16 Ιουν 2012

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: Ανάγκη για εθνικοποίηση και δημόσιο έλεγχο των τραπεζών


Παναγιώτης Παλλίνης
Ιούνιος 2012

Οι εξελίξεις όσον αφορά την οικονομική κρίση στην Κύπρo αλλά και στην Ευρώπη τρέχουν με πολύ γοργούς ρυθμούς. Η απόφαση της Ισπανίας να αποταθεί στο μηχανισμό της Ε.Ε. για τη στήριξη των τραπεζών της, οι εκλογές στην Ελλάδα, η αβεβαιότητα όσον αφορά την κατάσταση στην Ιταλία έχει εντείνει τους κλυδωνισμούς στην ευρωζώνη η οποία απειλείται με κατάρρευση. Οι κυβερνήσεις των χωρών του πυρήνα της ευρωζώνης και πρωταρχικά της Γερμανίας καθώς και αξιωματούχοι της Ε.Ε και του ΔΝΤ επιμένουν στην νέο-αποικιακή τους πολιτική για την επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας στην περιφέρεια. Ο νέο-φιλελευθερισμός μπορεί να βρίσκεται σε κρίση αλλά οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές όχι μόνο διατηρούνται αλλά εφαρμόζονται με πιο πολλή σφοδρότητα. Οι απειλές όσον αφορά την εκλογική διαδικασία στην Ελλάδα βρίσκονται σε πλήρη έξαρση. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα έχει καθοριστική σημασία για την πορεία των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων για μια εναλλακτική Ευρώπη.

Στα πλαίσια αυτού του κρίσιμου οικονομικού και πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη και ενώ η καταληκτική ημερομηνία για την ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών στα τέλη Ιουνίου πλησιάζει, η κυβέρνηση στη Κύπρο είναι αναγκασμένη να εξασφαλίσει χρηματοδότηση της τάξης των 1.8 δις. Οι διεθνείς αγορές για δανεισμό από την κυπριακή κυβέρνηση έχουν κλείσει από καιρό, κυρίως λόγω της τραπεζικής κρίσης. Αν η κυβέρνηση εξασφαλίσει διμερές δάνειο από τρίτη χώρα θα μπορέσει να αποφύγει την προσφυγή στο μηχανισμό της Ε.Ε και τα μέτρα λιτότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων τα οποία θα επιβληθούν σε περίπτωση τέτοιου δανεισμού. Η οικονομική ελίτ και η αντιπολίτευση στη Κύπρο σίγουρα παρακαλεί να αναγκαστεί η κυβέρνηση να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης της Ε.Ε. Σε τέτοια περίπτωση θα επιβληθούν μέτρα τα οποία οι ίδιοι προσπαθούν να εφαρμόσουν από καιρό όπως την κατάργηση της ΑΤΑ, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, ιδιωτικοποιήσεις και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η κυβέρνηση στη Κύπρο θα πρέπει να αντισταθεί έντονα στην επιβολή οικονομικών μέτρων από την Ε.Ε. Παράλληλα θα πρέπει να αναδειχθεί ξεκάθαρα ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομική κρίση που διέρχεται η Κύπρος και να προωθηθεί το αίτημα, η στήριξη των κυπριακών τραπεζών να συνοδευτεί από ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος. Ο δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος θα μπορούσε να αποτελέσει τη βασική προϋπόθεση για την αναδιοργάνωση της κυπριακής οικονομίας προς μια αναπτυξιακή πορεία.


Η κρίση στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου

Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τον Σεπτέμβριο 2008 και την εξάπλωση της κρίσης στην Ευρώπη, ως φυσικό επακόλουθο η κυπριακή οικονομία έχει επηρεασθεί σημαντικά και βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία ύφεσης. Η αρνητική πορεία της οικονομίας τα τελευταία 3-4 χρόνια είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση της ανεργίας από 3,5% του εργατικού δυναμικού το 2008, σε 10,5% το 2012 και με αυξητική τάση. Ο τουριστικός τομέας, οι κατασκευές, η βιομηχανία και οι εξαγωγές έχουν επηρεασθεί δραματικά και βρίσκονται σε παρατεταμένη στασιμότητα.

Πριν από τέσσερα χρόνια, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει ότι το βάθεμα της κρίσης και τη ‘χαριστική βολή’ στην κυπριακή οικονομία θα την έδινε η κρίση στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, η οποία απειλεί να σπρώξει την κυπριακή οικονομία σε ακόμα πιο δύσκολες ατραπούς με απρόβλεπτες συνέπειες. Πόσο ειρωνικά ακούονται τώρα τα λόγια του τότε υπουργού Οικονομικών, όταν το 2009 δήλωνε ότι η κυπριακή οικονομία δεν πρόκειται να επηρεασθεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση γιατί η κυπριακή οικονομία διαθέτει ένα δυνατό, σύγχρονο και αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο δεν έχει διαβρωθεί από τα ‘τοξικά ομόλογα’, σε αντίθεση με τις πιο πολλές αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες.

Η αγορά από τις κυπριακές τράπεζες ομολόγων του ελληνικού δημοσίου της τάξης πέραν των 5 δις ευρώ κατά τη διάρκεια του 2009 και 2010, εν μέσω κρίσης και ενώ οι ενδείξεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας ήταν έντονα αρνητικές, αποτέλεσε το χαριστικό πλήγμα στον τραπεζικό τομέα της Κύπρου και θα καθορίσει αρνητικά τη μελλοντική πορεία της κυπριακής οικονομίας για αρκετά μεγάλη περίοδο. Η κίνηση αυτή των τραπεζών για την αγορά των ελληνικών ομολόγων δεν πρέπει να ιδωθεί σαν ένα απομονωμένο γεγονός, σαν μια λανθασμένη επενδυτική απόφαση αλλά σαν το επιστέγασμα της νοοτροπίας, του τρόπου λειτουργίας και της δομής του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο. Αποτελεί μια ακραία κερδοσκοπική κίνηση με σκοπό το γρήγορο και εύκολο κέρδος και με απαράδεκτη επικέντρωση ρίσκου σε ένα επενδυτικό στοιχείο. Με απλά λόγια τα διευθυντικά στελέχη και τα διοικητικά συμβούλια των κυπριακών τραπεζών θέλησαν να εκμεταλλευθούν τις συνθήκες κρίσης και την αρνητική πορεία της ελληνικής οικονομίας, όπου τα επιτόκια είχαν εκτοξευθεί στα ύψη, για να ενισχύσουν ακόμα πιο πολύ την κερδοφορία τους και για να μπορούν να δικαιολογήσουν τους ασύλληπτα ψηλούς μισθούς και τα μπόνους των διευθυντικών στελεχών.

Αυτή η νοοτροπία του γρήγορου κέρδους, της απληστίας και της τυχοδιωκτικής συμπεριφοράς στο τραπεζικό σύστημα είχε ως απαρχή την ενεργό συμμετοχή τους στη φούσκα του χρηματιστηρίου. Ακολούθως οι τράπεζες συστηματικά λειτουργούν ουσιαστικά ως καρτέλ με επιτόκια πολύ πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πρόσφατα το τραπεζικό σύστημα επέτεινε την άνοδο στις τιμές των ακινήτων με τη δανειοδοτική του πολιτική. Επίσης, τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν προβεί σε μια σειρά από εξαγορές και επεκτάσεις σε χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης με αμφίβολα οικονομικά οφέλη για την οικονομία και για τις ίδιες τις τράπεζες. Όλες αυτές οι δραστηριότητες στον τραπεζικό τομέα και λαμβάνοντας υπόψη την τρομακτική αύξηση του μεγέθους τους τα τελευταία χρόνια που ξεπερνά το μέγεθος του ΑΕΠ κατά 7 φορές, δείχνουν ότι έχει εμπεδωθεί η κουλτούρα του γρήγορου κέρδους και του τυχοδιωκτισμού ανεξαρτήτως των επιπτώσεων στην οικονομία, στην ανάπτυξη και στην απασχόληση.

Μετά τη πρόσφατη κερδοσκοπική κίνηση των τραπεζών όσον αφορά την αγορά ελληνικών ομολόγων, μια επένδυση η οποία υπερβαίνει το 70% των κεφαλαίων τους και το 25% του κυπριακού ΑΕΠ, έχει τεθεί σε κίνδυνο όχι μόνο η ίδια η επιβίωση των τραπεζών αλλά και η πορεία της κυπριακής οικονομίας. Η επένδυση σε ελληνικά κρατικά ομόλογα θεωρήθηκε από τους ειδήμονες διευθυντές των κυπριακών τραπεζών, αλλά προφανώς και από τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, ασφαλής επένδυση και ότι ήταν αδύνατο να χρεοκοπήσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Αλλά οι συνθήκες κρίσης τις οποίες διέρχεται η παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία δεν αποτελούν μια συνηθισμένη κυκλική κρίση στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά απειλεί να ξεπεράσει σε σφοδρότητα και σε οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις ακόμα και τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 1930. Οι Κύπριοι τραπεζίτες δεν είχαν τη διορατικότητα ακόμα και στα πλαίσια της καπιταλιστικής λογικής να προβληματιστούν για τις πιθανές επιπτώσεις των επενδυτικών τους κινήσεων και ότι είναι απαράδεκτο να τίθεται σε κίνδυνο η επιβίωση μιας τράπεζας, καθώς και η πορεία της οικονομίας στο βωμό του γρήγορου κέρδους. 
 
Κατά κάποιο τρόπο, η περίπτωση της Κύπρου αποτελεί μια μικρογραφία των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η άνοδος και επικράτηση του νεο-φιλελευθερισμού τα τελευταία τριάντα χρόνια, είχε ως σημαντικό στοιχείο τη διόγκωση και την οικονομική και πολιτική ενδυνάμωση και επικυριαρχία του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος γενικότερα. Οι νέες τεχνολογίες, τα νέα χρηματιστικά προϊόντα στα πλαίσια απίστευτης αύξησης της κερδοφορίας είχαν ως φυσικό αποτέλεσμα τις εξελίξεις όσον αφορά τα ενυπόθηκα τραπεζικά ομόλογα στις ΗΠΑ και την κρίση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος. Φυσικά η άνοδος και οικονομική επικυριαρχία του τραπεζικού συστήματος, που αποτελεί το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης τα τελευταία τριάντα χρόνια, συνοδεύεται παράλληλα με αύξηση της πολιτικής του επιρροής και δύναμης. 
 
Το μέγεθος του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά και την εισροή σημαντικών ξένων κεφαλαίων. Επίσης η κερδοφορία των κυπριακών τραπεζών έχει αυξηθεί σημαντικά καθώς και οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών τους. Η νοοτροπία του γρήγορου κέρδους και η ανυπαρξία ελέγχου από την Κεντρική Τράπεζα είχε σαν αποτέλεσμα την ακραία κερδοσκοπική συμπεριφορά στις κυπριακές τράπεζες και την επιδείνωση της κρίσης σε απρόβλεπτο βαθμό. Το πολιτικό σύστημα, τα ΜΜΕ και οι διάφοροι επιχειρηματικοί φορείς όχι μόνο δεν άσκησαν κριτική αλλά δηλώνουν τη στήριξή τους χωρίς όρους στο τραπεζικό σύστημα. Οι παραλληλισμοί της Κύπρου με τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά το ρόλο των τραπεζών στη διαμόρφωση της κρίσης και της πολιτικής τους επιρροής είναι πολύ εμφανείς. 
 
Ανάγκη εθνικοποίησης και δημόσιου ελέγχου του τραπεζικού συστήματος στη Κύπρο. 
 
Μετά τις πρόσφατες διεργασίες στην Ελλάδα όσον αφορά τη νέα δανειακή σύμβαση με την ΕΕ, τα νέα σκληρά μέτρα λιτότητας μέσω του μνημονίου 2 και το κούρεμα των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που ανέρχεται στο 70% της ονομαστικής τους αξίας, οι ζημιές που έχουν ανακοινωθεί από τις κυπριακές τράπεζες ανέρχονται σε 4 δις ευρώ. Ως αποτέλεσμα αυτών των ζημιών τα κεφάλαια των κυπριακών τραπεζών έχουν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η επιβίωσή τους βρίσκεται πλέον σε αμφιβολία χωρίς κρατική στήριξη. Επίσης, οι ζημιές των κυπριακών τραπεζών αναμένεται να αυξάνονται τα επόμενα χρόνια αναλόγως της πορείας της ελληνικής οικονομίας και της αύξησης των επισφαλών δανείων στην Ελλάδα. Οι προσπάθειες των τραπεζών για άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων όπως αναμενόταν, δεν απέδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα και η καταληκτική ημερομηνία της 30ής Ιουνίου, η οποία έχει καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, ως περίοδος κατά την οποία οι τράπεζες θα έπρεπε να εκπληρώσουν ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση, έχει σχεδόν εξαντληθεί. Στο διάστημα αυτό οι κυπριακές τράπεζες έχουν σταματήσει να λειτουργούν σαν τράπεζες μετά και τη σχεδόν ολοκληρωτική παγιοποίηση των δανείων, με αποτέλεσμα το βάθεμα της κρίσης στην κυπριακή οικονομία και τη συνεχή αύξηση της ανεργίας.

Μέχρι την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης και της Βουλής για τη στήριξη της Λαϊκής Τράπεζας μέσω εγγύησης 1,8 δις στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, η κυβερνητική αντίδραση στην αντιμετώπιση της τραπεζικής κρίσης ήταν υποτονική. Η κυβέρνηση έπρεπε ήδη να είχε προχωρήσει σε ανεξάρτητη ενδελεχή έρευνα όχι μόνο για τα αίτια της τραπεζικής κρίσης, αλλά και για να θέσει τις βάσεις για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος προς μια αναπτυξιακή κατεύθυνση. 
 
Η κρίση στο τραπεζικό σύστημα έχει ως αποτέλεσμα το βάθεμα και την παράταση της κρίσης της κυπριακής οικονομίας. Η κρατική στήριξη των τραπεζών όμως, θα έχει επιπλέον δημοσιονομικές επιπτώσεις και θα οδηγήσει στην αύξηση του δημόσιου χρέους σε πρώτη φάση από 71% σε 81% του ΑΕΠ. Ουσιαστικά οι ζημιές στο τραπεζικό σύστημα κοινωνικοποιούνται και οι φορολογούμενοι καλούνται να καλύψουν το έλλειμμα. 
 
Επίσης, παραμένει το ερώτημα με ποιο τρόπο η κυβέρνηση θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των 1,8 δις για τη στήριξη της Λαϊκής και τις μελλοντικές χρηματοδοτήσεις του πιθανόν να ακολουθήσουν. Μια πιθανότητα θα ήταν η σύναψη διακρατικού δανείου, όπως αυτό που είχε προηγηθεί με τη Ρωσία της τάξης των 2,5 δις ευρώ. Η εναλλακτική περίπτωση θα ήταν η κυβέρνηση να αποταθεί στο μηχανισμό στήριξης της ΕΕ και σε τέτοια περίπτωση, όπως και αυτές της Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας, ο δανεισμός θα απαιτηθεί εκ μέρους της Ε.Ε να συνοδευτεί με αυστηρά μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας και περαιτέρω σπρώξιμο της οικονομίας προς την ύφεση και την ανεργία. Η τραπεζική κρίση έχει οδηγήσει την κυπριακή οικονομία στην πιο βαθιά κρίση κατά την περίοδο μετά το ’74.

Η επιτακτική ανάγκη για εθνικοποίηση και ριζική αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος με βασικό άξονα τον δημόσιο και δημοκρατικό έλεγχο, με κύριο στόχο να δοθεί αναπτυξιακή κατεύθυνση στην κυπριακή οικονομία, θα πρέπει να αποτελεί βασικό πυλώνα μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής. Η στήριξη της Λαϊκής τράπεζας, αν δεν υπάρξει ιδιωτική ανταπόκριση στην έκδοση μετοχών, ισοδυναμεί με 92% κρατική συμμετοχή και έτσι αποτελεί ντε φάκτο εθνικοποίηση της τράπεζας. Το θέμα που παραμένει ανοικτό είναι κατά πόσο η στήριξη αυτή αντικρίζεται ως ένα προσωρινό μέτρο για την αναδιάρθρωση και επαναφορά σε κερδοφορία της τράπεζας και απόδοσής της ξανά στους ιδιώτες, ή αν θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για τον έλεγχο και σχεδιασμό των δανειοδοτήσεων και των επενδύσεων προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Οι ενδείξεις σε αυτή τη φάση είναι ότι ακολουθείται το μοντέλο της ‘προσωρινής’ στήριξης και της επαναφοράς της ιδιοκτησίας της τράπεζας σε ιδιωτικά χέρια μόλις αυτό καταστεί δυνατό. Ήδη ένας από τους όρους στη νομοθεσία για τη στήριξη της Λαϊκής αναφέρει ότι η διάρκεια κατοχής των μετοχών από το κράτος δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε χρόνια και πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου οι μετοχές θα πρέπει να πωληθούν σε ιδιώτες. Μάλιστα, κάποιοι αναλυτές και παράγοντες στήριξης των τραπεζών υποστηρίζουν ότι αν η Λαϊκή επανέλθει σε κερδοφορία το κράτος θα μπορεί να πωλήσει τις μετοχές που κατέχει σε ιδιώτες κάνοντας και κέρδος μέχρι και 10%!

Το πιο πάνω επιχείρημα αποτελεί μια υπερ-απλουστευμένη άποψη πού σκοπό έχει να υποστηρίξει ότι η τραπεζική κρίση δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι ένα προσωρινό δάνειο από την κυβέρνηση από το οποίο θα μπορούσε να βγάλει και κέρδος! Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά διαφορετική. Οι ζημιές που έχουν υποστεί οι κυπριακές τράπεζες είναι τέτοιου μεγέθους όπου η βιωσιμότητα τους έχει τεθεί σε αμφιβολία. Αυτές οι ζημιές δεν έχουν δημιουργηθεί από εξωγενείς παράγοντες, αλλά από συνειδητές κερδοσκοπικές αποφάσεις των διευθυντών και των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών και με την ανοχή της Κεντρικής Τράπεζας. Λόγω της επισφαλούς θέσης των τραπεζών και των βάσιμων αμφιβολιών που έχουν δημιουργηθεί για την βιωσιμότητα τους, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν υποβαθμίσει τα ομόλογα του κυπριακού κράτους σε τέτοιο βαθμό, με αποτέλεσμα η κυπριακή κυβέρνηση να μην μπορεί να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές. Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος βρίσκονται σε τέτοια επίπεδα (3.5% και 71% αντίστοιχα) που δεν αποτελούν σημαντικό πρόβλημα σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Αν δεν επιτύχουν οι προσπάθειες για σύναψη διακρατικού δανείου, ο μόνος τρόπος χρηματοδότησης της στήριξης της Λαϊκής είναι ο μηχανισμός χρηματοδότησης της Ε.Ε. και σε τέτοια περίπτωση θα απαιτηθεί από την Ε.Ε η επιβολή προγράμματος μέτρων λιτότητας, αλλαγές στους όρους των εργασιακών σχέσεων π.χ. ΑΤΑ ή και άλλους όρους. Η κυβέρνηση, τα συνδικάτα και η ευρύτερη αριστερά θα πρέπει να αντισταθεί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αντλώντας αυτοπεποίθηση και προσανατολισμό από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα. Θα πρέπει να προωθηθεί το αίτημα για εθνικοποίηση και δημοκρατικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος στη Κύπρο και ένα εναλλακτικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και παραγωγικής ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας καθώς και ριζικής μεταρρύθμισης του κρατικού μηχανισμού.

Η κυπριακή οικονομία ήδη βρίσκεται σε αδιέξοδη κατάσταση όχι μόνο λόγω της τραπεζικής κρίσης, αλλά και σε ό,τι αφορά την εξάντληση του αναπτυξιακού μοντέλου που έχει ακολουθηθεί τις τελευταίες δεκαετίες και την εξάρτησή της από τον τομέα του τουρισμού και τις παρεμφερείς του υπηρεσίες. Η παραγωγική βάση της οικονομίας όσον αφορά τη βιομηχανική και γεωργική ανάπτυξη έχει αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να απαιτείται ριζική αναδιάρθρωση στη βάση ενός νέου οικονομικού σχεδιασμού. Ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των επενδύσεων θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο για ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: