Michel Varschavsky
Λιγότερο
από έναν χρόνο πριν, όλη η περιοχή του
αραβικού κόσμου, από την Τυνησία στα
δυτικά μέχρι την Υεμένη στα νοτιοανατολικά,
ήταν η αρένα μιας γιγαντιαίας και άνευ
προηγουμένου λαϊκής εξέγερσης για
ελευθερία και δημοκρατία. Οι δικτατορίες
του Μουμπάρακ και του Μπεν Αλί, που είχαν
διαρκέσει δεκαετίες, ανατράπηκαν μέσα
σε λίγες εβδομάδες και ο δρόμος προς
νέα δημοκρατικά καθεστώτα φαινόταν
ορθάνοιχτος. Δεν αμφισβητήθηκαν όλα τα
καθεστώτα της περιοχής, αλλά δεν υπήρξε
χώρα που να μην επηρεάστηκε από τα λαϊκά
κινήματα εντός ή εκτός των συνόρων τους
– εκτός από μία: το κράτος του Ισραήλ.
Το Ισραήλ έμοιαζε με νησίδα σταθερότητας σε μια θάλασσα αναταραχής και επαναστάσεων, και οι ηγέτες του δεν δίστασαν ούτε λεπτό να πουλήσουν αυτή τη σταθερότητα στις δυτικές κυβερνήσεις: «για να υπερασπιστείς τα συμφέροντά σου στην περιοχή, δεν μπορείς να εμπιστευτείς ακόμα και τις πιο σκληρές δικτατορίες που υποστηρίζεις με χρήματα και στρατιωτικό εξοπλισμό· αργά ή γρήγορα, λαϊκά κινήματα μπορεί να αναλάβουν την εξουσία και να απειλήσουν ό,τι έχεις επενδύσει σε αυτές τις συμμαχίες», είπαν, επί της ουσίας, οι ισραηλινοί ηγέτες στους δυτικούς εταίρους τους. «Το κράτος του Ισραήλ είναι ο μόνος σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχός σας».
Λίγους μήνες μετά, η «ισραηλινή σταθερότητα» εκτοπίστηκε από τη μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση που έχει δει ποτέ η χώρα: ξεκινώντας από μια μικρή κατασκήνωση διαδηλωτών στο Τελ Αβίβ που γρήγορα επεκτάθηκε σε πολλές άλλες πόλεις, το κίνημα διογκώθηκε με ολοένα μεγαλύτερες διαδηλώσεις, με αποκορύφωμα τις 3 Σεπτέμβρη, ημέρα που 450.000 άτομα διαδήλωσαν στους δρόμους του Τελ Αβίβ, στη μεγαλύτερη διαμαρτυρία στην ιστορία του ισραηλινού κράτους.
Το φλεγόμενο ζήτημα της στέγασης
Το κίνημα ξεκίνησε γύρω από ένα μόνο αίτημα: τη στέγαση. Αφού πέρασαν αρκετές δεκαετίες κατά τις οποίες ένα ζευγάρι Ισραηλινών είχε πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγαση χάρη σε κρατικά επιδοτούμενα δάνεια, η νέα νεοφιλελεύθερη οικονομία το καθιστά πλέον σχεδόν αδύνατο: ένα νέο ζευγάρι, στο οποίο τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα κερδίζουν έναν αξιοπρεπή μισθό, δεν μπορεί πλέον να αγοράσει διαμέρισμα. Οι περικοπές στις κρατικές επιδοτήσεις και η κατάργηση των φτηνών δανείων, η ιδιωτικοποίηση της γης και η διάλυση του δημόσιου συστήματος στέγασης καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση σε στέγαση για ένα νέο ζευγάρι.
Αυτή η πολιτική χτυπά όχι μόνο τους φτωχούς, αλλά και την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης. Και, πράγματι, το κίνημα ξεκίνησε ως κίνημα της μεσαίας τάξης. Μόνο πρόσφατα τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας άρχισαν να συμμετέχουν, τόσο στις κυριότερες πόλεις όσο και στη λεγόμενη περιφέρεια. Ας θυμηθούμε ότι σύμφωνα με το Ισραηλινό Ίδρυμα Εθνικής Ασφάλισης, το 30% των παιδιών στο Ισραήλ ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή σχεδόν το ¼ των Ισραηλινών θεωρούνται φτωχοί, σε μια χώρα που είναι πιο πλούσια από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αμφισβητώντας τη νεοφιλελεύθερη επιλογή
Πολύ γρήγορα, ωστόσο, οι διεκδικήσεις σχετικά με τη στέγαση εξελίχτηκαν σε μια συνολική αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου συστήματος καθαυτό. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου είναι από τους πιο μαχητικούς ηγέτες στον κόσμο ως προς την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης οικονομικής τάξης· όταν διετέλεσε υπουργός Οικονομικών (1998-1999) η οικονομία της αγοράς ήταν η θρησκεία του, η ιδιωτική επιχείρηση και ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός η Αγία Γραφή του. Και πράγματι, σε λίγες χώρες ήταν η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων επιχειρήσεων και της δημόσιας περιουσίας τόσο βίαιη και ολοκληρωτική. Σχεδόν τίποτα δεν απομένει από το παλιό κοινωνικό –κάποιοι θα έλεγαν ακόμα και σοσιαλιστικό– κράτος πρόνοιας, και ακόμα και το εκπαιδευτικό σύστημα σταδιακά ιδιωτικοποιείται. Η επιστροφή του Νετανιάχου στην πρωθυπουργία σήμανε μια νέα επίθεση, αλλά αυτή τη φορά, αντί για μετωπική επίθεση στις φτωχές και τις μεσαίες τάξεις, ο Νετανιάχου επέλεξε μια άλλη προσέγγιση: να τα δώσει στους πλούσιους, κυρίως μέσω της δραστικής μείωσης των φόρων στις επιχειρήσεις και στα υψηλά προσωπικά εισοδήματα.
Επί Νετανιάχου η σχέση χρήματος-εξουσίας φάνηκε απροκάλυπτα με έναν εντελώς προκλητικό τρόπο, ενώ η προσωπική φιλία που ενώνει τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους ανώτερους αξιωματούχους με τους «μεγιστάνες» –όπως αποκαλούν στο Ισραήλ τους εκπροσώπους της ολιγαρχίας– είναι στην πρώτη σελίδα των τοπικών μίντια σχεδόν κάθε μέρα. Φωνάζοντας «Ο λαός απαιτεί κοινωνική δικαιοσύνη» και «Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις – κοινωνικό κράτος», οι διαδηλωτές αμφισβητούν την ίδια την καρδιά της οικονομικής και κοινωνικής φιλοσοφίας και πρακτικής της πολιτικής Νετανιάχου. «Κυβέρνηση των μεγιστάνων», έτσι αντιλαμβάνεται η ισραηλινή μεσαία τάξη την κυβέρνηση Νετανιάχου, και δικαίως: όλα τα άλλα τμήματα της κοινωνίας αποκλείονται, όχι μόνο οι φτωχοί.
Νέα στρώματα συμμετέχουν – από το κέντρο στην περιφέρεια
Μετά από λίγες εβδομάδες κινητοποιήσεων, ωστόσο, νέα στρώματα αρχίζουν να συμμετέχουν στον αγώνα, από την επονομαζόμενη «ισραηλινή περιφέρεια». Η «περιφέρεια» έχει διπλό νόημα: σημαίνει τόσο τη γεωγραφική περιφέρεια, όσους ζουν δηλαδή εκτός των τριών μεγάλων πόλεων (Τελ Αβίβ, Ιερουσαλήμ, Χάιφα), αλλά και την κοινωνική περιφέρεια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων, οι φτωχότερες τάξεις δεν συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, των οποίων ο εκπρόσωπος επέμενε ότι οι συμμετέχοντες ανήκουν στη μεσαία τάξη, λες και αυτό το κοινωνιολογικό στοιχείο θα έπρεπε να τους εξασφαλίσει προνόμια σε σχέση με τους φτωχούς. Επιπλέον, επέμειναν ότι, σε αντίθεση με τους φτωχούς, υπάρχουν οι «κανονικοί Ισραηλινοί», που στη γλώσσα των Ισραηλινών σημαίνει το να πληρώνεις φόρους και να υπηρετείς στο στρατό. Τη νύχτα του Σαββάτου, στις 13 Αυγούστου, δεκάδες χιλιάδες Ισραηλινοί της «περιφέρειας» ξεχύθηκαν στους δρόμους στις πόλεις Νετάνια και Μπερ Σεβά, αλλάζοντας έτσι την ταξική φυσιογνωμία του κινήματος. Κατά συνέπεια, δύο νέες κατηγορίες βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή της κινητοποίησης: οι φτωχές γυναίκες (ειδικά στη Χάιφα) και η παλαιστινιακή μειονότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, διατυπώθηκαν νέα αιτήματα που προσιδιάζουν σε αυτές τις κατηγορίες. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ισραηλινοί καλωσόρισαν τους Άραβες διαδηλωτές, ορισμένοι μάλιστα εξήγησαν ότι «δεν έχουν καθόλου πρόβλημα με τους Άραβες, αλλά μισούν τους Παλαιστίνιους» (sic).
Το κίνημα
Στο πρώτο τους στάδιο, τα κινήματα διαμαρτυρίας θύμιζαν τις πρωτοβουλίες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ την πρώτη δεκαετία του αιώνα: κανένα πρόγραμμα, καμία ηγεσία και καμία κοινή ατζέντα εκτός από τα δύο προαναφερθέντα συνθήματα. Ο καθένας ήταν στο κίνημα και αναδείκνυε τα δικά του αιτήματα και τις ανησυχίες. Η λεωφόρος Ρότσιλντ του Τελ Αβίβ, όπου στήθηκαν οι πρώτες σκηνές διαδηλωτών, μετατράπηκε σε ένα τεράστιο φόρουμ συζητήσεων, ανταλλαγής απόψεων και διαλόγου, σε συνδυασμό με τις πολιτιστικές δραστηριότητες· γνωστοί καλλιτέχνες ήρθαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους και να συνεισφέρουν στην κινητοποίηση. Οι διαδηλωτές επέμεναν ότι δεν ανήκουν «ούτε στη Δεξιά ούτε στην Αριστερά», και πράγματι πολλοί ψηφοφόροι του Λικούντ συμμετέχουν στο κίνημα. Επιμένουν επίσης να κάνουν διάκριση μεταξύ ενός «κοινωνικού» και ενός «πολιτικού» κινήματος, αρνούμενοι κατηγορηματικά ότι είναι «πολιτικοί». Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ωστόσο, ότι το κίνημα αμφισβητεί ανοιχτά τη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία και ζητά την επιστροφή του κοινωνικού κράτους. Υπό αυτήν την έννοια, πρόκειται για μια ρήξη με τη συναινετική πολιτική όλων των μεγάλων ισραηλινών κομμάτων – του Λικούντ, του Καντίμα και των διαφόρων διασπάσεων του Εργατικού Κόμματος. Η πραγματική φύση του κινήματος και οι εκπρόσωποί του θα αποκαλυφθούν όταν κληθούν να δώσουν απάντηση στην ερώτηση που έχει ήδη τεθεί από τον Νετανιάχου και τους διευθύνοντες στο Υπουργείο Οικονομικών: περισσότερα χρήματα για στέγαση, υγεία και εκπαίδευση, αλλά από πού θα τα πάρουμε; Η ερώτηση είναι σχετική και η απάντηση προφανής: από τα τεράστια κονδύλια για οικισμούς, από τα κονδύλια για την άμυνα, από τις φορολογικές απαλλαγές των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών. Υπάρχουν πολλά χρήματα για να πάρεις από αυτές τις πηγές, και η απόφαση να το κάνεις είναι πολιτική.
Ένας νέος ορισμός του «λαού»
Δεν πρέπει να περιοριστούμε στο πώς αντιλαμβάνεται το κίνημα τον εαυτό του και τα αιτήματά του. Κάτι πολύ βαθύτερο μπορεί να συμβαίνει, παρόλο που θα χρειαστεί χρόνος και πολιτικές μάχες πριν αποφέρει καρπούς. Στο Ισραήλ, η έννοια του «λαού» ήταν συνώνυμη με το «έθνος» – το εβραϊκό έθνος του Ισραήλ. Ο λαός ήταν πάντοτε ο «λαός του Ισραήλ» με τη βιβλική έννοια – όχι με τη σύγχρονη δημοκρατική σημασία της συλλογικότητας των πολιτών του κράτους του Ισραήλ. Απέκλειε από την κυρίαρχη συλλογικότητα τους μη Εβραίους πολίτες, την παλαιστινιακή μειονότητα συγκεκριμένα, παρόλο που αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% του πληθυσμού. Στις περισσότερες διαδηλώσεις οι εκπρόσωποι ήταν εξαιρετικά σαφείς όταν μιλούσαν εξ ονόματος «όλου του λαού», και συνήθιζαν να διευκρινίζουν: «θρησκευόμενων και μη θρησκευόμενων, Ασκενάζι (ευρωπαϊκής καταβολής) και Μιζράχι (αραβικής και μεσογειακής προέλευσης), Εβραίων και Αράβων». Και όντως η αραβική μειονότητα του Ισραήλ ήταν μέρος του κινήματος, και στις «μεικτές» πόλεις όπως η Χάιφα οι διαδηλώσεις ήταν πραγματικά κοινές εβραιοαραβικές διαδηλώσεις. Ας ελπίσουμε και ας ονειρευτούμε ότι ο νέος «Αm Israel» (Λαός του Ισραήλ) γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου, όπως το νέο γαλλικό έθνος το 1789, ως ένας πολιτειακός ορισμός του λαού στη θέση ενός εθνικού/θρησκευτικού ορισμού. Εάν αυτό αποδειχτεί αλήθεια, τότε το φιλόδοξο σύνθημα των διαδηλωτών «Επανάσταση!» δεν ήταν υπερβολή.
Η αντίδραση του Νετανιάχου
Η πρώτη αντίδραση του Βενιαμίν Νετανιάχου απέναντι στο κίνημα δεν προκάλεσε έκπληξη («το κίνημα υποκινείται πολιτικά και χειραγωγείται από την Αριστερά»), αλλά αμέσως μετά οι στενοί του σύμβουλοι τον έκαναν να καταλάβει ότι αν το κίνημα είναι η Αριστερά στο Ισραήλ, τότε η Αριστερά αποτελεί και τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Έτσι άλλαξε την επιχειρηματολογία του, υποστηρίζοντας ότι μια αλλαγή στις προτεραιότητες του προϋπολογισμού θα μείωνε την ασφάλεια του Ισραήλ. Ο Εχούντ Μπαράκ, από το ρετιρέ του σε ένα από τα πιο ακριβά κτίρια του Τελ Αβίβ, ήταν ακόμα πιο ωμός : «Το Ισραήλ δεν είναι Ελβετία» – είπε ο «κιμπούτσνικ» που έγινε εκατομμυριούχος. Ως συνήθως στο Ισραήλ, η πρώτη απάντηση της κυβέρνησης ήταν να συστήσει μια επιτροπή. Με επικεφαλής τον καθηγητή Τράχτενμπεργκ, η εντολή της επιτροπής είναι πολύ περιορισμένη και τα μέλη της δεν δύνανται –και κυρίως δεν θέλουν– να κατανοήσουν το κύριο αίτημα του κινήματος διαμαρτυρίας: τον τερματισμό της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πρακτικής και την επιστροφή σε κάποια μορφή ρυθμιζόμενου καπιταλισμού. Στην καλύτερη περίπτωση, η επιτροπή θα επικεντρωθεί σε μια κριτική της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, θα αποκηρύξει τους «μεγιστάνες» και θα προτείνει κάποια μέτρα για τον περιορισμό της οικονομικής τους εξουσίας. Το επόμενο βήμα της η σημερινή ακροδεξιά κυβέρνηση μπορεί κάλλιστα να το εμπνευστεί από τον Εχούντ Μπαράκ: να δημιουργήσει ένα θερμό επεισόδιο στα σύνορα με μία από τις γείτονες χώρες ή ακόμα να προκαλέσει μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών στο Ισραήλ, ελπίζοντας ότι η «ασφάλεια» θα ξαναδημιουργήσει πνεύμα εθνικής ενότητας απέναντι σε μια ξένη απειλή. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που μια ισραηλινή κυβέρνηση θα ακολουθήσει αυτή τη βρόμικη στρατηγική. Φαίνεται όμως ότι η κοινή γνώμη στο Ισραήλ είναι πιο οξυδερκής απ’ ό,τι στο παρελθόν: όταν εκπρόσωποι της κυβέρνησης έθεσαν το ζήτημα της ασφάλειας, η απάντηση των διαδηλωτών ήταν «Στέγαση, παιδεία, υγεία είναι η πραγματική μας ασφάλεια», δείχνοντας, κατά μία έννοια, ότι έχουν επίγνωση αυτού του παλιού κόλπου. Θα είναι αυτή η επίγνωση ικανή για να αποτρέψει την ισραηλινή κυβέρνηση από το να ξεκινήσει έναν πόλεμο; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε από την ισραηλινή Δεξιά στην επίσκεψη των πολεμοκάπηλων Τσακ Νόρις και Γκλεν Μπεκ και οι ρατσιστικές τους δηλώσεις δεν είναι σίγουρα καλό σημάδι.
Ένα συνολικό εναλλακτικό πρόγραμμα
Οι διαδηλωτές αντέδρασαν στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης συστήνοντας τη δική τους επιτροπή, αποτελούμενη από προοδευτικούς οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και κοινωνικούς ακτιβιστές. Αυτή η εναλλακτική ομάδα έχει πολύ ετερογενή σύνθεση, συμπεριλαμβάνοντας τον πρώην υποδιοικητή της Τράπεζας του Ισραήλ, και πολλοί ακτιβιστές έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους. Όλοι όσοι ανήκουν στο προοδευτικό στρατόπεδο θα συμφωνούσαν ότι οποιαδήποτε εναλλακτική λύση πρέπει να περιλαμβάνει:
- μια ριζική αύξηση της χρηματοδότησης για την υγεία, την εκπαίδευση και το κοινωνικό κράτος
- την εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου για τη δημόσια στέγαση και την κατανομή των εγκεκριμένων κονδυλίων για την ανέγερση κοινωνικών κατοικιών σε όλη τη χώρα
- ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την ανάπτυξη της «περιφέρειας»
- την αύξηση των φόρων στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων
- την απαλλοτρίωση των άδειων κατοικιών σε όλη τη χώρα
- τη διάλυση της Ισραηλινής Διοίκησης Γαιών.
Αλλά αυτά δεν είναι αρκετά, ενώ στα παρακάτω πρόσθετα αιτήματα σίγουρα δεν συναινεί το κίνημα, που προσπαθεί σκληρά να μην είναι ούτε δεξιό ούτε αριστερό. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι, όπως και η δημοκρατία, έτσι και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να διαιρεθεί και υπάρχουν μόνο δύο επιλογές:
- Η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στις πιο αδύναμες κοινότητες, συγκεκριμένα στις αραβικές και στις ακραία ορθόδοξες (εβραϊκές) κοινότητες· αυτές οι κοινότητες σίγουρα δεν είναι το κύριο μέλημα των εκπροσώπων του κινήματος διαμαρτυρίας που ανήκουν στη μεσαία τάξη.
- Για τη χρηματοδότηση των δίκαιων αιτημάτων των διαδηλωτών χρειάζεται να απαιτηθούν μεγάλες περικοπές στα κονδύλια για τους οικισμούς και την «ασφάλεια». Αργά ή γρήγορα, το κίνημα θα πρέπει να δώσει ένα τέλος στον ισχυρισμό του ότι είναι «απολίτικο». Η Δεξιά και η Αριστερά είναι δύο αντίθετες κατευθύνσεις, με τη μία να οδηγεί σε περισσότερη φτώχεια και κοινωνικές διακρίσεις και την άλλη σε πιο δίκαιη διανομή του πλούτου. Ένα από τα πιο φιλόδοξα συνθήματα των διαδηλωτών ήταν «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ». Είναι πράγματι ένα πολύ φιλόδοξο σύνθημα. Για την επίτευξη έστω και ενός μικρού μέρους του, χρειάζεται να γίνουν επιλογές και να τελειώσει η ψευδαίσθηση περί εθνικής ενότητας.
Μετάφραση: Ράνια Σβίγκου
Το Ισραήλ έμοιαζε με νησίδα σταθερότητας σε μια θάλασσα αναταραχής και επαναστάσεων, και οι ηγέτες του δεν δίστασαν ούτε λεπτό να πουλήσουν αυτή τη σταθερότητα στις δυτικές κυβερνήσεις: «για να υπερασπιστείς τα συμφέροντά σου στην περιοχή, δεν μπορείς να εμπιστευτείς ακόμα και τις πιο σκληρές δικτατορίες που υποστηρίζεις με χρήματα και στρατιωτικό εξοπλισμό· αργά ή γρήγορα, λαϊκά κινήματα μπορεί να αναλάβουν την εξουσία και να απειλήσουν ό,τι έχεις επενδύσει σε αυτές τις συμμαχίες», είπαν, επί της ουσίας, οι ισραηλινοί ηγέτες στους δυτικούς εταίρους τους. «Το κράτος του Ισραήλ είναι ο μόνος σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχός σας».
Λίγους μήνες μετά, η «ισραηλινή σταθερότητα» εκτοπίστηκε από τη μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση που έχει δει ποτέ η χώρα: ξεκινώντας από μια μικρή κατασκήνωση διαδηλωτών στο Τελ Αβίβ που γρήγορα επεκτάθηκε σε πολλές άλλες πόλεις, το κίνημα διογκώθηκε με ολοένα μεγαλύτερες διαδηλώσεις, με αποκορύφωμα τις 3 Σεπτέμβρη, ημέρα που 450.000 άτομα διαδήλωσαν στους δρόμους του Τελ Αβίβ, στη μεγαλύτερη διαμαρτυρία στην ιστορία του ισραηλινού κράτους.
Το φλεγόμενο ζήτημα της στέγασης
Το κίνημα ξεκίνησε γύρω από ένα μόνο αίτημα: τη στέγαση. Αφού πέρασαν αρκετές δεκαετίες κατά τις οποίες ένα ζευγάρι Ισραηλινών είχε πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγαση χάρη σε κρατικά επιδοτούμενα δάνεια, η νέα νεοφιλελεύθερη οικονομία το καθιστά πλέον σχεδόν αδύνατο: ένα νέο ζευγάρι, στο οποίο τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα κερδίζουν έναν αξιοπρεπή μισθό, δεν μπορεί πλέον να αγοράσει διαμέρισμα. Οι περικοπές στις κρατικές επιδοτήσεις και η κατάργηση των φτηνών δανείων, η ιδιωτικοποίηση της γης και η διάλυση του δημόσιου συστήματος στέγασης καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση σε στέγαση για ένα νέο ζευγάρι.
Αυτή η πολιτική χτυπά όχι μόνο τους φτωχούς, αλλά και την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης. Και, πράγματι, το κίνημα ξεκίνησε ως κίνημα της μεσαίας τάξης. Μόνο πρόσφατα τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας άρχισαν να συμμετέχουν, τόσο στις κυριότερες πόλεις όσο και στη λεγόμενη περιφέρεια. Ας θυμηθούμε ότι σύμφωνα με το Ισραηλινό Ίδρυμα Εθνικής Ασφάλισης, το 30% των παιδιών στο Ισραήλ ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή σχεδόν το ¼ των Ισραηλινών θεωρούνται φτωχοί, σε μια χώρα που είναι πιο πλούσια από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αμφισβητώντας τη νεοφιλελεύθερη επιλογή
Πολύ γρήγορα, ωστόσο, οι διεκδικήσεις σχετικά με τη στέγαση εξελίχτηκαν σε μια συνολική αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου συστήματος καθαυτό. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου είναι από τους πιο μαχητικούς ηγέτες στον κόσμο ως προς την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης οικονομικής τάξης· όταν διετέλεσε υπουργός Οικονομικών (1998-1999) η οικονομία της αγοράς ήταν η θρησκεία του, η ιδιωτική επιχείρηση και ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός η Αγία Γραφή του. Και πράγματι, σε λίγες χώρες ήταν η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων επιχειρήσεων και της δημόσιας περιουσίας τόσο βίαιη και ολοκληρωτική. Σχεδόν τίποτα δεν απομένει από το παλιό κοινωνικό –κάποιοι θα έλεγαν ακόμα και σοσιαλιστικό– κράτος πρόνοιας, και ακόμα και το εκπαιδευτικό σύστημα σταδιακά ιδιωτικοποιείται. Η επιστροφή του Νετανιάχου στην πρωθυπουργία σήμανε μια νέα επίθεση, αλλά αυτή τη φορά, αντί για μετωπική επίθεση στις φτωχές και τις μεσαίες τάξεις, ο Νετανιάχου επέλεξε μια άλλη προσέγγιση: να τα δώσει στους πλούσιους, κυρίως μέσω της δραστικής μείωσης των φόρων στις επιχειρήσεις και στα υψηλά προσωπικά εισοδήματα.
Επί Νετανιάχου η σχέση χρήματος-εξουσίας φάνηκε απροκάλυπτα με έναν εντελώς προκλητικό τρόπο, ενώ η προσωπική φιλία που ενώνει τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους ανώτερους αξιωματούχους με τους «μεγιστάνες» –όπως αποκαλούν στο Ισραήλ τους εκπροσώπους της ολιγαρχίας– είναι στην πρώτη σελίδα των τοπικών μίντια σχεδόν κάθε μέρα. Φωνάζοντας «Ο λαός απαιτεί κοινωνική δικαιοσύνη» και «Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις – κοινωνικό κράτος», οι διαδηλωτές αμφισβητούν την ίδια την καρδιά της οικονομικής και κοινωνικής φιλοσοφίας και πρακτικής της πολιτικής Νετανιάχου. «Κυβέρνηση των μεγιστάνων», έτσι αντιλαμβάνεται η ισραηλινή μεσαία τάξη την κυβέρνηση Νετανιάχου, και δικαίως: όλα τα άλλα τμήματα της κοινωνίας αποκλείονται, όχι μόνο οι φτωχοί.
Νέα στρώματα συμμετέχουν – από το κέντρο στην περιφέρεια
Μετά από λίγες εβδομάδες κινητοποιήσεων, ωστόσο, νέα στρώματα αρχίζουν να συμμετέχουν στον αγώνα, από την επονομαζόμενη «ισραηλινή περιφέρεια». Η «περιφέρεια» έχει διπλό νόημα: σημαίνει τόσο τη γεωγραφική περιφέρεια, όσους ζουν δηλαδή εκτός των τριών μεγάλων πόλεων (Τελ Αβίβ, Ιερουσαλήμ, Χάιφα), αλλά και την κοινωνική περιφέρεια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων, οι φτωχότερες τάξεις δεν συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, των οποίων ο εκπρόσωπος επέμενε ότι οι συμμετέχοντες ανήκουν στη μεσαία τάξη, λες και αυτό το κοινωνιολογικό στοιχείο θα έπρεπε να τους εξασφαλίσει προνόμια σε σχέση με τους φτωχούς. Επιπλέον, επέμειναν ότι, σε αντίθεση με τους φτωχούς, υπάρχουν οι «κανονικοί Ισραηλινοί», που στη γλώσσα των Ισραηλινών σημαίνει το να πληρώνεις φόρους και να υπηρετείς στο στρατό. Τη νύχτα του Σαββάτου, στις 13 Αυγούστου, δεκάδες χιλιάδες Ισραηλινοί της «περιφέρειας» ξεχύθηκαν στους δρόμους στις πόλεις Νετάνια και Μπερ Σεβά, αλλάζοντας έτσι την ταξική φυσιογνωμία του κινήματος. Κατά συνέπεια, δύο νέες κατηγορίες βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή της κινητοποίησης: οι φτωχές γυναίκες (ειδικά στη Χάιφα) και η παλαιστινιακή μειονότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, διατυπώθηκαν νέα αιτήματα που προσιδιάζουν σε αυτές τις κατηγορίες. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ισραηλινοί καλωσόρισαν τους Άραβες διαδηλωτές, ορισμένοι μάλιστα εξήγησαν ότι «δεν έχουν καθόλου πρόβλημα με τους Άραβες, αλλά μισούν τους Παλαιστίνιους» (sic).
Το κίνημα
Στο πρώτο τους στάδιο, τα κινήματα διαμαρτυρίας θύμιζαν τις πρωτοβουλίες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ την πρώτη δεκαετία του αιώνα: κανένα πρόγραμμα, καμία ηγεσία και καμία κοινή ατζέντα εκτός από τα δύο προαναφερθέντα συνθήματα. Ο καθένας ήταν στο κίνημα και αναδείκνυε τα δικά του αιτήματα και τις ανησυχίες. Η λεωφόρος Ρότσιλντ του Τελ Αβίβ, όπου στήθηκαν οι πρώτες σκηνές διαδηλωτών, μετατράπηκε σε ένα τεράστιο φόρουμ συζητήσεων, ανταλλαγής απόψεων και διαλόγου, σε συνδυασμό με τις πολιτιστικές δραστηριότητες· γνωστοί καλλιτέχνες ήρθαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους και να συνεισφέρουν στην κινητοποίηση. Οι διαδηλωτές επέμεναν ότι δεν ανήκουν «ούτε στη Δεξιά ούτε στην Αριστερά», και πράγματι πολλοί ψηφοφόροι του Λικούντ συμμετέχουν στο κίνημα. Επιμένουν επίσης να κάνουν διάκριση μεταξύ ενός «κοινωνικού» και ενός «πολιτικού» κινήματος, αρνούμενοι κατηγορηματικά ότι είναι «πολιτικοί». Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ωστόσο, ότι το κίνημα αμφισβητεί ανοιχτά τη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία και ζητά την επιστροφή του κοινωνικού κράτους. Υπό αυτήν την έννοια, πρόκειται για μια ρήξη με τη συναινετική πολιτική όλων των μεγάλων ισραηλινών κομμάτων – του Λικούντ, του Καντίμα και των διαφόρων διασπάσεων του Εργατικού Κόμματος. Η πραγματική φύση του κινήματος και οι εκπρόσωποί του θα αποκαλυφθούν όταν κληθούν να δώσουν απάντηση στην ερώτηση που έχει ήδη τεθεί από τον Νετανιάχου και τους διευθύνοντες στο Υπουργείο Οικονομικών: περισσότερα χρήματα για στέγαση, υγεία και εκπαίδευση, αλλά από πού θα τα πάρουμε; Η ερώτηση είναι σχετική και η απάντηση προφανής: από τα τεράστια κονδύλια για οικισμούς, από τα κονδύλια για την άμυνα, από τις φορολογικές απαλλαγές των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών. Υπάρχουν πολλά χρήματα για να πάρεις από αυτές τις πηγές, και η απόφαση να το κάνεις είναι πολιτική.
Ένας νέος ορισμός του «λαού»
Δεν πρέπει να περιοριστούμε στο πώς αντιλαμβάνεται το κίνημα τον εαυτό του και τα αιτήματά του. Κάτι πολύ βαθύτερο μπορεί να συμβαίνει, παρόλο που θα χρειαστεί χρόνος και πολιτικές μάχες πριν αποφέρει καρπούς. Στο Ισραήλ, η έννοια του «λαού» ήταν συνώνυμη με το «έθνος» – το εβραϊκό έθνος του Ισραήλ. Ο λαός ήταν πάντοτε ο «λαός του Ισραήλ» με τη βιβλική έννοια – όχι με τη σύγχρονη δημοκρατική σημασία της συλλογικότητας των πολιτών του κράτους του Ισραήλ. Απέκλειε από την κυρίαρχη συλλογικότητα τους μη Εβραίους πολίτες, την παλαιστινιακή μειονότητα συγκεκριμένα, παρόλο που αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% του πληθυσμού. Στις περισσότερες διαδηλώσεις οι εκπρόσωποι ήταν εξαιρετικά σαφείς όταν μιλούσαν εξ ονόματος «όλου του λαού», και συνήθιζαν να διευκρινίζουν: «θρησκευόμενων και μη θρησκευόμενων, Ασκενάζι (ευρωπαϊκής καταβολής) και Μιζράχι (αραβικής και μεσογειακής προέλευσης), Εβραίων και Αράβων». Και όντως η αραβική μειονότητα του Ισραήλ ήταν μέρος του κινήματος, και στις «μεικτές» πόλεις όπως η Χάιφα οι διαδηλώσεις ήταν πραγματικά κοινές εβραιοαραβικές διαδηλώσεις. Ας ελπίσουμε και ας ονειρευτούμε ότι ο νέος «Αm Israel» (Λαός του Ισραήλ) γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου, όπως το νέο γαλλικό έθνος το 1789, ως ένας πολιτειακός ορισμός του λαού στη θέση ενός εθνικού/θρησκευτικού ορισμού. Εάν αυτό αποδειχτεί αλήθεια, τότε το φιλόδοξο σύνθημα των διαδηλωτών «Επανάσταση!» δεν ήταν υπερβολή.
Η αντίδραση του Νετανιάχου
Η πρώτη αντίδραση του Βενιαμίν Νετανιάχου απέναντι στο κίνημα δεν προκάλεσε έκπληξη («το κίνημα υποκινείται πολιτικά και χειραγωγείται από την Αριστερά»), αλλά αμέσως μετά οι στενοί του σύμβουλοι τον έκαναν να καταλάβει ότι αν το κίνημα είναι η Αριστερά στο Ισραήλ, τότε η Αριστερά αποτελεί και τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Έτσι άλλαξε την επιχειρηματολογία του, υποστηρίζοντας ότι μια αλλαγή στις προτεραιότητες του προϋπολογισμού θα μείωνε την ασφάλεια του Ισραήλ. Ο Εχούντ Μπαράκ, από το ρετιρέ του σε ένα από τα πιο ακριβά κτίρια του Τελ Αβίβ, ήταν ακόμα πιο ωμός : «Το Ισραήλ δεν είναι Ελβετία» – είπε ο «κιμπούτσνικ» που έγινε εκατομμυριούχος. Ως συνήθως στο Ισραήλ, η πρώτη απάντηση της κυβέρνησης ήταν να συστήσει μια επιτροπή. Με επικεφαλής τον καθηγητή Τράχτενμπεργκ, η εντολή της επιτροπής είναι πολύ περιορισμένη και τα μέλη της δεν δύνανται –και κυρίως δεν θέλουν– να κατανοήσουν το κύριο αίτημα του κινήματος διαμαρτυρίας: τον τερματισμό της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πρακτικής και την επιστροφή σε κάποια μορφή ρυθμιζόμενου καπιταλισμού. Στην καλύτερη περίπτωση, η επιτροπή θα επικεντρωθεί σε μια κριτική της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, θα αποκηρύξει τους «μεγιστάνες» και θα προτείνει κάποια μέτρα για τον περιορισμό της οικονομικής τους εξουσίας. Το επόμενο βήμα της η σημερινή ακροδεξιά κυβέρνηση μπορεί κάλλιστα να το εμπνευστεί από τον Εχούντ Μπαράκ: να δημιουργήσει ένα θερμό επεισόδιο στα σύνορα με μία από τις γείτονες χώρες ή ακόμα να προκαλέσει μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών στο Ισραήλ, ελπίζοντας ότι η «ασφάλεια» θα ξαναδημιουργήσει πνεύμα εθνικής ενότητας απέναντι σε μια ξένη απειλή. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που μια ισραηλινή κυβέρνηση θα ακολουθήσει αυτή τη βρόμικη στρατηγική. Φαίνεται όμως ότι η κοινή γνώμη στο Ισραήλ είναι πιο οξυδερκής απ’ ό,τι στο παρελθόν: όταν εκπρόσωποι της κυβέρνησης έθεσαν το ζήτημα της ασφάλειας, η απάντηση των διαδηλωτών ήταν «Στέγαση, παιδεία, υγεία είναι η πραγματική μας ασφάλεια», δείχνοντας, κατά μία έννοια, ότι έχουν επίγνωση αυτού του παλιού κόλπου. Θα είναι αυτή η επίγνωση ικανή για να αποτρέψει την ισραηλινή κυβέρνηση από το να ξεκινήσει έναν πόλεμο; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε από την ισραηλινή Δεξιά στην επίσκεψη των πολεμοκάπηλων Τσακ Νόρις και Γκλεν Μπεκ και οι ρατσιστικές τους δηλώσεις δεν είναι σίγουρα καλό σημάδι.
Ένα συνολικό εναλλακτικό πρόγραμμα
Οι διαδηλωτές αντέδρασαν στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης συστήνοντας τη δική τους επιτροπή, αποτελούμενη από προοδευτικούς οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και κοινωνικούς ακτιβιστές. Αυτή η εναλλακτική ομάδα έχει πολύ ετερογενή σύνθεση, συμπεριλαμβάνοντας τον πρώην υποδιοικητή της Τράπεζας του Ισραήλ, και πολλοί ακτιβιστές έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους. Όλοι όσοι ανήκουν στο προοδευτικό στρατόπεδο θα συμφωνούσαν ότι οποιαδήποτε εναλλακτική λύση πρέπει να περιλαμβάνει:
- μια ριζική αύξηση της χρηματοδότησης για την υγεία, την εκπαίδευση και το κοινωνικό κράτος
- την εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου για τη δημόσια στέγαση και την κατανομή των εγκεκριμένων κονδυλίων για την ανέγερση κοινωνικών κατοικιών σε όλη τη χώρα
- ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την ανάπτυξη της «περιφέρειας»
- την αύξηση των φόρων στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων
- την απαλλοτρίωση των άδειων κατοικιών σε όλη τη χώρα
- τη διάλυση της Ισραηλινής Διοίκησης Γαιών.
Αλλά αυτά δεν είναι αρκετά, ενώ στα παρακάτω πρόσθετα αιτήματα σίγουρα δεν συναινεί το κίνημα, που προσπαθεί σκληρά να μην είναι ούτε δεξιό ούτε αριστερό. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι, όπως και η δημοκρατία, έτσι και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να διαιρεθεί και υπάρχουν μόνο δύο επιλογές:
- Η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στις πιο αδύναμες κοινότητες, συγκεκριμένα στις αραβικές και στις ακραία ορθόδοξες (εβραϊκές) κοινότητες· αυτές οι κοινότητες σίγουρα δεν είναι το κύριο μέλημα των εκπροσώπων του κινήματος διαμαρτυρίας που ανήκουν στη μεσαία τάξη.
- Για τη χρηματοδότηση των δίκαιων αιτημάτων των διαδηλωτών χρειάζεται να απαιτηθούν μεγάλες περικοπές στα κονδύλια για τους οικισμούς και την «ασφάλεια». Αργά ή γρήγορα, το κίνημα θα πρέπει να δώσει ένα τέλος στον ισχυρισμό του ότι είναι «απολίτικο». Η Δεξιά και η Αριστερά είναι δύο αντίθετες κατευθύνσεις, με τη μία να οδηγεί σε περισσότερη φτώχεια και κοινωνικές διακρίσεις και την άλλη σε πιο δίκαιη διανομή του πλούτου. Ένα από τα πιο φιλόδοξα συνθήματα των διαδηλωτών ήταν «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ». Είναι πράγματι ένα πολύ φιλόδοξο σύνθημα. Για την επίτευξη έστω και ενός μικρού μέρους του, χρειάζεται να γίνουν επιλογές και να τελειώσει η ψευδαίσθηση περί εθνικής ενότητας.
Μετάφραση: Ράνια Σβίγκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου