώθηση του προϊόντος αγνοεί πρώτα από όλα ότι το προϊόν της εργασίας είναι η αφετηρία και η βάση της διαφήμισης, ακόμα και όταν δημιουργείται το πιο ισχυρό «καθολικό πρότυπο». Δεν υπάρχει διαφήμιση στον Καπιταλισμό που να μην διαφημίζει κάτι, είτε πρόκειται για προϊόντα είτε για υπηρεσίες. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού δεν θα έβγαινε κέρδος. Δεύτερον, η ίδια η διαδικασία της διαφήμισης δεν είναι απλά «επιβολή καταναλωτικών προτύπων». Είναι μια διαδικασία εξολοκλήρου Καπιταλιστική, δηλαδή σχεδιάζεται και εκτελείται με κριτήριο την προώθηση και την πώληση των συγκεκριμένων προϊόντων και τα πρότυπα ανάγονται σε διαφορετικές εκδοχές της αστικής ιδεολογίας. Τρίτον ακόμα και η «εμπειρία» που περιγράφει ο Zizek παίρνει συγκεκριμένη μορφή με τα προϊόντα και το περιβάλλον που την διαμορφώνουν. Η διαφήμιση δηλαδή δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς έναν ολόκληρο κλάδο από εργατικό δυναμικό, κτίρια, έντυπα, οπτικοακουστικά μέσα, τραπεζικά κεφάλαια κλπ, τα οποία τη δημιουργούν και τα οποία προσδιορίζουν και το περιεχόμενο της.

Η αντίληψη του Zizek για τον Καπιταλισμό ως μια αγορά «εμπειριών» τον οδηγεί στο σχήμα της «ανατροπής» του Μαρξ για τον φετιχισμό του εμπορεύματος. Τα «πράγματα», τα προϊόντα της εργασίας αποκτούν υπερφυσικές δυνάμεις: είναι τα ίδια που παράγουν, από μόνα τους, κοινωνικές σχέσεις σε «μυστικοποιημένη» μορφή («οι σχέσεις μεταξύ πραγμάτων εμφανίζονται σαν σχέσεις μεταξύ ανθρώπων»). Ο Zizek δηλαδή ανάγει την επιβολή «προτύπων» της αστικής ιδεολογίας σε ιδιότητα των «πραγμάτων» και στις κοινωνικές σχέσεις, και μάλιστα ισχυρίζεται ότι με αυτόν τον τρόπο οι ανθρώπινες σχέσεις «απελευθερώνονται» από τον μέχρι τώρα ιδεολογικό μανδύα, την ίδια στιγμή που η κρίση φέρνει στο προσκήνιο τα πιο αντιδραστικά ιδεολογικά ρεύματα.

Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι οι θέσεις για τα ταξικά υποκείμενα. Ο Zizek διασπά μηχανιστικά την εργατική τάξη σε τρία τμήματα («διανοητικούς εργάτες», «παλιά (;;;) εργατική τάξη» και «απόβλητους») και την ανάγει κατευθείαν σε τρείς εκδοχές της αστικής ιδεολογίας. (44) Η πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, η διαπάλη των ιδεολογικών ρευμάτων, οι αντιφάσεις της αστικής ιδεολογίας τακτοποιούνται σε νεκρά κουτάκια μιας καρικατούρας της πραγματικής εργατικής τάξης που έχει σχέση περισσότερο με το πώς βλέπει η αστική ιδεολογία τους εργάτες παρά η Μαρξιστική κριτική. Για παράδειγμα η ορολογία του «απόβλητου» (δηλαδή αυτού που ζει σε φτωχογειτονιά).

Καθώς για τον Zizek o Kαπιταλισμός στην παραγωγή ουσιαστικά έχει καταργηθεί αναζητά τα αίτια της διάσπασης αυτών των τμημάτων όχι στην εκμετάλλευση και την ταξική πάλη αλλά στην «έλλειψη οικουμενικού δημόσιου χώρου» (45). Όμως η απώλεια «δημόσιων χώρων» στον Καπιταλισμό και ιδιαίτερα στον σημερινό Καπιταλισμό της κρίσης είναι αποτέλεσμα και όχι αιτία της διάσπασης των εργαζομένων. Αυτή η έλλειψη είναι έκφραση ενός δομικού και μοναδικού στοιχείου του Καπιταλισμού, της διάσπασης «δημόσιου» και «ιδιωτικού» χώρου, «κοινωνίας των πολιτών» και «ατομικών δικαιωμάτων που ενοποιείται κάτω από την αστική εξουσία και ιδεολογία για την νομιμοποίηση της ταξικής εκμετάλλευσης στην «ιδιωτική κοινωνία». Αυτή η θεώρηση φυσικά δεν αντιστοιχεί στον εικονικό Καπιταλισμό του Zizek, γιατί εκεί θεωρείται ότι η ταξική εκμετάλλευση στην ιδιωτική σφαίρα έχει ήδη καταργηθεί, οπότε η άρση της διάσπασης της εργατικής τάξης περιορίζεται στην διεκδίκηση του «δημόσιου χώρου» και όχι στην ανατροπή των Καπιταλιστικών σχέσεων στην παραγωγή (46).

Η θεωρία του Zizek για την «μισθωτή μπουρζουαζία» είναι ουσιαστικά άλλη μια νεκρανάσταση, στα βασικά της σημεία, της αντιδραστικής θεωρίας της «επανάστασης των διευθυντών», θεωρία που είχε διατυπωθεί από έναν πρώην Τροτσκιστή, τον James Βurnham, το 1941 (47), ο οποίος υποστήριζε ότι περνάμε σε μια μετά-καπιταλιστική «διευθυντική» κοινωνία όπου, ακριβώς όπως υποστηρίζει και ο Zizek, τα διευθυντικά στελέχη έχουν υποκαταστήσει την αστική τάξη και έχουν αποκτήσει τον πραγματικό έλεγχο της παραγωγής. To λάθος που αποκρύπτει αυτή η θεωρία είναι ότι στην πραγματικότητα αυτοί οι διευθυντές και μάνατζερ που περιγράφει μπορεί να διευθύνουν π.χ. ένα εργοστάσιο αλλά η ιδιότητα τους ως «άρχουσα τάξη» ορίζεται από τον έλεγχο στα μέσα παραγωγής. Αν αυτός δεν υπάρχει τότε υπάγονται στους ανώτατους διευθυντές του κλάδου που κατέχουν τα μηχανήματα, το κεφάλαιο, τα κτίρια κλπ. Έτσι στις "διευθυντικές θεωρίες", ο έλεγχος στα μέσα παραγωγής εξισώνεται αυθαίρετα με τον έλεγχο της πρόσβασης στα μέσα παραγωγής, με την εξουσία της πρόσληψης ή της απόλυσης κ.α. (48)

Ο Zizek απλά αντιγράφει αυτά τα λάθη προσθέτοντας και την έννοια του «υπερμισθού» (αντί της «υπεραξίας») ο οποίος υποτίθεται ότι είναι η διαφορά από τον προλεταριακό «κατώτατο μισθό». Υποστηρίζει ότι αυτός ο «υπερμισθός» είναι και η βασική διαφορά από τους «κοινούς προλετάριους» (49). Όπως δείξαμε και πριν αυτή η θεωρία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ο προλεταριακός «κατώτατος μισθός» δεν μπορεί να οριστεί αυθαίρετα (ο ίδιος ο Zizek παραδέχεται ότι είναι μια «μυθική αναφορά»). Ακόμα και αν οριστεί, ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο για επαναφορά της Μαρξιστικής θεωρίας της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης στην παραγωγή, την οποία όμως ο Zizek προσπαθεί να ανατρέψει χρησιμοποιώντας την έννοια του υπερμισθού. Λαθεμένο πάλι είναι και το ίδιο το κριτήριο για τον μισθό σαν μέσο διαφοροποίησης της «μισθωτής μπουρζουαζίας» από τους κοινούς προλετάριους.

Αυτό ενισχύεται παραπέρα και από το επιχείρημα της «πραγματικής ανταγωνιστικότητας» (50) απέναντι στους υψηλούς μισθούς της «μισθωτής μπουρζουαζίας», επιχείρημα που οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα γνωρίζουν πολύ καλά τους τελευταίους μήνες, αφού ακριβώς αυτό έχει χρησιμοποιηθεί για να μειωθούν οι μισθοί τους 40%. Το επιχείρημα της «πραγματικής» ανταγωνιστικότητας και της «παρασιτικής» ανταγωνιστικότητας είναι μια κρίσιμη πλευρά της αστικής ιδεολογίας που αποκρύπτει ότι στον Καπιταλιστικό «ανταγωνισμό» το πραγματικό και το παρασιτικό είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που επιτελούν τον ίδιο «παραγωγικό» ρόλο. Αποφέρουν κέρδη για τους Καπιταλιστές. Αυτό είναι και το μοναδικό κριτήριο του Καπιταλιστικού ανταγωνισμού που σήμερα για να επιβιώσει στρέφεται πρώτα από όλα σε αυτό που ο Zizek ισχυρίζεται ότι έχει εξαφανιστεί: την υπεραξία.

Ο εικονικός Καπιταλισμός δημιουργεί και τα δικά του εικονικά κινήματα. Ο Zizek προβάλλει το σχήμα της «μισθωτής μπουρζουαζίας» πάνω στο σύνολο των αντιδράσεων στην Καπιταλιστική κρίση σε όλο τον κόσμο έστω και αν σπεύδει να κρατήσει αποστάσεις. Υποστηρίζει ότι η αντιδράσεις «δεν είναι προλεταριακές» αλλά αντιδράσεις της μισθωτής μπουρζουαζίας που «αντιστέκεται στην προλεταριοποίηση» (51). Η συμμετοχή ή και ηγεμονία των μικροαστικών στρωμάτων σε κινήματα κατά της κρίσης (όπως οι αγανακτισμένοι) προβάλλεται σαν η αντίδραση του συνόλου της κοινωνίας. Βέβαια αυτά τα στρώματα δεν έχουν σχέση ούτε με την εικονική μισθωτή μπουρζουαζία του Zizek αφού, ως γνωστόν, δεν αποσπούν κάποιον «υπερμισθό» από τα «κάτεργα της Ινδονησίας». Έτσι όχι μόνο εξαφανίζονται, με «αριστερή φρασεολογία», οι εργατικοί αγώνες σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική (Wisconsin κ.α) το τελευταίο διάστημα αλλά καταγγέλλονται και σαν «μη προλεταριακοί» για να στηριχθεί το θεωρητικό του σχήμα.

Το επιχείρημα είναι ακριβώς το ίδιο με την γραμμή του μαύρου μετώπου στην Ελλάδα που βαφτίζει «προνομιούχο» όποιον κατεβαίνει στο δρόμο. Μάλιστα για την Ελλάδα ο Zizek χρησιμοποιεί και την ίδια ακριβώς φρασεολογία με την κυβέρνηση και το ΔΝΤ για τους δημόσιους υπαλλήλους. Την ώρα που οι εργαζόμενοι σε τόσες επιχειρήσεις δίνουν μάχη για την ζωή και την αξιοπρέπεια τους, η πολιτική οικονομία του Ζizek προσπαθεί να τους πείσει ότι όχι μόνο δεν τους εκμεταλλεύονται οι Καπιταλιστές μέσα στη δουλειά αλλά και ότι οι αντιδράσεις τους έχουν σαν κίνητρο την «μη προλεταριοποιήση» και δεν είναι εργατικές.

Οι παραπάνω πλευρές είναι μόνο ορισμένες από αυτές που συνθέτουν το θεωρητικό εγχείρημα του Zizek. Το έργο του προφανώς δεν εξαντλείται εκεί, αν και οι παραπάνω θέσεις έχουν κεντρικό ρόλο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι προέρχονται από έναν συγγραφέα που στο παρελθόν άσκησε δριμύτατη κριτική στον μετά-μαρξισμό επικαλούμενος συχνά και τον Lenin, απόδειξη ότι στο περιβάλλον του εκφυλισμού του Μαρξισμού ως ταξική θεωρία, ως θεωρία υπεράσπισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης, οι «μαρξιστικές» και «λενινιστικές» αναφορές μπορούν εύκολα να μετατρέπονται σε «ταμπέλα» για θεωρητικές αντιπαράθεσεις για να εγκαταλείπονται, στην επόμενη στροφή, χάριν της αστικής ιδεολογίας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό γίνεται στην πιο κρίσιμη στιγμή της ταξικής πάλης, στην καρδιά της Καπιταλιστικής κρίσης, που η σημασία, η βαρύτητα και η ευθύνη των ιδεών πολλαπλασιάζεται. Όπως και σε προηγούμενες εποχές, τέτοιες στιγμές, διάφοροι διανοούμενοι και ρεύματα που σε προηγούμενες περιόδους μπορούσαν ανενόχλητα να προβάλλονται και να αναπαράγονται ως «μαρξιστικά» τώρα παίρνουν αναγκαστικά θέση. O Ζιzek δεν γράφει (όπως οι Negri-Hardt) το κείμενο του το 2000 η το 2004. Το γράφει το 2011 και επαναλαμβάνει θέσεις που διατύπωσε το 2009, έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Έτσι επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά ότι τέτοιες ιστορικές εποχές σαν αυτές που ζούμε σήμερα είναι οι εποχές που θα αποφασίσεις με ποιους θα πάς και ποιους θα αφήσεις.

Συμπεράσματα
Η πολιτική οικονομία του Slavoj Zizek είναι μια θεωρία βαθιά αντιδραστική που στην πραγματικότητα, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε, δεν είναι τίποτα άλλο από μια συρραφή αστικών θεωριών που αναπαράγονται για να συγκροτήσουν τον εικονικό Καπιταλισμό και την «υπέρβαση» του Μαρξισμού, στο όνομα βέβαια του Μαρξ: η αυτοκρατορία, η επανάσταση των διευθυντών, οι μεταβιομηχανικές θεωρίες, η αστική πολιτική οικονομία είναι μόνο μερικές από αυτές. Ειδικότερα για τη θεωρία της Αυτοκρατορίας, ο Zizek όπως είδαμε ενσωματώνει όλο το βασικό της πλαίσιο και διαφοροποιείται μόνο σε κάποια από τα συμπεράσματα.

Στο βαθμό που η θεωρητική δουλειά, σε τελευταία ανάλυση, είναι ταξική πάλη στο χώρο της θεωρίας, η πολιτική οικονομία του εικονικού Καπιταλισμού του Zizek στέκεται απέναντι από τα εργατικά συμφέροντα. Είναι όμως κατάλληλο προϊόν για ένα σημαντικό τμήμα της φοιτητικής και μετά-φοιτητικής αριστεράς αλλά και διάφορων μετά-μαρξιστών και αντικαπιταλιστών ευρώ διανοούμενων γιατί παρέχει θεωρητική στήριξη και κάλυψη στα αστικά και μικροαστικά ρεύματα που μέσω τμημάτων της «αριστεράς» διαμεσολαβούνται στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία.

Μια θεωρία που υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει εκμετάλλευση στην παραγωγή, ότι το πρόβλημα του Καπιταλισμού είναι η παρασιτική μισθωτή μπουρζουαζία που παίρνει υψηλούς μισθούς που δεν έχουν σχέση με την ανταγωνιστικότητα και που αυτή είναι που αντιδρά σήμερα, μαζί με την μαχητική στήριξη του Ευρωπαϊκού σφαγείου των λαών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναμφίβολα εξαιρετικά χρήσιμη στην σημερινή «αριστερή συζήτηση», ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο που προβάλλεται στο όνομα μιας αντίληψης που συνήθως δεν περιλαμβάνει πολιτικά και θεωρητικά επιχειρήματα, κριτική και αντί-κριτική, αλλά αναρτήσεις κειμένων στο διαδικτυακό σούπερ-μάρκετ των αριστερών ιδεών που αναπαράγονται στο όνομα του υποτιθέμενου «διαλόγου» και της «συμβολής».

Η κρίση και οι σημερινές αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις και κατά συνέπεια στην οργάνωση της παραγωγής, στην αστική ιδεολογία, στην ταξική συνείδηση, στην εργατική και αστική πολιτική, στα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος αποτελούν πραγματική πρόκληση για την ανάπτυξη της Μαρξιστικής κριτικής του Καπιταλισμού της εποχής μας. Κριτική που είναι ο δρόμος για να μην ανακαλύπτουμε κάθε λίγο τον τροχό, για να μην θεωρούμε ότι η «υπέρβαση του Μαρξισμού» βρίσκεται στην επιστροφή στο κάθε λογής αστικό προμαρξιστικό ρεύμα που κάθε τόσο, με ένα επίμονο και δογματικό τρόπο, μάς σερβίρεται σε καινούργιο περιτύλιγμα. Πολύ περισσότερο όταν η κρίση φέρνει στο προσκήνιο, μαζί με όλη την σκουριά των ξεθωριασμένων αστικών ιδεολογιών (με μαρξιστική βιτρίνα η όχι) την δυνατότητα και ανάγκη για μια νέα εξόρμηση των Κομμουνιστικών ιδεών και της Μαρξιστικής κριτικής, για μια νέα συνάντηση της Μαρξιστικής και Κομμουνιστικής διανόησης με την εργατική τάξη της εποχής μας και την πάλη της για την υπεράσπιση της ζωής και για μια κοινωνία πέρα από τον Καπιταλισμό.

Σημειώσεις:
1) Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα (εκδόσεις Scripta), Καλώς ορίσατε στην έρημο του πραγματικού (εκδόσεις Scripta), Βία: έξι λοξοί στοχασμοί (εκδόσεις Scripta), Λακάν (εκδόσεις Πατάκη), Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας (εκδόσεις Scripta) κ.α. Ήταν ομιλητής σε πρόσφατη εκδήλωση στην Αθήνα που διοργανώθηκε από το «Αριστερό Βήμα διαλόγου» στο οποίο συμμετέχουν-μεταξύ άλλων δυνάμεις από ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ βλ "Σήμερα ο Slavoi Zizek στο Πολυτεχνείο", Αριστερό Βήμα, "Ο ΣΥΡΙΖΑ στον αστερισμό του Zizek", το ΒΗΜΑ 24/12/2010. Το video της εκδήλωσης υπάρχει εδώ.

2) «Ο καπιταλισμός δεν έχει πια εξωτερικούς εχθρούς, έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του όρια. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε ότι αφορά τα ζητήματα της οικολογίας και της πνευματικής ιδιοκτησίας»-Συνέντευξη στο Zeit online, ελληνική μετάφραση στο Red Notebook, «Δώστε κόκκινο μελάνι στους διαδηλωτές της Wall Street»-Το ΒΗΜΑ 7/1/2012, "Ποιος φοβάται το Αραβικό επαναστατικό πνεύμα;" (άρθρο στην εφημερίδα Guardian, μετάφραση στο ιστολόγιο Παραλληλογράφος), για το νόημα των ταραχών στη Βρετανία (επίσης άρθρο στην Guardian που αναδημοσιεύσαμε και στο Praxis στα πλαίσια της συλλογής κειμένων για την πρόσφατη εξέγερση στην Αγγλία).

3) "Το Πνεύμα των Ιακωβίνων" (περιοδικό Jacobin), μεταφρασμένο στα ελληνικά, στο ιστολόγιο Avante Garde.

4) «Ας δούμε το παράδειγμα του Πόρτο Αλέγκρε, που είναι η μετεξέλιξη και ανάπτυξη του Σηάτλ. Αυτό που με σόκαρε είναι η απόλυτη –το τονίζω, απόλυτη – έλλειψη σοβαρού εναλλακτικού προγράμματος [...] διαφωνώ με τη μυθολογία των αριστερών ελευθεριακών, όπως ο Holloway που είναι ο ιδεολογικός εκφραστής των ανόητων πλέον γιατί δεν ήταν διόλου έτσι στην αρχή– Ζαπατίστας. Λένε: «Δεν θέλουμε την κρατική εξουσία, αλλά μόνο ν’ αποτελέσουμε τη φωνή της συνείδησης της κοινωνίας», και γι’ αυτό όλοι τους συμπαθούν. Γι’ αυτό η κυβέρνηση τους αφήνει να παρελαύνουν στην πόλη του Μεξικού, γιατί εν τέλει δεν αποτελούν κίνδυνο για κανέναν.» -Κοινή συνέντευξη Slavoi Zizek και Κώστα Δουζινά στο Red Notebook, ο.π

5) «Αυτό που προτείνω είναι, στο πλαίσιο της Αριστεράς, να βρείτε τις τομές συμφωνίας προκειμένου να συλλειτουργήσετε. Μπορείτε ακόμα και να δώσετε διαφορετικές ερμηνείες στα συμφωνηθέντα. Έχω, ίσως αφελώς, εμπιστοσύνη στην έμπρακτη δράση. Άπαξ και ξεκινήσετε κάτι κοινό, θα δείτε μετά πώς θα το προχωρήσετε». Κοινή συνέντευξη, ο.π.

6) «Το πιο απογοητευτικό, όσον αφορά την κρίση στην Ελλάδα, είναι η στάση της Ευρώπης»…………«κάποια κομμάτια της Αριστεράς έχουν υποκύψει στον πειρασμό να θεωρήσουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απλώς ένα όργανο του ΔΝΤ. Έτσι, το μόνο που τους απομένει να προτείνουν είναι: «Αποχώρηση, Αποσύνδεση από την Ε.Ε., επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας κ.ο.κ.». Θεωρώ ότι αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη ατραπός. Όχι μόνο για τον προφανή πολιτικό λόγο ότι θα μείνουμε μόνοι μας, αλλά και γιατί το πολιτικό επίδικο της νέας ρατσιστικής αντιμεταναστευτικής πολιτικής είναι, εν τέλει, αντιευρωπαϊκό». Και παρακάτω: «οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, όπως η Σερβία, πρέπει να ενταχθούν στην Ε.Ε». [...] Κοινή συνέντευξη, ο.π.

7) [...] «Είμαι απόλυτα υπέρ της Ευρώπης. Μιλώντας ως φιλόσοφος, θα σου αποδείξω ότι η κριτική της Ευρώπης γίνεται αντιληπτή με την προϋπόθεση της ύπαρξής της. Όλα τα κινήματα αποαποικιοποίησης ξεπήδησαν από τους διανοούμενους που τα εισήγαγαν από την Ευρώπη. Τι σημαίνει ανεξάρτητη Ινδία; Είναι μια ανακάλυψη της Ινδικής Φιλελεύθερης Σχολής στο Κέμπριτζ. Μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα». -Κοινή συνέντευξη Slavoi Zizek και Κώστα Δουζινά στο Red Notebook, τα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής και την Εποχή. Σε ένα άλλο κείμενο-συνέντευξη ο Zizek θα κατηγορήσει όσους στην Ελλάδα ασκούν κριτική στην Ευρώπη: «Η διάλυση της οικονομικής και πολιτικής ένωσης της Ευρώπης πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Οι Έλληνες δεν θα πρέπει τώρα να κατηγορούν την Ευρώπη για τα πολιτικά τους προβλήματα».-"Ο αυταρχικός Καπιταλισμός είναι ο νικητής της κρίσης", Red Notebook.

8) To κείμενο δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Λέσχη: φτιάνοντας τα τετράδια της ανυπότακτης θεωρίας (μετάφραση Κ.Μαριάς). Αναδημοσιεύτηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε διάφορα ιστολόγια. Εμείς το βρήκαμε από το Lenin Reloaded, που ήταν το μόνο στο οποίο βρήκαμε κριτικά σχόλια.

9) Η «μεταβιομηχανική κοινωνία» που συνοδεύτηκε από την εκτίμηση για το «τέλος των ιδεολογιών» αναγγέλθηκε από τον Daniel Bell το 1966 στο βιβλίο του End of Ideology. Μόλις δύο χρόνια αργότερα ξέσπασαν εξεγέρσεις σε όλο τον ανεπτυγμένο Καπιταλιστικό κόσμο, ενώ τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (όπως στο Βιετνάμ) αναμετρήθηκαν με τον Ιμπεριαλισμό στις χώρες του τρίτου κόσμου. Ακολούθησε η κρίση και η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση που αναβίωσε την πιο άγρια εκδοχή της αστικής ιδεολογίας. Το προβεβλημένο «τέλος των ιδεολογιών» αποδείχτηκε φιάσκο (το σκηνικό, σε μια διαφορετική συγκυρία, θα επαναλαμβανόταν εικοσιπέντε χρόνια αργότερα με τον F.Fukuyama και το «τέλος της ιστορίας»).

10) Πέρα από τις πολλές διαφορές ανάμεσα στις διάφορες προσεγγίσεις του «μεταβιομηχανικού» Καπιταλισμού υπήρχε πάντα μια κοινή συνισταμένη: η ανάδειξη μια τάσης --περισσότερο η λιγότερο πραγματικής-- της Καπιταλιστικής παραγωγής σε αιτία δημιουργίας ενός υποτιθέμενου «νέου» κοινωνικού συστήματος --μέσα στον Καπιταλισμό-- που άλλαζε ριζικά η και καταργούσε τις ταξικές αντιθέσεις (8). Έτσι, παρά τα εύσημα που απέδιδαν οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες στο έργο του Μαρξ, ήταν εγχειρήματα αντιπαραθετικά στον Μαρξισμό και σαν τέτοια αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται ενάντια στο εργατικό κίνημα. Για αυτό άλλωστε έβρισκαν πάντα και την αντίστοιχη προβολή και αναγνώριση από τα ΜΜΕ και τους οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης. Μάλιστα το γεγονός ότι αποτελούν, στις διάφορες παραλλαγές τους, μόνιμο χαρακτηριστικό της αστικής ιδεολογίας που οι ρίζες του φτάνουν μέχρι τις απαρχές της, ενισχύει την εκτίμηση ότι η «τεχνοκρατική μεταφυσική» θα συνεχίσει να εμφανίζεται (πάντα με τον μανδύα του «καινούργιου») για όσο αυτή η ιδεολογία και οι κοινωνικές σχέσεις που την αναπαράγουν παραμένουν κυρίαρχες (βλ. "Η έννοια της προόδου: η αστική και η μαρξιστική αντίληψη", Ευτύχης Μπιτσάκης).

Για αυτές τις θεωρίες (που βρέθηκαν σε έξαρση μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την υποχώρηση της Μαρξιστικής θεωρίας), η «κοινωνία της πληροφορίας» και ο «νέος εργαζόμενος της γνώσης» ουσιαστικά μετέτρεπαν την γνώση και την πληροφορία σε έναν αυτόνομο παράγοντα που όχι μόνο υπερισχύει έναντι του κεφαλαίου και της εργασίας αλλά έχει και την δυνατότητα από μόνος του να διαλύει τις κοινωνικές σχέσεις και να δημιουργεί νέες «μη-Καπιταλιστικές». Έτσι ο δρόμος προς την αταξική κοινωνία δεν βρισκόταν στην αμφισβήτηση του Καπιταλισμού αλλά π.χ. στην έλευση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, στην εξάπλωση του διαδικτύου κ.α. Και είναι ενδεικτικό ότι όσοι τις υποστήριξαν είτε κατέληξαν σε ανοιχτή απολογία και υπεράσπιση της Καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, είτε στράφηκαν στην αναζήτηση των υποτιθέμενων «μετά-βιομηχανικών» υποκειμένων που συχνά τα αποσπούσαν τεχνητά από το υπόλοιπο σώμα της εργατικής τάξης με διάφορες θεωρητικές ακροβασίες.

Για παράδειγμα ο Alvin Toffler διακήρυξε το 1982 τον ερχομό της «κοινωνίας της πληροφορίας» η οποία υποτίθεται ότι θα συνέτριβε την κοινωνική πυραμίδα Ο Andre Gorz (που βασίστηκε σε αυτές τις θεωρίες) αποχαιρέτησε το προλεταριάτο το 1986 στο βιβλίο του Αντίο Προλεταριάτο, βέβαιος ότι ο Μαρξισμός και οι τάξεις δεν είχαν πια λόγο ύπαρξης. Ο Jeremy Rifkin στο βιβλίο του Tο τέλος της εργασίας διαβεβαίωσε το 1996 ότι «ο κόσμος χωρίς καθόλου, σχεδόν, εργαζόμενους πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα».

Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Η πληροφορική τεχνολογία π.χ. που είναι το αγαπημένο θέμα πολλών από τους παραπάνω θεωρητικούς, δεν οδήγησε στην αναβάθμιση του γνωστικού περιεχομένου της εργασίας αλλά στο ακριβώς αντίθετο (με αποτέλεσμα το φαινόμενο του «ηλεκτρονικού αναλφαβητισμού») με αποκλειστικό σκοπό το Καπιταλιστικό κέρδος.

Καταρχήν ο Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής υπήρξε πολύ πριν την κυριαρχία της βιομηχανίας. Δύσκολα θα ισχυριστεί κανείς ότι όταν έγραφε ο Adam Smith τον «Πλούτο των εθνών» το 1776 (εγκαινιάζοντας την αστική πολιτική οικονομία, κάτι που προϋπέθετε την εμφάνιση πρωτόλειων έστω Καπιταλιστικών σχέσεων) υπήρχε βιομηχανική παραγωγή. Ο Marx εντόπισε την ανάπτυξη του Καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μαζί με αυτόν της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο σαν αναγκαία προϋπόθεση, ακόμα και τεχνολογικά, για την πραγματοποίηση της Καπιταλιστικής παραγωγής με βάση την εκμετάλλευση της απλήρωτης εργασίας.

Ο Lenin δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας ως προς αυτό το ζήτημα. Στην πολεμική του στους «φίλους του λαού» έδειξε ότι το κεφάλαιο δεν είναι ένα πράγμα (π.χ. χρήμα) ούτε απλά μια τεχνική παραγωγής (π.χ εργοστάσιο) αλλά μια κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Επομένως η ύπαρξη του Καπιταλισμού (η αντίστοιχα η υπέρβαση του) δεν μπορεί να κρίνεται αποκλειστικά με βάση την Βιομηχανική παραγωγή. Αυτός ο ισχυρισμός ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της Μαρξιστικής κριτικής του Lenin στους Ναροντνικούς, στις απαρχές του εργατικού και Κομμουνιστικού κινήματος στη Ρωσία, που προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους (έλλειψη βιομηχανίας, αδύναμη εσωτερική αγορά κα) να αποδείξουν το αδύνατο της ανάπτυξης του Καπιταλισμού.

Ακόμα όμως και αν, υποθετικά, αφήναμε στην άκρη τα παραπάνω, πάλι η έννοια του μετα-βιομηχανικού Καπιταλισμού είναι λαθεμένη, αφού δεν έχει σχέση με την ίδια την πραγματικότητα. Ο μετά-βιομηχανικός Καπιταλισμός είναι προϊόν της φαντασίας των διανοούμενων των ανεπτυγμένων Καπιταλιστικών χωρών που προβάλλουν (όπως και στο παρελθόν) ένα συγκεκριμένο φαινόμενο αυτό της μεταφοράς παραγωγικών μονάδων από δυτικές πολυεθνικές στον τρίτο κόσμο σαν παγκόσμια «νομοτέλεια». Αυτή η μεταφορά οδήγησε στην δημιουργία ενός νέου εξαθλιωμένου βιομηχανικού προλεταριάτου στον τρίτο κόσμο (μεγάλο μέρος του οποίου είναι ανήλικα παιδιά) το οποίο αριθμεί σήμερα εκατοντάδες εκατομμύρια και είναι η βάση για την κερδοφορία των πολυεθνικών. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και στον «πρώτο κόσμο» η βιομηχανία και η βιομηχανική παραγωγή απέχουν πολύ από το να έχουν εξαφανιστεί. Στην πραγματικότητα οι ανεπτυγμένες Καπιταλιστικές χώρες παραμένουν οι χώρες με την μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή στον πλανήτη. (βλ και το "Μεταβιομηχανικές φαντασιώσεις και σύγχρονος Καπιταλισμός", Άγγελος Καλοδούκας/ιστολόγιο Aformi- αναδημοσίευση στο Praxis εδώ).

11) Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα, σελ 201.

12) Ο Μαρξ γράφει: «Η ανάπτυξη ωστόσο των μηχανημάτων σε αυτήν την κατεύθυνση (σημ. Praxis: ιδιοποίησης ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο) παρουσιάζεται μόνο όταν η μεγάλη βιομηχανία έχει ήδη φτάσει σε ανώτερη βαθμίδα και όλες οι επιστήμες έχουν αιχμαλωτιστεί στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Και από την άλλη μεριά όταν τα ίδια τα διαθέσιμα μηχανήματα ήδη προσφέρουν μεγάλους πόρους. Τότε η εφεύρεση γίνεται επιχείρηση, και η εφαρμογή της γίνεται σκοπιά που την καθορίζει και την διακινεί» (Grundrisse σελ 537).

Εδώ τίθεται ένας όρος για την κυριαρχία της «επιστήμης στην ίδια την άμεση παραγωγή», μια «ανώτερη βαθμίδα» της μεγάλης βιομηχανίας όπου μόνο τότε μπορεί να εμφανιστεί.

Παρακάτω ο Μαρξ σχετικοποιεί την εκτίμηση ακόμα περισσότερο:

«Δεν είναι όμως αυτή η πορεία με την οποία γεννήθηκαν-σε γενικές γραμμές τα μηχανήματα-και ακόμα λιγότερο αυτή που ακολουθεί η λεπτομερειακή τους πρόοδος. Η πορεία αυτή είναι η ανάλυση-μέσα από τον καταμερισμό της εργασίας, που ήδη μετατρέπει τις ενέργειες των εργατών ολοένα περισσότερο σαν μηχανικές, ώστε σε ένα ορισμένο σημείο να μπορεί να πάρει τη θέση τους ο μηχανισμός….εδώ λοιπόν ο συγκεκριμένος τρόπος εργασίας εμφανίζεται άμεσα να μεταφέρεται από τον εργάτη στο κεφάλαιο με τη μορφή της μηχανής, και αυτή η μετάθεση να απαξιώνει το εργατικό δυναμικό του εργάτη. Για αυτό και η πάλη των εργατών ενάντια στα μηχανήματα. Αυτό που ήταν δραστηριότητα του ζωντανού εργάτη γίνεται δραστηριότητα της μηχανής. Έτσι παρουσιάζεται στον εργάτη χειροπιαστά η ιδιοποίηση της εργασίας από το κεφάλαιο, το κεφάλαιο να απορροφά τη ζωντανή εργασία-«σαν ερωτοχτυπημένο»

Εδώ ο Μαρξ περιγράφει την ακριβώς αντίθετη πορεία (η οποία μάλιστα ήταν αυτή με την οποία γεννήθηκαν τα μηχανήματα, δηλαδή η ανάπτυξη της βιομηχανίας). Αυτή η πορεία δεν οδηγεί στην «γενική διάνοια» αλλά τις θέτει ανυπέρβλητους όρους με την μόνιμη μεταφορά της τεχνογνωσίας όχι στη ζωντανή αλλά την νεκρή εργασία, τα μηχανήματα που αντικαθιστά σταδιακά τον εργάτη ο οποίος εκτελεί μηχανικές κινήσεις. Αυτή η πορεία είναι αυτή που θα διατυπώσει αργότερα στο Κεφάλαιο.

Αμέσως μετά όμως ο Μαρξ αναπτύσσει το αντίθετο επιχείρημα: «Όμως στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου ολοένα και λιγότερο εξαρτιέται από το χρόνο εργασίας και την ποσότητα καταβεβλημένης εργασίας. Ολοένα περισσότερο από τη δύναμη των υλικών παραγόντων που κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου. Και η δύναμη αυτή-η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα-δεν βρίσκεται σε καμία σχέση προς τον άμεσο χρόνο εργασίας που κοστίζει η παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτιέται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και την προόδο της τεχνολογίας.

Η εργασία δεν εμφανίζεται πια τόσο πολύ σαν ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία, όσο αντίθετα ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ο ίδιος σαν επόπτης και ρυθμιστής της παραγωγικής διαδικασίας. Προβάλλει δίπλα στην παραγωγική διαδικασία αντί να αποτελεί τον κυριότερο παραγοντά της.

Σε αυτή τη μεταλλαγή, σαν ο μεγάλος ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής και του πλούτου δεν εμφανίζεται η άμεση εργασία που εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος αυτής της εργασίας, αλλά η ιδιοποίηση της γενικής παραγωγικής δύναμης του ανθρώπου, η δική του κατανόηση της φύσης και ο εξουσιασμός της διαμέσου της ύπαρξης του ανθρώπου σαν κοινωνικού σώματος-με έναν λόγο, η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου. Η κλοπή ξένου εργάσιμου χρόνου, όπου βασίζεται ο σημερινός πλούτος, παρουσιάζεται σαν μίζερη η βάση μπροστά σε αυτή τη νέα βάση που δημιούργησε και ανέπτυξε η μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει -αναγκαστικά-ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης. Η υπερεργασία των πολλών έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη εργασία των λίγων έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού. Έτσι καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία, και η άμεση υλική παραγωγική διαδικασία αποβάλει τη μορφή της ανέχειας και αντιθετικότητας». Grundrisse σελ 538-539.

Σε αυτό το απόσπασμα και παρά ορισμένες αντιφατικές φράσεις φαίνεται ότι ο Μαρξ υποστηρίζει αυτό που περιγράφει ο Negri και ο Zizek: μια διαδικασία με όχημα την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας που τροποποιεί την εργασία και καταλήγει στην «κατάρρευση της παραγωγής που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία» και σε μια υλική παραγωγή «που αποβάλλει την ανέχεια».

Στις αμέσως επόμενες φράσεις θα παρουσιάσει τα παραπάνω σαν «αντίφαση»:

«Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας.

Άρα τοποθετεί την υπερεργασία ολοένα και περισσότερο σαν όρο –ζήτημα ζωής και θανάτου-[...] Από τη μια μεριά λοιπόν ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής, για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από το χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε για αυτόν. Από την άλλη μεριά, αυτές τις γιγαντιαίες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας, και να τις περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας.

Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις-που και οι δύο είναι διαφορετικές πλευρές της ανάπτυξης του κοινωνικού ατόμου-εμφανίζονται στο κεφάλαιο απλά και μόνο σαν μέσα, και για το κεφάλαιο δεν είναι παρά μέσα για να συνεχίσει να παράγει πάνω στη δική του στενή του βάση. Στην πραγματικότητα όμως αποτελούν τη βάση για να το ανατινάξουν»

Εδώ λοιπόν το «ξύπνημα της επιστήμης και της φύσης» είναι μια τάση που μετατρέπει το κεφάλαιο σε «κινούμενη αντίφαση».

Στο τέλος του κειμένου (ο Zizek στο βιβλίο αναπαράγει εδώ αυτούσιες τις φράσεις) το συμπέρασμα είναι ότι η ανάπτυξη του παγίου κεφαλαίου χρησιμεύει σαν δείκτης της γενικής κοινωνικής γνώσης:

«Η ανάπτυξη του παγίου κεφαλαίου δείχνει σε ποιο βαθμό η γενική κοινωνική γνώση έχει γίνει άμεση παραγωγική δύναμη και άρα οι όροι της κοινωνικής βιοτικής διαδικασίας έχουν οι ίδιοι υπαχθεί στον έλεγχο του γενικού νου και μετασχηματιστεί ταυτόχρονα. Σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις έχουν παραχθεί, όχι μόνο με τη μορφή της γνώσης, αλλά σαν άμεσα όργανα της κοινωνικής πρακτικής της πραγματικής βιοτικής διαδικασίας».

Έχουμε λοιπόν ένα πυκνό διφορούμενο κείμενο που ουσιαστικά καταγράφει δύο αντίθετες τάσεις τις οποίες ο Μαρξ κυριολεκτικά διατυπώνει τη μία πάνω στην άλλη: από την μία πλευρά την κυριαρχία της ιδιοποίησης της γενικής γνώσης η οποία προκύπτει από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και οδηγεί στην κατάρρευση της παραγωγής που βασίζεται στο νόμο της αξίας. Βέβαια και εδώ ο Μαρξ προσπαθεί να βάλει όρους «ανώτερη βαθμίδα».

Από την άλλη περιγράφεται η αντίστροφη τάση: Είναι η θέση που θα αναπτύξει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, (ΧVI- «καταμερισμός εργασίας και μεταποίηση» και XV «μηχανές και σύγχρονη βιομηχανία», βλ επίσης στο Σύγχρονος Καπιταλισμός και Παγκοσμιοποίηση, Σοφία Αντωνοπούλου/εκδόσεις Εξάντας, σελ 243) όπου υποστηρίζει ότι ο μετασχηματισμός της γνώσης και της επιστήμης σε τεχνολογία στον Καπιταλισμό δεν «απελευθερώνει» τον εργάτη γιατί μεταβιβάζεται διαρκώς και απορροφάται από τις μηχανές και όχι από τη ζωντανή εργασία.

Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται διαρκώς νέες μορφές διαχωρισμού της σύλληψης από την εκτέλεση στην παραγωγή, διαχωρισμός που αποτελεί δομικό στοιχείο του Καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και βασική του οργανωτική αρχή. Τα τμήματα π.χ. εκείνα τις εργατικής τάξης που εκτελούν εντολές και κινούν τα γρανάζια της οικονομικής μηχανής μπροστά σε έναν υπολογιστή έχουν την τεχνική ικανότητα να τον χειρίζονται αλλά δεν έχουν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, συνολική αντίληψη του σχεδίου και της οικονομικής δομής στην οποία εντάσσεται η εργασία τους, ούτε κανέναν έλεγχο σε αυτήν. Ακόμα και ο τειλορισμός-φορντισμός και η ανάπτυξη του δεν οδήγησαν σε κάποια «απελευθέρωση της εργασίας» αλλά αναδιοργάνωσαν με αντιδραστικό τρόπο όλη την παραγωγική διαδικασία κάτω από τον έλεγχο του Κεφαλαίου (βλ και το έργο του Harry Braverman Εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο-η υποβάθμιση της εργασίας στον 20ο αιώνα, εκδόσεις η Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα).

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το σχήμα που αποδίδει ο Negri (και ο Zizek) στον Μαρξ καταγράφεται μέσα σε ένα αντιφατικό κείμενο απλά σαν μία από τις πλευρές/ιστορικές τάσεις τις Καπιταλιστικής παραγωγής. Καθώς στα Grundrisse το ζήτημα μένει ανοικτό, ο Μαρξ στο συμπέρασμα περιγράφει την ανάπτυξη παγίου κεφαλαίου σαν δείκτη της μετατροπής της γενικής κοινωνικής γνώσης σε παραγωγική δύναμη. Στο Κεφάλαιο διατυπώνει με σαφήνεια την «ιδιοποίηση» της γενικής κοινωνικής γνώσης όχι από την ζωντανή αλλά από την νεκρή εργασία.

13) Τα Grundrisse oχι μόνο δεν δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε αλλά δεν απασχόλησαν ούτε τον Ένγκελς ούτε τους υπόλοιπους Μαρξιστές για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Ο ίδιος ο Μαρξ πουθενά στο Κεφάλαιο δεν παρέπεμψε σε αυτά. Το 1923 τα ανακάλυψε ο Ντ.Ραζιάνοφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Μαρξ - Ένγκελς (ΜΕΙ) στη Μόσχα, και οργανωτής του Marx Engels Gesamtausgabe (MEGA), των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς. Λόγω των τότε συνθηκών στο κομμουνιστικό κίνημα (ο Ραζιάνοφ συνελήφθη το 1931 και εκτελέστηκε το 1937 για να αποκατασταθεί το 1958) και του πολέμου έγιναν γνωστά μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1950, εκατό χρόνια μετά την συγγραφή τους. "Διάδοση και υποδοχή των Grundrisse ανά τον κόσμο", Marcello Musto, Θέσεις Τεύχος 104, περίοδος Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008

14) Ο Μαρξ γράφει στην σελίδα που μας κατευθύνει ο Zizek: «Η εξοικονόμηση εργάσιμου χρόνου ισοδυναμεί με αύξηση του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή του χρόνου για την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου. Και αυτή η ανάπτυξη αντεπιδρά η ίδια με τη σειρά της, σαν η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη, πάνω στην παραγωγικότητα της εργασίας. Από τη σκοπιά της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί σαν παραγωγή πάγιου κεφαλαίου. Αυτό το πάγιο κεφάλαιο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος». Από εδώ ο Zizek αναπαράγει, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα τις παραπάνω απόψεις (Grundrisse σελ 544).

Η επιλεκτική αξιοποίηση αποσπασμάτων από τα παραπάνω κείμενα για ένα γενικό σχήμα της Καπιταλιστικής κοινωνίας που υποτίθεται ότι αναιρεί την υπεραξία και όλες τις μαρξιστικές κατηγορίες μάλλον έχει περισσότερο σχέση με την «τσιτατολογία» που τα ρεύματα αυτά συνήθως χρεώνουν στον ιστορικό κομμουνισμό παρά με μια ολοκληρωμένη θεωρητική υποστήριξη των θέσεων που προβάλλουν. Αποσπάσματα των Grundrisse έχουν, πολύ πριν τον Zizek, αποτελέσει μόνιμη αναφορά των ρευμάτων του «εργατισμού» από τα οποία προέρχονται μια σειρά συγγραφείς (όπως ο Negri) για να εγκαταλειφτεί σταδιακά η μαρξιστική θεωρία της αξίας (βλ και Π. Σωτήρης, "Αντιφάσεις μιας δημοκρατικής ουτοπίας. Σημειώσεις πάνω στο Πλήθος των Negri και Hardt", περιοδικό Θέσεις Τεύχος 110, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2010)

15) Το Κεφάλαιο-τόμος πρώτος. Το τμήμα βρίσκεται στο τέταρτο μέρος («η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας»), δέκατο τρίτο κεφάλαιο και έχει τον τίτλο «οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία» (σελ 386-521).

16) Το Κεφάλαιο-τόμος δεύτερος.

17) Είναι γνωστό πώς στο εσωτερικό του Μαρξισμού αναπτύχθηκαν ρεύματα που τοποθετούνταν με διαφορετικό τρόπο στο ζήτημα παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων. Όμως αυτήν ήταν μια αντιπαράθεση για το βαθμό στον οποίο καθορίζει η μία πλευρά την άλλη στον Καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και όχι για το αν μπορούσε να καταργηθεί η εκμετάλλευση-εντός του Καπιταλισμού-, όπως υποστηρίζουν οι «μεταβιομηχανικές» θεωρίες.

18) The Multitude and the Kangaroo: A Critique of Hardt and Negri’s Theory of Immaterial Labour, David Camfield, σελ 2.

19) Ο Φουκώ εισάγει στη δεκαετία του 1970 τις έννοιες της βιοεξουσίας και της βιοπολιτικής, για να περιγράψει ένα σύνολο από πρακτικές και τεχνικές εξουσίας, πειθάρχησης και κρατικής διαχείρισης, που αφορούν τη ζωντανή εργασία, την υγεία, τη μακροζωία, τη σεξουαλικότητα, τους όρους διαβίωσης, και τα οποία συνδέει ρητά με την ανάδυση και ηγεμονία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ήδη από το 19ο αιώνα. Ως τέτοια, η «βιοπολιτική» έχει αναμφίβολο ενδιαφέρον και χρησιμότητα και μπορεί να αποτελέσει αφετηρία χρήσιμων ερευνών και επεξεργασιών. Δεν έχει, όμως, καμία σχέση με κάποια υποτιθέμενη μετάβαση του καπιταλισμού προς την εκμετάλλευση όχι μόνο της εργασίας αλλά συνολικά της σκέψης και κάθε δημιουργικής ικανότητας, της ζωής γενικά (Σωτήρης Παναγιώτης, "Αντιφάσεις μιας δημοκρατικής ουτοπίας. Σημειώσεις πάνω στο Πλήθος των Negri και Hardt", περιοδικό Θέσεις Τεύχος 110, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2010) –βλ και Michel Foucault-Η ιστορία της σεξουαλικότητας τόμος 1 και Η δίψα για γνώση-εκδόσεις Ράππα.

20) The Multitude and the Kangaroo: A Critique of Hardt and Negri’s Theory of Immaterial LabourDavid Camfield, σελ 5.

21) Η Αυτοκρατορία- A.Negri/M.Hardt, σελ 395.

22) Πλήθος- A.Negri/M.Hardt, σελ 121-170 (το υποκεφάλαιο με τίτλο οι «επικίνδυνες τάξεις»).

23) Πλήθος- A.Negri/M.Hardt, σελ 155.

24) Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα, σελ 209.

25) Ο.π σελ 211, επίσης στο "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας"

26) "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας"

27) "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας"

28) Ο.π.

29) Ο.π.

30) Ο.π.

31) Ο.π.

32) Ο.π.

33) "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας".

34) «Αυτή η νέα μπουρζουαζία ακόμα αποσπά υπεραξία, αλλά με τη (μυστικοποιημένη) μορφή αυτού που έχει ονομαστεί “υπέρ-μισθός” πληρώνεται περισσότερο από τον προλεταριακό “κατώτατο μισθό” (ένα συχνά μυθικό σημείο αναφοράς που το μοναδικό του πραγματικό παράδειγμα στο σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό είναι ο μισθός ενός εργάτη σ’ ένα κάτεργο στην Κίνα ή την Ινδονησία), και αυτή είναι η διαφοροποίησή του από τους κοινούς προλετάριους που καθορίζει και τη θέση του. Ο αστός με την κλασική έννοια του όρου τείνει να εξαφανιστεί» "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας."

35) "Για το νόημα των ταραχών στη Βρετανία."

36) "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας."

37) Η θεωρία του Μάρξ είναι διαφορετική γιατί δεν εστιάζεται μόνο στην παραγωγικότητα της εργασίας αλλά και στην εντατικοποίηση της εργασίας καθώς διακρίνει, αντίθετα με τη Ρικαρδιανή θεωρία, την εργασία από την εργατική δύναμη. Ο ίδιος ο Μαρξ θα κριτικάρει στο συγκεκριμένο ζήτημα τον Ricardo στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου . Αυτή η διαφορά είναι σημαντική γιατί θεμελιώνει την άποψη του Μαρξ ότι όλες οι τεχνικές τροποποιήσεις είναι Καπιταλιστικές (και μεγάλο μέρος τους αποσκοπεί σε μεγαλύτερη υπεραξία στην ίδια εργάσιμη μέρα) ενώ αντίθετα ο Ricardo τις περιορίζει στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο Εργάτης και το χρονόμετρο- Benjamin Coriat- /εκδόσεις Ασυνέχεια 1985(πρώτη έκδοση 1976) σελ 190-191

38) The Multitude and the Kangaroo: A Critique of Hardt and Negri’s Theory of Immaterial LabourDavid Camfield σελ 18.

39) The Multitude and the Kangaroo: A Critique of Hardt and Negri’s Theory of Immaterial LabourDavid Camfield, σελ 20.

40) 20% κάτω οι μισθοί (που το 2010-2011 μειώθηκαν ήδη 19%!) με τα νέα μέτρα/ Praxis/Ριζοσπάστης 31/1/12.

41) Σύγχρονος Καπιταλισμός και Παγκοσμιοποίηση-Σοφία Αντωνοπούλου/εκδόσεις Εξάντας, σελ 243).

42) Εκεί βέβαια περιλαμβάνονται και διευθυντικές θέσεις, προϊστάμενοι αλλά και κλάδοι παραγωγής που δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία της «διανοητικής εργασίας» του Zizek κλπ.

43) Salaried bourgeois on "revolt of the salaried bourgeoisie"-Lenins Tomb.

44) "Οι διανοούμενοι εργάτες έχουν ιδεολογία τον «πεφωτισμένο ηδονισμό», η παλιά εργατική τάξη τον «λαϊκιστικό φονταμενταλισμό» και οι απόβλητοι τις «ακραίες και μοναδικές μορφές». Αυτήν η νοητική κατασκευή παρουσιάζεται και ως Χεγκελιανή και συνεπάγεται και συγκεκριμένες συμπεριφορές ανά τμήμα Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα, σελ 213.

45) "Η πολιτική κοινωνία η οποία οργανώνεται γύρω από την πολιτική εξουσία στον Καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής έχει ένα χαρακτηριστικό που την διαφοροποιεί από προ-καπιταλιστικές εποχές: την διάσπαση «δημόσιου» και «ιδιωτικού» χώρου, «κοινωνίας των πολιτών» και «ατομικών δικαιωμάτων». Με άλλα λόγια, την διάσπαση ανάμεσα στην πολιτική κοινωνία όπου όλοι εμφανίζονται τυπικά ίσοι, αφού ο καθένας έχει από μία ψήφο η (ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν εκλογές) την ιδιότητα του «πολίτη» και στην κοινωνική πραγματικότητα όπου δεν έχει ο καθένας τα μέσα παραγωγής, την ίδια ιδιοκτησία και επομένως τον ίδιο ελεύθερο χρόνο, την ίδια παιδεία, κα.

Η πολιτική εξουσία στον Καπιταλισμό, κάτω από όλες τις διάφορες μορφές που παίρνει ιστορικά, είναι η έκφραση στο πεδίο της «πολιτικής κοινωνίας» των ταξικών ανισοτήτων. Είναι η ενσωμάτωση και καταστολή των ταξικών ανταγωνισμών έτσι ώστε να διασφαλίζεται η διαιώνιση της εξουσίας της κυρίαρχης αστικής τάξης συνολικά και όχι μόνο των «προνομίων» που απολαμβάνει ένα τμήμα της (πχ τράπεζες). Αυτός είναι και ο λόγος που όλες οι «δημοκρατίες», οι «δικτατορίες», οι «βοναπαρτισμοί» κλπ στις αστικές κοινωνίες είναι εγχειρήματα νομιμοποίησης της ταξικής εκμετάλλευσης στην «ιδιωτική κοινωνία» όπου η ικανότητα για εργασία (και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα) έχει γίνει εμπόρευμα που πουλιέται κάθε μέρα στην αγορά.

Οι δύο προηγούμενες θέσεις (η πολιτική εξουσία ως ταξική εξουσία και η πολιτική εξουσία στην αστική κοινωνία ως σισύφεια απόπειρα «άρσης» της διάσπασης «δημόσιου» και «ιδιωτικού») αναβαθμίζουν (και όχι το αντίθετο όπως υποστηρίζουν διάφορα αναρχικά η αριστερίστικα ρεύματα) την ανάγκη της εκτίμησης για τις συγκεκριμένες μορφές που παίρνει κάθε φορά η πολιτική εξουσία. Αυτές οι μορφές είναι αποτέλεσμα μιας πολυσύνθετης διαδικασίας που είναι συνάρτηση της ταξικής πάλης, της φάσης του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου (κρίση-ύφεση-ανάπτυξηη), των διεθνικών και εθνικών ενδοαστικών ανταγωνισμών, των ιδεολογικών και ευρύτερα των πολιτισμικών ρευμάτων, της ιστορικής παράδοσης και συλλογικής μνήμης γύρω από τις τομές που διαμορφώνουν τα πολιτικά ρεύματα κα."

H κάλπικη δημοκρατία-Συντακτική επιτροπή της Μαρξιστικής επιθεώρησης Praxis.

46) Η θεωρία αυτή έγινε στην εποχή της αποδεκτή με ενθουσιασμό από τους Αμερικανούς επιχειρηματίες αφού τους έλυνε πολλαπλά προβλήματα: υποστηρίζοντας ότι ο Καπιταλισμός έχει καταργηθεί και ότι επίκειται το πέρασμα στην «διευθυντική κοινωνία» κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Σοβιετική Ένωση δεν είναι σοσιαλιστική και ότι η Αμερική δεν είναι Καπιταλιστική. Η επανάσταση των διευθυντών -James Βurnam/εκδόσεις Κέδρος.

47) "Η αυταπάτη της επανάστασης των διευθυντών", Paul Sweezy (περιέχεται στο Παρόν σαν Ιστορία, εκδόσεις Μπουκομάνη σελ 59).

48) "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας."

49) "Η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας."

50) O.π.

51) Ο.π.


Βιβλιογραφία:

Αντωνοπούλου Σοφία- Σύγχρονος Καπιταλισμός και Παγκοσμιοποίηση- /εκδόσεις Εξάντας 2008

Braverman Harry-Εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο-η υποβάθμιση της εργασίας στον 20ο αιώνα/εκδόσεις η Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα

Coriat Benjamin Ο Εργάτης και το χρονόμετρο- - /εκδόσεις Ασυνέχεια 1985(πρώτη έκδοση 1976)

Foucault Michel- Η ιστορία της σεξουαλικότητας/ εκδόσεις Ράππα (πρώτη έκδοση 1978)

Foucault Michel- Η δίψα για γνώση/εκδόσεις Ράππα 1985

Fukuyama Francis-Tο τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος/εκδόσεις Λιβάνη 1993 (πρώτη έκδοση 1992)

Gorz Andre-Αντίο Προλεταριάτο/εκδόσεις νέα σκέψη 1986

Καλοδούκας Άγγελος -Μεταβιομηχανικές φαντασιώσεις και σύγχρονος Καπιταλισμός- /ιστολόγιο Aformi αναδημοσίευση στο Praxis εδώ

Lenin V.I – Τι είναι οι φίλοι του λαού και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες/’Απαντα τόμος 1 sel 125-344/εκδόσεις Συγχρονη εποχή.

Lenins Tomb Salaried bourgeois on "revolt of the salaried bourgeoisie"

Marx Karl- Grundrisse-Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας/εκδόσεις Στοχαστής 1990

Marx Karl- Το Κεφάλαιο/εκδόσεις Σύγχρονη εποχή 1996

Musto Marcello "Διάδοση και υποδοχή των Grundrisse ανά τον κόσμο"-Θέσεις Τεύχος 104

Μπιτσάκης Ευτύχης -Η έννοια της προόδου: η αστική και η μαρξιστική αντίληψη

Negri A/Hardt M- Αυτοκρατορία/εκδόσεις Scripta 2002 (πρώτη έκδοση 2000)

Negri A/Hardt M- Το Πλήθος/εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2011 (πρώτη έκδοση 2004)

Σωτήρης Παναγιώτης- "Αντιφάσεις μιας δημοκρατικής ουτοπίας. Σημειώσεις πάνω στο Πλήθος των Negri και Hardt", περιοδικό Θέσεις Τεύχος 110, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2010.

Toffler Alvin -To Σοκ του μέλλοντος/ εκδόσεις Κάκτος

Rifkin Jeremy-Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της/εκδόσεις Λιβάνη 1996 (πρώτη έκδοση 1995).

Zizek Slavoj- Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα/εκδόσεις Scripta 2011 (πρώτη έκδοση 2009).

Zizek Slavoj- Καλώς ορίσατε στην έρημο του πραγματικού/εκδόσεις Scripta.

Zizek Slavoj- Βία: έξι λοξοί στοχασμοί/εκδόσεις Scripta.

Zizek Slavoj–Λακάν/εκδόσεις Πατάκη.

Zizek Slavoj–Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας/εκδόσεις Scripta.

Zizek Slavoj "Ποιος φοβάται το Αραβικό επαναστατικό πνεύμα;" (άρθρο στην εφημερίδα Guardian, μετάφραση στο ιστολόγιο Παραλληλογράφος)

Zizek Slavoj-«Δώστε κόκκινο μελάνι στους διαδηλωτές της Wall Street»-Το ΒΗΜΑ 7/1/2012.

Zizek Slavoj- "Για το νόημα των ταραχών στη Βρετανία", άρθρο στην Guardian.

Zizek Slavoj- "Το Πνεύμα των Ιακωβίνων" (περιοδικό Jacobin), μεταφρασμένο στα ελληνικά στο ιστολόγιο Avante Garde.

Δεν υπάρχουν σχόλια: